Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2015

Τα σκοτεινά κορίτσια της Ερμού

Πέρασαν και οι τρεις βιαστικά από μπροστά μου, τρέχοντας, γελώντας, κρατώντας η μία την άλλη μη χάσουν την ισορροπία τους πάνω στις δεκάποντες γόβες. Ξεφωνίζανε κάτι στη γλώσσα τους, κοντοστάθηκαν δυο μέτρα δίπλα μου. Η μία γύρισε πίσω βιαστικά, έριξε ένα τσαλακωμένο δεκάρικο στο κασελάκι του κλαρίνου, μου χάρισε ένα κάτασπρο χαμόγελο, γύρισε στις φιλενάδες της κι αρχίσανε πάλι το άτσαλο ποδοβολητό. Απ' την αντίθετη κατεύθυνση τα γαλάζια, σπασμωδικά φώτα αντανακλούσαν στις τζαμαρίες του σκοτεινού πεζόδρομου τρομάζοντας τις γάτες και τους λιγοστούς περαστικούς. Φώναξα ευχαριστώ ενώ αυτές χάνονταν σε ένα στενό, αφήνοντας πίσω τους τσιρίδες και γέλια.

Και μετά, σιωπή.

Ψιλόβροχο, ψυχρούλα, οι δρόμοι άδειοι. Κασκόλ, κομμένα γάντια, μεταξά στην τσέπη του παλτού. Θα 'ναι δε θα 'ναι μεσάνυχτα, μα σ' αυτή τη γειτονιά κανείς δεν έχει πρόβλημα, παίζω όσο και όποτε γουστάρω.

Τα γαλάζια φώτα χάνονται. Ένα κορίτσι από πάνω μου άκουσε το θόρυβο και βγήκε στο παράθυρο. Με βλέπει και κάνει με τσαχπινιά “Μη σταματάς βρε, θα μας τα κλάσουν.” Χαμογελάω. Φέρνω το όργανο στα χείλια, κλείνω τα μάτια.

Κάποτε που το λιμάνι του Βόλου ζούσε τη χρυσή του εποχή ο πεζόδρομος της Ερμού είχε δύο κόκκινα φώτα κάθε πρώτο στενό. Κάθε που τους αδειάζανε, τα ναυτάκια πλένανε τις μασχάλες τους στο νεροχύτη και ερχόταν να ξεδώσουν στα κορίτσια.

Δεν πρόλαβα και πολλά απ' τα παλιά μεγαλεία, μονάχα κάτι μπουρδελότσαρκες, Σάββατο βράδυ με φίλους που μου ρίχνανε δυο κεφάλια και καμιά δεκαετία. Μπαίναμε μέσα, καθόμασταν στον προθάλαμο που βρώμαγε φτηνό αρωματικό χώρου ανακατεμένο με ξύδι, μετά από λίγο ερχόταν και η τσατσά να μας δείξει την κοπέλα. Συνήθως όταν με έβλεπε έλεγε κάτι του τύπου “Καλέ, αυτό είναι μωρό, θα μας δέσουν όλους εδώ μέσα!” και όλοι γελούσανε, και της αντιγυρνούσανε κάτι του τύπου “Μωρό, μωρό... άμα σε βάλει κάτω όμως το μωρό!” και μου τρίβαν τα μαλλιά, και γω χαμογελούσα περήφανα και πονηρά μέσα απ' τα δόντια μου.

Σαν ερχόταν η σειρά των δικών μου, πριν μπούνε μέσα μου αφήνανε τον ζίππο και το πακέτο με τα μάλμπουρα να μην γκρινιάζω όσο τους περιμένω, και εγώ τα άναβα δυο-δυο και έδινα πάντα το ένα στην τσατσά, που στεκόταν δίπλα μου και έλεγε “Να βρε γομάρια, έτσι φέρονται, εσείς μόνο να ιδρώνετε ξέρετε!” Μετά ερχόταν οι δικοί μου, χαιρετούσαμε και φεύγαμε, και ένιωθα πάρα πολύ μάγκας που με βλέπαν τα άλλα τα μυξιάρικα να βγαίνω απ' το μπουρδέλο και να με χαιρετάει η τσατσά.

Τώρα, δεν ξέρω. Μεγάλωσα, δεν μοιάζουν τόσο γλυκά τα πράγματα. Άλλαξε και ο κόσμος, γέμισε ο τόπος σκληρούς και ασήκωτους μου φαίνεται καμιά φορά. Σαν βλέπω τα κορίτσια δεν μου γεννιέται το πονηρό χαμόγελο της παιδική ηλικίας, μονάχα θλίψη και απόγνωση μυρίζω πάνω τους. Και τα μπουρδέλα αλλάξανε. Το γλυκό και πρόστυχο κόκκινο φως που έκανε τα στενά να μοιάζουν με σκηνικά από αστυνομική ταινία έγινε άσπρο, τα στενά αποστειρώθηκαν, θυμίζουν νοσοκομεία.

Και τα βλέπω κάθε μέρα τα σκοτεινά κορίτσια της Ερμού που δουλεύουν πεζοδρόμιο, ίδια ώρα πιάνουμε δουλειά. Πάντα στην πένα, βαμμένες με κόκκινο κραγιόν στα σαρκώδη χείλια, γεμάτες παράξενα μπιχλιμπίδια, με φανταχτερά μπουφάν και τα μαλλιά καλλοχτενισμένα, πότε αφάνα, πότε ολόισια, τα μάτια τους να αστράφτουν κάτασπρα στη νύχτα. Με χαιρετάνε, τις χαιρετάω, και καμιά φορά μπορεί να πούνε “Έλα, πάμε.”, μα η απάντηση θα είναι πάντα η ίδια.

Στη μια γωνιά στήνομαι εγώ, στην άλλη αυτές. Παίζω τα μπλουζ κι αυτές κουνιούνται στο ρυθμό, τις βλέπω να φεύγουν αγκαζέ με τους πελάτες και μετά από λίγο να γυρνάνε μοναχές, και μια φορά που η μία περνούσε από μπροστά μου παρέα με ένα κουστουμάτο ψαρομάλλη του λέει, “Άντε, δώσε και στο παιδί, αφού έχεις!”, και ο τύπος γέλασε και μου 'ριξε πεντάευρο. Και δυο φορές περάσαν κάτι μουνόπανα και τις πείραζαν, τις άκουγα να φωνάζουν “Α, μη χτυπάς!”, και οι τύπου λέγαν “Μη χτυπάω? Σκυλαράπω, τυχερή είσαι αν δεν σου κόψω τη μύτη, ακούς?” μα αυτές δεν μασάνε. Και κάθε που βρέχει έρχονται δίπλα μου στο υπόστεγο και κάνουν πως χορεύουν και γελάνε. Και όταν τελειώνω και πάω να λύσω το όργανο μου λένε, “Το κλείνεις το μαγαζί? Πάει για απόψε? Αυτό ήτανε?”, και αναρωτιέμαι αυτές τι ώρα να σχολάνε μα ντρέπομαι να τις ρωτήσω.

Ίδια ηλικία θα 'χουμε, και διάολε, δεν ξέρω τι φίδια κουλουριάζουνε στο στήθος τους, και άμα τα βράδια που πλαγιάζουνε πλαντάζουν στο κλάμα κι απελπίζονται, μα πάντα είναι με το χαμόγελο στο στόμα τα κορίτσια της Ερμού. Καμιά φορά με μάτια δακρυσμένα, τρεκλίζουν και κουτσένουνε, κι όταν δε βγαίνουνε ή αργούνε να γυρίσουν με κάνουνε κι αναρωτιέμαι, κι ανησυχώ. Μα πάντα, πάντα θα μου χαμογελάσουν, θα μου παίξουνε τα βλέφαρα όταν με δούνε τα κορίτσια της Ερμού.

Κι εγώ τους παίζω μουσικές, όσο πιο δυνατά μπορώ, κλείνω τα μάτια και λυγίζω τις νότες μου να σπάσει λίγο το σκοτάδι, να βγάλουμε κι αυτή τη νύχτα γελαστοί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου