Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2014

Πάμε Σπίτι

Για το Ζ.


“Ιδού. Το πιο αγαπημένο μου μέρος σε όλο τον κόσμο.” είπα περήφανα.

Στεκόμασταν στη μέση της γέφυρας. Δεν είχε δρομολόγια τέτοια ώρα, πόσο μάλλον τέτοιες μέρες. Τη σιγαλιά της νύχτας διέλυε μόνο ο παγωμένος χριστουγεννιάτικος άνεμος. Πίσω μας ο σταθμός. Παλιά βαγόνια παρκαρισμένα στην ίδια θέση δυο δεκαετίες τώρα, αποθήκες και ξεραμένα δέντρα γεμάτα φωλιές κοράκων με φόντο το λιμάνι. Γερανοί, βαπόρια και ο πύργος με το ρολόι να γράφει 28/12/13, 5:13. Οι σκουριασμένες γραμμές του τρένου φωτισμένες από τους κίτρινους προβολείς απλώνονταν σαν ερπετά κάτω απ' τα πόδια μας, μπλέκονταν, οι δυο γινότανε μία, η μια δύο, και συνέχιζαν μέχρι την άλλη μεριά της γέφυρας στη στροφή, όπου και χάνονταν.

Κοιτούσε αριστερά δεξιά απορημένη, λες και έψαχνε κάτι.

“Ε, εντάξει.” είπε τελικά.

Την κοίταξα έκπληκτος, σχεδόν προσβεβλημένος.

“Εντάξει? Σε φέρνω στο αγαπημένο μου μέρος σε όλο τον κόσμο -ούτε καν το αγαπημένο μου μέρος στην πόλη!- και σου φαίνεται απλά εντάξει?”

Γύρναγε εκνευρισμένη μια απ' τη μια και μια απ' την άλλη.

“Ε δεν έχει και τίποτα αξιόλογο ρε μωρό, έχει ράγες, τρένα, είναι όμορφα αλλά αυτό, δεν είναι τίποτα τρελό να πεις ουάου.”

“Μα καλά, είναι δυνατόν να μην το βλέπεις? Έχεις μπροστά σου το απόλυτο αστικό τοπίο.”

“Ε, εντάξει.” είπε στεγνά.

Την κοίταξα για λίγο χωρίς να πω τίποτα.

“Καλά μωρέ, δεν πειράζει.” αναστέναξα. “Πάμε σπίτι?”





Συνεχίσαμε το δρόμο μας. Η βραδιά είχε ξεκινήσει ώρες πριν με τσίπουρα, κρασιά και ρακές. Καταλήξαμε να χορεύουμε κόκαλα σε ένα απ' αυτά τα μαγαζιά που είναι φίσκα και έχει καλή μουσική μα κανείς ποτέ δεν χορεύει, όλοι πάνε εκεί γιατί απλά όλοι είναι εκεί. Όταν ήρθαν οι μπύρες που παρήγγειλα τις κοίταξε με ένα βλέμμα απελπισίας, σίγουρη ότι αν πιει ακόμα τόσο θα ξεράσει. Κάθισε σε ένα σκαμπό στη γωνία παραδομένη, σαν μποξέρ που τα έχει δώσει όλα και κάτι προσπάθησε να μου πει. Δεν άκουσα λέξη μέσα στον πανικό αλλά ήταν ξεκάθαρο. Άδειασα τα ποτήρια, έφερα τα παλτά μας και φύγαμε.


Είχε τα χέρια σταυρωμένα και προχωρούσε με το κεφάλι σκυμμένο. Φορούσε το παλτό της, κόκκινο φουλάρι τυλιγμένο καλά γύρω απ' το λαιμό και το γατίσιο σκουφάκι της, μάλλινο με δυο αυτάκια να πετιούνται στην κορυφή. Η μικροκαμωμένη, καρτουνίστικη μορφή της με έκανε πραγματικά χαρούμενο που την είχα μαζί μου.
Την κοίταζα να προχωράει και σκεφτόμουνα πόσο όμορφα περνάω μαζί της, όταν γύρισε και μου είπε με παράπονο.

“Ρε Ορφέα δεν ξέρω τι να κάνω με το γάτο μου.”

“Τι έχει ο γάτος σου κούκλα μου?” τη ρώτησα.

Γύρισε και με κοίταξε όλο αγανάκτηση χωρίς να ξεσταυρώσει τα χέρια.

“Δεν τον αντέχω ρε Ορφέα! Δεν μπορώ να τον καταλάβω!”

Ο εν λόγω γάτος είναι ένα χοντρό κατάμαυρο κτηνάκι που αντιπάθησα απ' την αρχή. Δεν είναι καθόλου χαδιάρης, δεν θα 'ρθει να σου τριφτεί στα πόδια, δεν θα σου κάνει νιάου. Την πρώτη φορά που έκανα να τον αγγίξω με κοίταξε στα μάτια, σήκωσε το πόδι και με ξέσκισε με το πάσο του, σχεδόν χειρουργικά. Χωρίς απότομες κινήσεις, σα να μου λέει να, έτσι ξηγιέμαι εγώ μαλάκα, πάρτηνα.

“Γιατί βρε, τι κάνει?”

Έφερα το χέρι μου πάνω απ' τους ώμους της να την πιάσω μα αυτή τραβήχτηκε και συνέχισε στον ίδιο τόνο.

“Όταν κάθομαι έρχεται και τρίβεται στα πόδια μου, γουργουρίζει.. Μα όταν πάω να τον πιάσω εκνευρίζεται και με νυχιάζει. Εκεί που τον έχω ήρεμο και τον χαϊδεύω, χωρίς προειδοποίηση γίνεται κακός και με σκίζει.”

“Ο γάτος σου έχει θέματα.” είπα αστειευόμενος.

“Δεν ξέρω τι να κάνω πια ρε Ορφέα! Κάθε φορά που αρχίζω να πιστεύω πως τα πάμε καλά και η σχέση μας δυναμώνει κάτι τον πιάνει και κάνει μαλακία.” είπε παραπονιάρικα.

“Μπορεί απλά να είναι έτσι ο χαρακτήρας του. Ζώο είναι, τι περίμενες δηλαδή?” της αντιγύρισα.

“Εγώ τι φταίω όμως ρε συ? Τον έχω τόσο καιρό.. Θέλω, θέλω πραγματικά να τα πάμε καλά, αλήθεια, αλλά δεν ξέρω τι να κάνω. Δεν τον αντέχω, τον βλέπω μέσα στο σπίτι και εκνευρίζομαι, δεν ξέρω πως να νιώσω ή τι να σκεφτώ γιαυτόν, δεν ξέρω πως να του φερθώ!” φώναξε.

Το γατί. Το γατί. Πού κολλάει τώρα το γατί? Τι διάολο? Προσπάθησα να οργανώσω τις σκέψεις μου. Τελικά γύρισα και της είπα όσο πιο ήρεμα μπορούσα,

“Κοίτα, μάλλον τον έχεις παρεξηγήσει το γάτο σου. Απ' το λίγο που τον ξέρω μπορώ να τον καταλάβω, μην περιμένεις απ' αυτόν περισσότερα απ' ότι είναι ικανός να σου δώσει.”

Πήρα μια απόσταση και άρχισα να προχωράω μπροστά. Είχα φορτώσει. Αυτό το αλκοολικό θολωμένο φόρτωμα που σου καίει το στήθος.

“Και στην τελική, μωρό μου, αν ήθελες να 'ναι χαρωπός και γλυκός να μην του έκοβες τα αρχίδια!” είπα εκνευρισμένα.

Δεν είπε τίποτα για λίγο, φτάναμε σπίτι πια. Πίστεψα πως θα το λήγαμε εκεί μα συνέχισε.

“Δεν είναι αυτό ρε Ορφέα. Η θηλικιά είναι ήρεμη και γλυκιά, έρχεται, κάθεται στα πόδια μου όταν διαβάζω, της μιλάω, την χαϊδεύω, μα αυτός.. Δεν ξέρω τι σκέφτεται. Αλήθεια, τον θέλω, αλλά δεν μπορώ να τον εμπιστευτώ. Είναι λες και δεν με συμπαθεί καθόλου, ώρες ώρες νιώθω σαν να τον έχω φυλακισμένο, σαν να μη...” -- έτοιμος να σκάσω γύρισα απότομα, έφερα το πρόσωπό μου μπροστά στο δικό της και φώναξα,

“ΚΟΦΤΟ γαμώ! Σε φέρνω στην πόλη μου, σε βγάζω έξω και συ είσαι με τα μούτρα μέχρι το πάτωμα! Τι σκατά σε έχει πιάσει και μιλάς τόση ώρα για το κωλόγατο? Αυτό έχει να μου πεις μόνο? Τι με νοιάζει για το γάτο σου? ΓΑΜΑ το γάτο σου!”


Σταμάτησε. Με κοίταξε με βλέμμα ξαφνιασμένο μα απογοητευμένο. Όχι φοβισμένο. Προδομένο. Μου πήρε λίγα δευτερόλεπτα να συνειδητοποιήσω πόσο αδικαιολόγητο ήταν το ξέσπασμά μου. Κόπηκα στα δύο.

“Συγνώμη... Δεν ξέρω τι έπαθα, συγνώμη, δεν έπρεπε να σου φωνάξω.” ψέλλισα.

Δεν είπε τίποτα, κατέβασε το κεφάλι με τα χέρια ακόμα στην ίδια στάση, έκρυψε το πρόσωπό της βαθιά στο κασκόλ και αναστέναξε. Πλησίασα όσο πιο ήρεμα μπορούσα και την άγγιξα. Έγειρε διστακτικά στον ώμο μου, την αγκάλιασα.

Μείναμε εκεί, σιωπηλοί. Ξαφνικά οι δρόμοι φάνηκαν υπερβολικά άδειοι, η πόλη υπερβολικά ήσυχη. Ο αέρας υπερβολικά παγωμένος.

“Δεν το εννοούσα, δεν ξέρω τι με πιάνει... Παρανόησα. Είμαι πολύ μαλάκας, συγνώμη...”, ψιθύρισα.

Σήκωσε αργά το κεφάλι της. Με κοίταξε μ' αυτό το μοναδικό ανεξιχνίαστο βλέμμα, ψυχρό -μα όχι σκληρό, σαν να ψάχνει κάτι πίσω απ' τα μάτια μου, σαν να περιμένει, σαν να θέλει κάτι να ακούσει ή να μου πει αλλά με τέτοιο τρόπο που μου είναι αδύνατον να προσδιορίσω τι θα μπορούσε να 'ναι αυτό. Μ' αυτό το μυστικό, γατίσιο τρόπο που έχω χαραγμένο στο μυαλό μου σαν υστερόγραφο, που τόσες φορές προσπάθησα να καταλάβω και άλλες τόσες κατάλαβα πως δεν θέλω να καταλάβω.

Με κοίταξε για μια αιωνιότητα με μάτια λυπημένα.

Τελικά με φίλησε γλυκά και είπε κουρασμένα,

“Πάμε σπίτι?”.

2 σχόλια:

  1. Ήταν, υπέροχο. Για μερικά δευτερόλεπτα ευχήθηκα να ήμουν εκείνη. Αλλά όλες τις υπόλοιπες στιγμές ευχόμουν να βρισκόμουν μέσα στο μυαλό σου. Να δω μέσα απ΄την ψυχή σου. Υπέροχο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή