Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2017

Κερασμένο με Αγάπη

"..οπότε αυτό, ειναι ένα αρχίδι." της Άννυ Β.

Είναι αλήθεια πως κάποτε ήθελα και εγώ να πεθάνω στα γρήγορα, τσάκα μπαμ, να τελειώνουμε.. Θα 'μουνα δέκα ή έντεκα, και το θυμάμαι σαν χτες, που αποφάσισα εντελώς στα σοβαρά πως αν είναι να πεθάνω κάποτε, καλύτερα να είναι νωρίς μπας και γλυτώσω όλη αυτή την αισχρή μιζέρια που διακρίνει τους μεγάλους. Να ζήσω μάνι-μάνι τα καλά τώρα που ο βίος είναι βολικός και το σώμα φρέσκο, και μετά να την κάνω, να δω επιτέλους τι σκατά κρύβεται πίσω απ' αυτό το λευκό παραπέτασμα. Όλοι πεθαίνουν, έτσι και εγώ μια νύχτα, ε, τουλάχιστον ας διαλέξω πότε θα είναι.


Όταν γνωρίστηκα όμως για πρώτη φορά με την ιδέα της μετεμψύχωσης απέκτησα μια εντελώς διαφορετική σκοπιά για τη ζωή. Θυμάμαι καθόμασταν στο σαλόνι στο χωριό και έτυχε να ακούμε Καζαντζίδη, και η αδερφούλα μου πετάγεται και λέει στον πατέρα μου, "Μπαμπά, ο Στέλιος όταν λέει Θεέ μου τη δεύτερη φορά που θα 'ρθω για να ζήσω μιλάει για μετεμψύχωση, έτσι δεν είναι?". Σέκος ο πατέρας. Μα είχε απόλυτο δίκιο.


Δύο σκέψεις έκανα εκείνη τη μέρα τις οποίες κρατάω μέχρι και σήμερα. Πρώτον, πως αν πεθάνω νωρίς, θα είναι χοντρή μαλακία και μεγάλο παλούκι να πρέπει να ξαναζήσω ξανά μανά όλη την παιδική ηλικία ώστε να μπορέσω να αγαπήσω ως ενήλικας τόσο βαθιά όσο κι ο Στέλιος. Και φαντάσου, στη δεύτερη ζωή να αποφασίσω ξανά να πεθάνω νέος χωρίς να θυμάμαι ότι ποτέ δεν ενηλικιώθηκα στην προηγούμενη. Θα ήμουν ένας μικρός αυτόχειρας, παγιδευμένος σε ένα φριχτό φαύλο κύκλο.


Η δεύτερη σκέψη, ήταν πως η μετά θάνατον ζωή μπορεί να είναι μια παπάτζα και μισή και να τον πιω. Και εκεί που θα περιμένω να λυθεί το μυστήριο, να γίνω ξαφνικά τίποτα, χωρίς τη γλυκιά και βασανιστική συνειδητότητα, ανίκανος ακόμα και για απλή σκέψη. Ακούγεται κάπως μακάβριο, μα αν το δεις απ' τη μεριά ενός εξαιρετικά περίεργου παιδιού φίσκα στα ερωτήματα, δεν είναι.


Δεν άλλαξε πολύ λοιπόν ο τρόπος που βλέπω τα μυστήρια από τότε, μόνο που τώρα πια έχω τα γεράματα στο νου μου σαν στοίχημα. Σαν πρόκληση. Πόσο δύσκολο είναι πια γεράσεις? Γεμάτος είναι ο τόπος κωλόγερους. Τα κατάφερα μέχρι τα είκοσι, τώρα σχεδόν πιάνω τα τριάντα. Έχω ένα κάρο φίλους που δεν θα δούνε ποτέ τέτοιες ηλικίες. Θα καταφέρω όμως να χτυπήσω τα ογδόντα και να μην είμαι ένα κομμάτι κρέας στον καναπέ? Μιλάμε για μια χοντρή πενηνταετία ακόμα. Μισό αιώνα. Θα δούμε.


Για την ώρα πάντως, προτιμώ να ζήσω πάρα πολλά χρόνια. Παιδιά και έτσι, όλη τη μόντα. Σαν σκατόγερος όμως, το μόνο σίγουρο είναι πως θα 'χω ένα μάτσο πιτσιρίκια γύρω μου. Θα είναι φοβερά ενοχλητικά και τρομακτικά μαλακισμένα, θα έχουν κι αυτά το διάολο μέσα τους. Γιατί, ως γνωστόν, ο διάολος περνάει κάθε δεύτερη γενιά. Εγώ τώρα έχω μέσα μου τους διαόλους των παππούδων μου. Τα παιδιά μου θα έχουν των γονιών μου, και τα εγγόνια μου θα κληρονομήσουν τους δικούς μου. Δηλαδή, γάμησέ τα δηλαδή. Θα με πεθάνουνε.


Θα κάθομαι στην κουνιστή μου πολυθρόνα, με όσα άσπρα μαλλιά βγαίνουν ακόμα κότσο, το κούτελο φαλάκρα και μούσια ως την κοιλιά, θα 'χω μια ξύλινη, μακριά μαγκούρα με γάντζο στην άκρη να τα κοπανάω στο κωλί όταν κάνουνε μαλακίες και να τα βουτάω απ' τα πόδια σαν κατσίκια όταν θέλω να τα κανακέψω. Και θα με ρωτάνε ένα σωρό βλακείες, Χριστέ μου, τόσες πολλές βλακείες... Παππού τι είναι πούτσα, παππού τι είναι καλόγερος, παππού τι είναι πίπα. Και μα το Θεό, μα τον καυτό πυρήνα του πλανήτη και τα παγωμένα δαχτυλίδια του Κρόνου, δεν θα τους κρύψω απολύτως τίποτα. Ο κόσμος έχει γίνει πιο άγριος απ' ότι ήταν κάποτε. Πούτσα είναι το πουλί του άντρα, καλόγερος είναι ένας άντρας που αρνείται το πουλί του, πίπα είναι η πούτσα στο στόμα.


Και θα με ρωτάνε κι αυτά τα βαθιά φιλοσοφικά και καμμένα που ρωτάν τα πιτσιρίκια πριν πάνε σχολείο και τους κλαδέψουν τη φαντασία με πειθαρχία, τάξη και κοινωνικά ταμπού. Θα βάλω τα δυνατά μου τους πω όσα λιγότερα ψέματα γίνεται χωρίς να τα τραυματίσω, και θα τα 'χω συνέχεια με ένα βιβλίο στο χέρι.


Και ιστορίες. Μαλάκα, ατέλειωτες ιστορίες, αληθινές και απίστευτες, καφρίλες που μάλλον δεν θα πιστεύουν ούτε τα παιδιά μου. Με την παραμικρή ευκαιρία θα τα μαγεύω με μύθους για μυστήριους αλήτες, ταξίδια σε θάλασσες μαύρες, θαύματα, άγρια μαγεία και περιπέτειες. Για κάθε ερώτηση θα έχω και μια ιστορία. Ήδη από τώρα δεν βλέπω την ώρα να μαζευτούν στα πόδια μου σαν υπερκινητικά κουτάβια, να μου φέρουν κρυφά τσιγάρο κλεμμένο απ' το πακέτο των μεγάλων και να με ρωτήσουνε φουλ συνωμοτικά και σκανταλιάρικα με μάτια που γυαλίζουν, “παππού, τι είναι αρχίδι?”. Και εγώ μέσα μου θα ξαναζωντανέψω. Θα δακρύσω κρυφά από συγκίνηση, θα ψελλίσω μέσα απ΄ τα σαλιωμένα μουστάκια μου “επιτέλους...”, και θα τους πω για το πώς ένα πρωί κέρασα άθελα μου μια ολόκληρη πόλη ένα αρχίδι.


Θα τους πω “Όταν ο παππούς σας αγαπημένα μου κωλόπαιδα ήταν πιτσιρίκος, λίγο μεγαλύτερος από σας, όχι πολύ εξυπνότερος, μα σίγουρα πολύ πιο γοητευτικός, ήταν ένα ρεμάλι και μισό, μα όχι μαλάκας. Δεν είχε δουλειά γιατί ήταν αφάνταστα τεμπέλης. Αν μπορούσε όλη μέρα να αράζει και να ξύνεται θα το 'κανε, μα ήταν και δαιμονισμένος οπότε δεν καθότανε πολύ στ' αυγά του. Τον έκαιγε ο κώλος.


Για να ζήσω λοιπόν έπαιζα κλαρίνο στους δρόμους. Έβρισκα κι άλλα πιτσιρίκια με κοφτερά μυαλά και πονηρά μάτια και παίζαμε μαζί τη μουσική μας στους περαστικούς, κι άλλος πέταγε ένα κέρμα, άλλος ένα χαρτονόμισμα, άλλος όλο το πορτοφόλι κι άλλος με αγκάλιαζε σαν παιδί του και μού’λεγε με δάκρυα στα μάτια πως τον ανέστησα, πως τον μάγεψα, πως τον αγάπησα, και όλοι μου λέγανε ποτέ να μην το παρατήσω αυτό που κάνω, πως θα 'ναι κρίμα.

Μα όλοι όσοι με νοιαζόταν και θέλανε το καλό μου, με πιάνανε να μιλήσουμε σοβαρά και μου λέγανε πως η μουσική δεν έχει ψωμί, και πως κάποτε θα γεράσω και δεν θα 'χω φράγκο τσακιστό και θα υποφέρω. Να μάθω μια τέχνη κυριλέ, υδραυλικός, μάγειρας, κάτι που να 'χει λεφτά. Ε, αυτούς τους είχα γραμμένους. Εγώ ήξερα τι ήρθα να κάνω σ' αυτό τον κόσμο. Αλλά επειδή ήμουν και ευαίσθητος και δεν μπορούσα να αφήσω άνθρωπο με κρίμα μέσα του για 'μένα, μετά τους έπαιζα και ένα κομμάτι να γλυκαθούνε, και στο τέλος κλαίγανε και αυτοί, και μου λέγανε, "καλά, 'ντάξει, κάνε αυτό, μα βάλε και κάνα φράγκο στην άκρη ε!".

Και συνέχιζα να παίζω στους δρόμους, Δευτέρες και Τετάρτες, Σάββατα και Κυριακές. Άνοιξη, φθινόπωρο, γιορτές και πένθη, εγώ καθόμουν στα πεζοδρόμια με τα αλάνια μου να παίζουμε. Και ήμασταν όμορφα παιδιά, τσαχπίνικα αλητάκια, κι αν βγάζαμε μια τριανταρού, τα μισά ήταν για τον ήχο και τα άλλα μισά για το θέαμα.

Ένα Σάββατο το λοιπόν, ξύπνησα όπως-όπως, και φόρεσα ότι να 'ναι, ότι βρήκα μπροστά μου. Είχαμε πει να παίξουμε στις έντεκα και ήτανε δώδεκα παρά, ούτε κατούρημα ούτε πλύσιμο ούτε τσιγάρο, παπούτσια χωρίς κάλτσες, παντελόνι χωρίς βρακί και μπουκάμισο χωρίς φανέλα, το κλαρίνο στον ώμο, καβάλα το ποδήλατο και δρόμο.

Κάτσαμε στο γνωστό παγκάκι μας, πήραμε καφέ. Καλημερίσαμε τη γειτονιά, βγάλαμε έξω τα όργανα και αρχίσαμε. Μαζεύτηκε ο κόσμος σαν το ποίμνιο. Κοντοστεκότανε μπροστά μας να ακούσει, πέταγαν λεφτά στη θήκη, μας μιλούσανε. Σαν διψασμένοι ήτανε κι εμείς να μοιράζουμε το δροσερό νερό. Και εγώ όταν έπαιζα είχα πάντα τα μάτια κλειστά, γιατί είναι πιο εύκολο να ονειρευτείς όταν δεν βλέπεις, και πάντα αυτό ήτανε το μυστικό μου: να παίζω σαν να βλέπω κάποιο όνειρο· τίποτα δεν έχει σημασία, κανείς δεν είναι αληθινός και όλα είναι λίγο πιο γλυκά απ' ότι στην αληθινή ζωή.

Και εκείνο το Σάββατο πηγαίναμε καλά, πάρα πολύ καλά. Όλες οι νοικοκυρές οι αγκαζέ με τις εγγονές και τις κόρες τους σταματούσανε για λίγο τα ψώνια να θαυμάσουνε τους μουσικούς του δρόμου, που δεν τους χωράν τα πάλκα και οι σκηνές, κι ας ήμασταν εκεί εμείς για το εύκολο μεροκάματο. Αυτοί το πιστεύανε, και έτσι το πιστεύαμε κι εμείς μαζί τους.

Κι όποτε άνοιγα λίγο τα μάτια στα κλεφτά να δω τι γίνεται ένα γύρω, πάντα θα έβρισκα μια πιτσιρίκα με γυαλιά να κάθεται απέναντι και να δαγκώνεται. Ή μια νοικοκυρά πιο πέρα να χαζεύει με τα χέρια της πλεγμένα. Μια άλλη να σφίγγει το φόρεμα. Ήταν και μια χαρακτηριστική εξηντάρα ποδηλάτισσα που την είδα να περνάει μία, να μας κοιτάει καλά-καλά, μετά να έρχεται με το ποδήλατο μπροστά-μπροστά στη θήκη και να κάθεται εκεί, όσο πιο κοντά γίνεται μέχρι να τελειώσει το κομμάτι.

“Ευχαριστούμε!” λέγαμε εμείς, “Να ’στε καλά!” λέγαμε, “Καλημέρα!” και τέτοια, και μέσα μας, “Μα τι ωραία παίζουμε οι πούστηδες!”. Μα κι άλλα γίνανε εκείνη τη μέρα, περίεργα. Μια μάνα πήρε το παιδί της που μαγνητίστηκε απ' τον ήχο και το έσυρε στο παραδίπλα στενό όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Κάποια άλλη σιγοψιθύρισε “Χριστέ μου!”, ανασκουμπώθηκε νευρικά και χάθηκε χωρίς να πει τίποτα. Και άλλα, περίεργα χαμόγελα, να οι κυράτσες στημένες ουρά, όλες μαζί, και τα κέρματα βροχή, να τα κορίτσια τα απείραχτα ακόμα, αγκαζέ να γελάνε και να βγάζουνε φωτογραφίες.

Θα 'χανε περάσει δυο ώρες πια, όταν μια κοπελίτσα με πράσινα μαλλιά, όχι πάνω από είκοσι χρονών, έρχεται και στέκεται ντουγρού απέναντί μου. Ήτανε σίγουρα η τρίτη φορά που την έβλεπα εκείνη τη μέρα. Και έτσι όπως έπαιζα, ανοίγω λίγο παραπάνω τα μάτια, την κοιτάω, με κοιτάει. Κρατάει το βλέμμα της πάνω μου, το κρατάω και εγώ. Και τότε ανοίγει το στόμα της, γλείφει το πάνω χείλι λες και είναι πασαλειμμένο με μέλι, και μετά δαγκώνει το κάτω λες και το μισεί. Και έχοντάς το δαγκωμένο, γέρνει τη ματιά της απ' το πρόσωπο στον καβάλο μου.

Μπράβο, λέω εγώ μέσα μου, έχει θάρρος η μικρή. Πιο χοντρό πέσιμο μόνο τουρίστρια στη Σκιάθο μου 'χει κάνει. Μα παραξενεύτηκα κιόλας. Δεν ήταν συνηθισμένη συμπεριφορά. Μου μπήκαν ψύλλοι στ' αυτιά. Αφήνω μια στιγμή το όργανο, κοιτάω κάτω, τι να δω. Κρεμόταν ένα ολόκληρο αρχίδι και μια υποψία πούτσας μαζί του από μια τρύπα στο παντελόνι. Παναγία μου λέω, δραπετεύσανε. Και πώς να τα μαζέψω χωρίς να καρφωθώ. Γιατί όταν παίζεις, αν κάνεις μαλακία είσαι μια φορά μαλάκας, αν το δείξεις όμως είσαι εκατό. Στην περίπτωσή μου, χεσ’ το, ο πολλαπλασιαστής πέταξε στο διάστημα. Τι, να σταμάταγα το Μητσάκο τύπου, “Μητσάκο, πάμε παύση λίγο ρε να μαζέψω τα παπάρια μου που πετάχτηκαν απ' έξω και ξαναμπαίνουμε ρεφρέν”? Μήπως να 'κανα μαγκιά ένα χέρι παίζει, ένα χέρι μαζεύει? Μπα, κάρφωμα κι αυτό.

Λέω μέσα μου, να πάει να γαμηθεί. Τα 'βαλα κάτω. Σκέφτομαι. Σάββατο είναι, πήχτρα η Ερμού, περνάνε κοντά εκατό περαστικοί το λεπτό. Από τους εκατό οι είκοσι μου δίνουν σημασία, επί δύο ώρες που είμαστε εδώ, έχω ήδη κεράσει ένα αρχίδι -ούτε λίγο ούτε πολύ- δυόμισι χιλιάδες Βολιώτες. Την κοινωνική μου υπόληψη τώρα, την πήγα βόλτα στα βουνά και την παράτησα δεμένη σε ένα δέντρο χρόνια πριν, όσο μ’αφορά μάλλον το κουφάρι της το χέσανε οι αρκούδες προ πολλού. Οπότε παίζουμε. Τελειώνουμε τουλάχιστον το κομμάτι σαν κύριοι και μετά βλέπουμε.

Κοίταξα πάλι την πιτσιρίκα. Κατάλαβα αμέσως απ' το γέλιο της πως κατάλαβε πως κατάλαβα και σήκωσε το φρύδι με τουπέ, περιμένοντας ίσως να κάνω κάτι σπαστικό και αγχωμένο. Μα μπα. Τι νόμιζες μωρή, πως θα ντραπώ? Χαμογέλασα με το όργανο ακόμα στο στόμα, το σήκωσα ψηλά να μην κρύβει καθόλου τη θέα και της έκλεισα το μάτι. Μα τότε, το κεφάλι της πετάχτηκε σαν να την τσίμπησε μπάμπουρας, το χαμόγελό της ξεφούσκωσε αργά, μετά πήγε λίγο πάλι να ξαναγεμίσει, μετά έγινε γκριμάτσα στραμπούλας και τέλος εξαφανίστηκε εντελώς, και μαζί του και αυτή.

Τελειώσαμε το κομμάτι, γυρνάω στο Μητσάκο, του λέω, "Μαλάκα κοίτα". Βλέπει το σταφύλι, κάνει με υφάκι, “Με κλιματισμό βλέπω σήμερα κύριε Ορφέα!”. Παίξαμε μια ώρα ακόμα. Στην αρχή είχα τα πόδια κλειστά σαν καλόγρια μα με πονούσανε τα αρχίδια, ήταν στενό το τζιν, οπότε συνέχισα να παίζω σε μια στάση ότι να 'ναι, λες και με έχει πιάσει κόψιμο.

Όλα καλά. Βέβαια, από τους τρεις χιλιάδες που χαζεύανε και βγάζανε φωτογραφίες το παπάρι μου ένας δεν ήρθε να μου πει, “Κύριε Κάππα, κρέμεται το αρχίδι σας, μαζεύτε το μη σας κρυολογήσει”, ή έστω κάποιο νόημα, ένα “Ψιτ μαζέψου” διακριτικά στο αυτί, ή ένα συνθηματικό σαν “Τα αυγά λιάζονται και το φίδι σκάει μύτη”. Δεν χρειάζονται ντροπές σ' αυτά, αλληλεγγύη χρειάζεται.

Οπότε αυτό είναι το αρχίδι, κάτι σαν το βυζί, μα δίπλα στην πούτσα. Είναι όργανο σαν το μάτι και το αυτί και τη γλώσσα, μα αυτό είναι απ' τα κρυφά. Όταν το βλέπει ο κόσμος κάτι παθαίνει, γλείφεται ή σφίγγεται ή σταυροκοπιέται, καμιά φορά και τα τρία μαζί, οπότε το κρατάμε για τον εαυτό μας, ή για τους αγαπητικούς μας. Δεν είναι δίκαιο για τα μάτια και τα αυτιά και τις γλώσσες, το ξέρω, μα δυστυχώς ή ευτυχώς, αυτοί είναι κανόνες."

Αυτά θα τους πω. Ίσως όχι κατά γράμμα, μα θα προσπαθήσω. Είπαμε, θα 'μαι ογδόντα. Φαντάζομαι πως θα 'χουνε μια καρότσα ερωτήσεις μετά, και μάλλον θα με διακόπτουνε εκνευριστικά πολύ συχνά τα μπασταρδάκια. Βασικά, μάλλον θα έχουνε περισσότερες απορίες απ' ότι είχαν όταν ξεκινήσαμε, μα κι αυτό καλό είναι. Έτσι πρέπει. Και πάλι, η ιστορία μου συνεχίζει να είναι κλάσεις ανώτερη απ' τη νευροκαθυστερημένη την Κοκκινοσκουφίτσα, ή την ούγκανη τη Σταχτομπούτα, το μεγαλύτερο γαμημένο θύμα όλων των εποχών.

Κάπως έτσι. Κι ο θάνατος? E, o θάνατος είναι θάνατος. Θα έρθει. Η μόνη ίσως δύσκολη πλευρά είναι ότι έρχεται σταδιακά και δύσκολα, κι εκεί που θαρρείς πως είσαι μια ξεχωριστή δύναμη της φύσης, χρόνο το χρόνο, εποχή την εποχή ανακαλύπτεις πως τελικά είσαι όσο άνθρωπος όσο κι επόμενος. Με τα κουσούρια του χόμο σάπιενς και τις αδυναμίες του και τα πανίσχυρα αναπαραγωγικά ένστικτα, και όλες οι βιβλιοθήκες που έχεις καταβροχθίσει δεν σε γλιτώνουν απ’ τη θνητότητα. Που είναι βασικά κάπως καθησυχαστικό.

Δεν γελιέμαι πάντως. Όταν εμείς κάνουμε σχέδια οι θεοί κλάνουν στα χάχανα. Σε τέτοιες ηλικίες, το να σκέφτεσαι εγγόνια είναι ίσως όσο ακραίο όσο και το να υπολογίζεις πότε θα βγεις στη σύνταξη για ν’ αρχίσεις να ζεις. Είναι γλυκό όμως, πιο γλυκό απ’ το να προσκολλάσαι στην άδικη μιζέρια που βαλτώνει τους ανθρώπους και να βλαστημάς πρωί μεσημέρι βράδυ.

Γιατί στην πραγματικότητα εκεί έγκειται ο φόβος, στο αν θα προλάβεις να κάνεις ό,τι είναι αυτό που θες να κάνεις πριν πέσει η αυλαία. Έτσι όπως το βλέπω, όλα όσα στριμώχνουμε βιαστικά και άπληστα μεταξύ ζωής και θανάτου δεν είναι ακριβώς δικά μας. Και έτσι προσπαθώ να τα αντιμετωπίζω. Σαν δανεικές χαρές και δώρα. Έτσι, η μοιραία προθεσμία γίνεται λιγότερο πιεστική. Κι ότι κι αν γίνει, όσο δύσκολα κι αν έρθουν τα πράγματα, θα ‘χω πάντα δοξάρι και σπαθί ένα σεντούκι τρυφερές ονειροπολήσεις.

Τα γλυκά μου εγγόνια μπορεί να μην έρθουνε ποτέ, κι εγώ ίσως να μην προλάβω να ασπρίσω. Μα στο βασίλειο των λευκών σελίδων μπορώ να τα γνωρίσω, να τα κανακέψω, να τα πάω βόλτες στο βουνό για να τους μάθω τα βότανα, κι όταν κουραστούνε και σκάσουν επιτέλους, να τα νανουρίσω.

Κι αν απέτυχα να τα διασκεδάσω, όταν ξυπνήσουν θα τους πω για το Ζούκο και το ράντσο με τις γαϊδάρες, ή για τα άγρια άλογα του Ολύμπου. Για τους φοίνικες της Πρέβελης και τα κατσίκια του Αγιοφάραγγου. Για τσιγγανούλες που σιούνται και λυγιούνται στο κλάμα του γυφτόξυλου, για τις φλόγες στα μάτια τους. Για τρελούς Αμερικάνους που γυρίζουν την υφήλιο σαν να βγήκαν για απογευματινή βόλτα. Για τους ανθρώπους που ζούνε πλάγια του δικού μας κόσμου και κάποιες φορές μοιάζουν με άγρια ζώα.

Θα τους πω για ταξίδια στ’ άγρια νησιά του Αιγαίου και για τον παγωμένο άνεμο του Ιωνίου, για τα βουνά της Ηπείρου και τους κενταύρους του Πηλίου. Ή, μπορεί να τους παίξω λίγο κλαρίνο. Ή να τους κάνω τίποτα να φάνε. Ίσως βρεγμένη φρυγανιά πασπαλισμένη με ζάχαρη, ή ψωμί με βούτυρο και μέλι, ή ρυζόγαλο, ή μουσταλευριά. Τέτοια μου έκανε κι εμένα ο παππούς μου όταν ήμουν πιτσιρίκι, και τρελαινόμουνα.

Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2017

Ο Ανυπόνομος

"Λαδόκολλαλα" της Άννυ Β.


Το λάιβ γάμησε. Ήταν το τελευταίο του τουρ οπότε γίναμε όλοι ελεύθερα σκουπίδια, χωρίς φόβο, πάθος, ενοχές ή το σκεπτικό ότι τουλάχιστον ένας μας πρέπει να μείνει σχετικά νηφάλιος και να το παίξει μπαμπάς. Θυμάμαι είχα πει τον Μπατίρη, “Μπατίρη, είσαι μεθυσμένος?” κι εκείνος έπιασε το καραφάκι το τσίπουρο, το κατέβασε ολόκληρο με μια γουλιά, σαν αφέντης, και μου απάντησε “ξαναρώτα με σε λίγο”.

Συνήθως σε κωμοπόλεις τόσο βόρεια του χάρτη δύσκολα βρίσκεις σωστό μαγαζί που να ανταποκρίνεται στην αισθητική και τη χυμαδιόρικη αμπελοφιλοσοφία που διακρίνει φιλήδονα καθάρματα σαν εμένα και τους ομοϊδεάτες συνοδοιπόρους, μα εκεί ήμασταν νταν. Τα παιδιά είχανε στήσει στέκι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα τους, και στα δικά μας, και το ‘χανε κάνει καλά. Το τοπικό Άλαμο. Ένα χτυπητό ζαφειράκι κρεμασμένο στο λαιμό μιας γριάς καριόλας.

Καταλήξαμε πολύ γρήγορα στο μπαρ του μαγαζιού. Κυρίως γιατί θέλαμε να είμαστε κοντά στην πηγή, μα κι επειδή το πολύ περί ανέμων και υδάτων με τον κόσμο καταντάει πολύ σύντομα να είναι η ίδια κουβέντα με όλους, οι ίδιες απαντήσεις στις ίδιες ερωτήσεις σχεδόν από ανθρώπους σχεδόν ίδιους. Στην αρχή έχει πλάκα μα μετά όχι πολύ.

Ο Κότας τις προάλλες μου έλεγε πως όταν ήτανε μικρός και πειραματιζόταν με τρόπους εγκεφαλικής απενεργοποίησης, έπινε το λάστιχο. Το περιεχόμενο δηλαδή της πλαστικής μαλακίας που έχουνε στους πάγκους των μπαρ και βάζουνε πάνω τα ποτά ώστε να μην χύνονται απ’ έξω και κολλάει το ξύλο. Στο τέλος της νύχτας, κι αφού έχουν πέσει εκεί μέσα τζούρες απ’ ότι μπορείς να φανταστείς, ξύδια στάχτες κι αηδίες, του το βάζανε σε ένα ποτήρι κι αυτός το έπινε. Γενναίος, δε λέω.

Το είπα λοιπόν στο Μιγκάτο που άραζε δίπλα μου, και η άμεση αντίδρασή του ήταν να ρίξει μια γεμάτη ροχάλα μέσα στο πλαστικό. Όταν τον ρώτησα τι κάνεις ώ μαλάκα, απάντησε πως το ‘κανε σε περίπτωση που αποφασίσει ο Κότας να θυμηθεί τα παλιά.

Μετά από λίγη ώρα, φυσιολογικά, είχα μπει μέσα απ’ το μπαρ, είχα πάρει εργολαβία μια μισογεμάτη μποτίλια σέρκοβα καθώς και τον έλεγχο της μουσικής, όλα αυτά σε σαθρή συνεννόηση με τα παιδιά· δεν μου ‘παν δηλαδή “ναι, κάντα λαμπόγυαλο Ορφεάκο, είσαι γαμάτος, όλα δικά σου, χέσε και στη γωνία άμα θες”. Αλλά δεν μου ‘πανε και όχι.

Απ’ την άλλη μεριά του πάγκου τώρα καθόταν όλα τα καλά μου αλάνια, ο Ρεμέτζο, Ο Μπατίρης και ο Μιγκάτο. Τους πότιζα ξέχειλα σφηνάκια κάνοντας άτσαλα ζογκλερικά αλά γαμάω-τάο πτυχιούχος μπάρμαν με το μπουκάλι, και τους έβαζα κομμάτια που αγαπήσαμε παρέα κάτι μίζερους χειμώνες στα υπόγεια και κάτι ξελογιασμένα καλοκαίρια στα νησιά.

Ήταν ένα υγρό όνειρο, ένα σκηνικό που έπρεπε να γίνει κάποτε, λες και μας το χρωστούσε το σύμπαν για όλα τα ξυστά που δεν κερδίσαμε, για όλες τις σφαλιάρες που δεν μπορέσαμε να αποφύγουμε και για όλα τα κόκαλα που μας κάτσαν στο λαιμό ενώ νομίζαμε πως τρώγαμε φιλέτο.

Στην ουσία, όταν ζεις τη ζωή με το εξάσφαιρο στο χέρι (ή μάλλον το κλαρίνο) σαν το Τζέσσε Τζέημς (ή ίσως το Γιώργο Μάγκα) από κάτι τέτοια πληρώνεσαι. Αυτά σε γεμίζουνε και μένουν. Όλα τα υπόλοιπα είναι απλά ψιλά, θα τα φας και θα τα χέσεις, θα τα καταπιείς αμάσητα ή θα τα φτύσεις, και αργά ή γρήγορα τα περισσότερα θα κυλίσουν μέσα απ’ την κρυφή τρύπα στην τσέπη σου και καρφί στον υπόνομο.

Και εγώ υπήρξα πάντα ανυπόμονος. Πάντα ήθελα το τέρμα, ή την κορυφή τώρα κι αμέσως. Την αρετή της υπομονής άρχισα πολύ αργά να τη σπουδάζω. Τις μέσες λύσεις τις βαριέμαι θανάσιμα και η ισορροπία, ε, απλά ποτέ δεν θέλησε να στεριώσει στη ζωή μου. Άλλωστε κι αυτή η καψερή είναι τόσο λίγη, γρήγορη. Κάποιες μέρες με πιάνει και τρέμω, πως έχω χάσει πολύ χρόνο, δεν θα προλάβω να γεμίσω τα καλούπια. Κατά βάθος όμως ξέρω -πάντα ήξερα- πως το πιο καλό και ειλικρινές που θα μπορέσω να κάνω ποτέ γ’ αυτό τον κόσμο είναι να παίξω αληθινά. Να πω μια όμορφη ιστορία. Να χαρίσω στραβά χαμόγελα, να τα μεταδώσω. Οπότε είχα απ’ την αρχή τα μάτια μου δώδεκα όχι για την καλή, αλλά για την καλή φάση. Και μα το άγιο γαμώτο, δεν μου ‘χει πάει καθόλου άσχημα.

Σύντομα μας διώξανε. Και καλά κάνανε δηλαδή, γιατί η μποτίλια τελείωνε και γαργαλιόμουν να πιάσω μία ακόμα, να τη σκίσω, να τη στύψω μες στα ποτήρια μας να δούμε το άγιο φως ή τα τυφλωθούμε για πάντα. Και πάλι όμως δεν μας διώξανε με τις κλωτσιές, πιο πολύ με το γάντι θα έλεγα, παιδιά κλείνουμε και έτσι. Να ‘ναι καλά τα τσακάλια να γινόμαστε χάλια.

Μια κλασική περίπτωση τοπικού αλανιού που έχει εντοπίσει τα καλά και θέλει να μοιραστεί την ωραία τους φάση, μας πήγε στο πατσατζίδικο της γειτονιάς να στρώσουμε τα μέσα μας. Ο πατσατζο-μαν ήταν όλα τα λεφτά, σαρανταφεύγα και αδύνατος, με βαριά βαλκανική προφορά και ένα μοναδικό, πράσινο τσουλούφι για λοφίο. Τα πατσατζίδικα που είχα επισκεφθεί μέχρι τότε τα ‘χανε γλιτσεροί πότες που νόμιζαν πως βρήκανε την μαγική αναλογία στο σκορδοστούμπι και έχουν ξεμείνει εκεί να γεμίζουν τις κοιλιές τους θαρρείς με την τρόμπα, κερνώντας και καμιά πουτσότριχα στη σούπα σου, έτσι για το καλό.

Ο πατσατζομάν όμως ήταν κάτι άλλο. Το μαγαζί του έμοιαζε με λαϊκό σαϊκεντελάδικο. Πολύχρωμοι τοίχοι, φανταχτερά πανό, κλαρίνα στο ράδιο, κοιλίτσες, ποδαράκια, λιβελούλες, λαδόξιδο και φεύγα. Ανεμοδούρα κουλτούρα, μπαλωμένη απ’ ότι βρήκε στην πορεία. Καθόταν σ’ ένα τραπέζι με τη θεία ή τη μάνα ή τη γυναίκα του και σερφάρανε το διαδίκτυο σε ένα προπολεμικό, βρώμικο λάπτοπ.

Του ζήτησα ότι πιο καυτερό υπάρχει, του είπα συγκεκριμένα, “μαν, θέλω κάτι να πονάει σήμερα, αύριο, μεθαύριο και λίγο τη Δευτέρα”. Μου ‘φερε ένα μικρό μπουκαλάκι που είχε πάνω τυρκουάζ κεραυνούς και έγραφε απλά, λιτά και προειδοποιητικά, I FEEL THE PAIN! Μου ‘πε βαριεστημένα “καλά να πάθεις”.

Και καλά να πάθω. Κάηκα τόσο πολύ ο καριόλης που ξεμέθυσα εντελώς. Ένιωθα να ιδρώνω από κάθε πόρο του σώματός μου, η μύτη μου που είναι όλο το χρόνο κλειστή άνοιξε σαν την γαλαρία των Τεμπών. Το στόμα μου πέρασε σε κάποια καινούρια διάσταση πόνου που το ένιωθα όλο σαν υγρό μέταλλο και ένα ύπουλο γαργαλητό με περπατούσε στο σβέρκο. Ήμουν σχεδόν σίγουρος πως τα μαλλιά μου σηκώθηκαν καρφάκια σαν του Σογκόκου, και αναμφίβολα έτοιμος για την επόμενη πίστα.

Είχαμε δώσει ραντεβού με τους άλλους στου Νώντα. Αυτό, στου Νώντα, ούτε που είναι, ούτε τι είναι, εκεί ήταν η φωλιά. Άμα δεν ήξερες τί και πού δεν χρειαζότανε να πας, και κατά πάσα πιθανότητα δεν θα σ’ άρεσε.

Δεν αργήσαμε να φτάσουμε, όλα ήτανε δίπλα σε όλα, μπορούσες να γυρίσεις το κέντρο σε ένα τέταρτο. Του Νώντα λοιπόν, ήτανε πέντε τραπέζια γεμάτα κόσμο από το λάιβ έξω από ένα σκοτεινό καφενέ, με τον “καφενέ” να είναι η λέξη που του ταιριάζει γάντι. Μέσα, άλλα πέντε τραπέζια στο μήκος του σκοτεινού, ορθογώνιου μαγαζιού, γεμάτα μπαϊλντισμένους μεσήλικες με μούτρα σαν να τα οργώνει η νύχτα δυο ζωές. Στα αριστερά, ψηλό, μακρόστενο, μαρμάρινο μπαρ και στο βάθος –δίπλα απ’ το τραπέζι που καθόταν οι δικοί μας– μεγάλο, στρόγγυλο τραπέζι με τσόχα για τρελή πόκα και μπαρμπούτι.

Στο μαγαζί επικρατούσε μια ντροπαλή σιωπή. Τα φώτα ήταν τόσο χαμηλωμένα που με τα βίας ξεχώριζες πρόσωπα. Οι θαμώνες σιγανομουρμούριζαν. Δεν υπήρχε καθόλου μουσική και ακόμα και οι αφηνιασμένοι στο τελευταίο τραπέζι ήταν φανερά πιο συνεσταλμένοι απ’ ότι συνήθως. Ήτανε λες και κηδεύανε τη μέρα εκεί μέσα, λες και πίνανε ρακί και τσίπουρο στο όνομα του ήλιου που πνίγηκε και απόψε στα βουνά.

Γνώρισα και τον Νώντα, ένα κτήνος δυο μέτρα που θα μπορούσε άνετα να είναι και τρεις πιτσιρίκοι κρυμμένοι στα ρούχα ενός γίγαντα. Στην αρχή έκατσα και εγώ ήρεμος να πιω, μα καταβάθος τρωγόμουνα κι είχα αποφασίσει απ’ την αρχή να του παίξω κλαρίνο. Κλαρίνο-κλαρίνο, βρώμικο, χυδαίο και πρόστυχο, όχι αυτά που παίζω συνήθως. Να τους παίξω όλους κλαρίνο, το ‘νιωθα μέσα μου σαν προσταγή παρά σαν παρόρμηση, έπρεπε απλά να παίξω κλαρίνο.

Η τσίτα του λάιβ, του τουρ, του καινούριου, της βότκας, του πατσά και του πυρηνικού ταμπάσκου με έκαιγε, και έπρεπε πάση θυσία να τη μεταδώσω σ’ αυτούς τους εικοσπέντε μιζεριάριδες, να ανάψω φλόγα στο μαγαζί και να καώ μαζί τους.

Πήγα και του ‘πα, “Nώντα, θα σου παίξω κλαρίνο”. Μου λέει, “It’s O.K. αλλά όχι πολύ δυνατά γιατί θα ξυπνήσει η μαμά μου.” Δεν έδωσα βάση. Πήγα στο τραπέζι μας, έβγαλα έξω το μαύρο φίδι. Tο έδεσα. Η συμμορία κατάλαβε τι έρχεται κι άρχισε να γλείφεται. Σάλιωσα το καλαμάκι. Έφερα το όργανο στα χείλη και άφησα να ξεχυθούνε από μέσα μου βέβηλες, γύφτικες μελωδίες.

Η αντίδραση ήταν άμεση. Άκουγα να σέρνονται σιγά-σιγά φωνές, ποτήρια να τσουγκρίζουνε, δάχτυλα, χέρια να χτυπάνε μεταξύ τους. Δυο τρία γέλια και ένα όπα στο βάθος. Με κλεφτές ματιές έβλεπα τα λυγισμένα σώματα, μπράτσα να ανασηκώνονται, έπιανα κίτρινα χαμόγελα και ασπράδι από μάτια γελαστά και γουρλωμένα. Είχα ανάψει. Ένιωθα την φλόγα μου να γεμίζει απότομα τον άδειο χώρο, να τσουρουφλίζει τα ματοτσίνορα των δίπλα μου. Να ξυπνάει το μυαλό τους με σφαλιάρες και να γραπώνει την προσοχή τους απ’ το λαιμό.

Τους φώναξα, δεν ξέρω τι τους είπα. Μπορεί να ‘ταν απλά μια κραυγή. Καιγόμουνα. Έβγαλα τη μπλούζα, τη στριφογύρισα στον ουρανό και την αμόλησα μέσα απ’ το μπαρ. Σήκωσα κλαρίνο στο θεό και άρχισα να τρέχω τον καφενέ πάνω-κάτω σαν να με κυνηγάει ο διάολος. Ήμουν ο διάολος. Ο δικός τους, προσωπικός διάολος.

Ποιος ξέρει τι μπορεί να τους έπαιζα. Τα θυμάμαι όλα σαν όνειρο, όλα σε τρίτο πρόσωπο λες κι ήμουν κάποιος άλλος. Λες κι ήμουν και εγώ μια πεντακοσαριά διαβολάκια, μικρά, μαυρισμένα, κερασφόρα και τσιριχτά, ντυμένα στο πετσί του Ορφέα Κάππα.

Μυούσα τους μισοπεθαμένους στο μυστήριο της γύφτικης έκστασης. Σαν ένας πρωτόγονος ιεροφάντης που κρατούσε δαυλιά και ντέφια ντυμένος με βρώμικες προβιές, ούρλιαζα κουνώντας το κοντάρι μου ψηλά μέσα σ’ αυτή τη σπηλιά με τους λυγισμένους απ’ τον ήλιο φουκαράδες, να τους σηκώσω λιγάκι τις πλάτες, να τους φυτέψω σπόρια για καινούριες ιδέες, να τους ποτίσω με τη λαχτάρα μου για θόρυβο , φωτιά και παραζάλη, για διοχετευμένη υπαρξιακή φρίκη και θυμό, βαρύ και πύρινο θυμό για τη ζωή που είναι ακατανόητη, για το θάνατο που είναι ξένος, για το σύμπαν που είναι τόσο μακρινό και άπιαστο. Για τον έρωτα που είναι αλήτης και για την αγάπη που είναι δύσκολη.

Τέτοια τους έπαιζα, όπως τα χόρευε ο Ζορμπάς. Και κάποιοι τα κατάλαβαν. Άλλοι είπανε ρε το μαλάκα. Μα κάποιοι, κάποιο το πιάσανε και γίνανε αδέρφια μου για λίγο. Καφετζήδες, κακομοίρηδες, μπουζουξήδες και τσογλάνια, για πολύ λίγο, αναστηθήκαμε παρέα, σαν λουλούδια που ανθίζουνε ανθίσαμε και εμείς, εξαρτημένοι εγώ απ’ τα χέρια τους κι αυτοί απ’ την πνοή μου.

Είχα τα μάτια κλειστά και την πλάτη γυρισμένη στην είσοδο. Και άξαφνα, απόλυτη σιωπή. Κατέβασα το κλαρίνο και τους κοίταξα με απορία. Όλο εξ ολοκλήρου το μαγαζί είχε λουφάξει, οι χοντροκομμένοι θαμώνες είχαν κατεβάσει κεφάλι σαν δαρμένα σκυλιά, ήταν λες και κάποιος μας πάτησε παύση. Αυτή, με πλησίασε από πίσω χωρίς να την πάρω πρέφα. Με άγγιξε στον ώμο και είπε, “Σώπα παιδί μου, είναι αργά θα μας γράψουνε!”. Φορούσε μακριά, ροζ νυχτικιά και ρόλλεϊ στα μαλλιά. Αυστηρή μα γλυκιά, μια γριούλα που σίγουρα δεν κόλωνε, μα και ήξερε πώς να μιλήσει σε ένα μαυριδερό, ημίγυμνο κλαρινογραμπρό.

Με αφόπλισε εντελώς, όλος ο τσαμπουκάς μου κύλισε στο πάτωμα και κάτω απ’ το χαλί. Ένιωσα σαν να κάνω έρωτα στο σπίτι της κοπέλας και ο πατέρας της να μπαίνει απότομα στο δωμάτιο χωρίς να χτυπήσει την πόρτα. Και λίγο-πολύ, αυτή ήταν η περίπτωση. Κάτι μου λέει πως η μαμά του Νώντα κάνει περισσότερο κουμάντο απ’ αυτόν στο μαγαζί.

Τι να ‘κανα, κάθισα, ντύθηκα, έλυσα το όργανο. Ήπια κι εγώ ήσυχα- ήσυχα τσίπουρο, μπύρα ό,τι είχε το τραπέζι. Λιώσαμε όλοι μαζί, παρέα με το γίγαντα. Έφευγε σιγά-σιγά ο λαός, μείναμε τελευταίοι να λέμε ιστορίες για καινούρια και παλιά.

Ξημέρωσε γλυκά, πρώτα μωβ, μετά φουξ, μετά πύρινο, μετά γαλάζιο, μετά άσπρο. Μας χτύπησε ο ήλιος στα μάτια, πειραχτήκαμε, σαν να μας κατσάδιαζε κάποιος πατέρας ή κάποιος διευθυντής με σουφρωμένα χείλια, “τσκ-τσκ-τσκ, τι αρχίδια είστε εσείς ρε, εγώ σας δίνω ζέστη και φως και ζωή και εσείς μου τρυπώνεται στα ανήλιαγα λαγούμια σαν τυφλοπόντικες να δηλητηριάζεστε, ντροπή!”.

Φύγαμε κάπως ενοχλημένοι, τσατισμένοι. Σίγουρα ταλαιπωρημένοι. Μας βάλανε σε ξένα σπίτια. Πλυθήκαμε όπως, όπως. Ξαπλώσαμε σε ξένα κρεβάτια, σκεπαστήκαμε με ξένα σεντόνια. Μα γητευμένοι πια, αληθείς. Έχοντας δώσει ότι αντέχαμε, έχοντας πάρει ότι μπορούσαμε. Ξάπλωσα τελευταίος δίπλα στον Μπατίρη που είχε ήδη βγει εκτός. Ήρεμοι, σε ένα ξένο τόπο ξένοι, με την καλή μας την καρδιά ξεπλυμένη και πράα. Σαν βρέφος που κοιμάται αθώο τον πρώτο του ύπνο, χωρίς να ξέρει στα σίγουρα αν θα ξυπνήσει ξανά.



Πέμπτη 4 Μαΐου 2017

Μπέρλιν Μπέιμπι

Το περπάτησα πολύ το Βερολίνο. Πέντε, οκτώ, δέκα ώρες πέρα δώθε κάθε μέρα με τα πόδια για λίγο παραπάνω από μια βδομάδα, ακολουθώντας τη μύτη μου σαν το αδέσποτο. Δεν ξέρω τι έψαχνα. Ίσως κάποια απ' αυτά τα κρυφά μέρη, τα μοναχικά παγκάκια στις άκρες ξεχασμένων, σκοτεινών πάρκων, όπου μπορείς να νιώσεις την πόλη να σου γνέφει να την πλησιάσεις σαν πουτάνα στο πεζοδρόμιο. Στα μπαρ δεν το ένιωσα το πνεύμα της μεγαλούπολης, στα κλαμπ δε γουστάρω. Στις πλατείες μου σπάσανε τα νεύρα να αγοράσω φούντα, πρέζα και κάτι άλλα σερβιρισμένα με αργκό που δεν έχω ξανακούσει.

Στο δρόμο λοιπόν βρήκα κάτι απ' αυτό που αναζητούσα, με τις σόλες απ' τις μπότες μου να γδέρνονται πάνω στην άσφαλτο, τα μάτια να ρουφάνε τα κτήρια αχόρταγα και το βαρύ παλτό του παππού μου -ειρωνεία, αυτός ήρθε αιχμάλωτος και εγώ τουρίστας- γερά σφιγμένο στο λαιμό να μη μπουκάρει το κρύο στο στήθος. Εκεί μπόρεσα να χαρώ το αστικό τοπίο, να νιώσω τα τσιμέντα και το χώμα και τα δέντρα και τους ανθρώπους με τη βάρβαρη, γοητευτική γλώσσα.

Κάθε φορά που προσγειώνομαι σε φρέσκο έδαφος, ας είναι και της πατρίδας, βάζω τα δυνατά μου να συγκεντρωθώ για να νιώσω τον παλμό του τόπου. Είναι μια αίσθηση παρά μια εικόνα, ένα περίεργο συναίσθημα ιδιαίτερο και ξεχωριστό όσο και η μυρωδιά του κάθε ανθρώπου. Κάποιες φορές έρχεται μέσα από συζητήσεις με ντόπιους, άλλες από περιπλανήσεις, μέσα από τοπία ή χρώματα. Άλλες δεν έρχεται καθόλου, ή άλλες, το δακτυλικό αποτύπωμα είναι τόσο θλιβερό και δύσκολο που με καταβάλλει με αποτέλεσμα να μουτζουρώνομαι και εγώ άθελά μου απ' τη σκουριά του και να το κουβαλάω μαζί μου πίσω.

Η πόλη με την αρκούδα στη σημαία της ήταν τόσο ασφυκτικά γεμάτη από διαφορετικά χνώτα που μου 'ταν σχεδόν αδύνατον να ξεχωρίσω κάτι και να εστιάσω πάνω του για αρκετή ώρα ώστε να σχηματίσω άποψη. Ιδανικά, θα 'θελα ίσως να τη ζήσω σε κάποια λιγότερο ταραγμένη εποχή, ίσως κάμποσες εκατοντάδες χρόνια πριν, που τα ντουβάρια της ήταν λιγότερο ποτισμένα με την ένταση της ένοχης ιστορίας της. Αλλά απ' την άλλη όμως πάλι, για ποια πόλη δεν μπορείς να πεις κάτι παρόμοιο?

Οι μέρες ήταν λίγες, πολύ λίγες, και οι μέρες πέρασαν γρήγορα, πάρα πολύ γρήγορα, και χωρίς να το καταλάβω, ήμουν ήδη μέσα στο τρένο για αεροδρόμιο. Η πτήση μου έφευγε στις έξι το πρωί οπότε -όντας πάντα υπερβολικά ανασφαλής με τα χρονικά όρια- πήρα τη νύχτα σερί με κοκτέιλ και τσιγάρα, και δυόμισι η ώρα καβάλησα ζαλισμένος σαν κοτόπουλο την ταχεία.

Με πήρε κάπως ο ύπνος δυο-τρεις φορές πάνω στο κάθισμα και ξυπνούσα αλαφιασμένος με το χάρτη του μετρό τσαλακωμένο στο χέρι κοιτάζοντας από συνήθεια αριστερά-δεξιά απ' τα παράθυρα, μπας και αναγνωρίσω κάτι, παρόλο που δεν είχα ούτε καν ένα στοιχειώδη μπούσουλα για το πως είναι το τοπίο κοντά στο αεροδρόμιο.

Κάποτε φτάσαμε, περπάτησα μέχρι το τσεκ ιν παρέα με τους υπόλοιπους τουρίστες, ταξιδιώτες, μπίζνεσμεν, μετανάστες και περαστικούς. Έδωσα το εισιτήριό μου στην κοπέλα. Το κοιτάει. Με κοιτάει. Το ξανακοιτάει, σφίγγει τα χείλια με ζορισμένη συγκαταβατικότητα και μου λέει, αλάνι μου, μπερδεύτηκες, αυτό είναι για αύριο. Τι λες μωρή, της λέω, σήμερα είναι. Όχι φίλος, μου κάνει, για αύριο είναι, να δες. Το κοίταξα. Όντως, τελικά ήταν για την επόμενη μέρα. Τι να της πω, δεν είπα τίποτα, ζορίστηκα λίγο, τα μπουκώθηκα, τα κατάπια και ξαναγύρισα στο σταθμό να περιμένω το τρένο για πίσω στο σπίτι που φιλοξενούμουνα, να κοιμηθώ στο χαλάκι της πόρτας τους σαν τον γάτο μέχρι να πάει δέκα-έντεκα ώστε να τους ξυπνήσω με λιγότερες ενοχές.

Δεν χολοέσκασα βέβαια, γιατί μία ακόμη μέρα διακοπές είναι μία ακόμη μέρα διακοπές όπως και να το πάρεις, και εγώ το είχα πάρει ζεστά. Αφού βιώσεις τις πρώτες διακόσιες γκάφες τέτοιου τύπου, ή μαθαίνεις να βλέπεις την θετική πλευρά των πραγμάτων ή γίνεσαι ένα μίζερο, καραφλό κάθαρμα με τα χείλια να τοξώνουν προς τα κάτω. Διάολε, θα 'πινα καφέδες, θα ΄πινα ενεργειακά ποτά με σπέρμα ταύρου ή τάρανδου δεν ξέρω, και θα ξαναξεχυνόμουνα στους δρόμους, με τις μπότες μου να μετράνε για μια μέρα ακόμη βήμα-βήμα τα πλατιά, παγωμένα πλακόστρωτα. Και το βράδυ πάλι σερί, δύο η ώρα τρένο και όλα γκουντ, όλα καλά, σενιέ πενιέ και ένα πακέτο τσιγάρα στην τσέπη.

Έτσι όπως περίμενα λοιπόν ξενυχτισμένος, σκουντουφλώντας, με ένα κεφάλι καζάνι που βράζει στο σταθμό για το τρένο μου, την είδα. Την είδα με την άκρη του ματιού μου να εκτινάσσεται άτσαλα απ' το παγκάκι με μπάσες, ξαφνιασμένες κραυγές, προσπαθώντας να πιάσει κάτι πολύχρωμα χαρτάκια που της πήρε απ' το χέρι μια ξαφνική ριπή ανέμου. Στην αρχή δεν έδωσα σημασία. Η πρωτεύουσα ήταν γεμάτη με αλκοολικές φιγούρες τέτοιου τύπου και είχα φορτώσει τόσες πολλές που δεν μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση.

Η στρογγυλοπρόσωπη τύπισα ξαναγύρισε στο παγκάκι με το ζόρι, σέρνοντας τα βήματά της, ρίχνοντας στο κάθε πόδι περισσότερο βάρος απ' ότι απαιτείται για να κρατήσεις ισορροπία ο μέσος άνθρωπος. Ξεκίνησα να την παρατηρώ. Το μπλουτζίν, τα κυριλέ παπούτσια και το κοντό, μπουρζουαζέ καλοχτενισμένο μαλλί δεν μου έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση. Σαρανταφεύγα. Ξανθιά και ασπριδερή, με πρησμένο σώμα και πρόσωπο, με ένα χοντρό λαμέ μπουφάν σφιγμένο πάνω της και μια μικρή γυφτοκυριλέ, εκρού τσάντα. Αυτό που μου τράβηξε πραγματικά την προσοχή ήταν το χαρτονένιο, τρίλιτρο κρασί που είχε ακουμπισμένο δίπλα της και κατέβαζε λαίμαργα με γεμάτες γουλιές ανά πέντε λεπτά. Είχε το μέγεθος κουτιού για απορρυπαντικό και ένα μικρό, πράσινο, πλαστικό χερουλάκι από πάνω. Το εξωτερικό του ήταν στολισμένο με λαμπερά σταφύλλια, ασπροντυμένες κοπέλες με στρογγυλές καπελαδούρες και ηλιόλουστους αγρούς.

Κόλλησα πάνω της σαν πεταλίδα. Την έφαγα αμέσως πως βρίσκεται στο σημείο του πιτώματος που έχει βάλει μπρος τον αυτόματο πιλότο και οι συνειδητές της ενέργειες είναι ελάχιστες. Πράγματι, κάθε τρεις και λίγο πατίκωνε μηχανικά τα μαλλιά της, έψαχνε κάτι μέσα στην τσάντα της, έσφιγγε το μπουφάν της και έπινε μια γουλιά απ' το σκατόκρασο. Με αυτή τη σειρά, ανά πέντε περίπου λεπτά για ένα μισάωρο και βάλε. Η όξινη μυρωδιά του κρασιού ανακατεμένη με λακ και μια γλυκερή, βαριά κολόνια έφτανε στα ρουθούνια μου κι ας είχα κάποια απόσταση.

Όταν έφτασε το τρένο την περίμενα να μπει πρώτη και μετά κάθισα στο απέναντι κουβούκλιο, σε σημείο κατάλληλο για να μπορώ να την παρατηρώ μέσα απ' την αντανάκλαση του παράθυρου χωρίς να καρφώνομαι, τάχα μου πως ρεμβάζω το τοπίο.

Συνέχισε ανενόχλητη τη ρουτίνα της. Σε κάποια φάση, ανοίγει την τσάντα και βγάζει από μέσα ένα χοντρό, τσαλακωμένο πάκο με κατοστάρικα, πενηντάρικα, εικοσάρικα και δεκάρικα, τον ακουμπάει πάνω στο διπλανό κάθισμα και αρχίζει να τα μετράει. Μου 'φυγε η μαγκιά. Υπολόγισα στα πεταχτά πως ήταν να ήταν πάνω από δύο χιλιάρικα. Είχε κλειστό το ένα μάτι και περνούσε τα χαρτονομίσματα από το ένα χέρι στο άλλο αργά, με το χείλια της να ανοιγοκλείνουν ρυθμικά και ίνες κόκκινου απ' το κρασί σάλιου να φεύγουν πάνω στα μπούτια της απ΄ την δεξιά άκρη. Δεν έμπαινε στον κόπο να τα σκουπίσει, νομίζω δεν το καταλάβαινε καν.

Όταν τελείωσε το μέτρημα, τα έβαλε πάλι μέσα στην τσάντα, την έκλεισε, ξαναπήρε το υπερμεγέθες κουτί, ρούφηξε, πέρασε την παλάμη πάνω απ' τα μαλλιά της δυο φορές, απ' την κορυφή του κεφαλιού προς το σβέρκο, έσφιξε το μπουφάν της και έκλεισε τα μάτια, λικνιζόμενη αργά και δύσκολα πέρα δώθε με ένα έντονο μορφασμό δυσφορίας. Μετά πάλι το χέρι στην τσάντα, πάλι τον πάκο με τους πέντε ελληνικούς βασικούς μισθούς πάνω στο κάθισμα και ούτω καθ' εξής. Επανέλαβε αυτή την ίδια διαδικασία οκτώ φορές μέσα στη μιάμιση ώρα που την παρατηρούσα, κάθε φορά ίδια και απαράλλαχτα, λες και πρόβαρε μια σκηνή από κάποιο παράξενο θεατρικό.

Το μυαλό μου πέταξε χιλιόμετρα όσο χάζευα την αντανάκλασή της. Είδα ενενήντα φορές την ιστορία της ζωής της να περνάει μπροστά απ' τα μάτια μου σαν προθανάτιο φλας μπακ, κάθε φορά με διαφορετική εξέλιξη, αρχή, μέση, τέλος και κομβικά σημεία. Τα ερωτηματικά ήταν πολλά και η επικοινωνία αδύνατη. Ακόμα κι αν οι ισχνές πιθανότητες να ξέρει αγγλικά ήτανε με το μέρος μου, δεν υπήρχε η παραμικρή περίπτωση να βγει άκρη μέσα σε εκείνο τον υποβρύχιο κόσμο που κολυμπούσε με το καρτόνι το κρασί να φαίνεται όλο και πιο ελαφρύ στο χέρι της, και το κεφάλι να πηγαίνει όλο και πιο πίσω με κάθε γουλιά για να στραγγίξει το βαθυκόκκινο περιεχόμενο.

Τα πιο ακραία σενάρια που μπόρεσα να σχηματίσω είχαν να κάνουν με κοινωνικό τρόμο. Εξτρίμ πορνεία, σωματεμπόριο, παιδοκτονία, σναφ, πρωινή ληστεία, απαγωγές, ντήλια, λύτρα, με ό,τι πιο άρρωστο μπορούσε να οπλιστεί το δηλητηριασμένο απ΄ το χόλιγουντ μυαλό μου. Είχα ανησυχήσει σε μεγάλο βαθμό, αναστατωθεί απ΄τον απίστευτο βαθμό παραίτησης που λάμβανα απ' αυτή την άσχημη, δαυλιασμένη μα φαινομενικά νορμάλ γυναίκα.

Η συνειδητοποίηση όμως της πραγματικότητας ήρθε αργά και φυσικά, σαν λάμπα οικονομίας που αργεί να φτάσει το ζενίθ της, και με έφερε αντίκρυ σε μια αλήθεια πιο μαύρη και ύπουλη απ΄ οτιδήποτε θα μπόρεσα να σκαρφιστώ με την τραγική μου φαντασία. Γιατί η πραγματικότητα είναι σχεδόν σίγουρα το πρώτο πράγμα που προσπαθώ μια ζωή να αποφύγω με κάθε μέσο, και από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου καταφεύγω σε συμπεράσματα επιστημονικής φαντασίας προκειμένου να μην χρειαστεί να δω κατάματα το διάβολο.

Ήταν απλό. Ήταν δευτέρα, επτά το πρωί. Ήταν τέλη του μήνα και η κυρία που 'χα δίπλα μου είχε ξυπνήσει από νωρίς για να κάνει τις δουλειές της, κατά πάσα πιθανότητα να πληρώσει κάποια δόση πριν λήξει και την τρέχουν. Ίσως μετά να πήγαινε στη εργασία της, η οποία ίσως να ήταν τόσο βαρετή που δεν απαιτούσε πνευματική εγρήγορση.

Κάποιοι χρειάζονται καφέ, χέσιμο και ένα σφηνάκι τσίπουρο για να στρώσουν το πρωί. Κάποιοι λεπτές, λευκές γραμμές και στοματικό διάλυμα, άλλοι τσιγάρα στριμμένα λεπτά σαν οδοντογλυφίδες ή χοντρά σαν ρόπαλα για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τον κόσμο εκεί έξω νιώθωντας έτοιμοι. Η κυρία δίπλα μου προφανώς χρειαζόταν αυτό ακριβώς που κατέβαζε. Τρία λίτρα κόκκινο κρασί. Τρία λίτρα χείριστης ποιότητας κόκκινο κρασί για να μην είναι σίγουρη αν κυλάει ακόμα μέσα στην σάπια ρουτίνα της σαν κόκκος άμμου στην κλεψύδρα ή τρυγάει σταφύλια παρέα με τις ασπροφορεμένες κοπέλες με τα πλατύγυρα καπέλα στους φωτεινούς αμπελώνες.

Τώρα το είχε αδειάσει και στηριζότανε στα γόνατά της γέρνοντας ελαφρώς μπροστά, βογγώντας ζορισμένα απ' το αγενές υγρό στο στομάχι της, με την τσάντα την φορτωμένη χιλιάρικα να κάθεται δίπλα της. Οποιοσδήποτε θα μπορούσε να την πάρει μαλακά και να φύγει, δεν υπήρχε περίπτωση να το καταλάβει. Ακόμα και εγώ γαργάλισα το ενδεχόμενο για λίγα δευτερόλεπτα, μα όχι για παραπάνω. Οι υπόλοιποι επιβάτες κάναν πως δεν την βλέπανε. Οι περισσότεροι τουρίστες στεκόταν με τα πρόσωπα στραμμένα προς άλλες κατευθύνσεις βάζοντας τα δυνατά τους να την αγνοήσουν όσο πιο πειστικά γίνεται.

Δυο πιτσιρίκια λυκειακής ηλικίας μονάχα την καρφώνανε. Στην αρχή περίμενα πως θα την κοροϊδεύανε, όπως κάνουν τα δικά μας στους ημιλυπόθυμους μεθυσμένους και τα πρεζάκια, μα ήταν κι οι δυο σοβαροί σαν λιοντάρια. Με σφιγμένα βλέμματα και χείλια δυο γραμμές, χέρια πλεγμένα γερά μεταξύ τους ή μες στις τσέπες, λαιμοί σκληροί σαν τσιμέντο. Σίγουρα δεν ήταν η πρώτη φορά που βλέπανε το έργο. Σου βάζω στοίχημα πως το 'χαν ξαναδεί εκατοντάδες φορές σε επανάληψη, σίγουρα και μες στο σπίτι.

Ξεκίνησα να ξεχωρίζω απ' τους επιβάτες τους περαστικούς και τους μόνιμους, και προσπάθησα να διαβάσω τις εκφράσεις τους λίγο καλύτερα. Ενώ οι περαστικοί είμασταν όλοι ανήσυχοι, οι ντόπιοι έδειχναν να νιώθουν μια μορφή οργισμένης ντροπής μπροστά στο θέαμα. Λες και για κάποιο λόγο ευθυνότανε για την κατάσταση της συντοπίτισσάς τους.

Γιατί είναι άλλο να βλέπεις τους ναρκοτουρίστες να κάνουν τα δικά τους στους δρόμους, και άλλο να έχεις κάποιον εν δυνάμει ή παλιό εαυτό κάθε μέρα δίπλα σου, να σου θυμίζει ποιός και τί θα μπορούσες να είσαι, μα κυρίως να σου θυμίζει τους λόγους που έφτασε εκεί.

Και το ένιωσα, επιτόπου, σαν βρεγμένη σφαλιάρα. Εκεί ακριβώς κατάλαβα πως μέσα στα μάτια των δυο πιτσιρικάδων, των μόνιμων κατοίκων και μέσα απ' το παράθυρο καθρεπτιζόταν αυτό που έψαχνα να βρω. Το πνεύμα της πόλης. Την αλήθεια της εξωφρενικών ρυθμών μεγαλούπολης που τόσο με αποπροσανατόλισε, πεμπτουσιωμένη σε ένα σημείο. Ήταν εκεί μπροστά μου, καθισμένη στο απέναντι κάθισμα, πιστή στη ναρκωμένη ρουτίνα της, ένα απ' τα φαντάσματα του Εμπενίζερ Σκρουτζ να στοιχειώνει με την κατάντια της όποιον τολμά να απλώσει πάνω της το βλέμμα του.

Το μεγαλείο της μεγαλούπολης σαν ιδέα δεν έπεσε ούτε εκατοστό μέσα μου, μα μπόρεσα να δω το κόστος του. Μπόρεσα να νιώσω το βάρος του μπετόν αρμέ, του ατσαλιού, του καυσαερίου, των ουσιών, του εκκωφαντικού θορύβου, της προστυχιάς, των οχημάτων, της μόλυνσης, της απροσωπίας, της βίας και της παγερής αδιαφορίας στους ώμους της κυρίας με τα χιλιάρικα στην τσάντα. Γεύτηκα για λίγο, πολύ λίγο, την αυστηρότητα, είδα αμυδρά να αχνοφαίνονται τα κάγκελα, και ένιωσα πεντακάθαρα για μια ακόμη φορά στη ζωή τυχερός που είμαι αιωνίως περαστικός, μα και που μπορώ να τα βλέπω.

Εικοσιτέσσερις ώρες αργότερα πετούσα πάνω από βουνά και πεδιάδες που ίσα που μπορούσα να διακρίνω μέσα απ' τα σύννεφα, κωμοπόλεις που φάνταζαν σαν ζωγραφιστές απ' το ύψος. Τα μάτια μου κλείνανε απ' την κούραση και πάσχιζα να τα κρατήσω για λίγο ακόμη ανοιχτά, να εντοπίσω έστω ένα αμάξι, ένα διαβάτη, ένα σπίτι. Λίγο ακόμη ανοιχτά, να νιώσω έστω και σαν όνειρο την άγνωστη πόλη από κάτω, να φαντασιωθώ το πνεύμα της, τους έρωτες των τοπικών ηρωών, τις αναποδιές των αγροτών, τα ζεστά οικογενειακά περιβάλλοντα, τις δυσκολίες των κατοίκων.

Κάτι, οτιδήποτε, ένα μικρό χάδι από κάτι καινούριο και φρέσκο, ό,τι χρειαστεί για να ξεπλύνω έστω και λίγο τη σκουριά απ' την ψυχή μου πριν προσγειωθώ στη φτωχομάνα και ανακατευτούνε οι λάσπες με τα αρώματα, οι λάσπες με τα τσιμέντα, οι λάσπες με τα πρόσωπα, οι λάσπες με τις λάσπες.

Τρίτη 4 Απριλίου 2017

Μια Ακόμη Βροχερή Νύχτα στον Παράδεισο

Στήσανε πάλκο και ηχεία στη στοά Μοδιάνο στα ψαράδικα, στο έτσι, σαν πειρατές. Δεν νομίζω πως ρωτήσανε και κανένα. Νομίζω πως απλά είπανε, α, να ένα γαμάτο μέρος να κάνουμε ένα λάιβ, και το κάνανε.

Εγώ σε ένα κομματάκι έπαιζα λίγη φυσαρμονικίτσα, μικρά πράγματα, και βοηθούσα να φύγουν τα μπλουζάκια. Κυρίως έπινα μπύρες, χαζοπαζάρευα και περνούσα καλά. Σε κάποια φάση έρχεται ο φύλακας με φανερή ανησυχία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό και μου λέει, τι είναι όλα αυτά, εμένα δεν με ειδοποίησε κανείς, εγώ τι να κάνω τώρα να τις κατεβάσω τις καγκελόπορτες? Τι να σου πω του λέω, κάνε ότι νομίζεις μα θα είναι λίγο πρόβλημα να περνάει ο κόσμος μέσα απ' τις τρύπες. Ταράχτηκε, άλλαξε δυο χρώματα, έφτυσε και πέντε μαλακίες παραπάνω να του φύγει η τσατίλα. Τελικά κούλαρε από μόνος του όταν του είπα ότι παίζω κλαρίνο. Είχε καταγωγή από Γιάννενα περιοχή και το αγαπάει πολύ το κλαρίνο, πράγμα που με κάποιο μαγικό τρόπο τα έλυσε όλα και οι πύλες μείνανε ανοιχτές.

Πως διάολο περιγράφεις ένα λάιβ στην ολότητά του? Είναι κυκλώνας. Έχει ενέργεια, έχει και φρίκη. Πολλά πρόσωπα, σπρωξίδια, παλιοί καλοί γνωστοί μα και κάλοι, γκομενέτα, πέντε πάνκηδες παίζουν πόγκο μεταξύ τους στη γωνία και πίνουν μαλαματίνα. Κάποιοι πηδιούνται στην τουαλέτα, κάποιος ξερνάει στη γωνία δίπλα στον κάδο, μια πιτσιρίκα είναι τόσο μεθυσμένη που χορεύει τσιφτετέλι ενώ από πίσω παίζει βαλς, έρχεται ο τέτοιος, που είσαι-τι κάνεις-καλά εσύ-που βρίσκεσαι-εδώ μωρέ φασάρα, έρχεται ο άλλος, τι λέει-κυριλέ-γαμάνε τα παιδιά-γαμάνε όντως και έτσι. Θα σκάσει μύτη και καμία πρώην, θα κάνουμε πως δεν είδαμε ο ένας τον άλλο, θα είναι εκεί και τα τάδε αλάνια που έχω γνωρίσει τριάντα φορές μα δεν θυμάμαι τα ονόματά τους και απλά τους χαιρετάω πια ως μπρο και φίλε.

Θα συγκεντρωθώ στη μουσική, όταν νιώσω αρκετά μεθυσμένος για να λυθώ και να γράψω στα αρχίδια μου τους υπόλοιπους εκατό νοματέους θα χορέψω ως ο κάγκουρας που πραγματικά είμαι, θα σκαλώσω με κάποια σόλα, θα κλέψω ότι με εντυπωσιάζει, θα κρίνω αυστηρά τους μουσικούς, ή και όχι, θα σημειώσω νοητά για να τους πω εβδομήντα παρατηρήσεις και προτάσεις που εγγυημένα θα έχω ξεχάσει μέχρι την επόμενη μέρα. Βαβούρα, πανικός, χάος, κορμιά κολλημένα το 'να πάνω στ' άλλο, δίνεις και παίρνεις το ρυθμό και τη ζέστη του δίπλα. Ο σαμάνος στο μικρόφωνο να κοιτάει εσένα μα και όλους τους άλλους ταυτόχρονα στα μάτια, να σου λέει αυτό που θέλεις να πεις και να ακούσεις κι ας μην ξέρεις καλά-καλά τι εννοεί, και έτσι καταλαβαίνεις πως είναι καλός σ' αυτό που κάνει.

Είναι φορές που εκεί, ανάμεσα στο πυροβολημένο απ' τα ντεσιμπέλ πλήθος νιώθω παγωμένος και ανήμπορος, έρμαιο του βίτσιου των μουσικών, που έχουν κεντήσει τα πάθη, το μεράκι, τα γούστα, τη σοφία και τη βρώμα τους στις νότες, και μου είναι αρκετά σοκαριστικό συνήθως, να νιώθω έτσι ευάλωτος και ευχείριστος σαν μαριονέτα ανάμεσα σε τόσο κόσμο.

Πάντα όμως αφήνω το κύμα να με παρασύρει στο τέλος, και πλέω ανάμεσα απ' τις μπουνάτσες και τις φουρτούνες τους σαν ένας μικρός ναυαγός σε ένα λιλιπούτειο, εφήμερο πέλαγος. Αφήνω τη μουσική να με φορέσει σα σακάκι και να με κάνει ότι θέλει. Όχι για πολύ όμως, ποτέ για πολύ. Όταν αισθάνομαι πως το δούναι και λαβείν με έχει φέρει σε σημείο που ξεμένω από μπαταρία αποσύρομαι διακριτικά λίγο πιο πέρα και βγάζω κάποιες στιγμές μόνος μου, μακριά απ' τους σαμάνους και τα γκομενέτα και τους γνωστούς και τους κάλους και τις πρώην και τα μελτέμια και τις φρίκες και τις ανατριχίλες στο σβέρκο, και αυτές ακριβώς οι στιγμές είναι οι αγαπημένες μου, αυτές που πραγματικά μου μένουν.

Έκανε κρύο και ψιχάλιζε, και οι ταρίφες είχαν μιζέρια στη φάτσα και οι περαστικοί είχαν τα φρύδια σμιγμένα και τα πρόσωπα χωμένα στα κασκόλ και τις εσάρπες, και τακούνια στο υγρό πεζοδρόμιο, και τα αμάξια να αρμενίζουνε αργά, προσεκτικά την βρεγμένη άσφαλτο, και η μύτη βουλωμένη, μα όχι αρκετά βουλωμένη για να της δραπετεύσει η μυρωδιά της βροχής πάνω στο πλακόστρωτο, και τσιγάρο στα δάχτυλα, και τα αυτιά να βουίζουν, και τα μάτια κλειστά και μελωδίες καρφωμένες στο μυαλό για τις επόμενες βδομάδες. Και η λατρεμένη θολούρα του αλκοόλ, να μην νιώθω ούτε τα χέρια ούτε τα πόδια μου απ' το κρύο, μα να πάλλομαι ολόκληρος κουρδισμένος σε 432.

Και τα μάτια κλειστά, και οι δροσερές στάλες να προσγειώνονται ευγενικά πάνω στο καυτό απ' τον πυρετό μέτωπο, ράκος μα που χρόνος για ύπνο και ξεκούραση. Και τα μάτια κλειστά, και ο τσουχτερός άνεμος απ' τα σκοτεινά στενά του Βαρδάρη να χαϊδεύει την πόλη, και ποιος γαμάει τον ένφια και τα μνημόνια, ποιος χέστηκε για την ρομαντική αγάπη και το νοίκι, ποιος έχει ειλικρινά ψυχικό απόθεμα να χολοσκάσει για πρόστιμα προς διατάραξης της κοινής ησυχίας. Τα μάτια κλειστά και η ψηλή, τσιμεντένια πόλη να παίζει τη δικιά της μουσική κι ας μην ακούγεται τίποτα. Και τα μάτια κλειστά, και μπορεί να πέρασαν έτσι δύο αιώνες ή δύο χρόνια ή δύο λεπτά, και η καύτρα να έχει φτάσει στη γόπα και να καίει το γάντι, μα είναι μόνο πόνος, δεν είναι αληθινός-αληθινός, δεν είναι αυτή η ανύψωση, αυτό το τράβηγμα στο στήθος που θα μπορούσε να είναι κάθαρση ή αγάπη ή καρδιακή προσβολή.

Με τα μάτια κλεισμένα, ξεπλυμένος απ' την αηδία, με τις άγκυρες κομμένες, το τσιμέντο στα πόδια σπασμένο, πιο ελαφρύς, αλαφροπάτητος, αλαφροΐσκιωτος, κουρασμένος μα όχι αλαφιασμένος. Ήρεμος, ελευθερωμένος.


Και θα το τελειώσω εγώ πριν με τελειώσει αυτό ή μου το κόψει ατυχώς κάποιος περαστικός, ή κάποιος θόρυβος. Και θα ανοίξω τα μάτια, θα πετάξω τη γόπα στο ρυάκι δίπλα απ' το πεζοδρόμιο, θα τινάξω το πέτο του παλτού και θα γυρίσω πίσω στα γκομενέτα και τις πρώην και τους κάλους και τους μπρο και τους φίλους και τους σαμάνους και τα κύματα και τα μπλουζάκια και τους πάνκηδες και τους μεθυσμένους και τους ερωτευμένους και τους φρικαρισμένους, τους καταθλιπτικούς, τους αυτόχειρες, τους απαθείς, τους αδιάφορους, τους τρελαμένους, τους σκιαγμένους, τους περίεργους, τους άβγαλτους, τους άθυμους, τους πλανώδιους, τους δαιμονισμένους, τους κλέφτες, τους άγιους, τους δοσίλογους, τους ευτυχείς, τους ισοβίτες, τους αστείους, τους αγύρτες, τους καταραμένους, τους προδότες, τους ήρωες, τους φυλακισμένους, τους πτυχιούχους, τους πρεζάκηδες, τους καυλωμένους, τους ανασφαλείς, τους ανασφάλιστους, τους άστεγους, πίσω σε αυτό το καζάνι που βράζει δίπλα απ' τα ηχεία μπροστά από τη σκηνή, πρώτη γραμμή, να ναυαγήσω για λίγο, λίγο ακόμα σ'αυτή την όμορφη, πεντάμορφη θάλασσα μέχρι να τελειώσουν τα παιδιά, να μαζέψουμε και να κρυφτούμε πάλι ο καθένας στη φωλιά του, να κοιμηθούμε και να δούμε όνειρα ίσως λίγο πιο παράξενα από χτες.

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2017

Η Τριανδρία της Αγίας Τριάδας

Δεν θυμάμαι τι μήνας ήτανε μα είχε ζέστη, τόση ζέστη που φορούσα μόνο το μποξεράκι. Είχα όλα τα παράθυρα ορθάνοιχτα ακόμα και την πόρτα μπας και κάνει λίγο ρεύμα και δεν λιώσουνε οι τοίχοι.

Θυμάμαι ήταν τόση η κάψα που είχα συνεχώς τιγκαρισμένο το ψυγείο με μπύρες, απ' αυτές τις φτηνές με το ελληνικό όνομα που παρασκευάζονται στη Βουλγαρία και έχουνε γεύση χτεσινό μπουγαδόνερο, τρέχα γύρευε μα ήταν ό,τι πρέπει.

Ήταν ό,τι πρέπει για τη ζέστη σίγουρα, μα ήταν ό,τι πρέπει και για το ανάγνωσμα. Είχε πέσει στα χέρια μου ένα τόμος οκτακοσίων σελίδων με ποιήματα του Μπουκόφσκι στο πρωτότυπο και είχα παραδοθεί στην αγκαλιά του καφρομάστορα αραχτός στο δερμάτινο καναπέ μπροστά απ' την πόρτα, αδειάζοντας και τσαλακώνοντας κουτάκια, πετώντας τα στο πάτωμα όπως απαιτεί το ευγενές κλισέ.

Ήταν μια μια εκστατική περίοδος. O τύπος μιλούσε στην ψυχή μου. Το κάθε ποίημα του μου έλεγε πράγματα που προσπαθούσα να φέρω σε λέξεις επί χρόνια. Το 'κανε να μοιάζει απλό, σχεδόν εύκολο. Το 'κανε με τόση άνεση που σε προκαλούσε να δοκιμάσεις. Το μεταφρασμένα κείμενα που 'χα διαβάσει μέχρι τότε ήταν κυρίως πορνογραφικά, και είχα μείνει με την εντύπωση πως ο παππούς ήταν αυτό και μόνο: ένας αλκοόλας πορνόγερος. Tα ποιήματά του όμως με διέψευσαν. O γέρος είχε ψυχούλα, ο γέρος είχε βάθος, είχε οπτική.

Τον είχα πάρει αμπάριζα τον τόμο. Όσο διάβαζα, τσάκιζα σελίδες. Κάτω για τα ποιήματα που ήθελα να ψάξω περισσότερο , καθώς χανόμουν κάπως στη μετάφραση, και πάνω για αυτά που ένιωθα πως μου δίνουνε ώθηση, που άξιζε να τα διαβάσω όταν χρειαζόμουν καθοδήγηση. Όταν τον διάβαζα για τρίτη φορά, τα τσακίσματα ήταν τόσα πολλά που μου ήταν αδύνατον να βρω αυτό που ψάχνω. Στην πορεία έμαθα μέσες άκρες που βρίσκεται το κάθε τι και απλά το έβρισκα ανοίγοντας το βιβλίο.

Διάβαζα πυρετωδώς. Ξυπνούσα και μελετούσα Μπουκόφσκι. Κοιμόμουν κι ονειρευόμουνα Μπουκόφσκι. Ένιωθα να παίρνω τέτοια δύναμη απ' τα γραπτά του που οι διδαχές του Βούδα φαινόταν μπροστά του δευτεροκλασσάτο μυθιστόρημα. Ήταν το θρησκευτικό ανάγνωσμα που είχα ανάγκη εκείνη την εποχή. Οι διδαχές ενός σαπιοδόντη προφήτη που ζέχνει ουίσκι και νικοτίνη, ενός δασκάλου της σημερινής εποχής. Μπορώ να πω με σιγουριά, αν και ακούγεται ειρωνικό, πως η επιρροή που δέχθηκα απ' τον Μπουκόφσκι ήταν θεμελιώδης στο να σταματήσω να πίνω σαν καριόλης. Φαντάζομαι βέβαια πως δεν θα έχει την ίδια επίδραση σε όλους -γιαυτό υπάρχουν άλλωστε και παραπάνω από 4,300 ενεργές θρησκείες στον πλανήτη-, μα εγώ είδα το φως το αληθινό.

Θα 'ταν πλέον η τρίτη ίσως εβδομάδα σερί που άραζα στον καναπέ μπροστά απ' την πόρτα επιδιδόμενος στον παράδοξο διαλογισμό μου, ρουφώντας φτηνόμπυρες. Θυμάμαι πως μου 'χε κάνει τρομερή εντύπωση η σχέση του παππού με τις γάτες. Τις εκτιμούσε βαθύτατα, σε σημείο να τις αποκαλεί τους δάσκαλούς του. Θυμάμαι πως σκεφτόμουν πως αν μετενσαρκωνόταν ποτέ ο Μπουκόφσκι θα γινόταν αναμφίβολα γάτα.

Και να το.

Ένα μικρό, μαλλιαρό μαλακισμένο στην πόρτα μου. Ασπρόμαυρο, χνουδωτό, με μάτια ακόμη μπλε. Με την ξεμαλλιασμένη ουρά ολόρθη, να διαβαίνει δειλά το κατώφλι μου, να οσμίζεται τον αέρα.

Έμεινα τελείως ακίνητος να μην το τρομάξω και άρχισα να το παρατηρώ. Έκανε το γύρο του δωματίου αργά, προσεκτικά, μυρίζοντας τα έπιπλα και τα σπορτέξ μου. Έπαιξε λίγο με τα κορδόνια, με τα καλώδια που κρεμόταν απ' το τραπέζι. Τίναξε ένα τσαλακωμένο κουτάκι μπύρας με το ποδαράκι του. Χέστηκε απ' το θόρυβο το μικρό παλιατσάκι και δεν άντεξα, γέλασα.

Με είδε, ξαφνιάστηκε και πάγωσε με τις χάντρες καρφωμένες πάνω μου. “Τι λέει αλάνι?” του είπα. Σχεδόν περίμενα απάντηση. Τελικά αποφάσισε πως δεν το ενδιαφέρω και συνέχισε την εξερεύνηση. Βούτηξε στον κάδο των σκουπιδιών, έσκαψε λίγο τη γλάστρα μου, έστειλε τον αναπτήρα μου κάτω απ' τον καναπέ. Όλο ενέργεια το πιτσιρίκι, το έκανα χάζι. Του έτεινα το χέρι που και που  για να έρθει να το κανακέψω μα δε, δεν ήθελε χάδια. Μου νύχιαζε τα δάχτυλα με τα μικροσκοπικά πατουσάκια του και έτρεχε να ασχοληθεί με κάτι άλλο.

Εγώ συνέχισα τα δικά μου, ρίχνοντας κάνα βλέφαρο στο μουσαφίρη όταν άκουγα θόρυβο, μην κάνει καμιά χοντρή ζημιά. Δεν έδειχνε να ενοχλείται όταν σηκωνόμουνα να πάρω μπύρες. Μετά από κάνα δίωρο πετάχτηκα ως το περίπτερο στη γωνία για τσιγάρα. Άφησα την πόρτα πίσω μου επίτηδες μισάνοιχτη, σκεπτόμενος πως μέχρι να γυρίσω ο επισκέπτης μου θα 'χει βαρεθεί και φύγει για άλλες περιπέτειες. Μαζί με τα τσιγάρα πήρα και μια κονσέρβα γατοτροφή. Ακόμη κι αν είχε φύγει το μικιό θα την έτρωγαν οι αδέσποτες. Ή εγώ, ανάλογα πως θα πήγαινε η εβδομάδα.

Το μικιό όμως ήταν εκεί, αραχτό στον καναπέ στο σημείο που 'χε κάνει λακούβα ο κώλος μου, κουλουριασμένο με τα μάτια κλειστά και τα πόδια απλωμένα. Του χάιδεψα δειλά το κορμάκι κι αυτό τεντώθηκε και άρχισε να γουργουρίζει μακάριο.

Ειλικρινά, δεν ήθελα γάτα. Τα συμπαθώ τα μπασταρδάκια, σε χωριό μεγάλωσα και είχα πάντα καλή σχέση μαζί τους. Δεν ήθελα να την έχω όμως μέσα στο σπίτι. Πολύ μπελάς, έξοδα, γιατροί, φόλες, αμάξια, κλάματα, καυγάδες. Η γειτονιά ήταν ήδη ασφυκτικά γεμάτη αδέσποτες, και έδειχναν να πληθαίνουν μέρα τη μέρα. Επίσης ήταν τέτοιο το σημείο που έμενα που η αυλή μου ήταν ουσιαστικά ο δρόμος. Δυο τρεις φορές είχα δει να τις πατάνε μπροστά στα μάτια μου ενώ έπινα καφέ.

Μα ήταν μοιραίο.

Όσο κι αν φοβόμουν πως αν το κρατήσω θα αρχίσει να βρέχει μπελάδες, τόσο το έβλεπα και ησύχαζε η ψυχή μου. Είχε έρθει μόνο του σε μένα. Δεν ήταν μεγάλο το σπίτι μου, μα με γλύκαινε η ιδέα να το μοιράζομαι μαζί του. Να έχω κάποιον να με περιμένει. Ένα λόγο να γυρίζω πίσω πριν τα χαράματα.

Άρχισα να κάνω συμβιβασμούς μέσα μου, του τύπου, οκέι, μα δεν θα κοιμάται στο κρεβάτι, θα το βγάζω έξω όταν λείπω να μην καλομάθει, δεν θα στεναχωρηθώ αν το πατήσει αμάξι, ένα σωρό τέτοια. Και ίσως να λειτούργησε η συνθήκη που έκανα τότε, για κάνα δυο μήνες όμως. Πολύ σύντομα η Μπουκίτσα ήταν η βασίλισσα του σπιτιού.

Το λάτρευα το μαλακισμένο, το λάτρευα. Καθόμουν με τις ώρες και έπαιζα μαζί του, φωνάζοντάς τη συνέχεια με το όνομά της για να το μάθει. Πέρασα μέρες γκουγκλάροντας τιπς και χάου-του, ή ρωτώντας γνωστούς πώς πρέπει να του φερθώ. Ήμουν τελείως νουμπάς με τα γατιά. Στην αρχή νόμιζα πως ήταν αρκετό να το βγάζω έξω δυο-τρεις φορές τη μέρα στην αλάνα από δίπλα να κατουρήσει. Πολύ σύντομα κουράστηκα να μαζεύω σκατά πίσω απ' τον καναπέ και του πήρα λεκάνη με άμμο και τα λοιπά. Οι γατομάνες φίλες μου με βοήθησαν πολύ.

Και που να πάρει ο διάολος, μου 'κανε καλό. 'Άρχισα να γυρνάω τα βράδια λογικές ώρες, να περνάω περισσότερο χρόνο σπίτι. Καθάριζα τακτικά για να μην πάμε και οι δυό από πανούκλα. Όσο ήμουν έξω σκεφτόμουν συνεχώς τι κάνει το γατί. Πιο πολύ τραγικά σενάρια θανάτου για του λόγου το αληθές παρά “α, λες να της λείπω?”. Που της έλειπα δηλαδή. Με είχε ερωτευτεί το μικρό σκατούλι. Κάθε φορά που έμπαινα στο σπίτι και το φώναζα ορμούσε πάνω μου και σκαρφάλωνε από τα πόδια μέχρι την αγκαλιά σαν τον Ταρζάν.

Με είχε ξεσκίσει το μπάσταρδο αλλά τι να το έκανα, το αγαπούσα ο βλαξ. Προφανώς ό,τι κανόνες έθεσα στην αρχή πήρανε το μπούλο. Τα βράδια κοιμόμασταν αγκαλιά , είχε την τάση όμως να ξυπνάει στη μέση της νύχτας και να μου δαγκώνει αυτιά, ρουθούνια και χείλια, ήταν εφιάλτης. Τα κορίτσια που έφερνα το κατασυμπαθούσαν, μα όταν πνίγαμε το κουνέλι μας έκανε ατάκ -αιφνιδιαστική επίθεση στο αρχίδι!- και γαμούσε κάπως τη φάση, μα χαλάλι. Η Μπουκίτσα ήταν μια γλύκα, ήταν βάλσαμο, ήταν ο κόσμος μου όλος.

Είχε και ένα πολύ βλαμμένο χούι. Βλέπεις, την έβαλα σπίτι πάρα πολύ μικρή, όταν ακόμα βύζαινε τη μάνα της. Κανονικά θα πρεπε να της κάνω κόλπα με μπιμπερό και έτσι, μα αφού έτρωγε κανονικά στερεά τροφή είπα να μην μπλέξω. Άρχισε όμως να βυζαίνει εμένα!

Την πρώτη φορά που βρήκε τη ρώγα μου και άρχισε να πιπιλίζει μανιασμένα γουργουρίζοντας, μαλάζοντας αριστερά δεξιά με τα πατουσάκια της έβαλα κάτι γέλια, μου φάνηκε το πιο αστείο πράγμα στον κόσμο. Πήρα τηλέφωνο κατευθείαν την αδερφή μου να της το πω.

Στην πορεία βέβαια δεν είχε τόσο πλάκα. Δεν εννοώ πως μου βγήκαν στην επιφάνεια μητρικά παύλα σεξουαλικά συμπλέγματα, ίσα-ίσα, ο ανωμαλάρας μέσα μου το απολάμβανε κάπως, απλώς η μικρή δεν με άφηνε σε ησυχία. Με την πρώτη γαμημένη ευκαιρία ορμούσε πάνω μου και πιπίλιζε με τα σουβλερά, μικρά της δόντια σαν να μην υπάρχει αύριο. Πονούσε μαλάκα. Ξεκίνησα να τη διώχνω και να φοράω φανέλες μες στο σπίτι μα η ζέστη ήταν αφόρητη, και όποτε εντόπιζε γυμνό στήθος έπεφτε πάνω του βολίδα. Η μικρή είχε εθιστεί στο βυζί.

Στην αρχή ίσως να την άφηνα που και που, έβγαζα βιντεάκια και γελούσαμε με τους φίλους, μα μετά από δυό βδομάδες δε γελούσα καθόλου. Οι ρώγες μου είχαν πρηστεί και γύρω γύρω το βυζί ήταν καταγρατσουνισμένο. Τα άγγιζα και βογκούσα, έβαζα μπεταντίν και μπεπανθόλ, είχα καταντήσει μια γαμημένη γατογκουβερνάντα.

Το πράγμα σοβάρεψε ένα δύσκολο πρωινό μετά απο γερό μεθύσι που ξύπνησα απ' τον πόνο, με το στήθος λουσμένο στο αίμα και το γατί να γουργουρίζει ευτυχές ρουφώντας λαίμαργα. Σκηνή από θρίλερ. Την πέταξα από δίπλα φωνάζοντας και αυτή άρχισε να τεντώνεται και να γλύφεται ευτυχισμένη, με το μουτράκι της κόκκινο μέχρι τα φρύδια. Σχεδόν μου 'χε κόψει τη ρώγα. Από τότε αποφάσισα να φοράω συνεχώς φανέλα μέχρι να μεγαλώσει κάπως. Προς στιγμήν, ομολογώ πως πήρα υπόψιν μου το ενδεχόμενο να φοράω το βράδυ ένα δανεικό σουτιέν, μα δεν το έκανα.

Ο καιρός περνούσε και το βρικολακάκι μου μεγάλωνε και γινότανε όλο και πιο όμορφο ενώ τα προβλήματα όλο και λιγότερα, και αγαπιόμασταν, και είχε μάθει να έρχεται όταν τη φωνάζω με το όνομά της, και όλα ήτανε καλά στο βασίλειό μου. Το λευκό κομμάτι γούνας στο στόμα της είχε αρχίσει να μοιάζει πολύ με το σήμα του μπάτμαν, πράγμα που με καταενθουσίαζε, και είχε πολύ άνετο το έξω-μέσα. Με ανησυχούσε κάπως αυτό μα ταυτόχρονα με καθησύχαζε, καθώς ένοιωθα ενοχές να το κρατάω κλεισμένο μέσα.

Eπίσης όσο περνούσε ο καιρός, κάτω απ' τον κώλο της Μπουκίτσας άρχισαν να φυτρώνουνε δυό τεράστιες αρχιδάρες, και εγώ άρχισα να αισθάνομαι εξαπατημένος και πολύ μαλάκας. Πιο πολύ μαλάκας ίσως, παρά εξαπατημένος. Σίγουρα πάντως, μαλάκας.

Το όνομά του το είχε πάντως μάθει ήδη, και δεν ένιωθα καθόλου άνετα πια να τον φωνάζω Μπουκίτσα. “Έλα Μπουκίτσα!”. Ο Μπουκίτσας. Τι σόι μαλακισμένο όνομα γάτου είναι αυτό? Σίγουρα όχι του δικού μου γάτου. Οπότε μια νύχτα του πήρα μια κονσέρβα τόννο σε νερό (λάδι δεν κάνει), έβαλα γραβάτα, άναψα κεριά και τον άφησα κατ' εξαίρεση να φάει πάνω στο τραπέζι. Του ζήτησα συγγνώμη, εξηγώντας του πως είναι ένα λάθος που οποιοσδήποτε θα μπορούσε να έχει κάνει, και πως η ανατομία των αιλουροειδών σε μικρή ηλικία κτλ, κτλ, και πως από δω και πέρα το όνομά του θα είναι Μπουκόφσκι.

Ο Μπουκόφσκι τα άκουσε με πολύ σοβαρότητα όλα αυτά, και όταν τελείωσα ήρθε στην αγκαλιά μου και αποπειράθηκε να βυζάξει τη ρώγα μου πάνω απ' το πουκάμισο, μα δεν τον άφησα. Ο τόννος αρκούσε. Κάποιες φορές πρέπει να είμαστε αυστηροί με τα ζώα.

Ήταν μοιραίο.

Ο Μπουκόφσκι έγινε ο πιο γαμάτος γάτος έβερ, σίγουρα ο πιο γαμάτος που έχω γνωρίσει ποτέ. Από ευτράπελα βεβαίως άλλο τίποτα. Είχε γίνει πλέον γόης με τα όλα του και άρχισε να κυνηγάει μικρούλες και να παίζει ξύλο με τους βαρβάτους της γειτονιάς. Μα ήταν μικρόσωμος ο καημένος και τον ξεσκίζανε. Όσα δεν πήρε απ' το βυζί της μάνας του όμως τα πήρε απ' το δικό μου. Ένιωθα συγγένεια και προσωπική ευθύνη για το γατί που βύζαξε το αίμα μου. Δεν θα άφηνα κανένα καριόλη να τον ξεματιάσει.

Πήγα και πήρα ένα πλαστικό αεροβόλο της πλάκας, με τρία ευρώ, και το 'χα πάντα πρόχειρο. Όποτε αναγνώριζα τα ουρλιαχτά του Μπουκόφσκι, έβγαινα απ' έξω με το πιστόλι στο χέρι και έβρεχε μολύβι. Πλαστικό , δηλαδή, σε όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Και όχι ακριβώς έβρεχε, ήταν πολύ αδύναμο το όπλο, ίσα που τα νιώθανε τα σκάγια οι γάταροι της Αγίας Τριάδας. Κατέβαζα μαζί όμως και καμιά χριστοπαναγία και κάτι γινότανε.

Η γειτονιά δε, είχε πλημμυρίσει με πολύχρωμα μπιλάκια. Ο κόσμος γλιστρούσε και έπεφτε. Ερχότανε τα πιτσιρίκια απ' το δίπλα μαχαλά και γεμίζανε τις τσέπες τους. Όποιος με έβλεπε εκείνη την εποχή στο παράθυρο γυμνό με το πιστόλι στο χέρι να ουρλιάζω στις γάτες πρέπει να με περνούσε για πολύ μαλάκα. Πάντως, ούτε παράπονα μου κάνανε ποτέ ούτε τους μπάτσους μου φέρανε. Νομίζω πως συμπεριλαμβανόμουνα κι εγώ στο ρητό “ άστα, ζώα είναι, δεν καταλαβαίνουνε”.

Το γατί πάντως γέμισε ουλές. Τα μάτια του τα έσωσε, μα κάθε δεύτερη μέρα που μαζευότανε σπίτι ήταν σαν ανάποδο γαμώτο. Κατακρεουργημένος και αδυνατισμένος, όλο πλευρά. Ήταν κάποιες φορές που κι εγώ δεν έδειχνα καλύτερα, και καθόμουνα κρατώντας μια πετσέτα με πάγο στο ένα χέρι να ξεπρηστεί το μάτι, ενώ με το άλλο καθάριζα με χαμομήλι τις πληγές του μικρού. Πρέπει να κάναμε ωραίο πορτραίτο οι δυό μας.

Να του τα κόψω βέβαια, ούτε λόγος. Αυτός δεν θα το 'κανε ποτέ σε μένα, δεν ήταν τέτοιος τύπος. Ούτε κι εγώ ήμουνα.

Πρέπει να 'ταν Οκτώβρης και είχε πάρει βροχή, όταν γυρνώντας σπίτι ένα βράδυ άκουσα απελπισμένα μωρουδιακά νιαουρίσματα από ένα σοκάκι. Κάποιος είχε βάλει σε ένα κουτί παπουτσιών ένα μικρό, αρρωστιάρικο κεραμιδί γατάκι και το 'χε αφήσει στην τύχη του, ο μπάσταρδος. Η μπόρα φαινότανε πως θα εξελιχθεί σε καταιγίδα, και μην μπορώντας να πάρω το μικρό σπίτι μου από φόβο μην το πνίξει ο δικός μου ο μπάσταρδος, το έδωσα στην αδερφή μου που τότε τη φιλοξενούσε ο Πάρης, δυό τετράγωνα δίπλα από μένα.

Η καημένη η σίστερ πέρασε όλη νύχτα στο προσκεφάλι του κλαίγοντας, νομίζοντας πως θα πεθάνει στην αγκαλιά της. Για βδομάδες το έτρεχε στον κτηνίατρο για ενέσεις, ορούς και ξεψύλλισμα. Ήταν ερείπιο το γατάκι. Ένα αδύναμο, μικροσκοπικό ερείπιο.

Νοσούσε από κάτι μεταδοτικό, και το 'χαμε σε καραντίνα για πάρα πολύ καιρό, καθώς στο σπίτι του Πάρη είχαν επίσης γατιά και μάλιστα νεογέννητα. Οποιδήποτε επαφή μαζί τους ήταν ρίσκο. Το φουκαράκι το πιάναμε ελάχιστα, μόνο όταν υπήρχε λόγος και τότε μόνο με ιατρικά γάντια.

Όταν η κατάστασή του βελτιώθηκε αισθητά, ξεκινήσαμε μια εκστρατεία υιοθέτησης, μα χωρίς αποτέλεσμα. Στο μεταξύ η αποθήκη που το είχαμε παρκάρει έπρεπε να αδειάσει σύντομα, και οι κάτοικοι του σπιτιού είχαν αρχίσει να νιώθουν άβολα με το μικρό πανουκλάκι στο άμεσο περιβάλλον τους. Οπότε τι? Να το ξαναρίξουμε στο δρόμο πάνω που το αναστήσαμε? Δε σφάξανε.

Κι έτσι ο Μπουκόφσκι απόκτησε αδερφό. Αφού βρήκα ένα μεγεθυντικό φακό και βεβαιώθηκα πως έχει μπάλες -ή μάλλον μπαλάκια-, τον ονόμασα Λουτσιάνο.

Στην αρχή τον τραμπούκιζε κάπως ο Μπουκόφσκι. Τον κολλούσε στις γωνίες και του έκανε πόλεμο με το φαγητό. Ο φουκαράς ο μικρός απ' την άλλη είχε στερηθεί τόσο πολύ την σωματική επαφή και το χάδι που είχε εξελιχθεί στο πιο γλυκό γατί. Το παραμικρό άγγιγμα ήταν αρκετό για να τον κάνει να γουργουρίζει σαν τρακτέρ για ώρες. ΩΡΕΣ. Δεν κάνω πλάκα, δεν έχω ξανασυναντήσει ποτέ κάτι τέτοιο. Άμα τον άγγιζες ακόμα κι ενώ κοιμότανε, έβαζε μπροστά τη μηχανή χωρίς να ξυπνήσει, και συνέχιζε ακάθεκτος. Το βράδυ ερχόταν και ξάπλωνε ανάσκελα πάνω στο λαιμό μου γουργουρίζοντας τόσο δυνατά που αναγκαζόμουν να τον μετακινήσω στα πόδια μου για να κοιμηθώ. Κι ακόμη και τότε, άγγιζε το κορμάκι του πάνω μου και ξεκινούσε το τραγούδι του ασταμάτητα μέχρι το πρωί. Ήταν φορές που τον χάιδευα πριν βγω απ' το σπίτι, κι όταν γυρνούσα τον έβρισκα να κοιμάται στο ίδιο σημείο γουργουρίζοντας ακόμα. Κρέιζι.

Πάντως, στο τέλος τον κέρδισε τον Μπουκόφσκι. Όσο αυτός τον έδερνε, τόσο ο μικρός τον πλησίαζε και ξάπλωνε δίπλα του. Ήταν ένα γατί χριστιανικό ο μικρός Λουτσιάνο. Πολύ σύντομα τους έβρισκα να κοιμούνται αγκαλιά, κουλουριασμένους τον ένα μέσα στον άλλο, μια ασπρόμαυρη, ξανθοκίτρινη μαλλιαρή μάζα από γούτσου-γούτσου και ανιά. Τα δυό μου γατιά.

Ο Λουτσιάνο δεν είχε αναρρώσει πλήρως και χρειαζόταν αρκετή φροντίδα. Τα μάτια του τσίμπλιαζαν, κι όταν άρχισε να έχει συμπτώματα και ο Μπουκόφσκι ξεκίνησα να τους πηγαίνω τακτικά βόλτες στο γιατρό. Όταν μου ζήτησαν να συμπληρώσω τα ιατρικά καρτελάκια ένιωσα λες και βαφτίζω τα παιδιά μου. Ήταν μια συγκινητική στιγμή. Και επειδή προφανώς ένα μονολεκτικό όνομα δεν ήταν σε καμία περίπτωση αρκετό για τέτοιους γαμάτους γάτους, αλλά και επίσης σιχαίνομαι τους ανθρώπους που κολλάνε στα ζώα το δικό τους επίθετο, αποφάσισα να τους βγάλω ονόματα που ν'  ανταποκρίνονται στον χαρακτήρα τους.

Ήταν μοιραίο.

Ο Μπουκόφσκι Πιάνο Κρίσμας, ο Λουτσιάνο Ντίσκο Πάρανταϊς κι εγώ, ήμασταν πλέον οικογένεια. Μια ηρωική τριανδρία για σφαλιάρες και χάδια, μια ταξιαρχία τριών φαντάρων με ακμαίο ηθικό πλην σώας τας φρένας, και το σπιτάκι μου στην Αγία Τριάδα, μια φωλιά.

Οι λίγοι μήνες που πέρασα με τα δυό μου γατιά ήταν οι καλύτεροι της μέχρι τώρα ζωής μου. Δεν ξέρω τι ακριβώς λέει αυτό για μένα ως άνθρωπο, μα δε με νοιάζει και πολύ. Όλο το χαρτί στο γραφείο μου δεν φτάνει για να περιγράψω πόσο βαθιά αγάπησα αυτά τα δύο πλασματάκια. Ήταν εκείνη η εποχή, οι συγκυρίες που με οδήγησαν στο να ανακαλύψω πως υπάρχει χώρος στη ζωή μου και για άλλους εκτός από μένα, κάτι που με ταλαιπωρούσε για πάρα πολύ καιρό.

Τόσες βλακείες, τόσες περιπέτειες. Δυο-τρεις φορές τα έσωσα απ' του χάρου τα δόντια. Άλλη μια με σώσανε αυτά. Όταν πήγαινα για τσιγάρα με ακολουθούσανε μέχρι το περίπτερο και πίσω. Όλα τα πιτσιρίκια της γειτονιάς ξέρανε τα ονόματά τους. Οι γέροι τα κάνανε χάζι όταν αράζανε στον ήλιο. Όλοι τα ταϊζανε. Κάποιες θείες τα βράδια τα μαζεύανε σπίτι τους εν αγνοία μου, και 'γω τα φώναζα αγχωμένος σε ολόκληρη τη γειτονιά, μέχρι να βγούνε αυτές στο παράθυρο και να μου πούνε πως είναι εκεί. Τώρα που το σκέφτομαι, οι περισσότεροι γείτονες ξέρανε τα ονόματα των γατιών μου    μα όχι το δικό μου.

Πηγαίνανε πάντα μαζί, μπροστά ο Μπουκόφσκι και στο πλευρό του ο μικρός Λουτσιάνο, κολλημένος πάνω του σαν το ψαράκι στον καρχαρία. Όταν οι βαρβάτοι την μπαίνανε στον μικρό, καθάριζε ο μεγάλος. Όταν τα έβρισκε σκούρα ο μεγάλος, έβγαινα τρέχοντας έξω με το πιστόλι σαν τον ούνο και έβρεχε μπίλιες.

Τις μέρες έβγαζα καρέκλα στην αλάνα και έπαιζα μουσική όσο αυτοί κόβανε βόλτες ή ξεροψηνότανε στον ήλιο. Ποτέ δεν τρέχανε στο δρόμο όπως τα άλλα τα βλαμμένα, πάντα προσεκτικοί και κύριοι. Αριστόγατοι.

Κι ήρθε καλοκαίρι κι έπρεπε να φύγω. Δεν είμαι σίγουρος για που και γιατί, έχω κάνει τόσες πολλές μετακινήσεις τα τελευταία χρόνια που μου είναι αδύνατον να κρατήσω ακριβή λογαριασμό. Είχε να κάνει πάντως με ταξίδι για δουλειά, που δεν μου επέτρεπε να πάρω μαζί μου τα γατιά. Έβαλα στο σπίτι ένα πολύ καλό μα ελαφρώς μαλάκα φίλο, να τα ταΐζει και να τα προσέχει ώστε να μην την κοπανήσουνε. Όχι οτι θα με πείραζε δηλαδή κι άμα την κάνανε. Θα με πλήγωνε, μα αυτό ήταν δικό μου θέμα, εγωιστικό. Αν θέλανε να πάρουν των ομματιών τους ήταν πάντα ελεύθερα. Του έδωσα πολύ σαφείς εντολές για το πως να φέρεται στα γατιά, μα προφανώς με έγραψε στα αρχίδια του και έκανε ό,τι του κατέβαινε.

Όταν γύρισα μετά από λίγους μήνες, βρήκα ένα σπίτι μπουρδέλο και τα γατιά σε μαύρο χάλι. Ο φίλος ήταν στο σπίτι με μια γκομενίτσα, και άφηνε τα ζώα κλεισμένα έξω όλη μέρα. Επίσης τα τάιζε έξω, πράγμα που σημαίνει πως δεν τρώγανε σχεδόν τίποτα αφού ορμούσανε στην τροφή τριάντα γάτες. Μια ολόκληρη μέρα καθάριζα πριν προλάβω να ασχοληθώ μαζί τους. Όταν τους έπιασα να δω σε τι κατάσταση βρίσκονται, ανακάλυψα πως ο Μπουκόφσκι είχε χτυπηθεί από αμάξι και κούτσαινε, ενώ  η αρρώστια του Λουτσιάνο είχε επανέλθει και φαινόταν πολύ αδύναμος. Ήταν και οι δύο θεοβρώμικοι και υποσιτισμένοι, με πολύ άσχημες πληγές και τίγκα στους ψύλλους. Πώς επιβίωσαν εκείνο το καλοκαίρι ένας θεός ξέρει, σίγουρα όχι όμως χάρη στο Γιάννη.

Τους έτρεξα στο γιατρό, που μου είπε πως τους σώζουμε στο τσακ. Τους έκανε ό,τι περνούσε απ' το χέρι του, τους πήρε αίμα, τους έβαλε ορούς, αντιβιώσεις, πάστες, χάπια, χίλια δυο. Για να μην τρέχω κάθε τρεις και λίγο, μου έδωσε κάποιες ενέσεις και μου έδειξε πως να τους τις κάνω, αν και όπως είπε, είναι “αντικανονικό”. Τα βασάνισα αρκετά τα καημένα, μα στο τέλος την βγάλανε καθαρή. Πάντως μέσα σε ένα χρόνο τα μικρά είχανε κάνει περισσότερα ιατρικά έξοδα απ' ότι είχα κάνει εγώ σε μια πενταετία.

Από αρρώστιες λοιπόν ήταν εντάξει, όχι όμως και από ψύλλους. Δεν πάει το μυαλό μου που σκατά μπορεί να κυλιότανε όσο έλειπα, είχαν μαζέψει όμως στη γούνα τους παράσιτα-κομμάντο. Τις επίλεκτες μονάδες κρούσης. Τη αντίστοιχη Λεγεώνα των Ξένων. Ότι κι αν δοκίμασα δεν είχε επίδραση. Ούτε αμπούλες, ούτε σπρέι, ούτε γιατροσόφια, τίποτα. Επί ένα μήνα τα γατιά, το σπίτι κι εγώ ήμασταν γεμάτοι ψύλλους.

Ψύλλους, όχι μαλακίες. ΠΟΛΛΟΥΣ. Γιατί λίγο πολύ, οι περισσότεροι που έχετε ζώα θα σας έχει τσιμπήσει κάνα δυό φορές, άντε να έχετε ξηλώσει και κανένα απ' τη γούνα τους και φοβάμαι πως θα παρεξηγηθούνε τα λεγόμενά μου. Μιλάμε για στρατό. Διμοιρίες. Μιλιούνια. Ολόκληρο το γαμημένο σώμα του κράτους. Και ανθεκτικούς. Πρακτικά αθάνατους. Να πας να τους κάνεις κλατς και να σου πηδάνε στο μάτι.

Για να γίνω πιο σαφής, αυτή ήταν η καθημερινή μου ρουτίνα για ένα μήνα και κάτι ψιλά:

Ξυπνάω το πρωί κουλουριασμένος στην κορυφή του κρεβατιού με τα γατιά στην άκρη, σε όσο μεγαλύτερη απόσταση γίνεται για να μην πηδάει πάνω μου η μάστιγα. Σηκώνομαι, τεντώνομαι. Τινάζω από τα πόδια μου στο πάτωμα καμιά εικοσαριά μαυράκια που αρχίζουν να πηδάνε προς κάθε κατεύθυνση. Κάνω το ίδιο και στα χέρια, και στο στήθος και... βασικά παντού, είμαι γεμάτος τρίχες ο μπάσταρδος.

Αφού τινάζω όσο περισσότερα μπορώ, απομακρύνομαι τρέχοντας για να μην ξαναπηδήξουνε πάνω μου. Ταΐζω τα γατιά από απόσταση ασφαλείας. Τα βγάζω έξω και τα ψεκάζω με ειδικό ματζούνι δικής μου παραγωγής γιατί αν τα ψεκάζω κάθε μέρα με αντιψυλλικό θα ψοφήσουν. Τα χτενίζω σχολαστικά και τα κλείνω έξω. Για τις επόμενες ώρες ψεκάζω όλες τις επιφάνειες και τις πιθανές εστίες με μείγμα ισχυρών χημικών. Σκουπίζω τα πτώματα, σφουγγαρίζω με ξύδι. Είχα ένα μικρό τσουβάλι δαφνόφυλλα τα οποία είχα σκορπίσει σε όλο το σπίτι, τα αντικαθιστώ με φρέσκα.

Αφού τελειώσω, κάνω καυτό ντους με τρίτο φυτικό μείγμα. Κάνω καφέ, αράζω στο γραφείο με τα πόδια πάνω παρατηρώντας τα μικρά μαυράκια να κόβουν βόλτες μαστουρωμένα στο γαμημένο το δάσος των τριχών μου, πηδώντας χαριτωμένα πέρα δώθε. Τα πιάνω και τα σκοτώνω ένα προς ένα. Φέρνω στο μυαλό μου χαρούμενες μέρες. Καταπίνω την κρίση πανικού. Προσπαθώ να μην κλάψω.

Αυτό, σε επανάληψη, επί μέρες, βδομάδες. Μου φάνηκε χρόνια, μα τελικά, πέρασε και αυτό. Επιβιώσαμε. Δεν διέθετα τα 500 γιουρά που ήθελε ο εξολοθρευτής, άσε που και να τα 'χα, ποιός θα μας φιλοξενούσε για δέκα μέρες και τους τριακόσιους? Είχα κόψει επαφές με όλους μέχρι να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα. Είχα σκεφτεί σοβαρά να ξυρίσω όλο μου το σώμα και μαζί και τα γατιά, ήμουνα σε ένα πολύ σκοτεινό μέρος. Οι ψύλλοι είναι σίγουρα το δεύτερο χειρότερο παράσιτο με το οποίο έχω έρθει αντιμέτωπος, μα αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Σύντομα ήρθε η ώρα να αποχαιρετήσω την Κρήτη, και όπως απαιτεί το τζενέρικ στερεότυπο του χαμένου κορμιού, να μετακομίσω στο υπόγειο της μάνας μου, μαζί με τα δυό μου γατιά.

Ήτανε πολύ απλό στο μυαλό μου. Θα τα χαπάκωνα, θα τα έχωνα σε ένα ευρύχωρο κένελ και θα τα έφερνα στο Βόλο. Δώδεκα ώρες ταξίδι με το πλοίο. Τέσσερις με το λεοφωρείο μέχρι τη Λάρισα. Εκεί θα τα έβγαζα να βοσκήσουνε στο πάρκο δεμένα με λουράκι δικής μου ευρεσιτεχνίας ώστε να μην βουτήξουν στις ρόδες του πρώτου αμαξιού, μετά τρένο για Βόλο και βουαλά!

Όμως η μοίρα εδώ με γάμησε. Τίποτα δεν πήγε όπως το είχα σχεδιάσει. Πήρα το κένελ μέρες πριν και τα έβαζα συχνά μέσα να το συνηθίσουνε για να μην τους πέσεις βαρύς στο ταξίδι ο εγκλεισμός. Και ο Μπουκόφσκι κομπλέ, κύριος. Ο Λουτσιάνο όμως ρε πούστη μου, να μην το μπορεί καθόλου. Μα καθόλου. Μόλις τον έβαζα μέσα ούρλιαζε σαν να το σφάζουνε και γούρλωνε τα μάτια, έβγαζε αφρούς και δάγκωνε τα κάγκελα μέχρι να ματώσουνε τα ούλα του. Δεν μπορούσα να τον ηρεμήσω με τίποτα. Ο φουκαράς μου είχε φάει πολύ γερό τραμπάκουλο μέσα σε εκείνο το κουτί παπουτσιών την μέρα που τον βρήκα. Του είχε μείνει τραύμα. Ποιός ξέρει πόσες ώρες ούρλιαζε εκεί μέσα. Μπορεί και μέρες. Και όλα αυτά τα πέρα δώθε στους γιατρούς όντας ετοιμοθάνατος.. Ήταν χαλασμένο το γατί.

Δεν μπορούσα να το ρισκάρω και να τους βάλω μαζί στο κλουβάκι. Φοβόμουνα πως θα ξεσκιζόταν μεταξύ τους καθ' οδόν. Άντε κυνήγα γατιά μετά μέσα στο πλοίο. Άντε ξαναβάλτα μέσα. Αποφάσισα να αφήσω τον μικρό στο σπίτι μιας φίλης μου και να πάρω μόνο τον Μπουκόφσκι. Τον Λουτσιάνο θα γύρναγα να τον πάρω σε κάποιο μελλοντικό ταξίδι.

Την μέρα πριν φύγουμε την περάσαμε οι τρεις μας. Τους πήρα βόλτα στη γειτονιά, αράξαμε στην αλάνα. Τους πήγα να χαϊδευτούνε για τελευταία φορά στους γέρους και τα πιτσιρίκια, μανουριάσαμε τις αδέσποτες. Μαγείρεψα δύο κιλά γαύρο, έβαλα γραβάτα, άναψα κεριά. Τους άφησα να φάνε πάνω στο τραπέζι, όλοι απ' την ίδια πιατέλα. Είδαμε ταινία αγκαλιά, και το βράδυ άφησα το Λουτσιανίτο να κοιμηθεί πάνω στο λαιμό μου. Γουργούριζε ασταμάτητα μέχρι το πρωί.

Λίγες ώρες πριν φύγει το καράβι, χαπάκωσα τον μικρό. Όταν γλάρωσε αρκετά τον έβαλα όσο πιο γλυκά μπορούσα μέσα στο κλουβάκι μαζί με το πατσαβούρι που συνήθιζε να κοιμάται και ξεκίνησα για το σπίτι της φίλης μου.

Που να με πάρει ο διάολος. Το τι πανικό έκανε το καημένο το γατί δεν λέγεται. Δυό βήματα αφού βγήκα απ' την πόρτα άρχισε να ουρλιάζει δαιμονισμένα. Πάλευε με το κουρέλι του και έκοβε γύρες σαν μπέιμπλεϊντ, λες και το πνίγανε.

Πήγαινα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Ο Μπουκόφσκι στο μεταξύ μας είχε πάρει απο πίσω με την τρίχα σηκωμένη μοϊκάνα μυρίζοντας το κλουβί, μπλεκότανε συνέχεια μες στα πόδια μου και έβγαζε ανήσυχες λεπτές φωνίτσες, μέχρι τον κεντρικό. Δεν είχε ξαναέρθει ποτέ τόσο μακριά.

Είχα πανικοβληθεί. Λίγο πριν μπω στην κυκλοφορία τον έδιωξα με τις κλωτσιές από φόβο μην τον πατήσει κάνα αμάξι. Ο μικρός χτυπιότανε πέρα δώθε στα τοιχώματα μανιασμένα, το κένελ μου 'πεσε δυό φορές από τα χέρια. Πώς ένα τόσο μικρό πλάσμα έκανε τόσο πανικό δεν το χωράει ο νους μου. Σπάραξε η καρδιά μου εκείνο το εικοσάλεπτο μέχρι να φτάσω.

Ταξί δεν με έπαιρνε. Οι βρωμιάρηδες οι ταρίφες δεν μας καταδεχότανε, και στο μεταξύ ο Λουτσιάνο είχε κυριολεκτικά χεστεί από το φόβο του, πασαλείβοντας το κλουβί και τον εαυτό του πατόκορφα. Λίγα μέτρα πριν το σπίτι της φίλης μου είχε πέσει σε μια ημικατατονική κατάσταση. Το μόνο που ακουγόταν ήτανε μια σειρά από αδύναμους, παροδικούς λυγμούς, και μετά τίποτα. Φοβόμουν πως είχε πάθει καρδιακή προσβολή.

Το πρόσωπο της κοπέλας όταν άνοιξε την πόρτα δεν περιγράφεται. Εγώ ήμουν τρομοκρατημένος. Έβγαλα προσεκτικά το γατί, άφησα το κλουβί απ' έξω και τον πήγα κατευθείαν στο μπάνιο. Τον έπλυνα όσο καλύτερα μπορούσα, τον στέγνωσα, τον κανάκεψα λίγο να ηρεμήσει και τον άφησα στο κυρίως δωμάτιο. Αυτός έτρεξε βολίδα και κρύφτηκε κάτω απ' τον καναπέ ακόμα σε κατάσταση σοκ.

Ήθελα να κάτσω γαμώτο, να τον ηρεμήσω, να γνωριστεί καλύτερα με την κοπέλα. Να μην τον αφήσω έτσι. Μα το κλουβί ήταν γεμάτο σκατά, το πλοίο έφευγε σε λιγότερο από μία ώρα και ανησυχούσα πως γυρνώντας σπίτι δεν θα έβρισκα τον Μπουκόφσκι. Δεν ήθελα διάολε η τελευταία φορά που βλέπω το καλό γατί να είναι έτσι. Μιά κιτρινόασπρη βρεγμένη μπαλίτσα φόβου κάτω απ' τον καναπέ. Μα δεν είχα περιθώρια, ούτε επιλογή.

Γύρισα τρέχοντας σπίτι και ευτυχώς βρήκα τον γάτο αραχτό στον καναπέ. Τον χαπάκωσα, έπλυνα το κένελ όσο καλύτερα μπορούσα, πέζεψα τα μπαγκάζια μου και έφυγα φουριόζος για λιμάνι. Το βράδυ δεν έκλεισα μάτι στο πλοίο.

Ο Μπουκόφσκι αποδείχθηκε πολύ κυριλέ ταξιδιώτης. Στο πλοίο τον άφησα λίγο και τον χαϊδολογούσανε κάτι φοιτήτριες. Στο λεωφορείο πήγε μονάχα να κάνει λίγο πανικό, μα όταν τον έβγαλα στην Λάρισα ηρέμησε. Φτάσαμε Βόλο χωρίς επεισόδια. 

Συνήθισε το χώρο με τη μία. Η γειτονιά ήταν παράδεισος σε σχέση με το πεδίο πολέμου της Αγίας Τριάδας. Σύντομα έκοβε βόλτες χαλαρός, με πήγαινε μέχρι το περίπτερο και πίσω. Γυρνούσε γεμάτος γρατσουνιές, πετσί και κόκκαλο μετά από σεξουαλικές εξορμήσεις ημερών. Οι άλλοι γάτοι σιγά-σιγά την κοπάνησαν, και μέσα σε λίγο καιρό όλες οι γειτόνισσες μάθανε τον Κρητικό γάτο με το δύσκολο όνομα. Οι περισσότερες -μαζί και η μάνα μου- τον φωνάζανε Μπουμπούκο. Τουλάχιστον δεν τον φωνάζανε Μπουκίτσα.

Όμως δεν ήτανε ποτέ το ίδιο. Μπορεί να ήταν καθαρά κάτι ανθρώπινο, εντελώς δικό μου, μα είχα την εντύπωση πως ο Μπουκόφσκι ήταν μελαγχολικός, πως του έλειπε ο αδερφός του. Η Τριανδρία μας είχε σπάσει. Μου φαινόταν παράξενο να βλέπω τον ασπρόμαυρο γάτο να κόβει βόλτες χωρίς το μικρό κεραμιδί κολλημένο στο πλευρό του. Να κοιμάται πάνω στο γραφείο μου μόνος του, χωρίς κάποιον να του σπάει τα νεύρα με την πρώτη ευκαιρία. Κατά πάσα πιθανότητα είχε βρει επιτέλους την ηρεμία του το γατί, μα εγώ πνιγόμουνα απ΄ τις ενοχές.

Όσο και να ήθελα όμως τον Λουτσιανίτο μαζί μου στο Βόλο, ήξερα πως του ήταν αδύνατον να κάνει αυτό το ταξίδι. Το γλυκό κεραμιδόγατο ήταν γραφτό να περάσει την υπόλοιπη ζωή του στο νησί.

Με την κοπέλα τα πήγανε πολύ καλά και θέλω να πιστεύω πως αγαπηθήκανε και είναι χαρούμενοι. Λέω θέλω να πιστεύω, γιατί, αν και επέστρεψα στην Κρήτη μου ήταν αδύνατον να τους επισκεφτώ. Ένιωθα πως τον πρόδωσα, κι αυτόν κι εμένα και τον Μπουκόφσκι, την Τριανδρία μας, τη μυστική συμφωνία που κάναμε εγώ κι οι δυό μου γάτοι να πάρουμε τη ζωή καβάλα, μαζί. Έχασα επίτηδες κάθε επαφή. Πλέον δεν θυμάμαι ούτε το όνομά της. Ίσως κάποτε να τους ξαναδώ, ίσως και όχι.

Το υπόγειο της μάνας μου δεν με κράτησε. Η τύχη το 'φερε έτσι που στην εξίσωση της ζωής μου προστέθηκαν για λίγο καιρό μία κοπέλα κι ένας σκύλος, ο οποίος, αν και πολύ λίγο μεγαλύτερος από γάτα, δεν τα πήγαινε καθόλου καλά με τις γάτες. Ο Μπουκόφσκι δυσανασχετούσε. Στην αρχή με απέφευγε και μου ΄κανε χου. Μετά άρχισε να λείπει για μέρες, περισσότερες απ' ότι συνήθως.

Με την κοπέλα και το σκύλο μετακομίσαμε σε άλλη πόλη και πίστεψα πως θα 'βρισκε την ησυχία του. Όταν όμως γύρισα σπίτι πλέον μόνος μου, ο Μπουκόφσκι δεν ήταν πια εκεί. Η ξαδέρφη μου λέει πως τον είδε στο σπίτι μιας γιαγιάκας πέντε τετράγωνα πιο πάνω, κι όταν τον φώναξε την αγνοούσε. Ο γάτος μου την είχε κάνει. Και δεν τον κατηγορώ. Εγώ, που του πρόσφερα σπίτι και συντροφικότητα, πρώτα του έφερα ένα άλλο γάτο, αφού συνήθισε του τον στέρησα, τον μετακόμισα, και στο καινούριο σπίτι πρώτα του έφερα ένα σκύλο και μετά τον εγκατέλειψα. Ποτέ δεν ήμουν κακός αδερφός, μα δεν ήμουν σωστός αδερφός, και το πλήρωσα.

Ίσως αν είχα προσπαθήσει περισσότερο να είχα καταφέρει τον μικρό με το κλουβάκι, να τον έφερνα στο Βόλο. Ίσως αν είχα κάνει κάποιες διαφορετικές επιλογές, κάποιες μικρές θυσίες, να κατάφερνα να κρατήσω την Τριανδρία μας ενωμένη.

Μα ήταν μοιραίο. Δεν ξαναείδα ποτέ ούτε τον Μπουκόφσκι, ούτε το Λουτσιάνο.

Και τώρα εγώ είμαι εδώ, για ακόμη μια φορά στην Θεσσαλονίκη, ξανά φιλοξενούμενος σε ένα σπίτι με τρία γατιά. Τη Τζέλα, που τη βρήκε η αδερφή μου ετοιμοθάνατη στο δρόμο, τη Μινού, την κόρη της από την πρώτη γέννα και το Νούμερο Τρία, το τελευταίο γατί από τη δεύτερη γέννα που -όπως κι εγώ- ψάχνει σπίτι.

Και είναι γλυκό γατί το Νούμερο Τρία, και κάθε νύχτα που 'μαι εδώ τρυπώνει κάτω απ' τα σκεπάσματα, ακουμπάει πάνω στο σώμα μου και κοιμάται. Μα δεν γουργουρίζει σαν τον Λουτσιανίτο. Δεν με κοιτάει στα μάτια όπως ο Μπουκόφσκι.

Πέρασαν χρόνια από τότε που τους είδα τελευταία φορά, ο καθένας μας πήρε το δρόμο του. Πέρασαν πολλά ζώα απ' τη ζωή μου μα κανένα δεν έμεινε, και η αλήθεια είναι πως δεν μπόρεσα να αγαπήσω κανένα όσο αγάπησα τα δυό μου αγόρια. Νομίζω πως κάποιες αγάπες είναι πιο δυνατές από τις άλλες, καταδικάζουν τις επόμενες να ανθίζουν στη σκιά τους.

Τα δυό μου αγόρια. Μέσα στα αίματα, αρρωστιάρικα, τίγκα στους ψύλλους. Μακάρι να μπορούσα να κλείσω το χρόνο σε μια γυάλα. Μπουκόφσκι Πιάνο Κρίσμας, Λουτσιάνο Ντίσκο Πάρανταϊς, ατέλειωτες νύχτες καθισμένοι στο περβάζι, μπροστά απ' το έρημο σταυροδρόμι της γειτονιάς.