Πέμπτη 4 Μαΐου 2017

Μπέρλιν Μπέιμπι

Το περπάτησα πολύ το Βερολίνο. Πέντε, οκτώ, δέκα ώρες πέρα δώθε κάθε μέρα με τα πόδια για λίγο παραπάνω από μια βδομάδα, ακολουθώντας τη μύτη μου σαν το αδέσποτο. Δεν ξέρω τι έψαχνα. Ίσως κάποια απ' αυτά τα κρυφά μέρη, τα μοναχικά παγκάκια στις άκρες ξεχασμένων, σκοτεινών πάρκων, όπου μπορείς να νιώσεις την πόλη να σου γνέφει να την πλησιάσεις σαν πουτάνα στο πεζοδρόμιο. Στα μπαρ δεν το ένιωσα το πνεύμα της μεγαλούπολης, στα κλαμπ δε γουστάρω. Στις πλατείες μου σπάσανε τα νεύρα να αγοράσω φούντα, πρέζα και κάτι άλλα σερβιρισμένα με αργκό που δεν έχω ξανακούσει.

Στο δρόμο λοιπόν βρήκα κάτι απ' αυτό που αναζητούσα, με τις σόλες απ' τις μπότες μου να γδέρνονται πάνω στην άσφαλτο, τα μάτια να ρουφάνε τα κτήρια αχόρταγα και το βαρύ παλτό του παππού μου -ειρωνεία, αυτός ήρθε αιχμάλωτος και εγώ τουρίστας- γερά σφιγμένο στο λαιμό να μη μπουκάρει το κρύο στο στήθος. Εκεί μπόρεσα να χαρώ το αστικό τοπίο, να νιώσω τα τσιμέντα και το χώμα και τα δέντρα και τους ανθρώπους με τη βάρβαρη, γοητευτική γλώσσα.

Κάθε φορά που προσγειώνομαι σε φρέσκο έδαφος, ας είναι και της πατρίδας, βάζω τα δυνατά μου να συγκεντρωθώ για να νιώσω τον παλμό του τόπου. Είναι μια αίσθηση παρά μια εικόνα, ένα περίεργο συναίσθημα ιδιαίτερο και ξεχωριστό όσο και η μυρωδιά του κάθε ανθρώπου. Κάποιες φορές έρχεται μέσα από συζητήσεις με ντόπιους, άλλες από περιπλανήσεις, μέσα από τοπία ή χρώματα. Άλλες δεν έρχεται καθόλου, ή άλλες, το δακτυλικό αποτύπωμα είναι τόσο θλιβερό και δύσκολο που με καταβάλλει με αποτέλεσμα να μουτζουρώνομαι και εγώ άθελά μου απ' τη σκουριά του και να το κουβαλάω μαζί μου πίσω.

Η πόλη με την αρκούδα στη σημαία της ήταν τόσο ασφυκτικά γεμάτη από διαφορετικά χνώτα που μου 'ταν σχεδόν αδύνατον να ξεχωρίσω κάτι και να εστιάσω πάνω του για αρκετή ώρα ώστε να σχηματίσω άποψη. Ιδανικά, θα 'θελα ίσως να τη ζήσω σε κάποια λιγότερο ταραγμένη εποχή, ίσως κάμποσες εκατοντάδες χρόνια πριν, που τα ντουβάρια της ήταν λιγότερο ποτισμένα με την ένταση της ένοχης ιστορίας της. Αλλά απ' την άλλη όμως πάλι, για ποια πόλη δεν μπορείς να πεις κάτι παρόμοιο?

Οι μέρες ήταν λίγες, πολύ λίγες, και οι μέρες πέρασαν γρήγορα, πάρα πολύ γρήγορα, και χωρίς να το καταλάβω, ήμουν ήδη μέσα στο τρένο για αεροδρόμιο. Η πτήση μου έφευγε στις έξι το πρωί οπότε -όντας πάντα υπερβολικά ανασφαλής με τα χρονικά όρια- πήρα τη νύχτα σερί με κοκτέιλ και τσιγάρα, και δυόμισι η ώρα καβάλησα ζαλισμένος σαν κοτόπουλο την ταχεία.

Με πήρε κάπως ο ύπνος δυο-τρεις φορές πάνω στο κάθισμα και ξυπνούσα αλαφιασμένος με το χάρτη του μετρό τσαλακωμένο στο χέρι κοιτάζοντας από συνήθεια αριστερά-δεξιά απ' τα παράθυρα, μπας και αναγνωρίσω κάτι, παρόλο που δεν είχα ούτε καν ένα στοιχειώδη μπούσουλα για το πως είναι το τοπίο κοντά στο αεροδρόμιο.

Κάποτε φτάσαμε, περπάτησα μέχρι το τσεκ ιν παρέα με τους υπόλοιπους τουρίστες, ταξιδιώτες, μπίζνεσμεν, μετανάστες και περαστικούς. Έδωσα το εισιτήριό μου στην κοπέλα. Το κοιτάει. Με κοιτάει. Το ξανακοιτάει, σφίγγει τα χείλια με ζορισμένη συγκαταβατικότητα και μου λέει, αλάνι μου, μπερδεύτηκες, αυτό είναι για αύριο. Τι λες μωρή, της λέω, σήμερα είναι. Όχι φίλος, μου κάνει, για αύριο είναι, να δες. Το κοίταξα. Όντως, τελικά ήταν για την επόμενη μέρα. Τι να της πω, δεν είπα τίποτα, ζορίστηκα λίγο, τα μπουκώθηκα, τα κατάπια και ξαναγύρισα στο σταθμό να περιμένω το τρένο για πίσω στο σπίτι που φιλοξενούμουνα, να κοιμηθώ στο χαλάκι της πόρτας τους σαν τον γάτο μέχρι να πάει δέκα-έντεκα ώστε να τους ξυπνήσω με λιγότερες ενοχές.

Δεν χολοέσκασα βέβαια, γιατί μία ακόμη μέρα διακοπές είναι μία ακόμη μέρα διακοπές όπως και να το πάρεις, και εγώ το είχα πάρει ζεστά. Αφού βιώσεις τις πρώτες διακόσιες γκάφες τέτοιου τύπου, ή μαθαίνεις να βλέπεις την θετική πλευρά των πραγμάτων ή γίνεσαι ένα μίζερο, καραφλό κάθαρμα με τα χείλια να τοξώνουν προς τα κάτω. Διάολε, θα 'πινα καφέδες, θα ΄πινα ενεργειακά ποτά με σπέρμα ταύρου ή τάρανδου δεν ξέρω, και θα ξαναξεχυνόμουνα στους δρόμους, με τις μπότες μου να μετράνε για μια μέρα ακόμη βήμα-βήμα τα πλατιά, παγωμένα πλακόστρωτα. Και το βράδυ πάλι σερί, δύο η ώρα τρένο και όλα γκουντ, όλα καλά, σενιέ πενιέ και ένα πακέτο τσιγάρα στην τσέπη.

Έτσι όπως περίμενα λοιπόν ξενυχτισμένος, σκουντουφλώντας, με ένα κεφάλι καζάνι που βράζει στο σταθμό για το τρένο μου, την είδα. Την είδα με την άκρη του ματιού μου να εκτινάσσεται άτσαλα απ' το παγκάκι με μπάσες, ξαφνιασμένες κραυγές, προσπαθώντας να πιάσει κάτι πολύχρωμα χαρτάκια που της πήρε απ' το χέρι μια ξαφνική ριπή ανέμου. Στην αρχή δεν έδωσα σημασία. Η πρωτεύουσα ήταν γεμάτη με αλκοολικές φιγούρες τέτοιου τύπου και είχα φορτώσει τόσες πολλές που δεν μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση.

Η στρογγυλοπρόσωπη τύπισα ξαναγύρισε στο παγκάκι με το ζόρι, σέρνοντας τα βήματά της, ρίχνοντας στο κάθε πόδι περισσότερο βάρος απ' ότι απαιτείται για να κρατήσεις ισορροπία ο μέσος άνθρωπος. Ξεκίνησα να την παρατηρώ. Το μπλουτζίν, τα κυριλέ παπούτσια και το κοντό, μπουρζουαζέ καλοχτενισμένο μαλλί δεν μου έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση. Σαρανταφεύγα. Ξανθιά και ασπριδερή, με πρησμένο σώμα και πρόσωπο, με ένα χοντρό λαμέ μπουφάν σφιγμένο πάνω της και μια μικρή γυφτοκυριλέ, εκρού τσάντα. Αυτό που μου τράβηξε πραγματικά την προσοχή ήταν το χαρτονένιο, τρίλιτρο κρασί που είχε ακουμπισμένο δίπλα της και κατέβαζε λαίμαργα με γεμάτες γουλιές ανά πέντε λεπτά. Είχε το μέγεθος κουτιού για απορρυπαντικό και ένα μικρό, πράσινο, πλαστικό χερουλάκι από πάνω. Το εξωτερικό του ήταν στολισμένο με λαμπερά σταφύλλια, ασπροντυμένες κοπέλες με στρογγυλές καπελαδούρες και ηλιόλουστους αγρούς.

Κόλλησα πάνω της σαν πεταλίδα. Την έφαγα αμέσως πως βρίσκεται στο σημείο του πιτώματος που έχει βάλει μπρος τον αυτόματο πιλότο και οι συνειδητές της ενέργειες είναι ελάχιστες. Πράγματι, κάθε τρεις και λίγο πατίκωνε μηχανικά τα μαλλιά της, έψαχνε κάτι μέσα στην τσάντα της, έσφιγγε το μπουφάν της και έπινε μια γουλιά απ' το σκατόκρασο. Με αυτή τη σειρά, ανά πέντε περίπου λεπτά για ένα μισάωρο και βάλε. Η όξινη μυρωδιά του κρασιού ανακατεμένη με λακ και μια γλυκερή, βαριά κολόνια έφτανε στα ρουθούνια μου κι ας είχα κάποια απόσταση.

Όταν έφτασε το τρένο την περίμενα να μπει πρώτη και μετά κάθισα στο απέναντι κουβούκλιο, σε σημείο κατάλληλο για να μπορώ να την παρατηρώ μέσα απ' την αντανάκλαση του παράθυρου χωρίς να καρφώνομαι, τάχα μου πως ρεμβάζω το τοπίο.

Συνέχισε ανενόχλητη τη ρουτίνα της. Σε κάποια φάση, ανοίγει την τσάντα και βγάζει από μέσα ένα χοντρό, τσαλακωμένο πάκο με κατοστάρικα, πενηντάρικα, εικοσάρικα και δεκάρικα, τον ακουμπάει πάνω στο διπλανό κάθισμα και αρχίζει να τα μετράει. Μου 'φυγε η μαγκιά. Υπολόγισα στα πεταχτά πως ήταν να ήταν πάνω από δύο χιλιάρικα. Είχε κλειστό το ένα μάτι και περνούσε τα χαρτονομίσματα από το ένα χέρι στο άλλο αργά, με το χείλια της να ανοιγοκλείνουν ρυθμικά και ίνες κόκκινου απ' το κρασί σάλιου να φεύγουν πάνω στα μπούτια της απ΄ την δεξιά άκρη. Δεν έμπαινε στον κόπο να τα σκουπίσει, νομίζω δεν το καταλάβαινε καν.

Όταν τελείωσε το μέτρημα, τα έβαλε πάλι μέσα στην τσάντα, την έκλεισε, ξαναπήρε το υπερμεγέθες κουτί, ρούφηξε, πέρασε την παλάμη πάνω απ' τα μαλλιά της δυο φορές, απ' την κορυφή του κεφαλιού προς το σβέρκο, έσφιξε το μπουφάν της και έκλεισε τα μάτια, λικνιζόμενη αργά και δύσκολα πέρα δώθε με ένα έντονο μορφασμό δυσφορίας. Μετά πάλι το χέρι στην τσάντα, πάλι τον πάκο με τους πέντε ελληνικούς βασικούς μισθούς πάνω στο κάθισμα και ούτω καθ' εξής. Επανέλαβε αυτή την ίδια διαδικασία οκτώ φορές μέσα στη μιάμιση ώρα που την παρατηρούσα, κάθε φορά ίδια και απαράλλαχτα, λες και πρόβαρε μια σκηνή από κάποιο παράξενο θεατρικό.

Το μυαλό μου πέταξε χιλιόμετρα όσο χάζευα την αντανάκλασή της. Είδα ενενήντα φορές την ιστορία της ζωής της να περνάει μπροστά απ' τα μάτια μου σαν προθανάτιο φλας μπακ, κάθε φορά με διαφορετική εξέλιξη, αρχή, μέση, τέλος και κομβικά σημεία. Τα ερωτηματικά ήταν πολλά και η επικοινωνία αδύνατη. Ακόμα κι αν οι ισχνές πιθανότητες να ξέρει αγγλικά ήτανε με το μέρος μου, δεν υπήρχε η παραμικρή περίπτωση να βγει άκρη μέσα σε εκείνο τον υποβρύχιο κόσμο που κολυμπούσε με το καρτόνι το κρασί να φαίνεται όλο και πιο ελαφρύ στο χέρι της, και το κεφάλι να πηγαίνει όλο και πιο πίσω με κάθε γουλιά για να στραγγίξει το βαθυκόκκινο περιεχόμενο.

Τα πιο ακραία σενάρια που μπόρεσα να σχηματίσω είχαν να κάνουν με κοινωνικό τρόμο. Εξτρίμ πορνεία, σωματεμπόριο, παιδοκτονία, σναφ, πρωινή ληστεία, απαγωγές, ντήλια, λύτρα, με ό,τι πιο άρρωστο μπορούσε να οπλιστεί το δηλητηριασμένο απ΄ το χόλιγουντ μυαλό μου. Είχα ανησυχήσει σε μεγάλο βαθμό, αναστατωθεί απ΄τον απίστευτο βαθμό παραίτησης που λάμβανα απ' αυτή την άσχημη, δαυλιασμένη μα φαινομενικά νορμάλ γυναίκα.

Η συνειδητοποίηση όμως της πραγματικότητας ήρθε αργά και φυσικά, σαν λάμπα οικονομίας που αργεί να φτάσει το ζενίθ της, και με έφερε αντίκρυ σε μια αλήθεια πιο μαύρη και ύπουλη απ΄ οτιδήποτε θα μπόρεσα να σκαρφιστώ με την τραγική μου φαντασία. Γιατί η πραγματικότητα είναι σχεδόν σίγουρα το πρώτο πράγμα που προσπαθώ μια ζωή να αποφύγω με κάθε μέσο, και από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου καταφεύγω σε συμπεράσματα επιστημονικής φαντασίας προκειμένου να μην χρειαστεί να δω κατάματα το διάβολο.

Ήταν απλό. Ήταν δευτέρα, επτά το πρωί. Ήταν τέλη του μήνα και η κυρία που 'χα δίπλα μου είχε ξυπνήσει από νωρίς για να κάνει τις δουλειές της, κατά πάσα πιθανότητα να πληρώσει κάποια δόση πριν λήξει και την τρέχουν. Ίσως μετά να πήγαινε στη εργασία της, η οποία ίσως να ήταν τόσο βαρετή που δεν απαιτούσε πνευματική εγρήγορση.

Κάποιοι χρειάζονται καφέ, χέσιμο και ένα σφηνάκι τσίπουρο για να στρώσουν το πρωί. Κάποιοι λεπτές, λευκές γραμμές και στοματικό διάλυμα, άλλοι τσιγάρα στριμμένα λεπτά σαν οδοντογλυφίδες ή χοντρά σαν ρόπαλα για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τον κόσμο εκεί έξω νιώθωντας έτοιμοι. Η κυρία δίπλα μου προφανώς χρειαζόταν αυτό ακριβώς που κατέβαζε. Τρία λίτρα κόκκινο κρασί. Τρία λίτρα χείριστης ποιότητας κόκκινο κρασί για να μην είναι σίγουρη αν κυλάει ακόμα μέσα στην σάπια ρουτίνα της σαν κόκκος άμμου στην κλεψύδρα ή τρυγάει σταφύλια παρέα με τις ασπροφορεμένες κοπέλες με τα πλατύγυρα καπέλα στους φωτεινούς αμπελώνες.

Τώρα το είχε αδειάσει και στηριζότανε στα γόνατά της γέρνοντας ελαφρώς μπροστά, βογγώντας ζορισμένα απ' το αγενές υγρό στο στομάχι της, με την τσάντα την φορτωμένη χιλιάρικα να κάθεται δίπλα της. Οποιοσδήποτε θα μπορούσε να την πάρει μαλακά και να φύγει, δεν υπήρχε περίπτωση να το καταλάβει. Ακόμα και εγώ γαργάλισα το ενδεχόμενο για λίγα δευτερόλεπτα, μα όχι για παραπάνω. Οι υπόλοιποι επιβάτες κάναν πως δεν την βλέπανε. Οι περισσότεροι τουρίστες στεκόταν με τα πρόσωπα στραμμένα προς άλλες κατευθύνσεις βάζοντας τα δυνατά τους να την αγνοήσουν όσο πιο πειστικά γίνεται.

Δυο πιτσιρίκια λυκειακής ηλικίας μονάχα την καρφώνανε. Στην αρχή περίμενα πως θα την κοροϊδεύανε, όπως κάνουν τα δικά μας στους ημιλυπόθυμους μεθυσμένους και τα πρεζάκια, μα ήταν κι οι δυο σοβαροί σαν λιοντάρια. Με σφιγμένα βλέμματα και χείλια δυο γραμμές, χέρια πλεγμένα γερά μεταξύ τους ή μες στις τσέπες, λαιμοί σκληροί σαν τσιμέντο. Σίγουρα δεν ήταν η πρώτη φορά που βλέπανε το έργο. Σου βάζω στοίχημα πως το 'χαν ξαναδεί εκατοντάδες φορές σε επανάληψη, σίγουρα και μες στο σπίτι.

Ξεκίνησα να ξεχωρίζω απ' τους επιβάτες τους περαστικούς και τους μόνιμους, και προσπάθησα να διαβάσω τις εκφράσεις τους λίγο καλύτερα. Ενώ οι περαστικοί είμασταν όλοι ανήσυχοι, οι ντόπιοι έδειχναν να νιώθουν μια μορφή οργισμένης ντροπής μπροστά στο θέαμα. Λες και για κάποιο λόγο ευθυνότανε για την κατάσταση της συντοπίτισσάς τους.

Γιατί είναι άλλο να βλέπεις τους ναρκοτουρίστες να κάνουν τα δικά τους στους δρόμους, και άλλο να έχεις κάποιον εν δυνάμει ή παλιό εαυτό κάθε μέρα δίπλα σου, να σου θυμίζει ποιός και τί θα μπορούσες να είσαι, μα κυρίως να σου θυμίζει τους λόγους που έφτασε εκεί.

Και το ένιωσα, επιτόπου, σαν βρεγμένη σφαλιάρα. Εκεί ακριβώς κατάλαβα πως μέσα στα μάτια των δυο πιτσιρικάδων, των μόνιμων κατοίκων και μέσα απ' το παράθυρο καθρεπτιζόταν αυτό που έψαχνα να βρω. Το πνεύμα της πόλης. Την αλήθεια της εξωφρενικών ρυθμών μεγαλούπολης που τόσο με αποπροσανατόλισε, πεμπτουσιωμένη σε ένα σημείο. Ήταν εκεί μπροστά μου, καθισμένη στο απέναντι κάθισμα, πιστή στη ναρκωμένη ρουτίνα της, ένα απ' τα φαντάσματα του Εμπενίζερ Σκρουτζ να στοιχειώνει με την κατάντια της όποιον τολμά να απλώσει πάνω της το βλέμμα του.

Το μεγαλείο της μεγαλούπολης σαν ιδέα δεν έπεσε ούτε εκατοστό μέσα μου, μα μπόρεσα να δω το κόστος του. Μπόρεσα να νιώσω το βάρος του μπετόν αρμέ, του ατσαλιού, του καυσαερίου, των ουσιών, του εκκωφαντικού θορύβου, της προστυχιάς, των οχημάτων, της μόλυνσης, της απροσωπίας, της βίας και της παγερής αδιαφορίας στους ώμους της κυρίας με τα χιλιάρικα στην τσάντα. Γεύτηκα για λίγο, πολύ λίγο, την αυστηρότητα, είδα αμυδρά να αχνοφαίνονται τα κάγκελα, και ένιωσα πεντακάθαρα για μια ακόμη φορά στη ζωή τυχερός που είμαι αιωνίως περαστικός, μα και που μπορώ να τα βλέπω.

Εικοσιτέσσερις ώρες αργότερα πετούσα πάνω από βουνά και πεδιάδες που ίσα που μπορούσα να διακρίνω μέσα απ' τα σύννεφα, κωμοπόλεις που φάνταζαν σαν ζωγραφιστές απ' το ύψος. Τα μάτια μου κλείνανε απ' την κούραση και πάσχιζα να τα κρατήσω για λίγο ακόμη ανοιχτά, να εντοπίσω έστω ένα αμάξι, ένα διαβάτη, ένα σπίτι. Λίγο ακόμη ανοιχτά, να νιώσω έστω και σαν όνειρο την άγνωστη πόλη από κάτω, να φαντασιωθώ το πνεύμα της, τους έρωτες των τοπικών ηρωών, τις αναποδιές των αγροτών, τα ζεστά οικογενειακά περιβάλλοντα, τις δυσκολίες των κατοίκων.

Κάτι, οτιδήποτε, ένα μικρό χάδι από κάτι καινούριο και φρέσκο, ό,τι χρειαστεί για να ξεπλύνω έστω και λίγο τη σκουριά απ' την ψυχή μου πριν προσγειωθώ στη φτωχομάνα και ανακατευτούνε οι λάσπες με τα αρώματα, οι λάσπες με τα τσιμέντα, οι λάσπες με τα πρόσωπα, οι λάσπες με τις λάσπες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου