Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2014

61η Στάση στον Άγνωστο Σταθμό


Εισιτήρια. Μικρά κομμάτια χαρτί, μεγάλα κομμάτια χαρτί. Σχισμένα, πολύχρωμα, φυλαγμένα και ατσαλάκωτα, ξεχασμένα σε κωλότσεπες και πλυμένα, διπλωμένα σε καραβάκια και αφημένα σε στρατηγικά σημεία.

Πόσες διαδρομές Θεέ μου. Καράβια, τρένα, αεροπλάνα, φέρυ, ταξιά, λεωφορεία, πόσα και πόσα μικρά αποκόμματα χωρίς σημασία, μικρές και τερατώδεις σπατάλες πρώτης ύλης από τότε που μπορώ να θυμηθώ τον εαυτό μου.

Πόσες φορές με ξύπνησαν στο σταθμό? Με την κιθάρα ανάμεσα στα πόδια, γερμένος στο παγωμένο τζάμι με μια σαλιωμένη ζακέτα για μαξιλάρι και τσόχα στο στόμα. Κοιτάω γύρω μου προσπαθώντας να εστιάσω, τι γίνεται που είμαστε?

Και βλέπω τον Άγνωστο Σταθμό, τη στάση στη μέση του πουθενά. Γκρίζοι τοίχοι ξεφτισμένοι απ' το χρόνο, γυαλιστερά πλακάκια σε μουντές αποχρώσεις άσπρου, γκρίζου και μαύρου, και από πάνω ένα τεράστιο υπόστεγο σε απειλητική γωνία. Μέσα, τουαλέτες, παιχνίδια των πενήντα λεπτών με καταθληπτικά αρκουδάκια που τελευταία φορά χρησιμοποιήθηκαν το 1998, ένα αισχροκερδές μίνι μάρκετ με τυρόπιτες, αναψυκτικά και κάθε πιθανό συνδυασμό υδατάνθρακα και ζάχαρης, και στη μέση το Ιερό του σταθμάρχη, διάφανο και επιβλητικό. Γύρω απ' τα πολυγωνικό κτήριο παρκαρισμένα δυο ντουζίνες οχήματα, τα περισσότερα ογκώδη, πράσινα υπεραστικά λεωφορεία.

Όποιος σχεδίασε αυτό το σταθμό είχε μεγαλεπήβολα και λαμπρά όνειρα για το αποτέλεσμά του, όμως καθώς τα χρόνια πέρασαν η χωριάτικη ανάσα της μικροαστικής νεομπουρζουαζίας θόλωσε την όποια λάμψη που ίσως να το διέκρινε κάποτε. Τώρα όλα φαίνονται απλά γκρίζα, γκρίζα και παλιά. Σαν να χρειάζονται καθάρισμα, ή βάψιμο.

Πρέπει να 'χω βρεθεί πάνω από 60 φορές σ' αυτό το σταθμό, κι όμως ποτέ δεν μπήκα στον κόπο να μάθω πού ακριβώς βρίσκεται, ή πως λέγεται. Για 'μένα, είναι ένα ακόμα σημείο αναφοράς στη μέση του πουθενά, ένα τσιγάρο με το ζόρι ακόμα, ένα κατούρημα, ένα ακόμα τέταρτο στάσης.

Κοιτάω έξω απ' το παράθυρο. Αριστερά μου πίσω απ' τα σταθμευμένα μεταφορικά μεγαθήρια δεσπόζει ένα γκριζομπλέ θαμπό βουνό, και λίγο πιο πάνω του σε ότι φαντάζει μίας ώρας απόσταση, ένας ακόμα πιο θαμπός ήλιος. Τεντώνω το κεφάλι μου πάνω απ' την πλάτη του μπροστινού καθίσματος. Τα κόκκινα ψηφιακά γράμματα στο κοντέρ δίπλα απ' τον οδηγό λένε, 15 10. Και μετά 16.35. Τεσσεράμισι λοιπόν και νυχτώνει. Ο χειμώνας μας σφυρίζει απ' τη γωνία με μέρες ελάχιστες και αναπάντεχα κρυολογήματα.

Αφού κατέβει και ο τελευταίος επιβάτης χασμουριέμαι βίαια στη θέση μου, δυνατά, σαν αγρίμι. Από πάντα απολάμβανα τα λίγα λεπτά απόλυτης σιωπής στα λεωφορεία. Καθ' όλη τη διάρκεια της υπόλοιπης διαδρομής είσαι υποχρεωμένος να ανεχτείς κάθε μορφής μπιφτεκιά, γκομενοσυζητήσεις, παππούδες που κλάνουν, ροχαλητά. Τα μωρά ποτέ δεν με πείραξαν. Αυτές οι  λίγες στιγμές σιγής στο άδειο όχημα είναι φύλλα χρυσού για τ' αυτιά μου. Άσε που όλοι αγχώνονται πως τους ψειρίζω τα τιμαλφή και με διασκεδάζουν με τα ύποπτα βλέμματα και τα σιγανά ψιθυριτά τους.

Οι άνθρωποι μιλάνε στο τηλέφωνο στις στάσεις. Παίρνουν τη μάνα, το γκόμενό, την κολλητή, τον αδερφό τους, λένε μαλακίες αδιάφορες και ανούσιες, τι φάγανε το πρωί ή πόσο τα πήραν που θα χάσουν το σόου στην τηλεόραση (αλλά εντάξει μωρέ, θα το δούνε στο ίντερνετ), ή πως πήγαν στο βεσέ και είδαν μια σερβιέτα κολλημένη στον τοίχο ή μια κουράδα “να!”... Μαλακίες. Προσπαθώ να μην τους κρίνω πολύ αυστηρά, αλλά έχω γενικότερα την εντύπωση πως οι άνθρωποι πια μιλάνε πολύ στο τηλέφωνο. Ίσως είναι μια μικρή προσπάθεια να καθαρίσουν τις σταγόνες της θλίψης απ' το τζάμι του θλιβερού τους εαυτού, να υπενθυμίσουν σε κάποιον πως υπάρχουν κι αυτοί, πως ενεργούν, πως σκέπτονται, πως είναι ακόμα ζωντανοί. Αλλά κατά κύριο λόγο, απλά έχουν εθιστεί στον πολυτέλεια της τηλεπικοινωνίας.

Ντάξ, μη με πάρεις με τις πέτρες. Δεν μιλώ εκ του ασφαλούς. Μπορώ να καταλάβω πόσο σημαντικό ψυχολογικό μπούστ είναι να ακούει κάποιος τις καθημερινές σου ασήμαντες περιπέτειες σαν να του διηγείσαι μια αποστολή στη σελήνη. Όλοι μας μόνοι νιώθουμε. Απλά για τους τάδε, δείνα, Χ-Ψ λόγους δεν μ' αρέσει να μιλάω στο τηλέφωνο. Δεν έχω ποιόν να πάρω ή τι να πω, και κατά κύριο λόγο δεν έχω κινητό. Το ξέχασα για πεντηκοστή φορά στο ταξί που προσπαθούσε να προλάβει το καράβι την τελευταία φορά που έκανα αυτό το ταξίδι απ' την ανάποδη. Και το επόμενο που μου χάρισε η γιαγιά μου, μου το 'φαγε ένας τρελός στα Γιάννενα πριν δυο βδομάδες. Αν το 'χα όμως, ίσως και να 'περνα το Γιάννη, να τον ρωτήσω τι έγινε τελικά μ' εκείνη τη μαροκινή γκομενίτσα.

Κατεβαίνω στρίβοντας τσιγάρο. Ο ήλιος με τυφλώνει, κόβω ταχύτητα, σφαλίζω τα μάτια. Ανάβω το τσιγάρο, ο ντεμέκ βιολογικός καπνός μου θερίζει τα πνευμόνια. Φυσάω και ανοίγω τα βλέφαρα αργά, με σμιγμένα τα φρύδια, σαν τον Μάρλμπορο Μαν.

Ένα ακόμα βιαστικό τσιγάρο στον Άγνωστο Σταθμό, που συνεχίζω να μην έχω καμία διάθεση να μάθω που είναι. Για μένα, είναι ακόμα ένα ξεμούδιασμα και επτά χασμουρητά.

Γύρω – γύρω πεδιάδα. Αριστερά, μια σειρά ψηλές καλαμποκιές και από πίσω ένα κτήμα με οπωροφόρα και γαλοπούλες. Ανάμεσά τους αράζει ένα σκυλί, ψωριάρικο και γέρικο, δεν δείχνει να έχει όρεξη να παίξει μαζί τους.

Μπροστά μου διαδοχικά, το πράσινο τοίχος των παρκαρισμένων υπεραστικών, το βουνό και ο ήλιος. Προχωρώ ανάμεσα απ' τα ατσάλινα θηρία, από πίσω τους κρυμμένο ένα απέραντο τοπίο από αμπέλια, σπαρτά, καλαμπόκια, δέντρα (ίσως ελιές?) και ελάχιστα κτίσματα μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι, στη ρίζα του όρους. Σφηνώνω το τσιγάρο ανάμεσα στα χείλη, ξεκουμπώνω το παντελόνι και προσπαθώ να κατουρήσω πάνω απ' το τοιχάκι και στο πιο κοντινό αμπελόκλημα.

Εξηκοστό πρώτο κατούρημα πάνω απ' το τοιχάκι, εξηκοστό δεύτερο τσιγάρο στον Άγνωστο Σταθμό. Κάποτε το λεωφορείο είχε πάθει βλάβη και πρόλαβα να ανάψω δύο. Κάποτε πριν χρόνια τράκαρα το ίσως τριακοστό έκτο μου τσιγάρο απο ένα τσιγγάνο στην τότε ηλικία μου, όχι πάνω από 22, ο οποίος μου μίλησε για το αμάξι του, και τον πατέρα του και για τη γυναίκα και το γιο του. Για το πώς ήθελε να γυρίσει στη Ρουμανία στη γιαγιά του, μα τον πάντρεψαν και του πήραν κουρσάρα και τον έβαλαν να δουλέψει παλιατζής το φορτηγό. Λέει “τι να 'κανα, όταν είσαι 13 είναι γλυκό το μουνί και το τιμόνι. Έκατσα.” Του 'πα πως δεν τον κατηγορώ, πως δεν ξέρω να οδηγώ και πως πρώτη φορά πήδηξα στα 19. Γελάσαμε.

Μαζεύω το παντελόνι μου, παίρνω το τσιγάρο απ' το στόμα και κάθομαι να αγναντέψω τον κάμπο ακουμπισμένος στο τοιχάκι, λίγο πιο δίπλα απ' τα κάτουρα όμως.

Βλέπω τα χαμόσπιτα ταπεινά και γκρίζα, τα αμπέλια, ταπεινά και πράσινα, μα γκρίζα, το βουνό, τον ήλιο, τον ουρανό, γκρίζα, γκρίζα, γκρίζα.

Και οι άνθρωποι που μένουν εδώ γκρίζοι να' ναι? Και γω αν έμενα εδώ όλη μου τη ζωή, γκρίζος θα 'μουν άραγε? 

Φαντάστηκα τον εαυτό μου να περνάει εξήντα και μία φορές απ' αυτό το σταθμό, να διανύει τις αποστάσεις στο χάρτη της Ελλάδας χαράζοντας νοητές γραμμές, χτυπώντας τα σύνορα ξανά και ξανά και ξανά σαν μύγα κλεισμένη σ' ένα μικρό, διάφανο μπουκαλάκι. Τι χρώμα έχει ο άνθρωπος μύγα? Ο άνθρωπος με τα εξήντα ξεκινήματα, ο άνθρωπος που δεν ενδιαφέρεται να ονομάσει τους σταθμούς? Και αυτό του το ξεκίνημα, το εξηκοστό πρώτο πού θα τον βγάλει? Το μπουκαλάκι θα ραγίσει απ' τα χτυπήματα ή μήπως θα μάθει να το ανοίγει από μέσα? Φαντάσου να 'ταν από πάντα ανοιχτό. Κι αν οι σταγόνες της θλίψης του θολώσουν τα τοιχώματα, θα τα καθαρίσει μ' ένα τηλεφώνημα? Τι χρώμα θα 'χει ο άνθρωπος μύγα μέσα στο μικρό του μπουκαλάκι όταν κουραστεί να χτυπάει το κεφάλι του στον τοίχο?

Βήχω, πνίγομαι, φτήνω, ο καπνός μου καψαλίζει τα ταλαιπωρημένα πνευμόνια. Κάνω μεταβολή, πιάνω το τσιγάρο ανάμεσα στο δείκτη και τον αντίχειρα, το εξφενδονίζω πάνω στη γιγαντιαία ρόδα του πλησιέστερου οχήματος. Βγάζει σπίθες, μα δεν έχει αρκετό σκοτάδι για να λάμψουν φαντασμαγορικά όπως στις ταινίες.

Ανεβαίνω στο λεωφορείο, κάθομαι στη θέση μου, πάντα δυο καθίσματα μπροστά απ' τη γαλαρία, αριστερά. Βιαστικά, ανεβαίνουν δυο – τρεις ´αλλοι επιβάτες, με κοιτούν καχύποπτα και τσεκάρουν θορυβημένοι τις τσάντες τους, μετά κάθονται. Ακολουθούν και οι υπόλοιποι, μετά ο οδηγός.

Γέρνω στο παράθυρο, σφίγγω το παλτό. Βολεύω την κιθάρα στα σκέλια μου, βάζω τη σαλιωμένη ζακέτα ανάμεσα στο κεφάλι μου και το παγωμένο τζάμι. Η μηχανή παίρνει μπρος, κοιτάζω απ' έξω. Στο μεγάλο, ψηφιακό ρολόι του σταθμού γράφει με κόκκινα γράμματα, 15 10, και μετά 16.50. Από κάτω διαβάζω για πρώτη φορά “ΚΤΕΛ Ν.ΦΘΙΩΤIΔΑΣ”.

Μπα?

Ώστε έτσι, ε?

Ο οδηγός βάζει μπρος, το όχημα έχει αρχίσει να κινείται με την όπισθεν. Το ρυθμικό τουτ-τουτ-τουτ με νανουρίζει. Κλείνω τα μάτια, βολεύομαι.

Δε γαμιέται. Μια στάση ακόμα στον Άγνωστο Σταθμό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου