Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2013

Η Οργή του Θεού

27/2/2012
Για τις ντομάτες.


Παρασκευή βράδυ. Κεφάλι καζάνι, φράγκα λίγα, όρεξη ακόμα λιγότερη. Και τι στον πούτσο να κάνεις δηλαδή? Η Θεσσαλονίκη είναι μεγάλη πόλη ναι, έχει εκατοντάδες μαγαζιά ναι, και έχει τουλάχιστον ένα λάιβ τη μέρα. Έχει σινεμά, μουσεία, θέατρο, καταλήψεις, στέκια, κωλεκτίβες, τα πάντα. Ότι ντρόγκι θες το βρίσκεις. Κόκα, πρέζα, χάπια, σπέσιαλ Κ, τριπάκια, μανταμίτσες, αγγελόσκονη, μίκρο, αρκεί να ξες τον κατάλληλο τύπο. Και παντού υπέροχες γυναίκες. Οπτασίες.. Κορίτσια πιο γλυκά και απο αμαρτία, σε όλες τις ηλικίες για όλα τα γούστα. Πρέπει να είσαι τυφλός για να αντέξεις εκεί έξω, γιατί ακόμα και ομοφυλόφυλλος θα αλλαξοπιστούσε μπροστά σ'αυτη τη γαμημένη πασαρέλα. Ίσως να διεξάγεται κάποιος διαγωνισμός για την "ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΤΣΟΥΛΑΡΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ! ΠΑΡΕ ΜΕΡΟΣ ΤΩΡΑ ΚΑΙ ΚΕΡΔΙΣΕ ΜΙΑ ΣΑΠΙΑ ΜΠΟΥΓΑΤΣΑ!" και δεν τον έχω πάρει χαμπάρι. Χωρίς ίντερνετ, κινητό και τηλεόραση τα χάνώ κάτι τέτοια γραφικά, αλλά τουλάχιστον διατηρώ ακόμα κάποια ψήγματα ελεύθερης βούλησης. .

Αλλά τα 'χω βαρεθεί όλα.Δεν μου λένε τίποτα πια μπούτια και βυζιά, έχω φάει όβερντοζ οπτικών απολαύσεων, κουράστηκα. Πήγα σε πολλά μπαρ, ήπια πολλά τζακ. Το ίδιο μάτσο μαλάκες που φλερτάρουν με το ίδιο μπουκέτο τσουλάκια στον ρυθμό της ίδιας μουσικής που παίζεται σε τέτοιου τύπου διασκεδαστήρια εδώ και 4 χρόνια. Νόμιζα οτι το μόνο που θέλω είναι ένα ήρεμο μαγαζάκι με καλή μουσική, μεγάλο, ξύλινο μπάρ και χαμηλό φωτισμό. Αλλά και αυτό, δεν μου κάνει πια αίσθηση. Και σε πάρτυ και σε λαιβ πήγα, μέθυσα, χόρεψα, πήδηξα, πλακώθηκα, ξεμέθυσα και ξανά-μανά τα ίδια, ο παλιός, γνωστός φαύλος κύκλος, η κατάρα της πόλης.

Και νιώθω πια την κατάρα της πόλης βαριά πάνω μου. Άρχισα να πλήτω με όλα, ακόμα και με τον ίδιο μου τον εαυτό, ακόμα και με τη μουσική μου. Ξέρω πως δεν θα 'μαι σαλόνικα για πολύ ακόμα, είναι πια θέμα χρόνου το ονειρεμένο φευγιό, οπότε κάνω απλά υπομονή. Και πίνω, πίνω τα κέρατά μου, κατεβάζω ότι πέσει στα χέρια μου, να μπορέσω να επιπλεύσω λίγο ακόμα σ'αυτή την ευλογημένη άγνοια ξέροντας οτι πολύ σύντομα θα πέσω και θα σπάσω τα δόντια μου στον πάτο της σκληρή πραγματικότητα. Που στην περίπτωσή μου δεν είναι ούτε σκληρή ούτε άγνωστη, το αντίθετο μάλλον. Αλλά έτσι είναι οι ουσίες. Σαν ένα όνειρο που ξες πως θα τελειώσει αλλά κάνεις ότι περνά απο το χέρι σου για να κρατήσει λίγο ακόμα. Σαν ένα καλό βιβλίο, που καθυστερείς την ολοκλήρωσή του κρατόντας τις τελευταίες σελίδες "για αύριο".
Και τώρα περιφέρομαι στους δρόμους και στα καταγώγεια της βρώμικης πόλης σαν φάντασμα, ψάχνοντας κάτι και τίποτα. Σαν ένας Ντρ. Τζέκιλ & Μρ. Χάιντ του σήμερα, το πρωί ο γραφικός πλανώδιος μουσικός, το βράδυ ένα μεθυσμένο σκουπίδι. Λες να το ξέρουνε? Όλοι οι άλλοι. Ουσιαστικά δεν με νοιάζει. Αλλά ποτέ δεν μπόρεσα να δεχτώ ελαφριάν την καρδίαν τα επικριτικά βλέμματα όσων ζούνε πάνω απο την επιφάνεια της πραγματικότητας. Αλλάζω πρόσωπα και χαρακτήρες, γίνομαι άλλος ανάλογα τι πίνω, και σε τι ποσότητα, ελλίσομαι να αποφύγω τις σφαίρες. Πάντα κάποιος άλλος, πάντα ο ίδιος μαλάκας. Χα! Ανοίγω μοιρολατρικά μια Βεργίνα και πέρνω το δρόμο για το σπίτι παρέα μ' ένα χυδαίο χαμόγελο.





Τους βρήκα όλους εκεί, τον καθένα με μια διαφορετική ιστορία, όλοι πρωταγωνιστές στη δικιά τους ταινία. Δεν είχαν φούντα, κρίμα αλλά και κλάιν. Κάτι θα γίνει, πάντα κάτι γίνεται. Όλο κάτι τυχαίνει στη μπάσταρδη ράτσα μας και περνάμε γαμώ. Πρέπει να 'ταν νωρίς ακόμα, γύρω στις 10. Ήμουνα στην 5η ή 6η μπύρα της ημέρας και είχα ωραίο κεφάλι, ημιμεθυσμένος και σοβαρός. Σπίτι δεν είχε ξύδι, αλλά ο Μάνος, φίλος φίλων που γνώρισα στη Σύρο το καλοκαίρι, είχε γενέθλία και έκανε πάρτυ στο σπίτι του στα ανατολικά. Είμασταν όλοι καλεσμένοι.

Ο Μάνος είχε τη δικιά του ιστορία, όχι πολύ διαφορετική με όλων των άλλων. Κάτι εξαρτήσεις στο παρελθόν, κάτι εξαρτήσεις στο παρόν, τα ίδια σκατά για μέλλον. Το πρωί που τον γνώρισα μας κάνανε πέσιμο 2 μπάτσοι και ένας ψωριάρης ασφαλίτης, αλλά την είχαμε βγάλει καθαρή. Ο Μάνος δεν είχε την ίδια τύχη πάντα όμως. Άκουσα μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία για κάτι κοκά, εφτά νομά και ένα πολιορκητικό κριό, ο οποίος τελευταίος είχε πολύ στενές επαφές με την πόρτα του διαμερίσματος, με συντρηπτικά αποτελέσματα. Ποτέ δεν έμαθα το τέλος. Ποτέ δεν μαθαίνεις το τέλος απ 'αυτές τις ίστορίες, συνήθως απο κατανόηση. Κανείς δεν είναι περήφανος για τις άσχημες ουλές του, ακόμα και αν δείχνει το αντίθετο. Εκτός αν είναι ηλίθιος.

Πεταχτήκαμε μέχρι το σούπερ με τον Μποέμ να πάρουμε ένα βατ 69 για το πάρτυ. Στο δρόμο μας περάσαμε ενα απ' αυτά τα μαγαζιά που ξεφυτρώνουν πια σαν μανιτάρια στην ελλάδα, τα "ΟΛΑ 1$!". Γυρίζοντας, τράβηξα το Μποέμ μέσα και του είπα να διαλέξει τουλάχιστον 2 πράγματα για τον Μάνο. Διστακτικός μαλάκας αυτός ο τύπος, όλο πίπες κοιτούσε. Έψαχνε κάτι μετρημένο και όμορφο χωρίς να πιάνει την ειρωνία της όλης κίνησης. Τσίμπησα μια ριγέ γραβάτα αλα "80'ς σουπερκουλ μπίζνεσμαν", 3 κωλόχαρτα σε κονσέρβα (σοβαρολογώ) με γελοίες μαλακίες τυπωμένες πάνω τους, και ένα απαίσιο πλαστικό λουλούδι. Ο Μποέμ διάλεξε ένα φριχτό πλαστικό πίνακα, και η κορνίζα στο πακέτο, που απεικόνιζε μια εξωτική παραλία. Οι φοίνικες, ο ήλιος και η κορνίζα ήταν ανάγλυφες προεξοχές, ο καλλιτέχνης μάλλον ήθελε να δώσει μια τρισδιάστατη πνοή στο έργο του. Δεν εξέφρασα τη γνώμη μου για τον πίνακα στο Μποέμ. Αποδέχτηκα σιωπηλά την έμφυτη ανωτερότητά του στο να ανακαλύπτει το χειρότερο, πιο σκατιάρικο κωλόπραγμα στο χώρο. Άφησα διακριτικά το φτηνιάρκο λουλούδι μου σε μια γωνιά και, αφού πλήρωσα την κοπέλα, φύγαμε.

Οκτώ στο σύνολό μας, σαν συμμορία απο χαρωπούς μαλάκες μπήκαμε στο λεοφωρείο και ξεκινήσαμε για το πάρτυ. Στη Θεσσαλονίκη δεν έχει νόημα να κόβεις εισητήριο. Στην Κρήτη, στο Βόλο και στα Γιάννενα σου κόβει το εισητήριο ο οδηγός. Εδώ απλά μπουκάρεις μέσα και στα αρχίδια σου έχεις δεν έχεις κόψει. Η μόνη απειλή είναι οι ελενκτές αλλά απ' ότι έχω ακούσει είναι φοβερά μαλάκες. Ξύνονται, και όπως και όλοι, σιχαίνονται τη δουλειά τους. Άσε που εκτελούν τα καθήκοντά τους όποτε τους καπνίσει. Πέντε μήνες εδώ ούτε ζωγραφιστούς δεν τους έχω δεί. Αν σε τσιμπίσει το μακρί χέρι των ΚΤΕΛ, δώσε άλλο όνομα, πούλα τρέλα, κατέβα ή πολύ απλά, κόψε ένα γαμημένο εισητήριο απο μέσα. Δεν έχεις λόγο να χαλάς τα λεφτά σου σε τέτοιοες πίπες εδώ. Άσε που με τα ίδια φράγκα πέρνεις μια μπύρα.



Κάποτε φτάσαμε. Πήραμε και οι 8 στο ασανσέρ. Στην πόρτα ευχηθήκαμε με τη σειρά στον Μάνο, εγώ τελευταίος με τα δώρα. Τα χάρηκε αρκετά, ρίξαμε λίγο γέλιο με τον αποτρόπαιο πίνακα του Μποέμ. Ο Μάνος τελικά είναι κρυφοσαικεντελάς. Οι τοίχοι διακοσμημένοι με τα κλισέ τρίπια πανό, λοουμπιτ σαικεντελικ στο στέρεο, στικάκια.. Τέτοιες αηδίες. Τους σιχαίνομαι τους σαικεντελάδες. Όταν έκανα δραμ ν μπεις πάρτυ στο Ηράκλειο πάντα μας σπάγανε τα αρχίδια. Ο οικοδεσπότης έπεσε πολλά σκαλοπάτια στα μάτια μου. Και το παρτάκι τίποτα σπουδαίο, 4-5 αδιάφοροι τύποι, κάτι κατσαρόλες με ζαμπόνια-κασέρια χύμα, τσίπς, φούντα, φτηνό κρασί και 2-3 μπουκάλια βατ. Γέμισα το ποτήρι μου με κρασί, το κατέβασα στην υγειά του Μπουκόφσκι, αηδίασα, το ξαναγέμισα με νερωμένο βατ και έκατσα στον καναπέ. Για κάποιο λόγο η πλοιοψηφεία του πάρτυ ήτανε χοντροί κάγκουρες. Δεν είμαι ρατσιστής με τους χοντρούς, λίγο με νοιάζει, αλλά ήταν εντυπωσιακό το πως γέμιζαν το δωμάτιο. Οι θέσεις ήταν λίγες και οι κωλάρες τους πιάνανε μισό καναπέ γαμώτο. Ο πιο εντάξει απ' αυτους κάθησε στο σκαμπό πίσω μας κ έλεγε τις μαλακίες του. Με τον ένα βγήκαμε και γνωστοί απ' τα παλιά. Ο κόσμος είναι αηδιαστικά μικρός.

Επιτέλους άρχισαν να πέρνουν μπρός και να κολλάνε χαρτάκια. Είχα ήδη μεθύσει αρκετά τότε. Είχα πιάσει με ένα κάγκουρα κουβέντα πάνω στα σουπερ ντούπερ λακι στράικ του που, άμα πατήσεις ένα μικρό κουμπάκι στο φίλτρο αποκτάει γεύση μέντας. Ιησού Χριστέ!!! Τι μεγαλοφυές τσιγάρο! Και προσέξτε με....... το κουμπάκι το πατάς όποτε θες εσυ. Δηλαδή....μπορείς να καπνίσεις μισό τσιγάρο λάκι....... και μισό λάκι μένθολ! Μα δεν είναι ό,τι πιο γαμάτο έχει εφευρεθεί τους τελειταίους 3 αιώνες!? Έπιασα την χοντρή κουράδα αγκαζέ, και με χίλια εγκόμια για τα φαντασσστικά του τσιγάρα τον έφερνα γύρες μέσα στο δωμάτιο και τον έβαζα να κάνει επείδηξη σε όλους. Τελικά του τελείωσε το πακέτο του παλιόπουστα και τελειώσαμε και μ'αυτό.

Προσπάθησα να πιάσω κουβέντα με το Μάνο, αλλά δεν έδειχνε να με συμπαθεί ιδιαίτερα. Έχω ένστινκτο μ'αυτά. Όποτε του έλεγα κάτι γελούσε μηχανικά και έφευγε. Είχα κάθε καλή πρόθεση να αναλύσουμε τις αρχές της κβαντομηχανικής, έστω, λίγο τσιτ-τσατ περι ανέμων και υδάτων βρε αδερφέ, αλλά μάλλον η περιεκτικότητα αλκοόλ στο αίμα μου δεν επέτρεπε στον άλλο να με πάρει στα σοβαρά. Τι να κάνεις.

Μετά απο λίγο έσκασε μύτη και η πρώτη και μοναδική γκόμενα στο πάρτυ, προφανώς καπαρωμένη απ' τον γενέθλιο. Μου σπάνε τα νεύρα κάτι τέτοια. Κάλεσες στο πάρτυ 13ς άντρες και ΜΙΑ γυναίκα που άμα της πιάσω το μπούτι θα στραβώσεις? Γάμησέ μας ρε Μάνο. Δεν έφερνες καμιά πουτάνα καλύτερα να κάνουμε χάζι? Κάθησε δίπλα μου και άρχισα να τη γράφω επίτηδες στα αρχίδια μου για να μην κάνω καμιά μαλακία αργότερα. Τελικά, ολώς παραδόξως, κάτι άρχισε να μου λέει αυτή, ιδέα δεν έχω τι. Και πάνω που η γκόμενα μου έβγαζε σέντρα και εγώ τινάχτηκα όλο χάρη να βάλω γκόλ με κεφαλιά, ο Μάνος χώθηκε σαν το μαλάκα και έδιωξε απ' την περιοχή με ανάποδο ψαλιδάκι. Είχε καθόλου απήχηση στους ποδοσφαιρόφιλους αυτή ηλίθια παρομοίωση? Όχι? Καλά.

Σ'αυτο το σημείο ο σουρωμένος-χαρωπός-μαλάκας Ορφέας άρχισε να πέρνει μπούλο και να γίνεται το σουρωμένος-μου-τη-σπάνε-όλα-και-όλοι Ορφέας. Δεν άντεχα άλλο γύρω μου τους λιπαρούς παιδοβούβαλους και τη σαικεντέλικ. Οργάνωσα μια επιτροπή για να ασκήσουμε βέτο στη μουσική και να παίξουμε κάτι άλλο, λιγότερο λόουμπιτ και σίγουρα όχι σαικεντελικ. Κάτι εύπεπτο και σεξυ, κάτι ροκ ν ρολ. Προφανώς κανείς δεν με πήρε στα σοβαρά και μου είπαν να ηρεμήσω Ορφέα, να χαλαρώσω Ορφέα, να μην πιώ άλλο Ορφέα, να αράξω Ορφέα, να πιώ ένα μπάφο Ορφέα, γιαυτό και γω έκανα ότι κάνω πάντα σ'αυτες τις καταστάσεις. Γέμισα το ποτήρι μου κρασί, το κατέβασα στην υγειά του Μπουκόφσκι, αηδίασα (λιγότερο αυτή τη φορά), το ξαναγέμισα με σκέτο βατ, τους έγραψα όλους στ' αρχίδια μου και πήγα να βρώ τη βεράντα.

Τη βρήκα τελικά τη βεράντα. Βρήκα επίσις το Ρεμέτζο να πίνει στη βεράντα παρέα με τον τυπά μου καθόταν στο σκαμπό, και τον Μιγκάτο να εκτελεί χρέη γεωργού θρυματίζοντας βράχους με μια τηλεκάρτα σ'ένα πιάτο, παρέα με ένα κούλι και δυο κομμένα καλαμάκια. Αδιαφόρησα και πήγα έξω, είπαμε 2-3 πίπες με τα παιδιά. Τότε ο Μιγκάτο με φώναξε. Μου έστρωσε μια μικρή, λευκή γράμμη. Πήρα το καλαμάκι, το 'βαλα στο αριστερό μου ρουθούνι (το δεξί δεν δουλεύει) και ρούφηξα. Και αυτή είναι η τελευταία εικόνα που έχω απο εκείνο το πάρτυ. Ένα πιάτο, ένα καλαμάκι και μια μικρή, λευκή γραμμή.








Το Σάββατο πρωί είναι για τους μουσικούς του δρόμου ότι και το Σαββατόβραδο για τους ιδιοκτήτες μπαρ και τις πουτάνες. Ο κόσμος έχει λιγότερες μαλακίες στο κεφάλι του, περισσότερη όρεξη για έξοδα και κάπου 30 ώρες ακόμα μέχρι να επιστρέψει στο στενό, θλιβερό του γραφειάκι. Και αυτό το ξέρουν όλοι όσοι παίζουνε στο δρόμο, και οι περισσότεροι δεν ήτανε σε πάρτυ χθες το βράδυ. Κοιμήθηκαν απο τις 9 για να ξυπνήσουν νωρίς και να πιάσουν την πιο κερδοφόρα καβάτζα στην πόλη. Πράγμα που σημάινει οτι άσχετα με το πόσο σκατά είσαι, άσχετα με το ποιά σου πέρνει τσιμπούκι, και χωρίς κανένα έλεος όσων αφορά την πνευματική σου κατάσταση, you gotta get out there and make some mutherfucking money.

Και έτσι και έγινε. Ξύπνησα προ εκπλήξεως στο κρεβάτι μου στις 11, όλοι οι υπόλοιποι ήταν ήδη στο πόδι και πίνανε καφέ. Ήμουν ακόμα τύφλα απ το μεθύσι. Είχα το χειρότερο χανγόβερ της καριέρας μου ώς κοπρόσκυλο, και το βράδυ είχαμε λάιβ σε μαγαζί. Το κεφάλι μου πονούσε απερίγραπτα, το στομάχι μου ήταν γεμάτο βιτριόλι και με δυσκολία σκεκόμουν όρθιος. Είχα χάσει απολύτως τις τελευταίες 8 με 10 ώρες. Δεν ξέρω αν ήμουνα στο Σόχο για κοκτέιλ η στο Πεκίνο για πάπια. Πήγα κατευθείαν στη χέστρα και έβαλα το κεφάλι μου κάτω απο το παγωμένο νερό. Μου 'κλασε τα αρχίδια, ένιωσα πολύ χειρότερα, μην το δοκιμάσετε ποτέ. Ευτυχώς κανένας δεν είχε μπεί στον κόπο να μου βγάλει τις μπότες το προηγούμενο βράδυ, γιατί έτσι και ξαναέσκυβα να τις βάλω θα ούρλιαζα απ' τον πόνο. Μπήκα στο σαλόνι, δήλωσα την κατάστασή μου, κατάπια ένα ντεπόν και παρακάλεσα τους πάντες να μην μιλάνε δυνατά και να μην μου πούνε τι έγινε χτες το βράδυ. Ήμουνα πολύ σκατά για να διαχειριστώ οποιαδήποτε πληροφορία.

Βγήκαμε έξω και βρήκαμε σποτάκι αρκετά εύκολα. Δεν έχουμε σοβαρό ανταγωνισμό στην Ελλάδα. Παίζουμε καλύτερα και δυνατότερα απ' όλους, αλλά σεβόμαστε τους άγραφους νόμους του δρόμου. Ποτέ δεν στήνεις δίπλα σε άλλον, δεν τον ενοχλείς για να μην σε ενοχλήσει. Υπάρχουν βέβαια φορές που δεν βρίσκουμε μέρος και γυρνάμε ξενερωμένοι και σαν μαλάκες στο σπίτι.

Βέβαια ήταν άθλιο, απέναντί μας είχαμε με τη σειρά πεζοδρόμιο, πιάτσα ταξί, δρόμο διπλής κυκλοφορίας και στάση των ΚΤΕΛ. Δηλαδή ακριβώς το αντίθετο απ' ότι θα με έκανε να νιώσω έστω και λίγο καλύτερα εκείνο το καταραμένο πρωί. Τέτοια ώρα τέτοια λόγια όμως. Είχα πάρει και ένα τρανζιστοράκι μαζί μου και έσπαγα τα αρχίδια της μπάντας με βλαμμένες μουσικές απο βλαμμένους σταθμούς.
Για κάθε νότα που έπαιζα ήθελα να ξεράσω, κάθε φορά που τελείωνε ένα κομμάτι πήγαινα να λιποθυμήσω, κάθε κέρμα που έπεφτε στη θήκη ήταν μια καρφίτσα που χωνόταν στο κεφάλι μου. Έχανα τα τέμπα, ξεχνούσα τα μέρη μου, ήμουνα τραγικός. Και αυτή η γαμημένη ζέστη! Μήνες ολόκληρους μας πήγαινε πίπα-κώλο με το πουτσόκρυο αυτή η πόλη, και απ' όλες τις μέρες του χρόνου σήμερα αποφάσισε να κάνει καύσωνα γαμώτο? Έβλεπα τον κόσμο στους δρόμους με κοντομάνικα και φουστίτσες να πίνει νερό και να την πέφτει στις σκιές, ενώ εγώ έλιωνα μέσα στο μαύρο τζίν, το βαμβακερό μπουκάμισο και τις δερμάτινες μπότες μου. Ένιωθα τα πόδια μου να βράζουν. Ο ήλιος χτυπούσε ανελέητα στο σημείο που καθόμουνα. Τα γυαλιά μου τα έχω χάσει απο καιρό και η μόνη προστασία που είχα ήταν μια μάλλινη χειμωνιάτικη τραγιάσκα που κάλυπτε ίσα-ίσα τα μάτια μου και την χαμένη μου έκφραση απο τον κόσμο γύρω μου.

Μόλις τελειώσαμε τη γύρα πήγα καρφί σπίτι με τον Τάκη που είχε έρθει να μας δεί για να βάλω καλόκαιρινά και να αφήσω το τρανζιστοράκι, που είχε εν το μεταξύ αρχίσει να σπάει και τα δικά μου αρχίδια. Έβγαλα τις μπότες ρίχνοντας φριχτές κατάρες στον τσαγκάρη και έβαλα σορτσάκι, κοντομάνικο και μπουκάμισο, σωστό αμερικανάκι. Ένιωσα τόσο καλύτερα που ξαναπήρα μαζί μου και το τρανζίστορ. Κατούρησα κάτι βαθυκίτρινο, στο χρώμα του κρόκου και πήγα να ξαναβρώ τους άλλους για δεύτερη γύρα σε άλλο σποτάκι.
Τώρα πια είχα ξεμεθύσει κάπως και έβγαζα άκρη. Ήξερα πως έπρεπε οπωσδήποτε να είμαι νηφάλιος το βράδυ οπότε άρχισα να κατεβάζω γαλλικούς. Ζήτησα συγνώμη απ' τη μπάντα για τις μαλακίες μου και, μεταξύ αστείου και σοβαρού, τους διαβεβαιωσα οτι θα ξαναγίνει, και μάλιστα σύντομα. Η δεύτερη γύρα πήγε πολύ καλύτερα απ' ότι περιμέναμε όλοι. Για την ακρίβεια, παιξαμε καλύτερα απο τις περισσότερες φορές. Μάλλον η σκέψη του επερχόμενου λαιβ μας έκανε να παίζουμε πιο σοβαρα και συγκεντρωμένα. Μια ζωγράφος έστησε τα σύνεργά της μπροστά και αριστερά μας και άρχισε να μας σκιτσάρει με κάρβουνο. Η διάθεσή μου ανέβηκε κατακόρυφα. Η γύρα τελείωσε, η ζωγραφιά της τύπισας ήταν πραγματικά πολύ καλή και το κεφάλι μου είχε έρθει επιτέλους στα ίσια του. Έμενε να τακτοποιήσω το στομάχι μου και να ρίξω ένα υπνάκι για συντήρηση. Έφαγα ένα απο τα πιο λιπαρά πιτόγυρα της πόλης με διπλή πίτα, γύρισα σπίτι τραγουδώντας και ξάπλωσα.

Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει, στην τρίχα την γλίτωσα την καρδιακή προσβολή. Έπεσα με φόρα στην αγγαλιά του Μορφέα.







Ξύπνησα 2-3 ώρες μετά. Όλοι ήταν ήδη στο μαγαζί εκτός απο μένα και το Ρεμέτζο, ο οποίος περίμενε κάποιον που δεν ήρθε ποτέ να του φέρει κάτι που δεν έμαθα ποτέ τι ήταν. Και ήθελε να κάνει και μπάνιο, που τελικά δεν έκανε. Ήμουνα ντούρος, ξεκούραστος, χορτάτος και ορεξάτος, δηλαδή πανέτοιμος. Αλλά κυρίως ήμουν περήφανος που κατάφερα να είμαι όλα αυτά μετά την προηγούμενη νύχτα. Το μεσημέρι ο Παλιάτσο μου είχε πει φιλικά (αλλά ψιλοαπειλιτικά είναι η αλήθεια) να φροντίσω να 'μαι εντάξει το βράδυ, και ήμουνα. Όσο ο Ρεμέντζο άλλαζε χορδές, εγώ γυάλισα τις μπότες μου, ήπια καφέ, έβαλα καθαρό μαύρο μπουκαμισάκι, και έστρωσα με λεμόνι το μαλλί. Λίγο μετά πήραμε το λεοφορείο και δρόμο. Δεν κόψαμε εισητήριο.

Πρέπει να φτάσαμε γύρω στις 8. Το μαγαζί ήταν άδειο εκτός απο 2-3 παρέες που τελείωναν τον απογευματινό κάφε τους. Πολύ ωραίος χώρος. Μεγάλος και όμορφός, προσεγμένος και με φινέτσα. Κύριο υλικό το ξύλο, όχι σαν τα γαμημένα τα τρεντάδικα με τα πλαστικά χοντροκομμένα διακοσμητικά και τους φτηνιάρικους πολυέλαιους. Χεραίτησα τα παιδιά, παράγγειλα μια μπύρα. Κάναμε σαουντσεκ, είχαμε προσλάβει πολύ καλό ηχολήπτη, ήξερε τι έκανε και ήταν καλό παιδί. Έβγαλε τον ήχο απο 6 όργανα ακριβώς όπως τον είχα στο μυαλό μου και λίγο καλύτερα. Προβλήματα δεν είχαμε.

Κάτσαμε και βγάλαμε τη λίστα. Είχαμε 21 τραγούδια, χωρίσαμε το πρόγραμμα στα 2. Μέρος πρώτο, διάλειμα, μέρος δεύτερο. Οι κυριλέ μπάντες τα σκέφτονται αυτά μέρες πρίν αλλά ποιός τους γαμάει και αυτούς ε?

Κατά τις 10 είχε σκάσει πολύς κόσμος, ούτε που το περίμενα. Το μαγαζί είχε βάλει ένα αδιάφορο ποσό είσοδο, όλα δικά μας. Έπινα τη 2η μπύρα και τους παρατηρούσα να μπαίνουνε μέσα. Κάθε φορά που άνοιγε η πόρτα άκουγα "μπλίνκ-μπλίνκ". Ντροπή μου. Πήγα στην τουαλέτα κάποτε. Μόνο τότε, στον ολόσωμο καθρέπτη ανακάλυψα οτι απόψε είχα ντυθεί μαδαφάκας. Απο το γλυμμένο μαλλί και το μαύρο μπουκάμισο μέχρι τη γυαλισμένη μπότα ήμουνα μαδαφάκας. Ντροπή μου. Ανακάλυψα οτι ο ιδρώτας είχα κάνει άσπρες γραμμές στις μασχάλες. Αυτό μου έλειπε γαμώτο. Το έκανα λίγο με νερό και έφυγε. Μπήκα στις γυναικείες και έχεσα. Πάντα ένα καλό χέσιμο πριν το λαιβ.

Γύρισα στο μπαρ και έπιασα απο σπόντα κουβέντα με τη σερβιτόρα. Φορούμε αμάνικο μαύρο κολλητό μπλουζάκι, μαύρο κολάν και απο πάνω πράσινο σορτσάκι. Παράδοξο για μια σερβιτόρα να ντύνεται έτσι μια τέτοια μέρα. Μου είπε οτι είχε συνενοηθεί να ντυθεί γυμνάστρια μαζί με μια άλλη κοπέλα, αλλά η κοπέλα το ξέχασε και τώρα γινόταν απλά ρεζίλι. Μου διέφευγε οτι είχαμε αποκριές, συνηθίζω να ντύνομαι σαν καρνάβαλος όλο το χρόνο. Της είπα οτι εγώ είχα ντυθεί μαδαφάκας για να νιώσει λίγο καλύτερα. Διόλου τη διασκέδασα βέβαια, συνέχιζε να γίνεται ρεζίλι και το ήξερε. Όταν έχεις τέτοια κωλάρα όμως δεν σ'ενδιαφέρουνε και τόσο όλα αυτά. Γέλασε φιλικά και συνέχισε να βάζει τεκίλες και τζόνι στον κόσμο.
Κάποτε αρχίσαμε. Είμαι ο μόνος στη μπάντα που στέκεται όρθιος και με διαθέσιμο μικρόφωνο, οπότε και ο μόνος που μιλάει. Και έπειτα, τα πάω καλά μ'αυτά, το χω με το φροντμανιλίκι. Μας ανακοίνωσα, χαιρέτησα και ευχαρίστησα το κοινό που ήρθε (και μας τάισε) και αρχίσαμε. Τα πήγαμε πολύ καλά, ο κόσμος γούσταρε αλλά μιλούσε πολύ ρε πούστη μου. Ακριβώς δίπλα μου ήρθε και κάθισε μια παλιοπουτάνα με τα βυζιά απ' έξω και με κοιτούσε συνεχώς με νόημα. Ακριβώς απο δίπλα, και κρατόντας της το χέρι, καθόταν ο γκόμενος της. Θα την έτρωγα την καριόλα αν δεν είχα ένα έμφυτο φόβο για σκληροπυρηνικούς μεταλάδες μισό μέτρο ψηλότερους απο μένα που με κοιτάνε με μίσος.

Προς το τέλος του πρώτου μέρους, ένας χοντρός και ψηλός μουσάτος μεθυσμένος με χασισοφυλάρα τυπωμένη στο μακό άρχισε να έρχεται προς το μέρος μου. Το επόμενο κομμάτι είχε είδη αρχίσει και δεν αργούσα να μπώ. Έβρισα το ξεσταύρι μου, του χαμογέλασα σαν να τον ξέρω χρόνια και έγειρα να ακούσω τι σκατά έχει να μου πεί.

"Τι θα γίνει ρε φιλαράκι να πούμε, έτσι τζίγκι-τζίγκι θα το πάμε ολή νύχτα?"
"Δεν σ'αρέσει ρε φίλε, έλα, μη με στεναχωρείς τώρα!".
"Μα δεν έχετε ένα τραγουδιστή να πούμε να πει κάνα τραγουδάκι ρε? Τι με λες τώρα!"

Ο τύπος ήταν ο κλασικός μεθυσμένος μαλακοσούρας Θεσσαλονικιός που έχει να γαμήσει χωρίς να πληρώσει απο πάντα. Ήθελε καυγά και το ήξερα αλλά δεν με έπαιρνε. Ήθελα μισό ακριβώς λεπτό για να μπώ. Έπρεπε να ελιχθώ, να ντριμπλάρω και να του κόψω τα αρχίδια. Ο συγκάτοικός μου στο Ηράκλειο ήταν Σαλονικιός και μιλούσε σα βλαχαδερό και τον είχα μάθει τον τρόπο. Οπότε τον πιάνω σαν παλιός συμμαθητής απ' το αναμορφωτήριο και τον λέω:

ΕΓΩ: "Γαμησέτα ρε φιλλαράκι, είχαμε να πούμε ένα αμερικάνο τραγουδιστή αλλά μας κρέμασε και πήγε πίσω στην αμέρικα ρε φίλε τελευταία στιγμή."
ΑΥΤΟΣ: "Ασε ρε φιλλαράκι σοβαρά μιλλάς? Ρε το μπούστη τον αμερικάνο να πούμε!".
ΕΓΩ: "Αστα να πάνε σε λέω μας γάμησε ο τυπάς! Αλλά τί να γίνει να πούμε έτσι είμαστε τώρα τι να κάνουμε! Εγώ αμερικάνο φίλλε δεν ξαναεμπιστεύομαι!"
ΑΥΤΟΣ: "Πω-πω γαμησέτα φιλλαράκι σας γάμησε ο τύπος!"
ΕΓΩ: "Νταξ μωρέ! Τι να κάνεις! Άντε, πάνε κάτσε πιές στη υγειά μου και απόλαυσέ το!"
ΑΥΤΟΣ: "Σίγουρα ρε φίλλε! Άντε!"

.......και ΜΠΑΜ, ακριβώς εκείνη τη στιγμή μπαίνω στο μέρος μου χωρίς καθυστέρηση! Έπεσα με μακροβούτι στα σκατά, και μας έβγαλα ασπροπρόσωπους. Του 'κανα τα αρχίδια πελτέ και του τα τάισα αλειμένα σε ψωμί με συνοδεία ποντιακής μουστάρδας. Δεύτερο πιάτο, μπουγιουρντί. Ο ίδιος πούστης, όπως έμαθα εκ των υστέρων, χωνότανε χυδαία και όλο μούρη στη γυναίκα του αφεντικού. Όταν κάποιος του γνωστοποίησε οτι μιλάει στη σύζηγο του φίλου του, αυτός απάντησε απλά, "Στ' αρχίδια μου." Να ζήσει ο άνθρωπος να γουστάρει φυλακή.



Το λαιβ τελείωσε, καταχειροκροτηθήκαμε, μας δώσανε προσωπικά συνχαρητήρια, εγκομίσαν τις συνθέσεις μας, αλλά ντάξει μωρε, θα μπορούσατε και να μπλαμπλαμπλα και ο ήχος σας μπλαμπλαμπλα και μπλαμπλαμπλα γάμησέτα. Όλοι έχουνε άποψη για όλα σήμερα. Αλλά δεν φταίνε αυτοί. Τους δίνουνε αέρα με τόσες μαλακίες που τους ταίζουν μέσω τιβίς, ίντερνετ και γενικότερα μέσω αυτού του ατέλειωτου πνευματικού αυνανισμού. Επόμενη στάση, το μπαρ! Ω, θεοί επιτέλους ήρθε η ευλογημένη στιγμή! Ο λόγος που κάθε ρεμάλι πιάνει μια κιθάρα και παίζει μαλακίες με τη μπάντα του.. Όσο ξύδι προλάβεις να πιείς μέχρι το κλείσιμο, και θα σε πληρώσουν κιόλας!
Απο τζάκ πήγα κάιζερ, έκανα μια στάση σε κάτι σφηνάκια τεκίλας, επιβηβάστηκα σε δυο μπουτάρες με αδιάφορα θέματα συζήτησης, ξαναγύρισα τζακ, τζακ, και βγήκα απο πίσω για ένα μπάφο με το Σκαρ, τον Παλιάτσο, και δυο άλλους. Έιχα πλέον κάθε λόγο να είμαι αηδιαστικά, εκνευριστικά χαρούμενος και ερωτευμένος με τον εαυτό μου. Όλα αυτά φούσκωσαν το εγώ μου με ήλιο και αυτό εξφενδονίστηκε στην στρατόσφαιρα, με αποτέλεσμα η διάθεσή μου να μπεί σε τροχιά. Ήτανε τότε που, παίζοντας πάσες με ένα τσιγάρο πίσω απο το μαγαζί, ο Σκαρ μου είπε τι είχε γίνει εκείνη τη γαμημένη νύχτα. Εκείνη τη νύχτα που, όπως και σ' ένα τσούρμο άλλες, δεν ήμουν εκεί. Εκείνη τη νύχτα, της οποίας η τελευταία εικόνα που συγκρατώ είναι ένα πιάτο, ένα καλαμάκι και μια μικρή, λευκή γραμμή.


“Μέσα στο πάρτυ έκανες σα μαλάκας, μόλις βγήκες απ’ το δωμάτιο άρχισες να φωνάζεις ότι να ναι και να αγγαλιάζεις τους πάντες. Μετά πήρες ένα μπουκάλι κρασί και πήγες να τους ποτήσεις, κατέληξες να το χύνεις στις μπλούζες τους, όλη την ώρα γελώντας παρονοικά. Σε αγριοκοιτούσανε μαλάκα ήθελε να σε δείρει όλο το πάρτυ!
Σε κάποια φάση στάθηκες στο μπάρ και κατέβαζες ότι έβλεπες μπροστά σου, μπουκωνόσουνα με σαλάμια και κασέρια και κατέβαζες κρασί με βατ ανακατεμένα. Ο Μάνος περίμενε να κάνεις καμια χοντράδα και σε είχε από κοντά, οπότε όταν άρχισες να πλησιάζεις τη γκόμενά του μ’αυτό το χυδαίο χαμόγελο σε κόλησε στη γωνία και κάτι σου έλεγε, εσύ γελούσες συνεχώς. Τελικά ήρθε και μου είπε να σε πάω σπίτι γιατί δεν σ’αντέχει. Σου είπα ότι πρέπει να φύγουμε, ούτε που με άκουγες αλλά ήρθες μαζί μου.
Σε κατέβασα στο ασανσέρ και πήγαμε στη στάση. Εκεί περιμένανε το λεοφορείο κάτι μαύρες πουτάνες. Μαλάκα στεκόσουνα σκυφτός με τα χέρια να κρέμονται και το στόμα ανοιχτό, ήσουνα πολύ μυστήριος. Μόλις είδες τις πουτάνες άπλωσες τα χέρια και άρχισες να πηγαίνεις προς τα πάνω τους, το βάλανε στα πόδια τα κορίτσια τι να κάνανε!
Μπήκαμε στο λεωφορείο και καθήσαμε δίπλα στην είσοδο. Κάτι τυπάκια καθότανε απέναντί μας και τους αγριοκοιτούσες. Μετά από λίγο σήκωσες αργά το δεξί χέρι και δείχνοντάς τους τους είπες, «Εσυυυ….Αν τα βάλεις μαζί μου θα νοιώσεις την οργή του θεού!» και ενώ έλεγες «του Θεού» σήκωνες το αριστερό χέρι δείχνοντας προς τα πάνω! Τα τυπάκια τρομοκρατηθήκανε και κατέβηκαν, συνέχισες μ’αυτό το τροπάρι με όποιον έμπαινε μέσα.
Δεν σε άντεξα, κατεβήκαμε Αριστοτέλους. Καθόσουνα μπροστά από κάθε ταρίφα και άρχιζες πάλι με την οργή του θεού, τον ένα μετά τον άλλο στη σειρά. Μαλάκα ήσουνα λιώμα, λιώμα. Στον 5ο ταρίφα, όσο ήσουνα ακόμα στο «εσυ..»¨σου κατέβασα το χέρι και σου είπα «όχι Ορφέα». Έπαθες πλάκα!
«Όχι???».
«Όχι».
«Πώς όχι?».
«Όχι».
«…όχι??».
Και άρχισες να κλαψουρίζεις «όχι…όχι..» μέχρι που φτάσαμε στο σπίτι! Εκεί βρήκαμε τον Νέλο, άρχισες να τσακώνεσαι μαζί του για μαλακίες, έσπαγες μπουκάλια μπροστά του και τον έβριζες. Τα πήρε και σε έριξε σ’ ένα τοίχο, πιαστήκατε, πλακωθήκατε λίγο και πήγε να φύγει. Του φώναζες στις σκάλες «Όχι μη φύγεις σ’αγαπάω αλήθεια!» και ξαναγύρισε αλλά πήγες πάλι να ξεκινήσεις τσαμπουκά και έφυγε για τα καλά. Μετά έπεσες στο κρεβάτι και κοιμήθηκες.
Μαλάκα δεν είσαι καλά, ψάχτο!”

“Τι να ψάξω ρε Σκαρ, εδώ με βρήκε αυτό.”
Γελάσαμε, τι να κάναμε. Θέλει χιούμορ η παράνοια.
“Τουλάχιστον έχασα τίποτα καλό?”.
“Δέκα λεπτά μετά που έφυγες ο Μάνος έδιωξε τη γκόμενά του και έφερε κάτι μαύρες πουτάνες.”

Διάολε. 
Τι να πεις.
Κάνε τουμπεκί, ψιλόκοψέτο και πάνε να πιείς κάνα τζακ.
“Καταπληκτικά.” είπα, και πήγα να πιώ κάνα τζακ.






Και νιώθω την κατάρα της πόλης βαριά πάνω μου. Πλήτω με όλα, ακόμα και με τον ίδιο μου τον εαυτό. Είναι θέμα χρόνου το φευγιό, οπότε κάνω υπομονή. Και πίνω, πίνω τα κέρατά μου, κατεβάζω ότι πέσει στα χέρια μου, να μπορέσω να επιπλεύσω λίγο ακόμα σ'αυτή την ευλογημένη άγνοια ξέροντας οτι πολύ σύντομα θα πέσω και θα σπάσω τα δόντια μου στον πάτο της σκληρή πραγματικότητα. Αλλά έτσι είναι οι ουσίες. Ένας εφιάλτης που ξες πως θα τελειώσει αλλά κάνεις ότι περνά απο το χέρι σου για να κρατήσει λίγο ακόμα.
Και ακόμα περιφέρομαι στους δρόμους και στα καταγώγεια της βρώμικης πόλης σαν φάντασμα, ψάχνοντας τη φρίκη και το τίποτα. Γίνομαι άλλος ανάλογα τι πίνω, και σε τι ποσότητα, ελίσσομαι να φάω τις σφαίρες στο ψαχνό. Πάντα κάποιος άλλος, πάντα ο ίδιος μαλάκας. Χα! Ανοίγω μοιρολατρικά μια Βεργίνα και παίρνω το δρόμο για το σπίτι παρέα με το χυδαίο μου χαμόγελο.

Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2013

Καλούμπα, ξανά.

καλούμπα θηλυκό (& καλούμα)
 βενετική caloma caluma < (υστερολατινική) *calauma < *chalagma < ελληνιστική κοινή χάλασμα (=χαλάρωμα) < χαλάω χαλῶ(αντιδάνειο)

1. κουβάρι από σπάγγο για το πέταγμα του χαρταετού την ημέρα της Καθαράς Δευτέρας

αμόλα καλούμπα!: προτροπή για συνέχιση: άσε τα πράγματα να κυλήσουν·
κι επίσης: μην μένεις στάσιμος, προχώρα...




Οι μπύρες ήταν κρύες, η μουσική δυνατή και ο κόσμος χαχανιστός αλλά μια ασήκωτη ατμόσφαιρα FAIL πλανιώταν στο χώρο. Επόμενο βέβαια αφού αφήσαμε το Μούλο να οργανώσει τα πάντα. Ο Βλαξ έκοψε και αφισάκι που έγραφε “Fatality Party, στο γνωστό Μπουρδελάκι” με ένα σκελετό για φόντο και δίπλα μια καθυστερημένη λίστα με τις μουσικές που θα έπαιζε.

 Φακ ρε μαλάκα,
 φακ.

Το underground πάρτυ δε χρειάζεται αφίσα, μαθαίνεται απο στόμα σε στόμα. Tο πετάς εκεί έξω και αφήνεις το Self Admiration Society να κάνει τη δουλειά του. Αφήνεις το μυστήριο να αναπτυχθεί και να σαρώσει την πόλη, το αφισάκι απομυθοποίησε τα πάντα. Το Μπουρδελάκι έγινε εκκλησία και το “fatality party” έγινε tea party, και έτσι άδοξα η τελευταία φιέστα είχε 20 άτομα στις 3.
Βαριόμουνα θανάσιμα, μαλάκα πως βαριόμουνα! Αν δεν έπινα τσάμπα μπύρες θα τα 'χα βροντήξει και θα την έκανα πολύ ώρα πριν, μα τι να κάνεις? Τσέπη άδεια, ούτε τσιγάρα, σκάσε και πίνε. Πες και καμιά χαζομάρα να σε κεράσουν κάνα μπάφο, γνώρισε καμιά δεκαριά τύπους, βάλες μπρός τις γνωστές σου ρουτινιάρικες πίπες ..“-φοιτητές παιδιά? -ναι -σώπα, που? -στο ΤΕΙ -...και εσύ ρε φίλε, και γω, -πώωωω καύλα, χύνω!” και “εγώ που με βλέπεις φίλε είμαι μουσικός και παίζω παραδοσιακή Αιβαλιώτικη τζαζ” και “η πόλη είναι εντάξει, τα άτομα είναι για το μπούτσο”, και έτσι αβέρτα, ώρες ολόκληρες μέχρι το ξημέρωμα.

Κατά τις τεσσεράμιση ο κόσμος είχε σπάσει εντελώς. Εκτός απ' τους δικούς μου, σε ολόκληρο το κτήριο ύπηρχαν το πολύ άλλα 5 άτομα. Έχοντας χάσει πλέον κάθε ελπίδα για συνταρακτικές αλλαγές στο σενάριο και twist που σου κόβουν την ανάσα, έκατσα δίπλα στο ψυγείο και με άφησα να πίνω μπύρες μέχρι να λυποθυμήσω.

Και τότε την είδα.

Ήταν μαζί με ένα τύπο που την κυνηγούσε απο γωνιά σε γωνιά και απο τοίχο σε τοίχο, προσπαθώντας να τη στριμώξει και να της πιάσει την κουβέντα. Αέρινη, μακρύ κατσαρό μαλλί, μια μπυράκλα στο χέρι, αποκαλυπτικό μαύρο μπλουζάκι, κωλάρα και ένα βλέμμα που τσακίζει κόκκαλα' αθώο, γλυκό και παιχνιδιάρικο με πολλά υπονοούμενα. Ο τύπος άχαρος, τριχωτός και χοντρός, απ' αυτά τα τυπάκια που σου βγάζουν ένα meh. και τίποτα παραπάνω.

Συνέχιζα να πίνω και να τους χαζεύω για κάνα δεκάλεπτο. Πότε βγαίναν έξω, πότε μπαίναν μέσα, ίδια ιστορία συνεχώς. Πραγματικά δεν πέρασε απ' το μυαλό μου να κάνω κίνηση, ούτε καν καγκουριά του τύπου “φίλε η κοπέλα δεν γουστάρει, μπούλο.”, ήμουν καλά φτιαγμένος και περνούσα κυριλέ παρά τη βαρεμάρα. Όταν όμως ήρθαν προς το μέρος μου και αυτός άρχισε να κατεβαίνει τη σκάλα, άκουσα τον εαυτό μου να της λέει “να σε κεράσω μια μπύρα?”.

Δεν μπορώ να ξέρω ακριβώς τι λέγαμε ούτε για πόση ώρα. Έχω στο μυαλό μου μια πολύ μπερδεμένη κουβέντα κατά την οποία εγώ προσπαθούσα να μαντέψω την οικογενοιακή της κατάσταση βασιζόμενος σε αυτά που ξέρω γιαυτήν, (δηλαδή σε αέρα κοπανιστό), χρησιμοποιόντας κανόνες ψυχολογίας, (που δεν ξέρω) αλλά όντας και οι δυο ζάντα, η συζήτηση πρέπει να εξελίχθηκε σε φάση “Σε πηδούσε ο πατέρας σου μωρή, γιαυτό είσαι έτσι!” κι όχι τόσο επιστημονικά και συγκροτημένα όσο την έχω στο μυαλό μου. Άκρη έβγαινε πάντως και το διασκέδαζα πολύ.
Οταν ο τριχωτός ξαναέσκασε μετά απο λίγο στεκόμασταν ακόμα μπροστά στο μπαρ, κάπου τον ξέρω αυτό τον τύπο αλλά μου είναι αδύνατον να θυμηθώ απο που..,, όταν την είδε δίπλα μου έσκασε η μάπα του. Ήρθε εκεί μπροστά, κάτι πήγε να πει, “όλα καλά φίλε?” λέω, δεν είπε τίποτα, αντ' αυτού έκανε να μου γαργαλήσει το πηγούνι, του χαμογέλασα επικίνδυνατο μετάνιωσε, γύρισε πλάτη και ξανακατέβηκε τη σκάλα, στο καλό και προσοχή στο δρόμο κούκλε.

Σε κάποια φάση και εντελώς στο άκυρο η τύπισα μου λέει θα πάει για τσιγάρα, θέλω τίποτα? 'Ένα καρελάκι, ευχαριστώ, και κατεβαίνει τις σκάλες. Κόζαρα το κωλαράκι της να κουνιέται και σκεφτόμουνα,πάει & αυτή, να και ένα κωλαράκι που δεν θα ξαναδώ ποτέ,........ κρίμα, και άπλωσα το κωλόχερο στο ψυγείο και πήρα μια μπύρα ακόμα. Το βλέμμα του “μπαρμαν” βαρύ και επικριτικό,.... η μπαρούφα εκτοξεύεται σχεδόν απο μόνη της, “μην ανησυχείς φίλε, τις μετράω, όταν τά 'χω θα στα δώσω” και ακόμα του τα δίνω.

Όταν το κορίτσι έσκασε δίπλα μου με ένα καρελάκι στα χέρια δεν μπορούσα να πιστέψω στα μάτια μου,..... δεν της έδωσα καν φράγκα, μαλάκα δες εδώ,! η γκόμενα πήγε και μου πήρε τσιγάρα. Την έκραξα βέβαια,, γιατί μου πήρε το μαλακό, αυτό το γκει,, ντεμέκ,, συλλεκτικό μπλε πακέτο που μοιάζει με τουριστικό οδηγό, .και. στα καπάκια βγήκα στο μπαλκόνι και άρχισα να κερνάω τους πάντες τσιγάρα, ακόμα και αυτούς που δεν καπνίζουν φωνάζοντας “μαλάκα μια γκόμενα πήγε και μου πήρε πακέτο!”, "δεν καπνίζω ρε φίλε", "θα πάρεις ρε μουνί!", σαν παιδάκι που το κέρασαν γαριδάκια, και όταν μετά απο 5 λεπτά το πακέτο άδειασε τα ζητούσα πίσω, αντίστροφη ζητιανιά?

Πίναμε και αερολογούσαμε ώρες και ώρες, τι σκατά μπορεί να λέγαμε,... μάλλον απλά τη λέγαμε ο ένας στον άλλο. Κάποτε η νύχτα άρχισε να σπάει και ήμασταν οι τελευταίοι έξω. Ήθελε να φύγει και γκρίνιαζε πως κρύωνε οπότε της έδωσα το μπουκάμισό μου, το οποίο βάφτισε κατευθείαν δικό της και δεν έλεγε να το βγάλει με τίποτα (και ακόμα το έχει). Μιρλιζε πως δεν ένιωθε καλά και όλο έκανε να ξεράσει, δεν πας πουθενά, τώρα πίνουμε, κι όλο την τραβούσα και την έπιανα και της έκλεινα το δρόμο και την πόρτα, μέχρι που κουράστηκα και την πήγα στο διπλανό μπαλκόνι να τα βγάλει.
Την έκατσα στην πολυθρόνα (ναι, η διπλανή ταράτσα είχι πολυθρόνες και σαβούρα που παρκάραμε εκεί για το πάρτυ, ότι μαλακία μπορείς να φανταστείς, κλασική γαμιστρόνα για τα τελευταία 10 πάρτυ, πολύ καλή φάση) που  και της έδωσα ένα μικρό κίτρινο πλαστικό κάδο απ' αυτούς που έχουν στα δωμάτιά τους τα πιτσιρίκια. Μου λέει, βρωμάει κατρουλιό. Ε και? Να τον ξεράσεις θες μρρή, όχι να πιείς τον καφέ σου, τι σε νοιάζει, άντε βγάλτα.

Είχαμε κάνα πεντάλεπτο έτσι,.. δεν το 'χε με τίποτα και έχανα την υπομονή μου. Τη βούτηξα απ' το μαλλί και της έχωσα δυο δάχτυλα στο λαρύγγι,.. μηδενικό γκάγκ ριφλέξ.., εδώ είμαστε, .άρχισε να βγάζει την αηδία της και επωφελήθηκα τη στιγμή για να βγάλω έξω το πουλί μου,... έτσι, ένα τσιμπουκάκι μετά το ξερατό για να νιώσει καλύτερα. Μόλις άνοιξε τα μάτια και είδε τον κοκκαλιασμένο παλιάτσο να παίζει χαχόλικα το μισοσηκωμένο του πουλί ξενέρωσε τη ζωή της. Με διαολόστειλε και πήγε να φύγει τρέχοντας αλλά την έπιασα μπροστά στην πόρτα και της είπα χυδαία “Αφού στο τέλος το ξέρεις οτι θα μου κάτσεις, γιατί μου το παίζεις δύσκολη? Τέτοια είσαι και τέτοια κάνεις.". Κοντοστάθηκε, δεν με κοίταξε καν. Έβγαλε αργά το μπουκάμισο και μου το έδωσε.

Ωχ, το 'καψα?

 Σκατά, το 'καψα...  
                                  Τι να κάνεις.... 
Απλά της άνοιξα το δρόμο και την άφησα να φύγει.

Ήμουνα σίγουρος πως τα σκάτωσα για τα καλά, πως δεν υπήρχε περίπτωση να το σώσω ούτε να την ξαναδώ, αλλά ήμουν επίσις κουρούμπελο και οι νόμοι της λογικής και του σύμπαντος λύγισαν κάτω απ' το βάρος του χάους. Κρεμαστηκα στο μπαλκόνι ακριβώς τη στιγμή που πήγε να στρίψει στην γωνία και να χαθεί μια για πάντα. “Στάσου!” της φώναξα, "Μύγδαλα!"

 γύρισε.

“Το μπουκάμισό μου ΤΩΡΑ!”, φώναξε όλο τσαμπουκά κουνώντας το χέρι. Καύλα. Το 'βγαλα και της το πέταξα φωνάζοντας “Δικό σου μωρή καριόλα!”.

Η μαλακία όμως δεν έφτασε ποτέ κάτω γιατί πιάστηκε στα καλώδια της ΔΕΗ, και έμεινα εκεί να κοιτάω σα μαλάκας,, μια το κορίτσι που έχει λυθεί στα γέλια και μια το μπουκάμισο που έχει δεθεί στα σύρματα.

Το κορίτσι όμως δεν έφευγε.

 Με κοιτούσε και γελούσε, και ήταν τόσο όμορφη, και το γέλιο της ήταν σαν παιδικό, και ήμασταν και οι δυο τόσο χαζοί και μεθυσμένοι, και άρχισα να γελάω και γω.

“Κατεβαίνω!” της είπα, πήδηξα τα σκαλιά πέντε πέντε, βγήκα απ' την πόρτα και τη βρήκα καθισμένη στο παγκάκι να στρίβει τσιγάρο και να γελάει ακόμα.

Μόλις είχε ξημερώσει και ο πρωινός ήλιος έκανε τα πάντα να αστράφτουν. Με κοίταζε μ'αυτό το μπουρδελιάρικο βλέμμα της.
 Διάολε, αυτό το βλέμμα της, θα 'κανε παπά να φάει το πετραχείλι του.

“Πάμε?” μου είπε, και εκείνη ακριβώς τη στιγμή κατάλαβα πως έχω μπλέξει πάρα, πάρα πολύ άσχημα.

Φοράω χαμόγελο, ανάβω τσιγάρο.

“Πάμε.”, και πήγαμε.

Τρίτη 23 Ιουλίου 2013

Πρέπει ν' αλλάξω ποδήλατο

Θυμαμαι πριν μηνες, ξυπναω μ'ενα αφορητο πονο στη μουρη. Το κεφαλι ηφαιστειο, ξεραμένο αιμα στο μαξιλαρι, διαβολε, τι εγινε παλι? Κανω να κοιταχτω, σκατα, ολο το προσωπο γρατσουνισμενο, η δεξια πλευρα της μυτης ξεσκισμενη και το συστημα να εχει παρει μια γενικοτερη κλιση προς ζερβα. Το μονο που θυμαμαι ειναι να τρωω μια μπουνια απ ενα φιλο, να σκαω ζαλισμενος με τα μουτρα στην ασφαλτο, μετα κοκκινο. Του λεω “μαλακα μου σπασες τη μυτη, θα σε γαμησω!”, και ακουω, “ορφεα πλακα κανεις ρε φιλε, δες που ειμαι”, γυρναω και τον βλεπω χωμενο με τον κωλο κατω και τα ποδια ψηλα σενα χαντακι, πως τα καταφερε ενας θεος ξερει.
Η μυτη ηθελε σιγουρα νοσοκομειο για ισιωμα, τα κοκκαλα εχουνε γινει μπουρδελο εκει μεσα, ανοιξε όμως το αριστρερο διαφραγμα, και αν σκεφτεις πως πριν ηταν και τα δυο κλειστα μαλλον κερδισμενος βγηκα. Θεοστραβη και παντα κοκκινη, ε και?. Ουτε γατα ουτε ζημια, ασε που ειναι και ασορτι με το χαμογελο του λυκου. Το μονο που μου λειπει τωρα εινα ενα αληθωρο ματι κ ενα δαγκωμενο αυτι.

Πριν απο χρονια, επισις ιδιο σκηνικο, ξυπναω δαρμενος, αρρωστος με πυρετο, γεματος λασπες, ολο το κορμι ποναει. Το παραθυρο διπλα μου ανοιχτο να μπαζει κατεψυγμενο ανεμο, το στρωμα μουσκεμα. Μου λειπει μια μποτα, το παλτο και το κινητο, και σαν να μην εφτανε αυτο διπλα μου ειναι το λαπτοπ με την οθωνη τσακισμενη. Που ημουν? Ποιος με κουβαλησε σπιτι? Τι πηρα? Τι εγινε? Τζιφος, μονο αχυρο και συννεφια στο κεφαλι. Σε καποια ακυρη φαση, τον περασμενο χειμωνα, θυμαμαι το Μπομπ να διηγειτε αυτο το σκηνικο στην παρεα χωρις να ξερει πως πρωταγωνιστης ημουν εγω.
-Ρε το παιδι ειχε ξεφυγει. Ειχε γδυθει, τρεκλιζε, φωναζε και εβριζε ολο τον κοσμο, εφτυνε στα μουτρα κατι χιπιδες, αν ηταν αλλοι θα τον ειχανε κρεμασει. Απλωνε το κωλοχερο μες στο μπαρ και επινε απ τα μπουκαλια στην ψυχρα, σα μαλακας. Τον πηρα παραμερα να τον ηρεμησω, του μιλουσα ενα μισαωρο, “ολοι περναμε καλα εδω ρε φιλε, γιατι τα κανεις αυτα? ”, αλλα δεν με ακουγε, ηταν αλλου, τους κοιτουσε ολους σα να του χανε σκοτωσει τη μανα.”
Ελεγε και ελεγε ο Μπομπ, και οι δικοι μου με κοιτουσαν με την ακρη του ματιου χαμογελωντας σαν κωλοπαιδα.
-Ε και τα παιδια τι να κανανε, ειπαν αστονα μια, αστονα δυο, αστονα τρεις... Αλλα η υπομονη εχει και τα ορια της, εσυ τι θα κανες?
Και ισχυει, τι θα κανα, το ιδιο θα εκανα. Δεν θα χα περιμενει και καθολου μαλιστα, οι τυποι με ανεχοταν σαυτο το παραληρημα για πανω απο μια ωρα.
-Μπομπ, εγω ημουνα ρε μαλακα.
-Δεν ησουνα εσυ ρε , για δεν ηταν απο....
-Εγω ημουνα ρε μαλακα σου λεω.
-Εσυ ησουνα?
- Δεν το θυμαμαι αλλα ναι, εγω ημουνα.
Κοιταξε μια τους δικους μου που χαν σκασει στα γελια, κοιταξε μια και μενα να κουτσοπινω τη μπυρα μου σκυφτος, δυσκολευοταν να το πιστεψει, αλλα απο την αλλη το εβλεπα στο προσωπο του, με ειχε ικανο, και το σκηνικο εδενε. Γυρισε και μου ειπε σοβαρα,
-Ε εισαι μαλακας.
-....
-....
-Ναι.

Πιο κοντα στο θανατο απο ποτε ομως εφτασα με τα μπιφτεκια. Τα καταραμενα κατεψυγμενα μπφτεκια της μανας μου. Τι διαολο μουρθε τωρα χωμα, 6 η ωρα το πρωι να τα ψησω τα γαμημενα? Τα βαλα στο φουρνο, γυρισα το διακοπτη τερμα, εστριψα ενα γαρο και ανοιξα να δω καμια σαχλαμαρα στην τηλεοραση “για να μη με παρει ο υπνος”, η μαλακια ηταν σιγουρη.
Ξυπνησα και γω δεν ξερω ποσες ωρες αργοτερα πνιγμενος και ημιλυποθυμος, το δωματιο να γυριζει, τιγκα ντουμανι, τα ματια πρησμενα, να μην μπορω να παρω ανασα. Βλεπω το φουρνακι να αχνοφενεται πυρακτωμενο, την ψιλιαζομαι τη μαλακια. Αυτοματα πεταγομαι, βαζω οτι βρισκω μπροστα μου γυρω απο τη μυτη και σκουντουφλωτας στα επιπλα κλεινω γενικο, ανοιγω παραθυρα, ανοιγω πορτα και πεφτω ξερος στο πεζοδρομιο.
Οταν ξαναβρηκα τις αισθησεις μου το σπιτι ειχε αδειασει απο καπνο. Με σηκωσε μια Ρουμανα γειτονισσα με χαστουκια και χωρις πολλες πολλες ερωτησεις. Μου δωσε νερο, μου πλυνε τα μουτρα, και αφου βεβαιωθηκε οτι δεν ψοφαω, με κοιταξε μ'ενα βλεμμα που λεγε “κριμα τη μανα σου αγορι μου”, και εφυγε.
Μαγκα, για πλακα θα χα φυγει εκει μεσα, κανα δεκαλεπτο ακομα και θα χα καει ζωντανος. Η μαλλον, πρωτα θα χα παθει ασφυξια, μετα θα χα καει και μαζι μου θα επερνα και ολη την πολυκατοικια. Για μια ακομη φορα η τυχη μού σταθηκε περισοτερο απο τη λογικη μου.
Το διαμερισμα βρομωκοπουσε δηλητηριο σε τετοιο βαθμο που αναγκαστηκα να μεταναστευσω σε σπιτια φιλων για τρεις βδομαδες. Η μποχα περασε μεσα απ τα φυλλα της ντουλαπας και ποτισε παλτα, σακακια, φανελες και βρακια. Οσα δεν μπορουσα να πλυνω για να μην τα χαλασω, τα φορουσα εξω μπας και φυγει αυτη η καταραμενη μυρωδια, με αποτελεσμα να κυκλοφορω για μηνες σαν καθυστερημενος ζεχνοντας καμμενη τσιμουχα.

Θεσσαλονικη περσι το χειμωνα,ο Ζαχος μου λεγε πως οταν αλητευαμε τριπιοι και κοκκαλα στην πολη δεν ηταν λιγες οι φορες που με τραβουσε τελευταια στιγμη μπροστα απ τ αμαξια. “ Νεαρος κστα φαντασιαν καλιτεχνης εβρεθη νεκρος πλην ακεραιος, επι της οδου Τσιμισκη. Αι τοξικολογικαι εξετασεις διαπιστωνουν πως στο αιμα του κυκλοφορουσαν θανατηφορα υψηλα ποσοστα ΗΛΙΘΙΟΤΗΤΟΣ!”



                           *    *    *



Αυτες τις μαλακιες σκεφτομουνα χτες το πρωι στο νοσοκομειο οσο περιμενα τη μανα μου να φερει καφε. Τα επειγοντα μονο για επειγοντα δεν ειναι, ωρες ολοκληρες να παρεις αριθμο, ωρες ολοκληρες μεχρι να ρθει η σειρα σου, μωρα να κλαινε και μαναδες να παρηγορουν, μωρα να κλαιγονται και οι γκομενοι τους να ανεβοκατεβαζουν το ποδι σκασμενοι, γεροι να πονανε, τσιγγανομανες, ματωμενοι μαφιοζοετσι με τατουαζαρες φυλακοβιες και μαυρο γυαλι, αν εισαι τυχερος θα μπανισεις και κανα σενιο naughty nurse αλλα μεχρι εκει. Ο σεκιουριτας φανερα και χωρις ντροπη μαστουρωμενος με το στομα ανοιχτο και τα ματια διο λεπτες σχισμες να αγριοκοιταει και πιθανως να βριζει μεσα του τη ωρα και τη στιγμη που επιασε δπουλεια στην “Μπουλντογκ Σεκιουριτι”.
Ο ενας διπλα σου πεθαινει κ ο αλλος διπλα του εχει ερθει γιατι “τον τσιμπησε μελισσα πριν απο τρεις μερες. “ Και γω σα μαλακας καθισμενος στη γωνιτσα μου με σπασμενο τον ωμο να διαολιαζω και να χαχανιζω σαν τρελος για να μην κλαψω απο τον πονο.

Καποτε η μανα μ ηρθε. Εχει τρομερη αντοχη στις δυσκολιες αυτη η γυναικα, κατι που συνδεεται αμεσα με την ανοχη που εχει για τις μαλακιες που κανω μια ζωη.

Οταν της ειπα “καλημερα μανα, φυγαμε νοσοκομειο” δεν ειπε τιποτα. Καλεσε ταξι, με βοηθησε να ντυθω και την καναμε. Κατω ακριβως απο το σπιτι μας εχει λαικι εδω και αρκετα χρονια και εχουμε αναπτυξει καλες σχεσεις με τους ανθρωπους, μας ξερουν. Οταν με ειδαν μες στα αιματα γρατσουνισμενο και βρωμικο ναα κραταω το δεξι χερι σαν ψοφιο ψαρι αρχισαν τα “περαστικα αγορινα μου” και μην ανησυχειτε κυρια!”, ουτε υπερβολες ουτε τιποτα, τα χουν ξαναδει, ζεστοι ανθρωποι καλοτροποι.
Ο ταξιτζης μαλακακος, μας ελεγε για την πετρα στο νεφρο που κατεβασε πριν απο δυο χρονια χρησιμοποιοντας λεξεις οπως “γεννητκα οργανα” και “ουρησα” προσθετοντας παντα μετα “με το συμπαθιο”. Ημουν ακομα ζαντα απο χτες και δεν πολυενιωθα πονο, το αμαξι βρωμοκοπουσε αλκοολ, η πραγματικοτητα διεστραμμενη, διαολε, φαρσοκομωδια καταντησαμε, και να μη μπορω να σταματησω να γελαω.

-Μου στριβεις ενα τσιγαρο βρε μανα?
-Ναι αγορι μου.

Πηρε ενα φραπεδακι απο ενα φαστφουνταδικο απεναντι, ειχαμε σιγουρα πολυ περιμενε μπροστα μας. Παντα σωστη η μανα, εκπαιδευτικος μια ζωη, ξερει πως να μιλαει σε δεκαχρονα.

-Τι εγινε βρε ορφεα? Με κοιταζε μ'αυτο το βλεμμα, το βλεμμα της μανας.
-Νομιζω πως εχει σπασει.
-Καλα και χθες πως γυρισες σπιτι?
-Με το ποδηλατο βρε μανα.
-Που επεσες παιδι μου? Που επεσα αληθεια?
-Κ.καρταλη νομιζω.
-Και απο κει πως ηρθες?
-Με το ποδηλατο ρε μανα.
-Και ηπεσες ετσι για υπνο, δεν πονουσες?
Πονουσα βρε μανα, αλλα που να νιωσω ετσι οπως ημουνα?
-Νομιζα εξαρθρωθηκε, η στραμπουλιχτικε, δεν ξερω. Δεν το πηρα στα σοβαρα.
-....

Ξαναμπηξα τα γελια να ξορκισω την απελπισια. Τι αλλο να κανεις? Στο τελος, το γελιο ειναι πραγματικα ο μοναδικος σου συμμαχος.

-Εισαι καλα παιδι μου?
Με κοιταζε ακομα ετσι. Οχι επικριτικα, οχι με κακια αλλα μ'ανησυχια. Εχω κουραστει γαμωτο να ακουω αυτη τη γαμημενη ερωτηση. Ολοι ρωτανε αργα η γρηγορα, κι αυτοι που σε ξερουν, κι αυτοι που μολις σε γνωρισαν, κι αυτοι που απλα βρεθηκαν μπροστα σου. Τι σκατα περιμενουνε ν'ακουσουν? Αυτη η ερωτηση στην ουσια δεν ειναι καν ερωτηση, ειναι δηλωση. Οταν καποιος σε ρωταει αν εισαι καλα ακουμπωτας σε φιλικα στον ωμο με σμιγμενα τα φρυδια ειναι σα να σου λεει στα μουτρα “δεν εισαι καθολου καλα φιλε, κι εγω το ξερω, οι αλλοι ειναι μαλακες και δεν το καταλαβαν αλλα εγω ειμαι ατσιδας και το πιασα”. Πως με εκνευριζει διαολε!
Αλλη φαση ομως να στο λεει η μανα σου. Εχει αλλη φορτιση βγαινοντας απο το στωμα αυτων που σ'αγαπανε. Την κοιταξα στα ματια και της απαντησα το μοναδικο πραγμα που ξερω.

-Ποιος ειναι καλα ρε μανα?


                           *    *    *



Εχω καιρο τωρα στο Βολο, και δεν εχω λογο να παραπονιεμαι. Χατζιλικωμα και αληθινο φαγητο, οταν ειδα γεματο το ψυγειο της μανας μου μου ρθε να κλαψω. Αλλου και μ'αλλην θα θελα να μαι, αλλα τι να τι κανεις, παρε οτι καλυτερο μπορεις απ αυτο που σου δινεται. Οι μερες κυλανε χαλαρες και οι νυχτες αλκοολικες.
Εχω παλι το Ζοφο γυρω μου, και ωρες ωρες ολα φανταζουν σκιερα και μαυρα λες και μπροστα τους απλωνεται ενα διαφανο πεπλο κυνισμου. Τα μαγευτικα τοπια γινονται καρτ ποσταλ, πλαστικα και αδιαφορα, χωρις νοημα, οι αδειοι δρομοι τα βραδια, σπαρμενοι με δεντρα φανταζουν τρομακτικοι. Στην Κ.Καρταλη, υψος Ρηγα Φεραιου εχουν σπασει τις λαμπες, και το φαναρι δινει μια αλλοκοτη ατμοσφαιρα με τις εναλλαγες των χρωματων, βαφει το τοπιο και λες οτι οι σκιες κρυβουν ματια, τα κτηρια περνουν ζωη. Πρασινο, κιτρινο, κοκκινο.. Κι ο εφιαλτης.... σιωπηλα... παραμονευει...
Το βουνο ειναι οπως παντα στολισμενο σαν χριστουγεννιατικο δεντρο, οι καφετεριες στην παραλια βαρανε ακομα σκατομπιτα, στα τσιπουραδικα γινεται πανικος, ο κλασσικος μακρυμαλλης μεσηλικας βιολιτζης του δρομου δινει και περνει, τα Παλια ειναι ακομα χοτσποτ πηχτρα στα φοιτηταρια, το Μανιτου συνεχιζει να χει περαση, οι μπατσοι κοιμουνται ορθιοι, στα πεζουλια ολοι την πινουν και τα αδεσποτα δαγκωνουν αβερτα. Τιποτα δεν εχει αλλάξει, κανενας δεν εχει αλλαξει.
Και οι παρεες? Ποιες παρεες, καμμενοι τυποι, καποια παλια φλερτ που αποφευγω εσκεμμενα, αδιαφορες πιτσιρικες σπασαρχιδικες, κουβεντες επαναλαμβανομενες, σκηνικα επαναλαμβανομενα, ιδιες κωλοφατσες κανουν τα ιδια σχολεια που κανανε και το πασχα, θαρρεις δεν σηκωθηκανε ποτε απο τα Π. Ποτε εχει ηλιο και ψηνομαστε στην κολαση, ποτε εχει ηλεκτρικη καταιγιδα και νομιζεις θα σου πεσει ο ουρανος στο κεφαλι, παντα αυτη η χλιαρη υγρασια που κολλαει στο δερμα σου. Το ταμειον ειναι μειον, δουλεια δε βρισκω, κλαρινο να παιξω στα μπουζουκια δε γουσταρω, τι να κανεις. Το μονο που εχω να κανω στο βολο ειναι ποδηλατο, και να πιω, να ξορκισω το Ζοφο.

Στο Βολο η ρουτινα ξεκιναει απο “Π”. Θα πιουμε φτηνομπυρες στα Πεζουλια, κατα τις 2 που θα κλεισει το περιπτερο θα παμε Ποτηστηρι για ρακι, θα γινουμε χωμα και θα συρθουμε οπως οπως στα Παλια να κοψουμε κινηση. Αυτο. Πεζουλια, Ποτηστιρι, Παλια, και όλοι οι πιθανοι συνδιασμοι, με τον επιλογο να ιππευω το μπαικ χαομενος, να σκοτωνομαι τουλαχιστον μια 10ρια φορες και να γυρναω στο σπιτι της μανας μου με τα γονατα παντζαρια.

Και την Τεταρτη καπως ετσι λοιπον αρχισαν ολα. Ξυπνησα μεσημερι, φραπεδακι, γυαλια και μπαλκονι, διακοπες εχουμε γαμωτη, τεικ ιτ ιζι.. Τελειωσα 2 σελιδες 9γκαγκ, ειδα κανα επεισοδιο και αφου επεσε ο ηλιος καβαλησα το φιξακι και αρχισα να κοβω βολτες. Το λατρυω αυτο το ποδηλατο, παλιο αγωνιστικο τουλαχιστον 40 χρονων, απ αυτα που εχουν λυγισμενα τα μπροστινα πηρουνια, και τις ταχυτητες στο σκελετο, κληροδοτημα απ τον πατερα μου. Μου πηρε αρκετα φραγκα να το στροσω αλλα τωρα πεταει. Το κακομεταχειριζομαι ειναι η αληθεια. Μια φορα γυρνοντας σπιτι εμεινα με το τιμονι στα χερια, ειναι λιγο αβολο στις μανουβρες αν δεν εχεις αναπτυξει ταχυτητα και δεν εχω σκοτωθει λιγες φορες. Τι να το κανω ομως που ναι η ψωρα μου?

Απο Οξυγωνο κατεβαινω σαν τον ανεμο παραλληλα του Κραυσιδωνα, απ τα Παλια διασχιζω την παραλικη, Αναυρο, σταση στις Πλακες για βουτια, και απο κει Αγρια να απολαυσω το λιογερμα κουτσοπινοντας κανα χυμο κριθαρι. Χαλαρα και ομορφα, Βολος μπαι ντει. Γυρνοντας αραζω στα παγκακια των παιδικων μου χρονων, κοντα στο Ξενια, εκει που εκρυβα καπνους στον φλοιο των φοινικων και καπνιζα στραβοστριμενα αφιλτρα ανχωμενος μεχρι αηδιας μη με παρει κανα ματι.
Θυμαμαι την κοπανουσα απ τα αγγλικα και ωρες ολοκληρες ρεμβαζα τη θαλασσα μαστουρωμενος απ τη νικοτινη, και της εδινα υποσχεσεις πως μια μερα θα τη διασχισω, και θα την κανω μανα και ερωμενη μου, οπως οι πειρατες και οι ναυτικοι στα διηγηματα του Καρκαβιτσα. Και λεγα στον εαυτο μου πως ολα αυτα ειναι προσωρινα, και πως αργα η γρηγορα θα μεγαλωσω και δε θα χω κανενα καριολη να μου λεει τι να κανω, και θα ριξω μαυρη πετρα πισω μου, θα μπαρκαρω και θα την κανω για τα ξενα, θα ανοιξω πανια και θα ξεμακρυνω αργα στο ηλιοβασιλεμα τραγουδωντας, σαν το Λουκυ Λουκ.

Καποτε νυχτωσε και πηγα πεζος προς Αγιο Κωσνταντινο. Κατι παπατζες θειοι παιζαν παλια λαικα και ρεμπετικα μπροστα στην ΕΡΤ, εχουμε και αυτα τωρα. Η ερμηνεια ηταν εκτελεση, τριζανε κοκκαλα στους ταφους. Φαντασου 10 παπουδια στριμωγμενα σε μια μικρη σκηνη να παιζουν ολοι μαζι χωρις καμια συνενοηση, ο ηχος του κωλου. Οι γιορτες στα σχολεια πιο καλες ηταν, αλλα τα κομματια ομορφα και αγαπημενα. Αραξα στο λιμανακι ν ακουσω για κανα μισαωρο, ανοιξα μια μπυρα και περιμενα να παει 10, να αρχισω τη σωστη καταναλωση.
Με βρηκε ενα φιλαρακι απο παλια και αραξε μαζι μου, ειπαμε καμια μαλακια και οταν μου αποφανθηκε “να σου πω, πολυ μαλακες ειναι οι τυποι δεν παμε Π να πιουμε κανα μπαφο?” απ το στομα μου βγηκε αυτοματα ενα αγανακτισμενο “ΝΑΙ ρε φιλε!”. Ειπαμε ρουτινα, σαπιλα, αλλα απο αυτο καλυτερη και η πρεζα.
Εκει ηταν ολοι, οπως παντα, αν κλεισω τα ματια τους βλεπω να καθονται στις ιδιες θεσεις οι ιδιες κωλοπαρεες, οπως στο σχολειο που ειχε η καθε κλικα την καβατζα της. Με κανενα δε μπορω να βγαλω ακρη διαβολε, αλλαξαμε, δεν εκπεμπουμε στα ιδια κυμματα. Κι απο τη μια με εκνευριζει ωρες ωρες αυτη η αδιαφορη ανεμελεια , αυτη η χαζοχαρουμενη ευθυμια, αλλα απ την αλλη κατα καποιο τροπο τη ζηλευω. Ειναι τεχνη να μη δινεις δεκαρα, να τα γραφεις ολα επιμελως στα αρχιδια σου και να περνας καλα. Να πατας οφ κι αυτα να μενουν κλειστα, χωρις να σου τριβελιζουν το κεφαλι.

Οσες μερες κατεβαινω κατω ξημερωνω με τον Πριγκηπα, ενα αλητη φιλο που ολο καπου και με κατι ειναι μπλεγμενος. Τον βλεπω Σαλονικα, τον βλεπω Αθηνα, αερας ο πουστης αλλα που τον βρισκω που τον χανω παντα μπροστα μου ειναι. Ιδανικη συντροφια να λιωσεις ησυχα ησυχα μεχρι το ξημερωμα. Τυπακια σαν αυτον δεν προκειται να σου φαν τα αυτια για μπαλα η για κοματα η για γκομενες, δεν εχουν να σου αποδειξουν τιποτα απλα γιατι δεν τους νοιαζει. Για τον Πριγκηπα τα πραγματα ειναι απλα. Εχω? Πινω. Δεν εχω? Ψαχνω, και μεχρι εκει παει. Η κριτικη ειναι κατηγορηματικη, η εισαι μαλακας η εισαι γαματος, και αν εισαι απο τους δευτερους κατσε να γινουμε παρεα  αλοιφη σαν καλα παιδια.

Μετα ειναι και η Αντορα. Τι να πρωτοπεις για την Αντορα! Πριν χρονια που πηγαιναμε στο ιδιο δημοτικο ηταν ο Γρηγορης, τωρα ειναι η φαμπιουλους Αντορα, “απ το Αντοραμπλ”. Το κοριτσι εχει βουτηξει το ονειρο απ τα μαλλια, εχει μπει για τα καλα στο πετσι του ρολου και ζει την καθε στιγμη σαν βασιλισσα. Και καλοπερναει, και δεν υπαρχει αλανι στο βολο που να μην ξερει την Αντορα. Γλυκια και ανοιχτη με ολους, χρυση καρδια, αν πεις καμια κουβεντα παραπανω ομως θα σου κανει τη μουρη κιμα.
Τη γνωρισα σε μια εκκολαπτωμενη καταληψη πριν χρονια, οταν μου συστηθηκε με την αγριοφωναρα της σαστισα. Εκεινο τον καιρο τραβιομουνα με μια φιλη της, παντα τα πιο τσαχπινικα πιπινια μαζι με την Αντορα, καιγαμε νυχτες ατελειωτες αδεκει. Μεθουσαμε με σαμπουκες, ουισκια και φτηνοκρασα, με οτι βρησκαμε μπροστα μας ειναι η αληθεια, και οταν γινοταν ζαντα μας εκανε πασαρελα λυγερη και ολο ναζι, και πιστεψε με φιλε εχει να δωσει μαθηματα σε πολλες “γυναικες” η κουκλαρα.
Σιγα σιγα γνωριζοντας τη καταλαβα πως δεν ειναι πιτσιρικι, το ολο σκηνικο δεν ειναι αποτελεσμα εφηβικης αντιδραστικοτητας, δεν ειναι φαση. Δεν υποκρινεται πως ειναι κατι, ακριβως το αντιθετο. Αυτο που κανει το νιωθει 100% και της βγαινει φυσικα, η Αντορα δεν θα μπορουσε να ναι τιποτα περισσοτερο η λιγοτερο απο την Αντορα.
Χαομενη, μπερδεμενη και αλκολα αλλα παντα με κραγιον και με μολυβι η Αντορα. Παντα σενια, παντα στην τριχα με τα υπερβολικα αξεσουαρ και το τουπε της, αργα η γρηγορα γινεται το επικεντρο και σα δορυφοροι ολοι γυρω της μπαινουνε σε τροχια. Τη σεβομαι ειλικρινα, πολυ περισσοτερο απο κατι ταχα τσακαλακια που γνωριζω κατα καιρους, και το αξιζει.

Τη βρισκω λοιπον να καθεται με κοριτσοπαρεα, “Ορφεεεεα, τι κανεις..?”, “Που σαι κουκλαρα μου?”, ματσ μουτσ, φιλια, να σου συστησω τη Χρυσα και τη Νατασα και αραδιαζομαστε με το φιλο επιτοπου, λεμε καμια σαχλαμαρα, να φερω μπυρες κοριτσια, φερε, φερνω, και οι μπυρες γινονται κρασια, και ενω τα κοριτσια ηταν να φευγουν καθονται, και τα μπουκαλια αδειαζουνε και καρ καρ καρ οι σουσουραδες ολο γελιο και κακο, και ποτε ηρθαμε ποτε φευγαμε, γιναμε μια ωραια ανθοδεσμη σουρωμενα νιατα που αλλου πατανε κ αλλου βρισκονται.
Ε που να πας, παει και το περιπτερο εκλεισε, Ποτιστηρι θα πας να ποτιστεις πυρηνικο τσιπουρο να μαρσαρεις. Εν το μεταξυ ηταν ολοι πεζοι και δεν μπορουσα να κουβαλαω το ποδηλατο, οποτε μου ρθε η φαεινη ιδεα να το καβατζοσω αναμεσα σε κατι φοινηκες μπροστα στο πανεπιστημιο, μουφα καβατζα μου λεγαν θα στο φανε μολις ξεμακρυνουμε μου λεγαν, εγω επεμενα. “Αφου το βλεπεις, ειναι χαζο το παιδι, αστο να κανει τη βλακεια του μπας κ ησυχασει”, ακουω την Αντορα. Και χωθηκα ο παπαρας μεσα στη ζουγκλα με φανελα, λεπιδια τα φυλλα, ξεσκιστηκαν χερια ποδια αλλα χριστο δεν καταλαβαινα, το τσουπωσα οπως οπως και κινησαμε.

Ισα την Ερμου λοιπον, τσαρκα με τρια τεσσερα αδεσποτα συνοδεια, παντα συνοδεια οι κοπροι στο βολο, γελια και φωνες σαν παρωδια σχολικης εκδρομης να κλωτσαμε καδους, να τραγουδαμε, να βγαζουν κατι τσιριδες οι αλλες να σου σηκωνεται η τριχα. Φτανουμε, στη γωνια διπλα του μαγαζιου στα σκοταδια ενα γεροντι μαζι με δυο μαυρες πουτανες, τους σηκωνει τη φουστα και τους πασπατευει τα βυζια, ποσα να τους εδωσε αραγε, ταλιρακι η δεκαρικο?
Τραπεζονομαστε, “Που σαι ρε φιλε?”, “Που να μαι ρε μαλακα, οπου με αφησες”, ρακι να φερω, ρακι να φερεις και τσακα τσακα αδειασαμε 3 μεγαλα. Το τι μαλακιες εχουν γινει σαυτο το μαγαζι δε λεγεται, μουσικες, φωνες, σπαμενα κανατια, τσαμπουκαδες, να φτυνουμε φλογες, διαμαντακι στο βουρκο το καπηλιο του Σταυρου, το μονο κακο πως κλεινει κατα τις 3 λογο φασαριας.

Κατα τις 2μισι ειχε ηρεμισει η φαση, φυγανε και οι μικρες, μειναμε εγω, η Αντορα, ο φιλος και μια παρεα διπλα. Πληρως θολωμενοι κατεβαζαμε το τελευταιο σφηνακι και λεγαμε να φυγουμε, οταν ακουω απο διπλα ενα “ΟΡΦΕΑΑΑ??????” και πριν προλαβω να κοιταξω καλα καλα δυο χερια με αρπαζουν και προσπαθουν να με πνιξουν σε ενα ζευγαρι βυζια. Σαστιζω κανω να δω, δυο χαζες φιλες μιας μαλακισμενης γκομενας, αισχη πλην νηφαλιες. Πετανε την Αντορα και τον αλλο, καθονται μια αριστερα μια δεξια και αρχιζουνε να μου τρωνε τα αυτια, μπιρι μπιρι μπιρι, και ποτε ηρθες μπιρι μπιρι μπιρι και  τι κανεις, λεω κοριτσια και γω χαρηκα που σας ειδα να πιουμε ομως. Και δωστου ρακες, εγω δεν πινω αλλο, θα πιεις μωρη, και μπιρι μπιρι μπιρι, τι μαλακιες μπορει να μου λεγανε ενας θεος ξερει.
Παιζει εν το μεταξυ οτι οι τυπισες καθοταν διπλα με ενα ματσο γροθους καγκουρες και σαλιαριζανε. Προφανως βαρεθηκαν καποτε να ακουνε για μοντενες και συρσιματα στην ασφαλτο οποτε τους εκατσα σανιδα σωτηριας και τους την εκαναν αλα γαλικα. Τις γνωρισα στους δικους μου, κατσανε μαζι μας, ολα γκουντ. Ελα τωρα που οι γροθοι ομως στραβωσανε που τους “φαγαμε” τις “γκομενες” και θελαν τσαμπουκα. Και να με ξαφνικα με 5 βλακες απο πανω με σταυρωμενα τα χερια να με αγριοκοιτανε. Μου λεει ο φιλος διακριτικα “Ορφεα, κατι γινεται φιλε.”. Βλεπω και το Σταυρο να καθεται απεναντι μου μεσα απο το μπαρ και να με κοιταει σα να λεει τι θα κανεις. Μπραβο ρε πουστη, θα φαμε και ξυλο απο πανω για αυτες τις δυο, και δεν τις χωνευω καν.
Ε τι να κανεις? Οχι θα κατσω να σκασω. Πηρα ενα αδειο μπουκαλι στο δεξι, σηκωθηκα απ το σκαμπο και αρχισα να τραγουδαω στο Σταυρο, “beat on the brat, beat on the brat, beat on the brat with a base-ball-bat! ΟΗ ΥΕ-Ε-ΕΕ!χτυπωντας το ρυθμικα στο ξυλο, γελαει αυτος, γελαω και γω, φωναζω, “WHAT CAN YOU DOO!!!, βαλε να πιουμε ρε καθαρμα!”. Βγαζει σφηνακια πινουμε,γελαω και στο φιλο, αν ειναι να φαμε ξυλο τουλαχιστον ας το διασκεδασουμε. Ξανακατσα, αναψα τσιγαρο και περιμενα τη μαλακια, αλλα η μαλακια δεν εγινε ποτε.

Πως φυγαμε απ το μαγαζι δεν εχω ιδεα. Ολη η υπολυπη νυχτα ειναι μια συγκεκχυμενη μαζα εικονων, σαν μπερδεμενες πλαστελινες. Οταν περνω αυτη τη γαμημενη γραμμη στα ξυδια γινομαι ο Τονυ Μοντανα κα ο κοσμος ειναι δικος μου, και αρχιζει η παρανοια και ο θεος βοηθος.

Φευγαμε για Παλια μαζι με τις τσουπρες.

Να ξερνανε οι τσουπρες, εγω κομματια να κοβω οκταρια πεζος στην ασφαλτο, ποιος εχει τσιγαρα, εχεις τσιγαρα, εχεις τσιγαρα, μιλα μωρη τσιγαρα εχεις, αντε φερε, στριβω, ο μισος καπνος κατω, καβατζωνω τον υπολοιπο στην κωλοτσεπα, κοριτσια για τι ειμαστε, φραγκα εχουμε, ποιος εχει φραγκα, κανεις, ε που παμε ρε κοριτσια χωρις φραγκα νερο θα πιουμε, ποιος πληρωσε στο μαγαζι, ΣΚΑΤΑ ΤΟ ΠΟΔΗΛΑΤΟ, διαολε, τι εκανα το φιξακι, την κουρσαρα μου, α, σωστα, στους φοινηκες, και χωρις καλα καλα να το καταλαβω ειμαι εκει μονος και παλευω παλι με την αγρια φυση, ιδιος ο Ταρζαν, που ειναι η μπανανα μου?
Καβαλαω τ'ατι μου, δυο μετρα παραπερα σκοτωνομαι, διαολε, το περνω στα χερια, βαριεμαι, δυο μετρα παραπερα ξανακαβαλαω, μουρχεται ξερατιλα, να φαω, πεθαινω, Ρεινμπο, πεταω κατω το σκατοπραμα μπουκαρω, τι θα παρεις, πενιρλι-πατατες-ουγκαρεζα, τρεις κι εξηντα, κανω να δω η τσεπη αδεια, σκατα, βγαινω, καβαλαω, γκαζωνω, πισω καριοληδες σας δαγκωσα, στριβω Δημητριαδος, σκοτωνομαι, γαβγιζω, γαμω τις ροδες μου γαμω, σηκωνομαι γκαζωνω, στριβω Καρταλη, βαζω νιτρο, ιζι ραιντερ, υψος Ρηγα Φεραιου δεν εχει λαμπες, μονο το κοκκινο φως απ το φαναρι, δεν βλεπω, ακουω κορνα, κατι με χτυπαει απο πισω, η ροδα στριβει, φωνες, φερνω κωλοτουμπα στον αερα, σκαω με την πλατη, απειρος πονος, σφαδαζω, γαμω τη μανα σου μπασταρδε, φιλαρακι εισαι καλα, φυγε πουστη φυγε γαμω καλα ειμαι, ανασκελα, το μπαικ 3 μετρα περα, ενα γκρεμισμενο μηχανακι διπλα μου, τι εγινε ρε παιδια, να παρουμε το 100, ποιο 100 γαμω, σηκωνομαι, ο ωμος μου με πεθαινει, περνω το μπαικι, ασε με ρε μαλακα καλα ειμαι, καβαλαω, γκαζωνω, να φτασω σπιτι, φωναζω, υποφερω, φτανω σπιτι, ξεκλειδωνω γδυνομαι, ξαπλωνω, κενο.


                           *    *    *


-Θα ξαναπαιξω πιανο γιατρε?
-Α, παιζεις και πιανο?
-Οχι.
Με ψηλαφουσε και μου κουναγε το χερι πανω κατω, 30αρις, ψαρα μαλλια, πολυ ψαρα για την ηλικια του, γατος. Γιωργος Γατος. Με τετοιο ονομα τι να τα κανεις τα πτυχια.
-Εδω πονας?
-Οχι.
-Εδω?
-Οχι.
-Εδω?
-Οχι.
-Εδ....
-ΝΑΙΝΑΙναιναιναιναιναι εδω γαμιεμαι. Σπασιμο?
-Ραγισμα. Αν ηταν σπασιμο τωρα θα πηδουσες απ τον πονο.
-Μαλιστα.
-Ακτινογραφια και ξαναελα.

Απο μεσα εχουνε τη φαση τους ομως τα νοσοκομεια. Αν εχω φαει ωρες, μερες, βδομαδες μεσα σ'αυτα τα μπουρδελα, απο πιτσιρικι ολο κατι παθαινω. Στα δεκα επαθα αναφυλακτικο σοκ απο υπερβολικη δοση τσοκαπικ και κοντεψα να μεινω, γυμνασιο δυο βδομαδες μεσα με πνευμονια. Γυρνουσα δεκεμβρι μηνα στο ψωλοκρυο με ποδηλατο και φανελα, ειχα δει στην τιβι τους σαολιν και ηθελα να μπω στο κλιμα “το κρυο ειναι μια κατασταση του μυαλου”, αλλα το κλιμα διολου αιθριο δεν ητανε και τελικα δεν το σηκωσα.
Στο Λυκειο εκανα σκολικοειδητη αλλα φαινεται ξεχασαν καμια παντοφλα μεσα οταν με κλεινανε γιατι ξαναγυρισα τεσσεριες μερες μετα του θανατα. Να σου ερχεται ο ντοκ, κοιταει τη σαπια την πληγη, σαστιζει, λεει νυστερι, λεω οπα ρε, τι νυστερι, μια ενεσουλα, ενα χαπακι, μια αλοιφη βρε αδερφε, οχι λεει, “πρεπει να παρατηρησουμε την αντιδραση του οργανισμου μπλαμπλα”, κανω ρολο ενα περιοδικο το δαγκωνω, με κραταει ενας απο δω, ενας απο κει, κανει μια ΧΡΑΠ, τσιριζω σαν το γουρουνι εγω, πεταγονται μεσα απ την κοιλια μου κατι αηδιες, να φωναζει απ εξω η γιαγια μου “τι ειναι αυτα τα πραγματα, ουτε στον πολεμο δεν τα κανανε αυτα!”, σκασε ρε γιαγια να κανει ο ανθρωπος τη δουλεια του, διαολε! Εχω μια ουλαρα τωρα εκει κατω σαν να με κοψαν με κατανα. Γλυτωσα 3 μηνες σχολειο ομως, μπινγκο.

Τωρα κλαιν, σιγα τι εχω, ενα τοσοδουλι κοκκαλακι ραγισε μωρε, δεν πεθαινω. Καποτε επρεπε να σπασω και κατι, τι σκατα, για ενα κουτελο ζουμε. Μου βγαλαν τη ραδιενεργη φοτο, οσο περιμεναμε να εμφανιστει η μανα μ επαιζε με ενα γαλανοματικο γυφτακι, η τσιγγανομανα να χει σκασει απο καμαρι, εγω επιασα φιλιες με μια νοσοκομα, εκοψα και καμια βολτα, χαζευα τους μελοθανατους και σκεφτομουνα “χα, κουφαλες, αργω ακομα”, χαλαρα.
“Ειστε ετοιμος, καλη αναρρωσηηηηη!” λεει “Θεν κιουυυυυ!” της λεω, περνω την ακτινα τη βαζω στο φως, σκατα. “Δε μου φενεται για ραγισμα ρε μανα.” λεω, “Δεν ειναι.”, λεει η μανα. Γιατι γαμωτο μου η κλειδα διπλα στον ωμο ειχε ανοιξει στα δυο και κρατιοταν ισα ισα απο ενα τσοφλι.
Παμε στο Γατο, του τη δινω, την κοιταει, με κοιταει,
-Καταγμα στην κλειδα. Ενα μηνα ακινισια και βλεπουμε.
-Χα.
-Και κομμενο το τσιγαρο.
-Κομμενο? Γιατι?
-Επιβραδυνει την πορωση κατα 100%.
-Πλακα κανεις.
-Αγιο ειχες. Ραντεβου σε ενα μηνα.
Του χαμογελαω, μου χαμογελαει, του κλεινω το ματι. Οχι που θα χοροπηδουσα απο τον πονο, γατακο.
-Θα ξαναπαιξω πιανο γιατρε?



                           *    *    *



Περιμενοντας τη θεια μου να ρθει να μας παρει εβαλα μια σειρα στα γεγονοτα και νομιζω πως καταλαβα τι εγινε. Καπως τρακαρα με τον κατσικοποδαρο το μηχανακια, κατι μου λεει πως μαλλον εγω εφταιγα, και απο την πτωση ραγισα την κλειδα. Μεσα στη αλκοολικη μου ναρκη ομως υποτιμησα τη ζημια και αντι να παω νοσοκομειο ο ΒΛΑΞ, καβαλησα και πηγα σπιτι. Μια η καταπονηση απ το ποδηλατο, ξεκλειδωνε ανοιγε πορτες, βαλε βγαλε μπλουζες και υπνος ζαντα πανω στο χερι, τανιθηκε το κοκκαλο, ανοιξε η σκισμη και εγινε καταγμα. Διαφορετικα αν ειχε σπασει απ την πτωση θα χε πεταχτει μεσα απ το κρεας και τωρα θα τραβουσα ενχειρισεις και λαμες και τρεχα γυρευε. Φτηνα τη γλυτωσα.

-Τι εγινε τελικα ρε Ορφεα? Ειχες πιει ε?
-Ε ναι ρε μανα, ειναι και το ποδηλατο μυστηριο, πηρα μια στροφη οπως να ναι, και να μαστε.
-Πινεις πολυ βρε αγορι μου, εχεις προβλημα.
-Το ξερω ρε μανα.
-Κατι πρεπει να κανεις μ'αυτο, δες τι εγινε τωρα. Ο Θεος σου στελνει σημαδια.

Ε τι να της πω της γυναικας. Το ξερει και το ξερω πως εχει δικιο, δεν ειναι δυνατον να κοροιδευομαστε μεταξυ μας. Λιβανιζα εκει το φραπεδακι μου με το κεφαλι κατω και σκεφτομουν ολες αυτες τις μαλακιες. Τοσες φορες πηγα να παω, παντα απο μαλακια, παντα απο τα ξυδια. Μια απο καρδιακη προσβολη, μια απο ασφυξια, μια απο τρακα, μια απο αναρροφηση, μια απο ποδηλατο, αν ειναι δυνατον.
Ο Αγιος Πετρος θα μου στησει παρτυ οταν αδειασει η κλεψυδρα μου, “Που σαι ρε τσογλανι, σε περιμενουμε τοσο καιρο!” και ο Χαρος θα με βαρεσει στη πλατη και θα πει “Μες απ τα χερια μου γλυστρουσες μαλακισμενο, μπραβο!” και ο Μιστερ Ντιαμπλο οσο θα βραζω θα ξυνει τις κοκκινες αρχιδαρες του και θα λεει στους δαιμονες του “Τον βλεπεις ρε αυτον εκει το γυφτο? Ξερεις απο τι πηγε ρε μαλακα, οχι ξερεις?” και θα σκανε στα γελια και θα ανεβαζουν τη ροδελα της καζανας μου στο τερμα οι καριοληδες.
Και η αληθεια ειναι οτι τρομαζω καμια φορα με τα καμωματα μου, διαολε, δεν ειμαι φτιαγμενος απο σιδερο. Παντα τη γλυτωνα φτηνα, πρωτη φορα την παταω ετσι. Τωρα ειναι κανα τριμηνο το τσιμπουκι, κι αν αυριο ειναι ποδι η λεκανη? Σκατα, κι αν μεινω αναπηρος? Κομμενα ολα, τον πουλο κυριε Καππα αυτο ητανε, παιξατε και χασατε, ουτε ξυδια ουτε μουσικες ουτε παρτακια ουτε τιποτα, ΖΙΛΤΖ!

Και απο σποντα και μπερδεμενους συνειρμους, εκει μπροστα στα επειγοντα, μου σκασε κατι που χα διαβασει σ'ενα περιοδικο για μηχανες. Λεει, οταν περνεις το πρωτο σου μοτορι, εχεις ενα γεματο τσουβαλι τυχη και ενα αδειο τσουβαλι εμπειρια, και πρεπει να προλαβεις να γεμισεις το δευτερο πριν σου αδειασει το πρωτο.
Και μονο τοτε προσεξα τι γραφει πανω αυτο το γαμημενο φραπεδακι, που το παιζα τοσες ωρες στα χερια μου,

Mikel' (Maybe Its Knowledge Entering Life)



                           *    *    *

 
Οκει, ναι, γαμηθηκαν ολα. Σα μαλακας ολη μερα με το χερι κρεμασμενο, δεν μπορω να πιω γουλια αλκολ, δε μπορω να βγω, δε μπορω να γαμησω, δε μπορω να καπνισω, δε μπορω να πιω καφε, τα βραδια ιδρωνω απ τον πονο και μου περνει ενα τεταρτο να βολευτω στον καναπε. Νοσοκομεια, ακτινογραφιες, μαγνητικες, φυσιοθεραπειες, χαπια, ομοιπαθητικες, εκνευρισμος, απειρη, απειρη βαρεμαρα, και εχω κολλησει καλοκαιριατικα στο σπιτι της μανας μου με τη θαλασσα 10 λεπτα αποσταση να ψηνομαι στα ντουβαρια.

Στα αρχιδια μου!

Δεκαρα δε δινω. Κοκκαλο ειναι, που θα παει δεν θα δεσει το γαμημενο? Σε τρεις βδομαδες θα σηκοθω και θα χορεψω συρτακι. Ναι, δεν υποφερεται η κατασταση αλλα τι να κανεις?
Καπνιζω ενα πακετο λακι την ημερα και εμαθα να γραφω με τ'αριστερο, οχι θα κατσω να σκασω. 
Οχι θα κατσω να σκασω!
Διαολε.


Μηνας ειναι θα περασει. Και το ερμηνευσα το σημαδι του θεου, την ξεδιαλυνα τη συνομωσια του συμπαντος, το πηρα το μαθημα μου. 

Πρεπει ν'αλλαξω ποδηλατο.