Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2014

Πάμε Σπίτι

Για το Ζ.


“Ιδού. Το πιο αγαπημένο μου μέρος σε όλο τον κόσμο.” είπα περήφανα.

Στεκόμασταν στη μέση της γέφυρας. Δεν είχε δρομολόγια τέτοια ώρα, πόσο μάλλον τέτοιες μέρες. Τη σιγαλιά της νύχτας διέλυε μόνο ο παγωμένος χριστουγεννιάτικος άνεμος. Πίσω μας ο σταθμός. Παλιά βαγόνια παρκαρισμένα στην ίδια θέση δυο δεκαετίες τώρα, αποθήκες και ξεραμένα δέντρα γεμάτα φωλιές κοράκων με φόντο το λιμάνι. Γερανοί, βαπόρια και ο πύργος με το ρολόι να γράφει 28/12/13, 5:13. Οι σκουριασμένες γραμμές του τρένου φωτισμένες από τους κίτρινους προβολείς απλώνονταν σαν ερπετά κάτω απ' τα πόδια μας, μπλέκονταν, οι δυο γινότανε μία, η μια δύο, και συνέχιζαν μέχρι την άλλη μεριά της γέφυρας στη στροφή, όπου και χάνονταν.

Κοιτούσε αριστερά δεξιά απορημένη, λες και έψαχνε κάτι.

“Ε, εντάξει.” είπε τελικά.

Την κοίταξα έκπληκτος, σχεδόν προσβεβλημένος.

“Εντάξει? Σε φέρνω στο αγαπημένο μου μέρος σε όλο τον κόσμο -ούτε καν το αγαπημένο μου μέρος στην πόλη!- και σου φαίνεται απλά εντάξει?”

Γύρναγε εκνευρισμένη μια απ' τη μια και μια απ' την άλλη.

“Ε δεν έχει και τίποτα αξιόλογο ρε μωρό, έχει ράγες, τρένα, είναι όμορφα αλλά αυτό, δεν είναι τίποτα τρελό να πεις ουάου.”

“Μα καλά, είναι δυνατόν να μην το βλέπεις? Έχεις μπροστά σου το απόλυτο αστικό τοπίο.”

“Ε, εντάξει.” είπε στεγνά.

Την κοίταξα για λίγο χωρίς να πω τίποτα.

“Καλά μωρέ, δεν πειράζει.” αναστέναξα. “Πάμε σπίτι?”





Συνεχίσαμε το δρόμο μας. Η βραδιά είχε ξεκινήσει ώρες πριν με τσίπουρα, κρασιά και ρακές. Καταλήξαμε να χορεύουμε κόκαλα σε ένα απ' αυτά τα μαγαζιά που είναι φίσκα και έχει καλή μουσική μα κανείς ποτέ δεν χορεύει, όλοι πάνε εκεί γιατί απλά όλοι είναι εκεί. Όταν ήρθαν οι μπύρες που παρήγγειλα τις κοίταξε με ένα βλέμμα απελπισίας, σίγουρη ότι αν πιει ακόμα τόσο θα ξεράσει. Κάθισε σε ένα σκαμπό στη γωνία παραδομένη, σαν μποξέρ που τα έχει δώσει όλα και κάτι προσπάθησε να μου πει. Δεν άκουσα λέξη μέσα στον πανικό αλλά ήταν ξεκάθαρο. Άδειασα τα ποτήρια, έφερα τα παλτά μας και φύγαμε.


Είχε τα χέρια σταυρωμένα και προχωρούσε με το κεφάλι σκυμμένο. Φορούσε το παλτό της, κόκκινο φουλάρι τυλιγμένο καλά γύρω απ' το λαιμό και το γατίσιο σκουφάκι της, μάλλινο με δυο αυτάκια να πετιούνται στην κορυφή. Η μικροκαμωμένη, καρτουνίστικη μορφή της με έκανε πραγματικά χαρούμενο που την είχα μαζί μου.
Την κοίταζα να προχωράει και σκεφτόμουνα πόσο όμορφα περνάω μαζί της, όταν γύρισε και μου είπε με παράπονο.

“Ρε Ορφέα δεν ξέρω τι να κάνω με το γάτο μου.”

“Τι έχει ο γάτος σου κούκλα μου?” τη ρώτησα.

Γύρισε και με κοίταξε όλο αγανάκτηση χωρίς να ξεσταυρώσει τα χέρια.

“Δεν τον αντέχω ρε Ορφέα! Δεν μπορώ να τον καταλάβω!”

Ο εν λόγω γάτος είναι ένα χοντρό κατάμαυρο κτηνάκι που αντιπάθησα απ' την αρχή. Δεν είναι καθόλου χαδιάρης, δεν θα 'ρθει να σου τριφτεί στα πόδια, δεν θα σου κάνει νιάου. Την πρώτη φορά που έκανα να τον αγγίξω με κοίταξε στα μάτια, σήκωσε το πόδι και με ξέσκισε με το πάσο του, σχεδόν χειρουργικά. Χωρίς απότομες κινήσεις, σα να μου λέει να, έτσι ξηγιέμαι εγώ μαλάκα, πάρτηνα.

“Γιατί βρε, τι κάνει?”

Έφερα το χέρι μου πάνω απ' τους ώμους της να την πιάσω μα αυτή τραβήχτηκε και συνέχισε στον ίδιο τόνο.

“Όταν κάθομαι έρχεται και τρίβεται στα πόδια μου, γουργουρίζει.. Μα όταν πάω να τον πιάσω εκνευρίζεται και με νυχιάζει. Εκεί που τον έχω ήρεμο και τον χαϊδεύω, χωρίς προειδοποίηση γίνεται κακός και με σκίζει.”

“Ο γάτος σου έχει θέματα.” είπα αστειευόμενος.

“Δεν ξέρω τι να κάνω πια ρε Ορφέα! Κάθε φορά που αρχίζω να πιστεύω πως τα πάμε καλά και η σχέση μας δυναμώνει κάτι τον πιάνει και κάνει μαλακία.” είπε παραπονιάρικα.

“Μπορεί απλά να είναι έτσι ο χαρακτήρας του. Ζώο είναι, τι περίμενες δηλαδή?” της αντιγύρισα.

“Εγώ τι φταίω όμως ρε συ? Τον έχω τόσο καιρό.. Θέλω, θέλω πραγματικά να τα πάμε καλά, αλήθεια, αλλά δεν ξέρω τι να κάνω. Δεν τον αντέχω, τον βλέπω μέσα στο σπίτι και εκνευρίζομαι, δεν ξέρω πως να νιώσω ή τι να σκεφτώ γιαυτόν, δεν ξέρω πως να του φερθώ!” φώναξε.

Το γατί. Το γατί. Πού κολλάει τώρα το γατί? Τι διάολο? Προσπάθησα να οργανώσω τις σκέψεις μου. Τελικά γύρισα και της είπα όσο πιο ήρεμα μπορούσα,

“Κοίτα, μάλλον τον έχεις παρεξηγήσει το γάτο σου. Απ' το λίγο που τον ξέρω μπορώ να τον καταλάβω, μην περιμένεις απ' αυτόν περισσότερα απ' ότι είναι ικανός να σου δώσει.”

Πήρα μια απόσταση και άρχισα να προχωράω μπροστά. Είχα φορτώσει. Αυτό το αλκοολικό θολωμένο φόρτωμα που σου καίει το στήθος.

“Και στην τελική, μωρό μου, αν ήθελες να 'ναι χαρωπός και γλυκός να μην του έκοβες τα αρχίδια!” είπα εκνευρισμένα.

Δεν είπε τίποτα για λίγο, φτάναμε σπίτι πια. Πίστεψα πως θα το λήγαμε εκεί μα συνέχισε.

“Δεν είναι αυτό ρε Ορφέα. Η θηλικιά είναι ήρεμη και γλυκιά, έρχεται, κάθεται στα πόδια μου όταν διαβάζω, της μιλάω, την χαϊδεύω, μα αυτός.. Δεν ξέρω τι σκέφτεται. Αλήθεια, τον θέλω, αλλά δεν μπορώ να τον εμπιστευτώ. Είναι λες και δεν με συμπαθεί καθόλου, ώρες ώρες νιώθω σαν να τον έχω φυλακισμένο, σαν να μη...” -- έτοιμος να σκάσω γύρισα απότομα, έφερα το πρόσωπό μου μπροστά στο δικό της και φώναξα,

“ΚΟΦΤΟ γαμώ! Σε φέρνω στην πόλη μου, σε βγάζω έξω και συ είσαι με τα μούτρα μέχρι το πάτωμα! Τι σκατά σε έχει πιάσει και μιλάς τόση ώρα για το κωλόγατο? Αυτό έχει να μου πεις μόνο? Τι με νοιάζει για το γάτο σου? ΓΑΜΑ το γάτο σου!”


Σταμάτησε. Με κοίταξε με βλέμμα ξαφνιασμένο μα απογοητευμένο. Όχι φοβισμένο. Προδομένο. Μου πήρε λίγα δευτερόλεπτα να συνειδητοποιήσω πόσο αδικαιολόγητο ήταν το ξέσπασμά μου. Κόπηκα στα δύο.

“Συγνώμη... Δεν ξέρω τι έπαθα, συγνώμη, δεν έπρεπε να σου φωνάξω.” ψέλλισα.

Δεν είπε τίποτα, κατέβασε το κεφάλι με τα χέρια ακόμα στην ίδια στάση, έκρυψε το πρόσωπό της βαθιά στο κασκόλ και αναστέναξε. Πλησίασα όσο πιο ήρεμα μπορούσα και την άγγιξα. Έγειρε διστακτικά στον ώμο μου, την αγκάλιασα.

Μείναμε εκεί, σιωπηλοί. Ξαφνικά οι δρόμοι φάνηκαν υπερβολικά άδειοι, η πόλη υπερβολικά ήσυχη. Ο αέρας υπερβολικά παγωμένος.

“Δεν το εννοούσα, δεν ξέρω τι με πιάνει... Παρανόησα. Είμαι πολύ μαλάκας, συγνώμη...”, ψιθύρισα.

Σήκωσε αργά το κεφάλι της. Με κοίταξε μ' αυτό το μοναδικό ανεξιχνίαστο βλέμμα, ψυχρό -μα όχι σκληρό, σαν να ψάχνει κάτι πίσω απ' τα μάτια μου, σαν να περιμένει, σαν να θέλει κάτι να ακούσει ή να μου πει αλλά με τέτοιο τρόπο που μου είναι αδύνατον να προσδιορίσω τι θα μπορούσε να 'ναι αυτό. Μ' αυτό το μυστικό, γατίσιο τρόπο που έχω χαραγμένο στο μυαλό μου σαν υστερόγραφο, που τόσες φορές προσπάθησα να καταλάβω και άλλες τόσες κατάλαβα πως δεν θέλω να καταλάβω.

Με κοίταξε για μια αιωνιότητα με μάτια λυπημένα.

Τελικά με φίλησε γλυκά και είπε κουρασμένα,

“Πάμε σπίτι?”.

Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2014

61η Στάση στον Άγνωστο Σταθμό


Εισιτήρια. Μικρά κομμάτια χαρτί, μεγάλα κομμάτια χαρτί. Σχισμένα, πολύχρωμα, φυλαγμένα και ατσαλάκωτα, ξεχασμένα σε κωλότσεπες και πλυμένα, διπλωμένα σε καραβάκια και αφημένα σε στρατηγικά σημεία.

Πόσες διαδρομές Θεέ μου. Καράβια, τρένα, αεροπλάνα, φέρυ, ταξιά, λεωφορεία, πόσα και πόσα μικρά αποκόμματα χωρίς σημασία, μικρές και τερατώδεις σπατάλες πρώτης ύλης από τότε που μπορώ να θυμηθώ τον εαυτό μου.

Πόσες φορές με ξύπνησαν στο σταθμό? Με την κιθάρα ανάμεσα στα πόδια, γερμένος στο παγωμένο τζάμι με μια σαλιωμένη ζακέτα για μαξιλάρι και τσόχα στο στόμα. Κοιτάω γύρω μου προσπαθώντας να εστιάσω, τι γίνεται που είμαστε?

Και βλέπω τον Άγνωστο Σταθμό, τη στάση στη μέση του πουθενά. Γκρίζοι τοίχοι ξεφτισμένοι απ' το χρόνο, γυαλιστερά πλακάκια σε μουντές αποχρώσεις άσπρου, γκρίζου και μαύρου, και από πάνω ένα τεράστιο υπόστεγο σε απειλητική γωνία. Μέσα, τουαλέτες, παιχνίδια των πενήντα λεπτών με καταθληπτικά αρκουδάκια που τελευταία φορά χρησιμοποιήθηκαν το 1998, ένα αισχροκερδές μίνι μάρκετ με τυρόπιτες, αναψυκτικά και κάθε πιθανό συνδυασμό υδατάνθρακα και ζάχαρης, και στη μέση το Ιερό του σταθμάρχη, διάφανο και επιβλητικό. Γύρω απ' τα πολυγωνικό κτήριο παρκαρισμένα δυο ντουζίνες οχήματα, τα περισσότερα ογκώδη, πράσινα υπεραστικά λεωφορεία.

Όποιος σχεδίασε αυτό το σταθμό είχε μεγαλεπήβολα και λαμπρά όνειρα για το αποτέλεσμά του, όμως καθώς τα χρόνια πέρασαν η χωριάτικη ανάσα της μικροαστικής νεομπουρζουαζίας θόλωσε την όποια λάμψη που ίσως να το διέκρινε κάποτε. Τώρα όλα φαίνονται απλά γκρίζα, γκρίζα και παλιά. Σαν να χρειάζονται καθάρισμα, ή βάψιμο.

Πρέπει να 'χω βρεθεί πάνω από 60 φορές σ' αυτό το σταθμό, κι όμως ποτέ δεν μπήκα στον κόπο να μάθω πού ακριβώς βρίσκεται, ή πως λέγεται. Για 'μένα, είναι ένα ακόμα σημείο αναφοράς στη μέση του πουθενά, ένα τσιγάρο με το ζόρι ακόμα, ένα κατούρημα, ένα ακόμα τέταρτο στάσης.

Κοιτάω έξω απ' το παράθυρο. Αριστερά μου πίσω απ' τα σταθμευμένα μεταφορικά μεγαθήρια δεσπόζει ένα γκριζομπλέ θαμπό βουνό, και λίγο πιο πάνω του σε ότι φαντάζει μίας ώρας απόσταση, ένας ακόμα πιο θαμπός ήλιος. Τεντώνω το κεφάλι μου πάνω απ' την πλάτη του μπροστινού καθίσματος. Τα κόκκινα ψηφιακά γράμματα στο κοντέρ δίπλα απ' τον οδηγό λένε, 15 10. Και μετά 16.35. Τεσσεράμισι λοιπόν και νυχτώνει. Ο χειμώνας μας σφυρίζει απ' τη γωνία με μέρες ελάχιστες και αναπάντεχα κρυολογήματα.

Αφού κατέβει και ο τελευταίος επιβάτης χασμουριέμαι βίαια στη θέση μου, δυνατά, σαν αγρίμι. Από πάντα απολάμβανα τα λίγα λεπτά απόλυτης σιωπής στα λεωφορεία. Καθ' όλη τη διάρκεια της υπόλοιπης διαδρομής είσαι υποχρεωμένος να ανεχτείς κάθε μορφής μπιφτεκιά, γκομενοσυζητήσεις, παππούδες που κλάνουν, ροχαλητά. Τα μωρά ποτέ δεν με πείραξαν. Αυτές οι  λίγες στιγμές σιγής στο άδειο όχημα είναι φύλλα χρυσού για τ' αυτιά μου. Άσε που όλοι αγχώνονται πως τους ψειρίζω τα τιμαλφή και με διασκεδάζουν με τα ύποπτα βλέμματα και τα σιγανά ψιθυριτά τους.

Οι άνθρωποι μιλάνε στο τηλέφωνο στις στάσεις. Παίρνουν τη μάνα, το γκόμενό, την κολλητή, τον αδερφό τους, λένε μαλακίες αδιάφορες και ανούσιες, τι φάγανε το πρωί ή πόσο τα πήραν που θα χάσουν το σόου στην τηλεόραση (αλλά εντάξει μωρέ, θα το δούνε στο ίντερνετ), ή πως πήγαν στο βεσέ και είδαν μια σερβιέτα κολλημένη στον τοίχο ή μια κουράδα “να!”... Μαλακίες. Προσπαθώ να μην τους κρίνω πολύ αυστηρά, αλλά έχω γενικότερα την εντύπωση πως οι άνθρωποι πια μιλάνε πολύ στο τηλέφωνο. Ίσως είναι μια μικρή προσπάθεια να καθαρίσουν τις σταγόνες της θλίψης απ' το τζάμι του θλιβερού τους εαυτού, να υπενθυμίσουν σε κάποιον πως υπάρχουν κι αυτοί, πως ενεργούν, πως σκέπτονται, πως είναι ακόμα ζωντανοί. Αλλά κατά κύριο λόγο, απλά έχουν εθιστεί στον πολυτέλεια της τηλεπικοινωνίας.

Ντάξ, μη με πάρεις με τις πέτρες. Δεν μιλώ εκ του ασφαλούς. Μπορώ να καταλάβω πόσο σημαντικό ψυχολογικό μπούστ είναι να ακούει κάποιος τις καθημερινές σου ασήμαντες περιπέτειες σαν να του διηγείσαι μια αποστολή στη σελήνη. Όλοι μας μόνοι νιώθουμε. Απλά για τους τάδε, δείνα, Χ-Ψ λόγους δεν μ' αρέσει να μιλάω στο τηλέφωνο. Δεν έχω ποιόν να πάρω ή τι να πω, και κατά κύριο λόγο δεν έχω κινητό. Το ξέχασα για πεντηκοστή φορά στο ταξί που προσπαθούσε να προλάβει το καράβι την τελευταία φορά που έκανα αυτό το ταξίδι απ' την ανάποδη. Και το επόμενο που μου χάρισε η γιαγιά μου, μου το 'φαγε ένας τρελός στα Γιάννενα πριν δυο βδομάδες. Αν το 'χα όμως, ίσως και να 'περνα το Γιάννη, να τον ρωτήσω τι έγινε τελικά μ' εκείνη τη μαροκινή γκομενίτσα.

Κατεβαίνω στρίβοντας τσιγάρο. Ο ήλιος με τυφλώνει, κόβω ταχύτητα, σφαλίζω τα μάτια. Ανάβω το τσιγάρο, ο ντεμέκ βιολογικός καπνός μου θερίζει τα πνευμόνια. Φυσάω και ανοίγω τα βλέφαρα αργά, με σμιγμένα τα φρύδια, σαν τον Μάρλμπορο Μαν.

Ένα ακόμα βιαστικό τσιγάρο στον Άγνωστο Σταθμό, που συνεχίζω να μην έχω καμία διάθεση να μάθω που είναι. Για μένα, είναι ακόμα ένα ξεμούδιασμα και επτά χασμουρητά.

Γύρω – γύρω πεδιάδα. Αριστερά, μια σειρά ψηλές καλαμποκιές και από πίσω ένα κτήμα με οπωροφόρα και γαλοπούλες. Ανάμεσά τους αράζει ένα σκυλί, ψωριάρικο και γέρικο, δεν δείχνει να έχει όρεξη να παίξει μαζί τους.

Μπροστά μου διαδοχικά, το πράσινο τοίχος των παρκαρισμένων υπεραστικών, το βουνό και ο ήλιος. Προχωρώ ανάμεσα απ' τα ατσάλινα θηρία, από πίσω τους κρυμμένο ένα απέραντο τοπίο από αμπέλια, σπαρτά, καλαμπόκια, δέντρα (ίσως ελιές?) και ελάχιστα κτίσματα μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι, στη ρίζα του όρους. Σφηνώνω το τσιγάρο ανάμεσα στα χείλη, ξεκουμπώνω το παντελόνι και προσπαθώ να κατουρήσω πάνω απ' το τοιχάκι και στο πιο κοντινό αμπελόκλημα.

Εξηκοστό πρώτο κατούρημα πάνω απ' το τοιχάκι, εξηκοστό δεύτερο τσιγάρο στον Άγνωστο Σταθμό. Κάποτε το λεωφορείο είχε πάθει βλάβη και πρόλαβα να ανάψω δύο. Κάποτε πριν χρόνια τράκαρα το ίσως τριακοστό έκτο μου τσιγάρο απο ένα τσιγγάνο στην τότε ηλικία μου, όχι πάνω από 22, ο οποίος μου μίλησε για το αμάξι του, και τον πατέρα του και για τη γυναίκα και το γιο του. Για το πώς ήθελε να γυρίσει στη Ρουμανία στη γιαγιά του, μα τον πάντρεψαν και του πήραν κουρσάρα και τον έβαλαν να δουλέψει παλιατζής το φορτηγό. Λέει “τι να 'κανα, όταν είσαι 13 είναι γλυκό το μουνί και το τιμόνι. Έκατσα.” Του 'πα πως δεν τον κατηγορώ, πως δεν ξέρω να οδηγώ και πως πρώτη φορά πήδηξα στα 19. Γελάσαμε.

Μαζεύω το παντελόνι μου, παίρνω το τσιγάρο απ' το στόμα και κάθομαι να αγναντέψω τον κάμπο ακουμπισμένος στο τοιχάκι, λίγο πιο δίπλα απ' τα κάτουρα όμως.

Βλέπω τα χαμόσπιτα ταπεινά και γκρίζα, τα αμπέλια, ταπεινά και πράσινα, μα γκρίζα, το βουνό, τον ήλιο, τον ουρανό, γκρίζα, γκρίζα, γκρίζα.

Και οι άνθρωποι που μένουν εδώ γκρίζοι να' ναι? Και γω αν έμενα εδώ όλη μου τη ζωή, γκρίζος θα 'μουν άραγε? 

Φαντάστηκα τον εαυτό μου να περνάει εξήντα και μία φορές απ' αυτό το σταθμό, να διανύει τις αποστάσεις στο χάρτη της Ελλάδας χαράζοντας νοητές γραμμές, χτυπώντας τα σύνορα ξανά και ξανά και ξανά σαν μύγα κλεισμένη σ' ένα μικρό, διάφανο μπουκαλάκι. Τι χρώμα έχει ο άνθρωπος μύγα? Ο άνθρωπος με τα εξήντα ξεκινήματα, ο άνθρωπος που δεν ενδιαφέρεται να ονομάσει τους σταθμούς? Και αυτό του το ξεκίνημα, το εξηκοστό πρώτο πού θα τον βγάλει? Το μπουκαλάκι θα ραγίσει απ' τα χτυπήματα ή μήπως θα μάθει να το ανοίγει από μέσα? Φαντάσου να 'ταν από πάντα ανοιχτό. Κι αν οι σταγόνες της θλίψης του θολώσουν τα τοιχώματα, θα τα καθαρίσει μ' ένα τηλεφώνημα? Τι χρώμα θα 'χει ο άνθρωπος μύγα μέσα στο μικρό του μπουκαλάκι όταν κουραστεί να χτυπάει το κεφάλι του στον τοίχο?

Βήχω, πνίγομαι, φτήνω, ο καπνός μου καψαλίζει τα ταλαιπωρημένα πνευμόνια. Κάνω μεταβολή, πιάνω το τσιγάρο ανάμεσα στο δείκτη και τον αντίχειρα, το εξφενδονίζω πάνω στη γιγαντιαία ρόδα του πλησιέστερου οχήματος. Βγάζει σπίθες, μα δεν έχει αρκετό σκοτάδι για να λάμψουν φαντασμαγορικά όπως στις ταινίες.

Ανεβαίνω στο λεωφορείο, κάθομαι στη θέση μου, πάντα δυο καθίσματα μπροστά απ' τη γαλαρία, αριστερά. Βιαστικά, ανεβαίνουν δυο – τρεις ´αλλοι επιβάτες, με κοιτούν καχύποπτα και τσεκάρουν θορυβημένοι τις τσάντες τους, μετά κάθονται. Ακολουθούν και οι υπόλοιποι, μετά ο οδηγός.

Γέρνω στο παράθυρο, σφίγγω το παλτό. Βολεύω την κιθάρα στα σκέλια μου, βάζω τη σαλιωμένη ζακέτα ανάμεσα στο κεφάλι μου και το παγωμένο τζάμι. Η μηχανή παίρνει μπρος, κοιτάζω απ' έξω. Στο μεγάλο, ψηφιακό ρολόι του σταθμού γράφει με κόκκινα γράμματα, 15 10, και μετά 16.50. Από κάτω διαβάζω για πρώτη φορά “ΚΤΕΛ Ν.ΦΘΙΩΤIΔΑΣ”.

Μπα?

Ώστε έτσι, ε?

Ο οδηγός βάζει μπρος, το όχημα έχει αρχίσει να κινείται με την όπισθεν. Το ρυθμικό τουτ-τουτ-τουτ με νανουρίζει. Κλείνω τα μάτια, βολεύομαι.

Δε γαμιέται. Μια στάση ακόμα στον Άγνωστο Σταθμό.