tag:blogger.com,1999:blog-52424098368985402024-03-19T05:50:25.652-07:00Ο Κόσμος από ΚάτωΙστορίες, αηδίες και υπέροχες ξεφτίλες.Unknownnoreply@blogger.comBlogger26125tag:blogger.com,1999:blog-5242409836898540.post-42137012619515866732020-03-20T12:19:00.001-07:002020-03-20T12:19:56.837-07:00Τα Παρτέρια της Θερινής Μπουρζουαζίας<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgxn3-nO2P6YRyXHvpBnUshaE-W2yvfwaXIRDrXoUUO0uXSaPWKptHAvrUe5wlTTmI7PObq3PCC57r1NVGVIIXoG3367-Tg1viRDmakCZjuvkhS0DOESVhofxN2vAAUMYUXCEEUqytbGA/s1600/IMG_20200320_205233.jpg" imageanchor="1" style="clear: left; float: left; margin-bottom: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="300" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgxn3-nO2P6YRyXHvpBnUshaE-W2yvfwaXIRDrXoUUO0uXSaPWKptHAvrUe5wlTTmI7PObq3PCC57r1NVGVIIXoG3367-Tg1viRDmakCZjuvkhS0DOESVhofxN2vAAUMYUXCEEUqytbGA/s400/IMG_20200320_205233.jpg" width="400" /></a></div>
<br />
Και να ‘μαι, καθισμένος ξανά στη μαύρη δικτυωτή πολυθρόνα, σετάκι-προσφορά με τις πέντε αδερφές της και το γυάλινο τραπέζι να πίνω το φραπεδάκι μου κάτω απ’ την πέργολα. Με τον γκρίζο, ανοιξιάτικο ουρανό έτοιμο να πέσει στην αυλή να σπάσει, με τον κήπο δουλεμένο ώρες απ’ το πρωί, χωρίς αγριόχορτα να πνίγουν πια τις τριανταφυλλιές, τους θάμνους και τα λοιπά άγνωστα μα κλασσικά καλλωπιστικά.<br />
<br />
Να μαι πάλι εδώ, σε μια απ’ αυτές τις προκάτ παραλιακές γειτονιές, σε ένα απ’ τα εξήντα σπίτια που χτίστηκαν ταυτόχρονα μέσα στην προηγούμενη εικοσαετία ως συγκρότημα και πουλήθηκαν ξεχωριστά σε γιάπηδες και μικροαστούς που πάντα ήθελαν ένα εξοχικό δίπλα στη θάλασσα, μα όχι πολύ μακριά απ’ την πόλη. <br />
<br />
Τώρα είναι καλά. Το καλοκαίρι όμως γίνεται ο κακός χαμός εδώ. Ταβέρνες και μοτέλ, ρεντ ε μπόατ, ρεντ ε ρουμ, ρεντ ε γκερλ. Θες δε θες γίνεσαι συνεχώς μάρτυρας στην τρέλα τους. Στα χαϊλίκια της σεζόν που σφύζει ο τόπος λουόμενους χρειάζεται χάπια. <br />
<br />
Γάματα. <br />
<br />
Ακούς τη θεία από δίπλα να δέρνει το σκύλο και θες να πάρεις τη φιλοζωική. Ακούς την άβγαλτη 20χρονη μάνα με την επιλόχειο κατάθλιψη να ουρλιάζει στο παιδί και θες να πάρεις την πρόνοια. Ακούς τους συνομήλικους σου να τα λένε ελαφρώς μεθυσμένοι στις βεράντες και θες να πάρεις τα βουνά. <br />
<br />
Η αμμουδιά, μια αηδία. Το νερό μυρίζει αντηλιακό. Παντού γόπες και πτώματα από φρέντους εσπρέσους. Στα λιγοστά τετραγωνικά μέτρα που δεν έχουν κοτσάρει ξαπλώστρες και ομπρέλες οι καφετέριες, αυθάδεις γόνοι νεόπλουτων επαρχιωτών γκρινιάζουν, φτύνουν και ουρλιάζουν σαν τσακάλια, επαγγελματίες ρακετίστ γεμίζουν ασφυκτικά τον χώρο με χιλιάδες τακ-τοκ, ξεκωλιάρες και σφίχτες ξεκωλιάζονται στα όρθια. <br />
<br />
Κάθε Πέμπτη λάιβ στην ταβέρνα. Κλαρίνα από το Άλφα του Κενταύρου και συνθεσάιζερ οκτώ διαστάσεων στη ΔΙΑΠΑΣΩΝ, δεν την γλιτώνεις πουθενά. Αλλά όλες τις υπόλοιπες μέρες, η κιθάρα τους ενοχλεί, η μουσική τους ενοχλεί, οι ταινίες τους ενοχλούν. Φοβάσαι να τσουγκρίσεις τη μπύρα σου, φοβάσαι μην κλάσεις λίγο πιο δυνατά και ξυπνήσεις την κυρά Χαρίκλεια που παίρνει τρία ντεπόν τη μέρα από χόμπι. Μόνο όταν πηδιόμαστε κάνουνε μόκο, εκεί τους πιάσαμε. Αυτός ο γελοίος, παραδοσιακός πουριτανισμός που τόσο τους πάει δεν θα τους άφηνε ποτέ να αναγνωρίσουν το σεξ σε οποιαδήποτε μορφή. Είναι κάτι που δεν θέλουν να αναφέρουν, αν και είμαι σίγουρος πως σπάνια βγαίνει απ’ το μυαλό τους. Είναι ντροπή, ιτς ε νόνο. Δεν έχουν πούτσες και μουνιά, έχουν βρακιά. Δεν έχουν βυζιά, έχουν σουτιέν. Δεν έχουν καύλες, αναστατώνονται.<br />
<br />
Ευτυχώς έχουμε μήνες ακόμα μέχρι αυτά. Τώρα, καλά περνάμε. Μπυρίτσες στην αυλή από το μεσημέρι, βόλτες μέχρι το διπλανό χωριό μέσα από χωράφια και ελαιώνες, είναι ένα ευχάριστο διάλειμμα απ’ το τσιμέντο. Γουστάρω, απλά, να. Νιώθω λίγο έξω απ’ τα νερά μου. Από σπόντα βρέθηκα εδώ, μέρη σαν αυτό μόνο απ’ έξω τα ‘βλεπα μέχρι τώρα. <br />
<br />
Ο φίλος μου ο Μήτσος λέει πως αν δεν χρωστάς τουλάχιστον τρία χιλιάρικα και δεν πίνεις Βατ 69 δεν μπορείς να λες πως είσαι άντρας. Έ, κάπως έτσι και εδώ, νιώθω πως δεν ανήκω. Πως είμαι μια μπυροκοιλιά στον έβδομο μήνα, ένα πενταψήφιο χρέος και δύο διαζύγια πολύ λίγος για ένα μέρος σαν αυτό. <br />
<br />
Το καλοκαίρι εδώ, μου φαίνεται σαν μια μικρή, πλαστή πραγματικότητα δίπλα απ’ την απτή. Δεν μπορείς να πεις πως δεν έχει καρδιά όμως. Το χειμώνα δείχνει τα αληθινά της χρώματα αυτή η γειτονίτσα στη μέση του πουθενά. Με τις πάπιες να κρώζουν και τα βατράχια να λαλάζουν στο έλος, με τα λιγοστά κίτρινα φώτα που πιό πολλά κρύβουν παρά κάνουν να φαίνονται και τα ανήσυχα ψωριάρικα αδέσποτα, τους αληθινούς κατοίκους αυτού του τόπου να σου δαγκώνουν τα μπατζάκια.<br />
<br />
Χτες βράδυ έπιασα μια ξεκούρδιστη, βραχνή λύρα να αχνοπαίζει μέσα από κλειστά παράθυρα. Βγήκα και την βρήκα. Ένα παππούδι είχε πιάσει το παλιό όργανο και καθισμένος στο ντιβάνι ξαγρυπνούσε και γρατσούναγε. Πριν προλάβω να τον χορτάσω, σταμάτησε. Αγανάκτησε, ή ντράπηκε που έπιασε το γυφτόξυλο τώρα στα γεράματα. Ελπίζω να το ξαναπιάσει. <br />
<br />
Μια γλυκιά θεία κόβει βόλτες την παραλία κάθε νύχτα με το πατσαβούρι της απ’ το λουρί και μια δεκαριά μπασταρδάκια συνοδεία. Όλα τη φοβούνται και την σέβονται, είναι η βασίλισσά τους εδώ γύρω. Δυο τρεις φορές που γυρνούσαμε σπίτι νύχτα και μας την πέσανε βγήκε σαν το μπάτμαν μέσα απ’ τις σκιές κι αυτά λουφάξανε αμέσως. <br />
<br />
Δίπλα απ’ την πόρτα του σπιτιού και πάνω στον υπόνομο έχει φυτρώσει ένα μικρό πλατανάκι, ένα μέτρο δέντρο. Οι γείτονες λένε πως είναι πάνω από δέκα χρόνια έτσι. Δεν θέλει να μεγαλώσει παραπάνω, ή δεν το αφήνουνε. <br />
<br />
Είναι και τα αχόρταγα μάτια όλων των ντόπιων μες στη συνταγή, που μας βλέπουν αγκαζέ και βάζουν μπρος τις φήμες. Ψοφάνε για κουτσομπολιό οι φουκαράδες. Μετά απ' τους χιλιάδες χιλιάδων αγνώστους που παρελαύνουν κάθε χρόνο μέσα απ' τις ζωές τους φαντάζομαι νιώθουν την ανάγκη να χωθούν κι αυτοί στις δικές μας, έτσι, για εκδίκηση.<br />
<br />
Τι να τους κάνεις? Μία ακόμη μικρή γωνιά του κόσμου. Με τα κουνούπια της, με τους κιτς νάνους του κήπου, με την ανεξήγητη κραυγή πόνου πέντε η ώρα το πρωί που θα σου κόψει το αίμα. Στον δρόμο παραπέρα, κάποιος αυτόχειρας μαρσάρει τη μπούσα σαν να μην υπάρχει αύριο. Το κλασικό ανοιχτό ραδιόφωνο παίζει κλασικά λαϊκά πίτα στο παράσιτο, συνοδευόμενο από βαθιά αααααχ και ουυυυχ, και βήχες όλο ροχάλα, και παραιτημένα μίζερα γαμωσταυρίδια.<br />
<br />
Μα έχεις και αστέρια αληθινά εδώ, όλο το φουστάνι του γαλαξία απλωμένο από πάνω σου, όχι τα δώδεκα που αχνοφαίνονται στην πόλη. Κοιτάς και χάνεις το μπούσουλα. Το νερό, πάγος, και για βουτιές μόνο από αληθινά γενναίους μα η παραλία μια μαγεία, ερημική κι ατημέλητη. Γεμάτη η άμμος από κατεστραμμένους θησαυρούς ξεβρασμένους απ’ το κύμα, φαγωμένους απ’ τ’αλάτι. Ένας κορμός, μια κυρτή σανίδα από ναυαγημένη βάρκα, ένα γυάλινο μπουκάλι βουλωμένο, χωρίς μήνυμα. Μια ακέφαλη μπάρμπι, τρύπιες πέτρες, πέτρινες τρύπες, 24 μπουκαλάκια με αγιασμό, μια θηλιά δεμένη με χοντρή τριχιά. Δεν πάει το μυαλό σου. Εδώ πετάει η θάλασσα τα αποφάγια της για μας, τους περιεργάκηδες ρακοσυλλέκτες που διαβάζουμε Οδύσσειες σε κομμάτια φθαρμένου πλαστικού. <br />
<br />
Κι όταν σουρουπώνει και σε χτυπάει ο δροσερός άνεμος μέσα απ’ τις καλαμιές, με τους γλάρους από πάνω να σερφάρουνε τα ρεύματα, με τις μακρινές ακτές πέρα απ’ τη θάλασσα βαθύ μελαγχολικό μπλε, με λιγοστά αχνά φωτάκια σκαρφαλωμένα στις ράχες τους. Να γεύεσαι το αλάτι στα χείλη σου, να χώνεσαι βαθιά στο πουλόβερ όσο πλησιάζει η νύχτα. Τα παράθυρα των εξοχικών ερμητικά κλειστά, μπικίνια και πετσέτες περιμένουν υπομονετικά μες στα συρτάρια. Οι ομπρέλες από φύλλα φοίνικα ξεμαλλιασμένες, καφετέριες και ρεστοράν με αμπαρωμένες πόρτες, άδειες και γεμάτες άμμο οι άνετες αυλές. <br />
<br />
Μου θυμίζει αμυδρά κάποια σκηνή από ελληνική ταινία εποχής 2000. Δεν ξέρω πλέον ποια. Αυτή η αγριεμένη ερημιά του τιθασευμένου τόπου, η φυσική κατάσταση που επανέρχεται όταν τον αφήνουμε ήσυχο έστω και για λίγο. Η εικόνα με είχε αγγίξει στην παιδική μου ηλικία κι είναι ακόμα μαζί μου. <br />
<br />
Γλυκιά μπουρζουαζία. Όλοι παιδιά σου είμαστε. Σε λίγους μήνες θα γίνει η επέλαση των ασυνείδητων βαρβάρων μα τώρα είσαι ήσυχη γη, με τον τρόπο σου όμορφη .<br />
<br />
Μες στη δηθενιά ναι, μα ούτε μια φορά δεν έχω νιώσει να κλείνει γύρω μου η πέργολα να με πλακώσει, κι οι μέρες δεν μου φτάνουνε.<br />
<br />
Ναι, είναι καλά εδώ. Στο ορκίζομαι όμως, θα βγω παγανιά ένα απ’ αυτά τα βράδια, αναπαυτικά μουδιασμένος, και θα χέσω στα πεντάμορφα παρτέρια του κάθε μπουρζουαζέου παραθεριστή, για το γαμώτο. Γιατί μπορώ. Γιατί έτσι. Σκατά και τριαντάφυλλα, σκέτη ποίηση. Θα πούνε πως το κάνανε οι αλβανοί -πάντα έτσι λένε- μα εγώ θα ξέρω.<br />
<br />
Και τα πρωινά, πηγαίνοντας στην <i>plage,</i> θα τους χαιρετάω λίγο πιο αυθάδικα, λίγο πιο γλεντζέδικα, πιό άνετα, με μπρίο. Kαι θα με χαιρετάνε πίσω κι αυτοί, γιατί δεν έχουν επιλογή, γιατί απλά έτσι κάνουν.</div>
Unknownnoreply@blogger.com1tag:blogger.com,1999:blog-5242409836898540.post-34963562616123115222019-02-22T08:04:00.002-08:002019-03-03T03:34:08.396-08:00Αποδομητικά Παπιά<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgJ7bFCssryerT1tHNpZnDqEsac3ebUTbE79CmUyPegNncoVcSg7_q0yYCsiMGgMdWQn61gLh6nCuh3sUeEQQyu4XQfZX0MDGkwKkKA_Qiu0NN9fcYih0ik-auWv-Dv0yANdtd9HyLZQA/s1600/IMG_20181127_165757_HDR.jpg" imageanchor="1" style="clear: left; float: left; margin-bottom: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="400" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgJ7bFCssryerT1tHNpZnDqEsac3ebUTbE79CmUyPegNncoVcSg7_q0yYCsiMGgMdWQn61gLh6nCuh3sUeEQQyu4XQfZX0MDGkwKkKA_Qiu0NN9fcYih0ik-auWv-Dv0yANdtd9HyLZQA/s400/IMG_20181127_165757_HDR.jpg" width="300" /></a><br />
Γεια σου φίλε. Τι κάνεις? Σου ‘πα ψέματα τις προάλλες πως θα γράφω κάθε μήνα. Προς υπεράσπισή μου, είπα αυτολεξεί «κάθε μήνα, μέσες άκρες», αφήνοντας έτσι περιθώριο για μαλακία. Ή, δεν ξέρω. Μπορεί να ήξερα τι έκανα, κι ας μην ήξερα τι έκανα. Σπάνια ξέρω νομίζω, τι κάνω. <br />
<br />
Αυτό το κάνω συχνά όμως. Χάνομαι εννοώ. Ένας φίλος απ’ τα παλιά με είχε πάρει τηλ εξάφνου, και του πα, έλα Χάμπο, που ‘σαι, περίμενε γιατί με έπιασες στη μέση του μεσημεριανού, θα σε πάρω μόλις φάω. Τελικά τον ξέχασα. Και μετά που τον θυμήθηκα, τον άφησα, τον έχασα. Είχα σκοπό να τον πάρω μετά από καιρό και να του πω, έλα Χάμπο, έφαγα. Τι κάνεις! Μα πέρασαν πια τέσσερα χρόνια. Το αστείο ξέφτισε, δεν νομίζω πως το θυμάται πια. Μπορεί καν να μη ζει. <br />
<br />
Σου 'χω πει, δεν ξέρω γιατί είμαι έτσι. Οι φίλοι μου λένε πως είμαι μπάσταρδος. Λένε πως είμαι εγωίσταρος, νάρκισσος και εγωκεντρικός. Λοιπόν, δεν είναι λάθος. Μα αυτό δεν τους δίνει και δίκιο. Δεν ξέρω, απλά απολαμβάνω τη βόλτα. Δεν θα κρατήσει για πάντα, το έχεις σκεφτεί ποτέ αυτό? Εγώ το έχω. Με αγχώνει. <br />
<br />
Εδώ που λες. Κυριλέ πρωινή οκτάωρη δουλειά. Σπιτάρα γύφτικο παλάτι. Γυναίκα, μπάντες, μουσικές. Ζω το Αμερικάνικο Όνειρο. Ή μάλλον, το Βαλκανικό Χανγκόβερ. Ή μάλλον, σβήστο, ζω την Ελληνική Πραγματικότητα. <br />
<br />
Δεν είναι τόσο άσχημα. Είχα καιρό να βρίσκομαι εκτός βρόμικων, μουχλιασμένων ημιυπόγειων, ή φιλοξενούμενος / τσιμπούρι σε παρατρεχάμενους φίλους. Και θέλω να γράψω, «φίλους» ή, <i>φίλους,</i> αλλά βρίσκομαι εδώ και καιρό σε μια διαδικασία που υιοθετώ άλλη στάση ζωής, πιο, εχμ, θετική. Οπότε θα πω. Φίλους. Ή μάλλον, <i>θετική</i>. <br />
<br />
Είχα επίσης καιρό να έχω το δωμάτιό μου. Με το γραφείο μου, το γλυκό χάος απ’ τις σημειώσεις μου, τα όργανα και τα λάφυρά μου. Τον κήπο μου. Έναν άνθρωπο να μιλήσω, να πηδηχτώ και να αγαπήσω. Φράγκα. 250 στο παντελόνι κάθε δυο βδομάδες. Τι λες τώρα! Μαλάκα, μετά από τόσες ατέλειωτες απανωτές περιόδους αφραγκίας νιώθω σαν τον Ωνάση. <br />
<br />
Μα κυρίως, νιώθω πραγματικά ευτυχισμένος που έχω μια δικαιολογία να ξυπνήσω ΝΩΡΙΣ. Νωρίς φίλε, έξι η ώρα τα χαράματα. Όταν ο ήλιος δεν έχει καλά-καλά ξετσουτσουνιάσει απ’ την ανατολή, όχι αστεία. Την ώρα που σχολάνε οι νυχτοφύλακες. Την ώρα που κοιμούνται οι γάτες. Στην αρχή-αρχή της μέρας, κάρπε ντίεμ. Πριν πάρει καν χρώμα ο ουρανός, πριν σβήσουν τα φώτα του δρόμου, πριν οτιδήποτε. Εγώ είμαι εκεί. <br />
<br />
Δεν ήταν εύκολο στην αρχή. Ξυπνούσα με το γαμοσταυρίδι στο στόμα. Τραβούσα τα μαλλιά μου από τις ρίζες περιμένοντας τον καφέ να βράσει. Πάντα χυνόταν. Πότε ξυπνούσα πιο νωρίς, πότε ξυπνούσα πιο αργά απ’ ότι έπρεπε. Τον πρώτο μήνα δεν με έπαιρνε ο ύπνος απ’ το άγχος. Πάντα ξεχνούσα κάτι φεύγοντας, ή τα κλειδιά, ή το κινητό, ή το τοστάκι. Ένα πρωί ξεκίνησα με τις παντόφλες. Πήγα διακόσια μέτρα μέχρι να το πάρω γραμμή. Βρισίδια, ατέλειωτα βρισίδια και θλίψη, απελπισία. <br />
<br />
Μα το χρειαζόμουν αυτό. Είναι παράξενος ο κακός κύκλος ύπνου. Δίνει μεγάλη διάσταση στην σκοτείνια και την τρέλα. Είχα χρόνια που κάθε χειμώνα ξυπνούσα νύχτα, και μια ζοφερή θάλασσα με χτυπούσε με ατέλειωτα κύματα απόγνωσης, με κοπάναγε μέχρι το ξημέρωμα, κάθε μέρα, κάθε νύχτα, και την επόμενη μετά απ’ αυτή. Δεν το χρειαζόμουν αυτό. <br />
<br />
Αλλά συνήθισα. Σκέφτηκα πολύ το ένδοξο προλεταριάτο. Και δεν το πήγα μακριά. Σκέφτηκα τη γιαγιά μου, που η φάμπρικα ήταν ότι καλύτερο της συνέβη ποτέ μετά τα αίσχη του πολέμου. Τραγουδούσε σαν το αηδόνι στην φαρδιά αίθουσα, και σαράντα γυναίκες και δυο επιστάτες κάνανε μόκο να την ακούσουνε. Σκέφτηκα πολύ τον παππού μου, που γλύτωσε τη ζωή του απ’ τις σφαίρες και τη φυλακή για να του κάψει τα μάτια, τα χέρια και τα σωθικά το βρωμερό τσιμέντο του Βόλου. Ήταν μια ακόμα αρχή, συνήθισα πια. Έμαθα να το απολαμβάνω. <br />
<br />
Ανάβω τη σόμπα, κάνω τον καφέ μου. Ακούω μουσική, διαβάζω τα ποιήματα του θείου Τσάρλι. Ντύνομαι, χέζω, φιλάω το μωρό και φεύγω για δουλειά. Κλειδώνω την καγκελόπορτα, ανάβω τσιγάρο, βάζω κάτι χαρούμενο στα ακουστικά και προχωρώ. Ο Ίσκιος του Ορφέα, αυτό το μαύρο μπάσταρδο είναι κάθε μέρα εκεί, στη γωνία, δίπλα στους κάδους. Μόλις με βλέπει ξεκόβει απ’ την αλητοπαρέα και έρχεται να μου κάνει πρρ και νιάου και μίου και γρρρ γρρ. Είναι μεγάλος καριόλης. Του χουν ψαλιδίσει το αυτάκι, πράγμα που σημαίνει πως του χουν κλιπάρει τα αρχιδάκια. Είναι ο μόνος που κάθεται να χαϊδευτούμε. Όλοι οι υπόλοιποι της παρέας είναι βαριά και ασήκωτα χοντρόγατα. <br />
<br />
Η δουλειά είναι στο κέντρο, μισή ώρα περπάτημα απ’ την κορυφή της Άνω Πόλης. Στην πλατεία Τσιτσάνη, στο μεγάλο δέντρο, συχνά πυκνά αράζουνε παπαγαλάκια και τρώνε τους στρογγυλούς κίτρινους καρπούς. Δεκάδες καταπράσινα, εξωτικά παπαγαλάκια. Χειμώνα καλοκαίρι, αν και πιο πολύ το καλοκαίρι. <br />
<br />
Στην αρχή νόμιζα πως το σκάσανε από κάποιο ζωολογικό κήπο, έκανα απίστευτα διασκεδαστικά σενάρια. Τελικά έμαθα πως είναι μόνιμοι κάτοικοι εδώ και οκτώ-δέκα χρόνια. Ποιος ξέρει? Ίσως να το 'σκασαν απ’ τα κλουβιά και να κάναν τη φωλιά τους εδώ, σε κάποιο απ’ τα πάμπολλα θλιβερά, εγκαταλελειμμένα κτήρια. Εδώ είναι οι παπαγάλοι σου, Γαμάτε. Τους βρήκα. Όλο το καλοκαίρι μου πήρες τα αυτιά που πήγαν και που πήγανε οι παπαγάλοι. Τελικά είναι δίπλα στο σπίτι μου. <br />
<br />
Και κατηφορίζω ακόμα πιο κάτω, με την πόλη και τη θάλασσα και κάποιες φορές τον Όλυμπο να φαίνεται αραιά και πού πίσω απ’ τα κτήρια στα αριστερά μου, κτήρια αρκετά ψηλά για να μονοπωλούν τη φαντασμαγορική θέα. Όλος ο κόλπος στο πιάτο απ’ το μπαλκόνι. Τυχεροί άνθρωποι. Ή μάλλον, πλούσιοι. Εγώ όμως είμαι χαρούμενος να την κοιτάω και απ’ τις μικρές χαραμάδες, όταν ανοίγει λίγο το τσιμέντο στα κατηφορικά σκαλιά, είναι πιο ωραία έτσι. Είναι κατά κάποιο τρόπο πιο γλυκά, πιο αληθινά. Ένα μικρό κομμάτι του κέικ. Λίγο θάλασσα, λίγο βουνό. Ένα ακόμη μικρό κομμάτι ουρανό. <br />
<br />
Και η πόλη. Η άναρχη πόλη. Υγρασία, ομίχλη, ψυχή στους δρόμους. Καμιά φορά δεν φτάνει καν μέχρι τη Ροτόντα. Άλλες, τα χρώματα βάφουν λίγο-λίγο το στερέωμα μέχρι να πυρώσει ο ουρανός, και μετά να ξανασβήσει. Από κάτω προς τα πάνω, πράσινα δέντρα, λευκά σκαλιά, κόκκινες σκεπές, γκρίζα πόλη, χρυσή πόλη, κόκκινος ουρανός, μπλε βουνό, λευκή κορυφή, γαλάζιος ουρανός, άσπρα σύννεφα. Και όσο περνάει η ώρα αρχίζει να διακρίνεται δειλά-δειλά κάποια κίνηση. Ένα αμάξι. Ένα λεωφορείο. Περαστικοί. Ένα παράθυρο ανοίγει, κάποιος καπνίζει ένα τσιγάρο. Μετά από λίγο τους βλέπεις και στα σοκάκια δίπλα σου, κάθε μέρα οι ίδιοι. Εργάτες με ρούχα από βρώμικα, χοντρά υφάσματα, μαθητές με τσάντες τόσο ογκώδεις και βαριές που θα ‘λεγες πως πρόκειται για κάποιο καψόνι, τιμωρία ή βασανιστήριο. <br />
<br />
Ο κοτσονάτος συνταξιούχος με το κανίς, πάντα χαιρετιόμαστε, ποτέ δεν συστηθήκαμε. Το σκυλάκι μου έχει έρωτα. Μόλις με βλέπει πάει να σπάσει το λουρί κι ουρλιάζει παλαβομένο. Η θεία με τη βαριά βαλκανική προφορά που κάθε δεύτερη μέρα ταΐζει τα αδέσποτα γατιά και τους μιλάει σαν να ναι φίλοι, ή παιδιά της. Το ίδιο γκρίζο, ταλαιπωρημένο γκολφ που ανεβαίνει γαμιώντας την Πολιορκιτού λες κι αν κόψει ταχύτητα δεν θα μπορέσει να βγάλει την ανηφόρα, με τον ίδιο γκρίζο, ταλαιπωρημένο, κατσούφη τύπο στο τιμόνι, χωρίς ζώνη, το πρόσωπό του προδίδει πως έχει να ξυπνήσει στην ώρα του τα τελευταία δεκατέσσερα χρόνια. Μια πιτσιρίκα με την ίδια διαδρομή με εμένα κι ωραίο κώλο, που πότε πιάνω από πίσω μου, πότε από μπροστά μου. Την πιτσιρίκα δηλαδή, όχι τον κώλο της. Και οι πάπιες. <br />
<br />
Θεέ μου… Οι πάπιες! Δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες, σ’αυτούς τους απίστευτους σχηματισμούς. Σε αυτά τα παράξενα τόξα, τα αεροδυναμικά τρίγωνα. Σε σμήνη των δέκα, των τριάντα, των εκατό. Όποιος δεν τις έχει δει στον πρωινό ουρανό της πόλης δεν μπορεί να καταλάβει για τί πράγμα μιλάω. Ξεκινάνε από χαμηλά στο βάθος της καλαμαριάς, ή μέσα από τον κόλπο και όσο πλησιάζουν τον λόφο της Άνω Πόλης παίρνουνε ύψος, αλλά όχι πολύ. Παρατηρώντας τες απ΄το κατάλληλο σημείο, έρχονται ακριβώς κατά πάνω σου, και όταν σε φτάνουν, πετάνε ακριβώς από πάνω σου. Νομίζεις αν σηκωθείς στις μύτες των ποδιών σου θα τους αγγίξεις τις κοιλιές καθώς περνάνε. <br />
<br />
Πότε κράζουν, πότε είναι σιωπηλές. Πάντα αυτό το αλαφιασμένο, ψιθυριστό φτερούγισμα. Πάντα κάποια μπροστά, πάντα κάποια τελευταία. Γεμίζουν τον ουρανό, γεμίζουν τον ουρανό. Εμείς είμαστε εδώ χωμένοι στο αλλοπρόσαλλο τσιμέντο μας, μπολιασμένοι στις παράξενες, φρενήρεις ρουτίνες μας, μα αυτές ακολουθούν το ένστικτο. Ακολουθούν την καρδιά. Ο καιρός ζεσταίνει και το βάζουν για νότο. Για Κρήτη, και πιο κάτω. Εκεί που ναι ακόμα ζεστά. <br />
<br />
Προσπαθώ πάντα τόσο πολύ να βρω ομορφιά εδώ μέσα, εφόσον έχω επιλέξει να είμαι εδώ μέσα. Μέσα στην πλήρη παράνοια της κοινωνίας, της μυρμηγκοφωλιάς. Αυτού του κυκλώματος, του ανώμαλου οργανισμού που κάθε σώμα πρέπει να εξυπηρετεί. Συγκλονίστηκα απ’ το γεγονός πως υπάρχουν ακόμα ζώα που ακολουθούν το δρόμο της φύσης τους εδώ, κι ας είναι ο τόπος της καθημερινότητάς μου μονάχα ένα μικρό κομμάτι της ατέλειωτης διαδρομής τους. Τις κοιτούσα κάθε πρωί μεθυσμένος, αλλοπαρμένος. Mε γλυκιά θλίψη στο στήθος και φλόγα ζήλειας στα μάτια. Αναστενάζοντας βαθιά και χαιρετώντας τες, χαρούμενος που μπορούν να είναι ελεύθερες, μα ένοχος που δεν έχω δώσει την ίδια μοίρα στον εαυτό μου. Μου δίνανε πολύτιμη ψυχική δύναμη αυτές τις μέρες που πήγαινα να πουλήσω τις οκτώ πρώτες ώρες της μέρας μου πάρα πολύ φτηνά. <br />
<br />
Και ο μόνος λόγος που δεν γνώριζα την ύπαρξή τους είναι επειδή δεν ξύπναγα ποτέ αρκετά νωρίς για να τις δω. <br />
<br />
Το είπα στους φίλους μου μια απ’ τις πρώτες μέρες που τις είδα, όλο σοκ, ενθουσιασμό και δέος. Μαλάκες, πάπιες. Χιλιάδες πάπιες, στον ουρανό, νωρίς το πρωί, πάνω απ’ την πόλη. Αν είναι δυνατόν! Προς έκπληξή μου, η άμεση αντίδρασή τους ήταν η αμφισβήτηση. Μπορεί να μην ήταν πάπιες ρε, μπορεί να ήταν κοράκια? Περιστέρια? Ναι? Είσαι σίγουρος? Τι πίνεις? <br />
<br />
Μου έκανε απίστευτη εντύπωση. Δεν μπορείς να μπερδέψεις μια πάπια, έχουν χαρακτηριστικό πέταγμα, χαρακτηριστικό σώμα. Μόνο ένας άνθρωπος που δεν έχει δει ποτέ στη ζωή του πάπια θα νόμιζε ότι κάποιος θα μπορούσε να μπερδέψει ένα οποιοδήποτε πτηνό με μια πάπια. Στην αρχή, νόμιζα πως κάνανε ειρωνικά πως δεν το πιστεύουν επειδή είναι κλασσικοί Σαλονικείς μηδενιστές μπάσταρδοι. <br />
<br />
Μετά από λίγο καιρό κατάλαβα πως κατά βάθος νιώθανε ένα βαθύ συναίσθημα στο φάσμα της ντροπή που δεν τις είχαν προσέξει τόσα χρόνια. Με τον ίδιο τρόπο που θα μειώσεις χιουμοριστικά κάποιο πρόσωπο ή κάποια κατάσταση που ξέρεις πως απέχει πολύ απο 'σένα. Προτίμησαν να πιστέψουν πως βλέπω οπτασίες, παρά πως το θαύμα της φύσης αγγίζει ακόμα αυτή την μολυσμένη πόλη, και τους προσπερνά κατ’ εξακολούθηση εδώ και τρεις δεκαετίες. <br />
<br />
Ξεκίνησα να ξυπνάω ακόμα νωρίτερα για να παρατηρώ τις πάπιες. Σόμπα, πρωινό, ντύσιμο, χέσιμο, καφέ στο χέρι και πάπιες. Δυο τρεις φορές προσπάθησα να τις δελεάσω με ψίχουλα μα με αγνόησαν. Είχαν σκοπό, ήταν αλλού. Ήμουν ένα ακόμα μικρό πιθηκάκι που κουνάει τα χέρια και πετάει ψωμιά. Μάλλον ούτε εγώ θα σταμάταγα. Όσες φορές προσπάθησα να τις φωτογραφίσω το μετάνιωσα. Ο φακός δεν έπιανε με τίποτα αυτό που έβλεπα, ή, ίσως εγώ δεν ξέρω να βγάζω φωτογραφίες. <br />
<br />
Όμως το μικρόβιο είχε εισχωρήσει στο μυαλό μου. Κάτι δεν μπορούσα να χωνέψω. Η απόμακρη σχέση ανθρώπου-πάπιας μου τριβέλιζε το είναι. Σύντομα το σκεφτόμουν όλη μέρα στη δουλειά, στις πρόβες, το έβλεπα στα όνειρά μου. Άρχισα να ξυπνάω νωρίτερα για να παρατηρώ τους ανθρώπους σε σχέση με τις πάπιες. Τους παρατηρούσα στα πεζοδρόμια, στα μπαλκόνια, στη λαϊκή. Άρχισα να κάνω διαφορετικές διαδρομές για να τους παρατηρήσω στις πλατείες, στο κέντρο, όταν περιμένουν κατά δεκάδες στα φανάρια να περάσουν τις αρτηρίες. <br />
<br />
Και είπαμε, προσπαθώ να είμαι θετικός. Θέλω να δίνω κατάλληλη φόρτιση στην καθημερινότητά μου ώστε να ανταπεξέλθω στο οκτάωρο ρομποτισμό και την γενικευμένη κοινωνική τρέλα. <br />
<br />
Αλλά ρε γαμώτο. Ρε γαμώτο, μερικές φορές είναι τόσο δύσκολο. Γιατί δεν τις βλέπανε. Κάνεις δεν τις έβλεπε. Περνούσαν από πάνω μας μυριάδες σαν τα βέλη των Περσών, πανέμορφες και τολμηρές. Με χιόνι, βροχή, ομίχλη και ήλιο με κυνόδοντες, αυτές μαχήτριες, εκεί, να χτυπάνε τις φτερούγες ενάντια στον άνεμο για να διανύσουν την απόσταση, να φτάσουν στη γη της επαγγελίας. <br />
<br />
Και οι άνθρωποι γουρούνια, ανίκανοι να σηκώσουν το κεφάλι ψηλά. Ανίκανοι να θαυμάσουν. Να εκτιμήσουν, να χαρούν. <br />
<br />
Ελάχιστες εξαιρέσεις, κυρίως παιδιά, ή τουρίστες. Κι ακόμα κι αυτοί, με μέτριο ενθουσιασμό. <br />
<br />
Ξεκίνησα τα γκάλοπ. Έπιασα τον κοτσονάτο συνταξιούχο με το κανίς. Ήταν απ’ αυτές τις μέρες που το χιόνι είχε κόψει και ο ήλιος έλιωνε τον πάγο και μας ζέσταινε γλυκά το αίμα. Όσο το μικρό χοροπηδούσε τρελαμένο στην αγκαλιά μου και μου έγλυφε τα αφτιά τον ρώτησα, δεν είναι τρομερές? Και του έδειξα πάνω, το σμήνος. Τις κοίταξε, με κοίταξε και είπε, ναι ναι, μαζί με ένα μικρό νευρικό ψεύτικο χάχανο. Ναι, ναι είπε ξανά, τράβηξε το μικρό απ’ το λουρί κι άρχισε να απομακρύνεται. <br />
<br />
Η Βαλκάνισσα γατομάνα είχε μία πιο θερμή αντίδραση, μα η αγάπη και το ενδιαφέρον της ήταν για τα αιλουροειδή. Έδειξε να χαίρεται αυθεντικά που μου άρεσαν τόσο, μα μετά άρχισε να μου συστήνει τις γάτες της. Ναι ναι είπα, χαχάνισα ψεύτικα και κοίταξα την ώρα στο κινητό. Ναι, ναι είπα, κι απομακρύνθηκα ευγενικά. <br />
<br />
Η πιτσιρίκα δεν μου μίλησε. Την καλημέρισα, της έδειξα πάνω, τίποτα. Καμία αντίδραση. Την επόμενη φορά που την είδα, το ίδιο. Τίποτα. Ούτε καν ένα ναι, ναι, συνοδευόμενο με ένα γελάκι-απόκρουση. Ένα πρωί που ήμουν λίγο πιο εκνευρισμένος απ’ ότι συνήθως, και ίσως ακόμα λίγο πιωμένος, της φώναξα «ΟΙ ΠΑΠΙΕΣ ΜΩΡΗ, ΔΕΣ ΤΙΣ ΠΑΠΙΕΣ!», και έδειξα πάνω και με τα δυο χέρια. Αυτή κοντοστάθηκε, και, μάλλον μοιραία, συγκέντρωσε την προσοχή της στα χέρια μου και όχι σ’ αυτό που δείχνω. <br />
<br />
Στη λαϊκή οι άνθρωποι ήταν πολύ βιαστικοί το πρωί για να ασχοληθούν μαζί μου. Πρέπει να στήσουν τους πάγκους, να βολέψουν τα ζαρζαβατικά. Να ζωγραφίσουν τις πινακίδες κατάλληλα ώστε να νομίζεις ότι αγοράζεις ντομάτες με ένα ευρώ ενώ στην ουσία το μηδενικό από δίπλα είναι εννιά, απλά λίγο μόρτικα γραμμένο, και καταλήγεις να έχεις πάρει εννιά ευρώ ντομάτες και είναι πλέον πολύ αργά για να τις γυρίσεις πίσω, έχει ήδη κόψει την απόδειξη και λέει, άντε θα σου κόψω ένα ευρώ, και τελικά τις παίρνεις και μετά νιώθεις μαλάκας αλλά είναι ωραία η αγγουροντομάτα το χειμώνα γαμώτο δεν είναι? <br />
<br />
Τον χασάπη έκανα το λάθος και ρώτησα. Τα μάτια του γυάλισαν, έστριψε το μουστάκι και με ρώτησε αν είμαι κι εγώ κυνηγός, κάτι που δεν είχα μπει στη διαδικασία να σκεφτώ πολύ, και ούτε θέλω. Θέλω να αφήσω το θαύμα ως έχει, στη γλυκιά σφαίρα της φαντασίας, ανεπηρέαστο από μαζούτ, φυσίγγια, φουαγκρά και πτηνοτροφεία. <br />
<br />
Δεν ξέρω διάολε. Δύσκολες εποχές για ρομαντικούς μαλάκες. <br />
<br />
Αλλά δεν θέλω να ξεχάσω. Ούτε να σταματήσω να βλέπω, να εκτιμώ. Και είναι απ’ ότι φαίνεται στο χέρι μου, όχι? Στο χέρι του καθένα, έτσι δεν είναι? Έτσι θέλω να πιστεύω ρε συ. Με κρατάει δυνατό. <br />
<br />
Δεν θέλω να ξεχάσω την πρώτη φορά που τις αντίκρισα. Πολιορκιτού και Μπουμπουλίνας, σκασμένος απ’ το βίαιο ξύπνημα, με ένα αηδιαστικό συνδυασμό νικοτίνης, μελιού κι οδοντόκρεμας στο στόμα, με την τσίμπλα στο μάτι και το σώμα σφιγμένο σε μια γροθιά απ’ την τσατίλα. <br />
<br />
Τις είδα με την άκρη του ματιού μου και κοντοστάθηκα. Στο βάθος, εκεί, πάνω απ’ την ατέλειωτη πόλη, πάνω απ’ τα θλιβερά κτήρια, να ανηφορίζουνε τον λόφο αιωρούμενες, να έρχονται απ’ τον ορίζοντα καρφί κατά πάνω μου. Μια μακριά, σκούρα, φτερωτή γραμμή στον άγουρο ουρανό, να πλησιάζει και να πλησιάζει. Να ανοίγει. Να απλώνεται. Να παρελαύνει ακριβώς μπροστά και από πάνω μου αυτό το υπέροχο, υπέροχο σμήνος, αυτές οι γενναίες, γενναίες καριόλες, οι αρχόντισσες του ουρανού μπροστά απ’ τον αιματοβαμμένο ουρανό. Θεέ μου πως ανατρίχιασα. Πως λύθηκα με μια ανάσα. Δεν θέλω να ξεχάσω την περηφάνια, το καμάρι που ένιωσα κι ακόμη νιώθω κάθε πρωί που περνάν από πάνω μου, θαρρείς θα τους αγγίξεις την πουπουλένια κοιλιά με τ’ ακροδάχτυλα αν τεντωθείς στις μύτες των ποδιών. Αυτό, θέλω να το κρατήσω για πάντα μαζί μου. <br />
<br />
Αυτά που λες. <br />
<br />
Θα συνεχίσω να ‘μαι εδώ, φαντάζομαι. Μπορεί να βρεθούμε κάπου στο κέντρο. Θα προσπαθήσω να μην σε ξεχάσω, αλλά μην περιμένεις και πολλά. Ίσως να σου γράφω πιο συχνά πια. Αλήθεια θα προσπαθήσω. <br />
<br />
Αυτά. <br />
<br />
Η ζωή συνεχίζεται. Τότε, ήταν Νοέμβρης κι ήμουν κάποιος. Τώρα, είναι σχεδόν Μάρτης κι οι πάπιες δεν φεύγουνε πια, έφυγαν όλες, και είμαι κάποιος άλλος. Κι ο ουρανός τα πρωινά μοιάζει πια άδειος. Κι οι ώρες περνάνε στη δουλειά κάπως πιο δύσκολα, μα πότε δεν περνούσαν δύσκολα? Η ζωή συνεχίζεται. <br />
<br />
Δε θέλω μόνο να ξεχάσω τους στίχους από κείνο το τραγούδι.<br />
<br />
<br />
Αποδομητικά πουλιά, <br />
<br />
σκίζουν τους ουρανούς της πόλης. <br />
<br />
Κι αν πεις πως ήμουνα καριόλης, <br />
<br />
κάτι δεν έπιασες σωστά. <br />
<br />
<br />
<br />
Αποδομητικά πουλιά, <br />
<br />
σημαίνει αγάπη στο περίπου. <br />
<br />
Κι αν ήθελες το ακριβώς, <br />
<br />
κουκλίτσα μου διαφωτισμός, <br />
<br />
<br />
<br />
Διαφωτισμός! </div>
Unknownnoreply@blogger.com3tag:blogger.com,1999:blog-5242409836898540.post-46275175526527081082018-02-02T00:49:00.000-08:002018-02-02T00:50:59.635-08:00Οι Λιμενόγατες<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br />
<table align="center" cellpadding="0" cellspacing="0" class="tr-caption-container" style="margin-left: auto; margin-right: auto; text-align: center;"><tbody>
<tr><td style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhKFKipBcS58lgvOmKxuSX-pyx7d-N2Uay0hiEjebsNoRXoBt4zoQE2eFh4KtnayXqMqFbiBM1bD6u7LAAuVBt8LqyqRe6LZ31spAbK4ykOdc1guxU_2B7CEcJYmwF7RdSZ8vITzaHOdg/s1600/27265331_759960544203341_1452383532_o.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: auto; margin-right: auto;"><img border="0" height="640" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhKFKipBcS58lgvOmKxuSX-pyx7d-N2Uay0hiEjebsNoRXoBt4zoQE2eFh4KtnayXqMqFbiBM1bD6u7LAAuVBt8LqyqRe6LZ31spAbK4ykOdc1guxU_2B7CEcJYmwF7RdSZ8vITzaHOdg/s640/27265331_759960544203341_1452383532_o.jpg" width="443" /></a></td></tr>
<tr><td class="tr-caption" style="text-align: center;">"Αυτές δεν ήρθανε για ψάρεμα εδώ" της Άννυ Β.</td></tr>
</tbody></table>
<br />
<br />
Καθόμουνα στο λιμάνι, σκοτάδι και ζέστη, σίγουρα πριν τις δώδεκα μα όχι μετά τις δύο. Περίμενα το κορίτσι να σχολάσει, να πάω να το πάρω σαν ιππότης απ' τη δουλειά με το ποδήλατο, να τη φορέσω σα λουλούδι στο μπράτσο μου να κόψουμε σουλάτσα το κέντρο ντυμένοι και οι δυο με τα γαμάω-τάο Σαββατιάτικα ρούχα μας. <br />
<br />
Ο κόσμος χαλαρός, απολαμβάνει την βραδινή βολτίτσα του τώρα που 'χει δροσιά, τα πρωινά δεν υποφέρεται. Μπροστά, πίσω απ' τη θάλασσα οι γερανοί υψώνονται σκοτεινοί και ψυχροί δίπλα σε μεγαλειώδεις λόφους από σκουπίδια. Το κίτρινο φως της πόλης τους καλλωπίζει, μπάζα κι ατσάλι γίνονται ζωγραφιά. Σκυλιά τσακώνονται κάπου στο βάθος, φαντάζομαι για το ποιος θα κατουρήσει τελευταίος το μεγαλύτερο δέντρο. <br />
<br />
Θείες κι ανήλικα σουλατσάρουν το πλακόστρωτο δίπλα απ' τα ψαροκάικα ευτυχισμένοι. Η δημαρχάρα μας φρόντισε να βάλει και φοίνικες σ' αυτό το σημείο. Αν σταματήσεις να σκέφτεσαι για λίγο μπορεί να πιστέψεις πως είσαι στη Φλώριδα. Ή έστω, στο Βάι. <br />
<br />
Γουστάρω που οι περαστικοί είναι ανέμελοι, που έχουν όλες τις άμυνες κάτω. Και τι να φοβηθούνε δηλαδή? Εδώ δεν είναι Αθήνα, Σικάγο, Παλαιστίνη. Εδώ μέρα μέσα νύχτα έξω όλα πάνε καλά, ομαλά, νορμάλ. Τι τραγικό θα μπορεί να συμβεί σε ένα τόσο βαρετό μέρος? Γιαυτό μένουν σ' αυτή την πόλη, για τον ίδιο λόγο που δεν την αντέχω. Κι όμως, με επηρεάζει θετικά όταν υπολογίζω προσεκτικά τις δόσεις. <br />
<br />
Πονάει ο κώλος μου σ' αυτά τα παγκάκια. Ποτέ δεν τα χώνεψα τα παγκάκια της παραλίας. Δεν είναι φτιαγμένα για άραγμα, είναι φτιαγμένα για κάθισμα. Όλοι τους το ξέρουν, είναι κοινό μυστικό πως το καλό δεν είναι για πολύ. Μπορείς να καταλάβεις πως έχουν κάτι άλλο στο μυαλό τους αν τους παρατηρήσεις. Φαίνονται άνετοι με τα ραντάκια και τα καινούρια παπούτσια τους και τις κυριλέ δερμάτινες τσαντούλες τους, μα τους προδίδει μια μικρή συστάδα από ρυτίδες στην άκρη των ματιών, ένα σφιξιματάκι δίπλα απ' τα χείλια.<br />
<br />
Απ' την άλλη, δυο τύπισσες απέναντί μου είναι εντελώς στα αρχίδια τους. Σαραντάρες και χοντροκομμένες, μιλάνε πιο δυνατά απ' οποιονδήποτε άλλο σε ακτίνα διακοσίων μέτρων. Φωνάζουν και γελάνε, κάθονται στις πτυσσόμενες πολυθρόνες τους και πίνουνε πεντακοσάρες μπύρες απ' τα λίντλ. Έχουν ρίξει στο νερό δυο καλάμια απ' αυτά τα σούπερ ντούπερ με τα φωτάκια και τα κουμπιά και τα όλα τους και ψαρεύουνε σκατόψαρα μεσάνυχτα Αυγουστιάτικου Σαββατόβραδου. <br />
<br />
Τα κοριτσούλια βαράνε πασαρέλα μπροστά μου δυο ώρες τώρα με τα αχνούδωτα μπουτάκια τους και τα παριζιάνικα επικίνδυνα τακούνια, με τα μαλλιά ολόισια σαν πράσα, πασαλειμένα στα μούτρα με μπογιές, βρεγμένα με αρωματικά υγρά, ψάχνουν και ψάχνονται. Τραβάνε προς Παλιά, πάνε να κλειστούν σε εκείνα τα κτίρια με τον καπνό, το ελεεινό κρασί, το δήθεν αλάνι μπουζουκτσή και την χαμογελαστή τραγουδιάρα με τα κόκκινα τσιμπουκόχειλα και τα μεγάλα βυζιά. Ξέρεις τι λέω. Αυτά, που πάνε αυτές οι τύπισσες κι εκείνοι οι τύποι, αυτά που έχουν μια ιμιτασιόν αίσθηση χάι κλας γκαλά, που σε φωτογραφίζουν ξεπεσμένοι φωτογράφοι κουμπωμένοι με αρντάν ως το λαρύγγι για να αντέξουνε τη βάρδια, και εσύ ανεβάζεις τις περίλαμπρες στιγμές σου στο φέισμπουκ με το λόγκο του μαγαζιού από κάτω λες και είσαι κάποιος.<br />
<br />
<i>¨ΠΑΡΙ ΦΛΑΣ! Η ΝΤΙΝΑ ΑΠ' ΤΟ 3o ΠΟΥ ΤΑ 'ΧΕΙ ΜΕ ΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΤΟΝ ΤΡΕΛΑΚΙΑ ΣΚΑΝΔΑΛΙΖΕΙ ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΚΟΜΗ ΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΠΙΣΤΑ ΤΟΥ TAMPôN!"</i><br />
<br />
Ψωνάρες.<br />
<br />
Για αυτές τις ψαροπούλες όμως μπροστά μου δεν έχει τακούνι. Δεν έχει κολάν που σφίγγει τους κώλους και πιέρ καρντό. Ποιο Σαββατόβραδο? Τι μέικαπ, ποια μάσκαρα? Όχι, αυτές δεν τα χρειάζονται τέτοια λούσα. Δεν νομίζω πως τις νοιάζει. Έχουν τις μπύρες τους, τα καλάμια τους, φρέσκο δόλωμα σε ένα κουβαδάκι από γιαούρτι και η μία την άλλη. Ίσως κάποιο μικρό σκυλί, ή πέντε γάτες. Ίσως κάποιο παιδί στο σπίτι, ή σε κάποια άλλη πόλη. Μπορεί ασφαλιστικά μέτρα για κάποιον βίαιο πρώην, ή μια κατάκοιτη μάνα στο κρεβάτι ξεχασμένη στη γωνία δίπλα από ένα μικρό λόφο φάρμακα. Άρλεκιν, πλεκτά, ένα πάγκο στη λαϊκή. Ένα πιστό δονητή στο συρτάρι με τα βρακιά και τις φανέλες. Μια αριστερή προβοκατόρικη συνέλευση που τους προσφέρει άφεση αμαρτιών για ένα καταστροφικά αποτυχημένο χτες και φω ελπίδα για ένα αύριο ελαφρώς πιο ντιζαϊνάτο από σήμερα, μα στην ουσία το ίδιο. Για κορίτσια του καλού Χριστού δεν τις κόβω πάντως. Μου φαίνεται πως δεν ξέρουν καν να ψαρεύουν, ακόμα και εγώ που δυο φορές έχω πετάξει πετονιά στη ζωή μου βλέπω πως κάνουν λάθη. <br />
<br />
Δεν είναι για ψάρεμα εκεί αυτές. Είναι λιμενόγατες, απ' αυτές που πηδάνε μέσα-έξω απ' τα καΐκια, με τη γούνα σκληρή απ' το αλάτι, ελπίζοντας να τσιμπήσουν κάνα γαύρο και δυο χάδια. Είναι τουρίστριες, μόνο που αντί για Σκιάθο ή Μετέωρα κατεβαίνουν μέχρι την άκρη της πόλης. Και ποιος μπορεί να τους πει τίποτα? Καλύτερα είναι μπροστά απ' το λάπτοπ, εθισμένος στο πίου-πίου του μέσσεντζερ? Τις νοιώθω. 'Εχουνε στήσει το τσίρκο τους στη μέση του κόσμου, μονάχα για πάρτη τους. Γελούν τα μάτια τους λες και 'χουν τον ήλιο στην τσέπη.<br />
<br />
Μια τρίτη της παρέας έσκασε μύτη με ταλαιπωρημένο παπί, πάρκαρε ακριβώς από δίπλα μου κάτω απ' το φοίνικα, και οι δύο ρόδες μέσα στο παρτέρι. Με κοίταξε στα μάτια για δύο δευτερόλεπτα, της χαμογέλασα. Αναγνωριστήκαμε, συνεννοηθήκαμε. “Τι λέει αλάνι?” μου χαμογέλασε πίσω. Σήκωσα τους ώμους. Έγνεψε προς το παπί, χωμένο μες στα πράσινα αιχμηρά φύλλα και είπε αλήτικα “για να μην το φάει ο ήλιος”. Οι άλλες δυο την εντόπισαν και αρχίσανε τα σφυρίγματα και τις φωνές. Γύρισε και τις χαιρέτησε λαϊκά και φωνακλάδικα, σαν νταβατζής, ή ταρίφας, ή λιμενεργάτης. Ή, σαν νταβατζής λιμενεργάτης που κάνει και ταξί τα σουκού. Η μία έπιασε μια ακόμα καρέκλα και την άνοιξε, έβγαλε μια μπύρα απ' το ψυγειάκι και της την πέταξε στον αέρα. Αυτή την άρπαξε άνετα, την άνοιξε και άρχισε να ρουφάει, χωρίς τσουγκρίζματα και μαλακίες, χωρίς τίποτα.<br />
<br />
Καπνίζουνε και οι τρεις αλυσιδωτά μάλμπορο. Φοράνε βρώμικα τζιν παντελόνια και φαρδιές μπλούζες. Έχουν τα μαλλιά τους κοντά ή κότσο και χειρίζονται τα σώματά τους με όσο λιγότερη θηλυπρέπεια είναι δυνατόν. Αν τις κοιτούσες από την κατάλληλη γωνία θα τις πέρναγες για τρεις Αμερικάνους μπαρμπάδες. Η μια φοράει πράσινο τζόκει καπέλο ΟΤΕ. Κάθε τρείς και λίγο το γυρίζει ανάποδα για να δώσει έμφαση στα λεγόμενά της, και μετά το ξαναγυρνάει μπροστά. <br />
<br />
Δεν φαίνεται να τις νοιάζει τι γίνεται γύρω τους. Άσε τις πιτσιρίκες να πουτανιάσουν σου λέει. Άσε τους μικρούς να ξερογλείφονται σαν διψασμένες ύαινες. Άσε τους κάγκουρες να καγκουριάσουν, άσε τις θείες να πνιγούν στην μικροπρέπεια και το λιβάνι. Άσε τους κυριλέ να πλερώ για τα μάτια ρετσίνα με ανθρακικό ντεμέκ σαμπάνια, να σκάνε ένα μηνιάτικο για συκωτάκια κότας εισαγωγή από Τουρκία μασκαρεμένο ως γκουρμέ. Άσε και τους δήθεν στα μαγαζιά από πίσω μας να πίνουν μπόμπα τσίπουρα πιο στριμωγμένοι κι απ' τις σαρδέλες στην κονσέρβα που τους πλασάρουνε για φρέσκο θαλασσινό μεζέ.<br />
<br />
Ποιός χέστηκε?<br />
<br />
Η μπύρα μου τέλειωσε γρήγορα. Στράγγιξα το μπουκάλι σα βαμπίρι και βάλθηκα να ξεκολλάω νευρικά τα χαρτάκια. Οι λιμενόγατες με αναστάτωσαν, τις ζήλεψα σαν παιδάκι που δεν του πέρνουν παγωτό, γύρισαν το μυαλό μου σε παλιούς εαυτούς. Σε άλλους συντρόφους και μέρη, σε εποχές που τα μάτια γυαλίζανε κόκκινα απ' τον ήλιο και οι πατούσες αγγίζανε χώμα, άμμο και καυτή πέτρα. Άσπρα τα μαλλιά απ' τ' αλάτι, σκούρο το δέρμα, βρώμικα ρούχα, ιδρώτας, οτοστόπ και μυαλό καθαρό, όσο να 'ναι. Ένα χαρούμενο γυφτάκι με το χαμόγελο του λύκου. <br />
<br />
Έπεσα απ' αυτό το δέντρο, χρόνια πριν. Ωρίμασα, ή σάπισα. Ήρθε η ώρα μου να φυτρώσω και γω, να βγάλω με τη σειρά μου καρπούς και να σταματήσω επιτέλους να 'μαι φρούτο.<br />
<br />
Μα είναι αστείο. Τι θα 'λεγε αυτό το φρούτο αν με έβλεπε τώρα? Δες τι φοράω, που μένω, πώς ζω. Πλέον έχω μηνιαίο πρόγραμμα. Υπολογίζω τις μέρες με την ώρα. Στο σπίτι μου στη Θεσσαλονίκη έχω πάντα γεμάτο ψυγείο. Έχω 36 διαφορετικά είδη τσαγιών και βοτάνων από κάθε άκρη του κόσμου, άλλα τόσα καρυκεύματα και μπαχαρικά. Έχω τέσσερα είδη καφέ, τριών ειδών λάδι. Έχω διπλό κρεβάτι, και κοιμάμαι κάθε νύχτα ανεξαιρέτως με την ίδια γυναίκα αγκαλιά. Μοκέτες, κουρτίνες, θέρμανση, λάμπες οικονομίας, χύτρα ταχύτητας, αντικολλητικό τηγάνι, ανατομικά μαξιλάρια, ηχοσύστημα, πάπλωμα, ηλεκτρική κουβέρτα, ηλεκτρική σκούπα, φυτά στο μπαλκόνι. Έχω πάντα μπέρμπον στο ράφι και ένα μπουκάλι μπορεί να μου κρατήσει και ΤΡΕΙΣ. ΜΗΝΕΣ. Διάολε, έχω αφρό ξυρίσματος, άφτεσεηβ και μπατονέτες. <i>Μπατονέτες</i>! <br />
<br />
Συμμορφώθηκα χωρίς να το καταλάβω νομίζω. Κύλισα στη θέση μου, σαν τη μπιλίτσα στους λαβυρίνθους που έχουνε στην κορυφή τα μπουκαλάκια με τις μπουρμπουλήθρες. Καταβάθος, ξέρω πως ήθελα πολύ να φτάσω εδώ, με κούρασε υπερβολικά και η κατάντια και το νομαδιλίκι. Μα είναι παράξενη αίσθηση. Δεν την έχω συνηθίσει ακόμα αυτή τη φωλιά, αυτό το νέο δέρμα.<br />
<br />
Έχω ακόμα κάτι μέσα μου, κάτι φλεγόμενο, ασταθές και ανήσυχο. Κάτι μέσα μου θέλει να γκρεμίσει με κλωτσιές κουνγκ φου αυτό το σταθερό οικοδόμημα που έχω χτίσει γύρω μου. Να σαρίσει επιδεικτικά αυτό το τέλεια οργανωμένο γραφείο και να ξαπλώσει πάνω του την κοκκινομάλλα, γκρό πλαν στο τζάκι, φέιντ άουτ, σκηνή. Ένα κομμάτι μου θέλει να πάει στο περίπτερο και να μεταφράσει το μεροκάματο σε φτηνόμπυρες. Να πατήσω άκυρο στο γκερλ και να πάω να αράξω με τα αλάνια τις λιμενόγατες, να τις κεράσω το βάρος τους σε αλκοόλ, να τους προσφέρω ολόκαρδα τα αυτιά μου. Ποιος ξέρει τι διάολο θα ακούσω πάλι? Δεν θέλουνε πολύ τέτοια τυπάκια. Ξεκινάς να λες δυο μπούρδες και πριν το καταλάβεις ψήνετε πανσέτες στην αυλή. Μέχρι να ξημερώσει, γυρίζεις σπίτι ντίρλα με ένα κουτάβι αγκαλιά και δυο κιλά γλυκοπατάτες απ' τον κήπο στο χέρι.<br />
<br />
Με το μαστίγιο κρατιέμαι γαμώτι μου, και πίστεψέ με, και πάλι παραπατώ και μπαλατζάρω. Μα είναι αγάπης αυτές οι βουρδουλιές. Γιατί τις ξέρω καλά τις λιμενόγατες. Όχι τα ονόματά τους, μα είμαστε φίλοι από παλιά. Έχω ξαναράξει μαζί τους τόσες πολλές φορές, σε τόσα μέρη, τόσα πολλά τσιγάρα. Λίγο πολύ, νομίζω τα 'παμε όλα. Φοβάμαι πως πλέον μονάχα θα κοιτιόμαστε αμήχανοι, περιμένοντας τη σειρά μας να μιλήσουμε. Κι αν κάνω λάθος, ε, ας πάω να γαμηθώ.<br />
<br />
Καλή ψαριά.<br />
<br />
Σούταρα το μπουκάλι στον κάδο, καβάλησα το ποδήλατο (ναι, το ίδιο που σακατεύτηκα τότε, ακόμα το ίδιο έχω) και χάθηκα στα αμαρτωλά στενά να βρω το κορίτσι μου. Να πάω να το πάρω σαν τζέντλεμαν απ' τη δουλειά, να τη περάσω σαν άνθος στο χέρι μου να κόψουμε βόλτες το κέντρο ντυμένοι και οι δυο με τα γαμάω-τάο Σαββατιάτικα ρούχα μας.<br />
<br />
Να πάμε να πιούμε τα ίδια ποτά στη μπάρα των ίδιων μπαρ, τσίπουρα απ' τα ίδια τρύπια ποτήρια στις ίδιες τρύπιες ταβέρνες με τους ίδιους τρύπιους ταβερνιάρηδες που πίνουμε χρόνια τώρα. Να πούμε τα ίδια σκέτα καλαμπούρια με τους ίδιους σκέτους τύπους που τα λέμε από το '12. Κάνα τσιγάρο στη γωνία, κεράσματα, μουρμούρα, ανταμώματα, σταυρωτά φιλιά και γέλια, βραχνά και πηγαία. Ποιος ζει, ποιος πέθανε, ποιόν μαχαιρώσαν σ' ενα πάρτυ. Σφηνάκια ρακί λίγο πριν φύγουμε, δεν θέλω άλλο, πούστη θα πιεις. Και μετά κατούρημα δίπλα απ' τους κάδους, και δυο αδέσποτα επίσημη συνοδεία, και να της κρατάω τα μαλλιά όσο ξερνάει. Κλείδωμα τα ποδήλατα, συνετό περπάτημα ως το σπίτι ξημερώματα. Και θερινή καταιγίδα, η πόλη πεδίο μάχης και μεις να πλατσουρίζουμε σαν τα βλαμμένα, μουσκίδι ως το βρακί. Να βγαίνει ο ήλιος και εσύ να κλείνεις τις κουρτίνες. Και καθαρό σεντόνι, ιδρωμένη αγκαλιά, φιλιά, φιλιά και όνειρα, μέχρι το επόμενο Σάββατο, ή την επόμενη ευκαιρία.<br />
<br />
Δεν ξέρω αν θα ανέβω ποτέ σε ένα βουνό αρκετά ψηλό για να ερωτευτώ το μεγαλείο του κόσμου, ή αν θα διασχίσω κάποιο ωκεανό τόσο απέραντο που θα μου αδειάσει την καρδιά απ' όσα έχω αγαπήσει. Μα ακόμα και τότε, κάπου κοντά στα ίδια με βλέπω να γυρνάω, κι ας είναι αυτό το κάπου οπουδήποτε. Και θα ΄ναι εύκολο, ναι. Σαν να ΄λειπα δυο βδομάδες διακοπές και ν' ανοίγω πάλι την πόρτα του σπιτιού μου. Σαν να ξεκινάω το ίδιο λατρεμένο βιβλίο για πολλοστή φορά και να μαγεύομαι για μία ακόμα. Σαν ένα ακόμα ανόητο σκυλί της πόλης.</div>
Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-5242409836898540.post-44652614927337729412018-01-21T04:58:00.000-08:002018-01-21T05:20:23.718-08:00Η Βιτρίνα<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div style="text-align: right;">
</div>
<div style="text-align: right;">
<i><b>Για την Αντόρα</b></i></div>
<div style="text-align: right;">
<br />
<table align="center" cellpadding="0" cellspacing="0" class="tr-caption-container" style="margin-left: auto; margin-right: auto; text-align: center;"><tbody>
<tr><td style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgnacYZqrMhGcz8cLHSfxJY26sb5mootFGLed9eW4hszQZbO8R_Y5GrEv9OvBah2qNmNiDcxBcG3-3gUXClnll3oUj4fYqHs8A4UBQye_f4HEAUx9EHiRgXYEIz3EirCRCf3ULKRtyNiA/s1600/%25CE%2597+%25CE%2592%25CE%25B9%25CF%2584%25CF%2581%25CE%25AF%25CE%25BD%25CE%25B1%252C+%25CE%259A%25CF%2589%25CF%2583%25CF%2584%25CE%25B1%25CE%25BD%25CF%2584%25CE%25AF%25CE%25BD%25CE%25B1+%25CE%2594%25CE%25B7%25CE%25BC%25CE%25BF%25CF%2585%25CE%25BB%25CE%25AC.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: auto; margin-right: auto;"><img border="0" height="302" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgnacYZqrMhGcz8cLHSfxJY26sb5mootFGLed9eW4hszQZbO8R_Y5GrEv9OvBah2qNmNiDcxBcG3-3gUXClnll3oUj4fYqHs8A4UBQye_f4HEAUx9EHiRgXYEIz3EirCRCf3ULKRtyNiA/s400/%25CE%2597+%25CE%2592%25CE%25B9%25CF%2584%25CF%2581%25CE%25AF%25CE%25BD%25CE%25B1%252C+%25CE%259A%25CF%2589%25CF%2583%25CF%2584%25CE%25B1%25CE%25BD%25CF%2584%25CE%25AF%25CE%25BD%25CE%25B1+%25CE%2594%25CE%25B7%25CE%25BC%25CE%25BF%25CF%2585%25CE%25BB%25CE%25AC.jpg" width="400" /></a></td></tr>
<tr><td class="tr-caption" style="text-align: center;">"Η Βιτρίνα" της Κωσταντίνας Δημουλά</td></tr>
</tbody></table>
</div>
<br />
Πώς βρέθηκα πάλι σ' αυτό το γαμημένο μπαρ, δεν καταλαβαίνω. Τα πόδια φταίνε, αυτά με φέρανε, εγώ απλά βγήκα απ΄ το σπίτι για μια βόλτα μετά δεν ξέρω τι έγινε. Με σύρανε μέσα από λασπωμένα πάρκα και άδειους δρόμους, για ώρες. Στην αρχή σε κύκλους, μετά εδώ. Το μαγαζί πάντως είναι άδειο, παίζει στη διαπασών χάλια μουσική, μέταλ και φρίκη. H ψυχή μου πνίγεται απόψε. Είναι λες και κρύφτηκα καταλάθος κάπου μέσα μου, σε μεγάλη απόσταση από οτιδήποτε. <br />
<br />
Για κάποιο λόγο όλη τη μέρα μου τριβελίζει το μυαλό μια φάση πριν καιρό, που τα ‘χα σκατώσει για τα καλά. Ήταν η πρώτη φορά που καταστρέφω τα πάντα τόσο μεγαλειωδώς. Μετά απ' αυτό σαν να ξεκίνησε κάποια μορφή βραδυφλεγούς αλυσιδωτής αντίδρασης και γινόταν αρκετά συχνά, μα εκείνη ήταν η πρώτη. <br />
<br />
Είχα προσπαθήσει, ηλιθιωδώς, να προστατέψω το κορίτσι απ' την παρέα της, η οποία ήταν και η δικιά μου. Εγώ ήμουν τρομερά αμήχανος μαζί της, τόσο που στην αρχή δεν μου σηκωνότανε. Δεν είχα ακόμα την αυτοπεποίθηση που έχω χτίσει τώρα. Αυτή ήταν πολύ πιο ξεβγαλμένη από μένα, και για κάποιο λόγο που τότε μου ήταν αδύνατον να δω, και πολύ τσιμπημένη μαζί μου. <br />
<br />
Ήταν απόγευμα Σεπτέμβρη κι ήμασταν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι μου όταν ξεκίνησε ένα μακρύ, συγκινημένο μονόλογο για το πόσο καλά παιδιά είναι, και πόσο γαμάτοι τύποι και πόσο τυχερή νιώθει που είναι φίλη μας. Κούνια που την κούναγε. Οι καλοί της φίλοι, όταν δεν ήτανε μπροστά, πουτάνα την ανεβάζανε, τσουλάρα την κατεβάζανε και στους ενδιάμεσους ορόφους κάνανε σχέδια πώς να την μεθύσουνε για να την γαμήσουνε όλοι μαζί, κάτι που το 'χανε σίγουρο πως θα ψηθεί. Δεν μου άρεσε καθόλου μα δεν έκανα τίποτα. Όπως έχει μάθει κανείς έλεγα στον εαυτό μου. Δεν τρελαινόμουνα γι’ αυτούς τους τύπους, μα ήμουν φρέσκος, κι εκείνη την εποχή δεν μου άρεσε να μένω μόνος μου. <br />
<br />
Το να την έχω δίπλα μου όμως να εκθειάζει την κατάσταση ήτανε η σπίθα που χρειαζότανε για να εκραγώ. Ποτέ δεν είχα μεγάλη αντοχή με αυτά τα πράγματα, μου είναι αδύνατον να κρατήσω τοξικά μυστικά ή να δολοπλοκώ. Της τα ξέρασα όλα, χύμα και ωμά. Είχα νευριάσει και μαζί της, και μαζί τους και μαζί μου. Το πήρε πάρα πολύ άσχημα. Κλάμα και κρίσεις πανικού. Απ' ότι φαίνεται, είχε γίνει ακριβώς το ίδιο πράγμα και στην πόλη που μεγάλωσε, και της στοίχησε πολύ που η ιστορία επαναλαμβανότανε. <br />
<br />
Δεν ξέρω τι είχα στο μυαλό μου. Ίσως να φανταζόμουνα πως θα τους δώσει άκυρο όλους και θα μείνει μαζί μου. Ίσως πως θα ξεκόψουμε μ' αυτούς και θα συνεχίσουμε να ζούμε τον έρωτά μας για όσο κρατήσει. Ήθελα να τη βοηθήσω να προστατέψει τον εαυτό της, μα κοιτώντας πίσω, σίγουρα και να βγάλω τον κώλο μου έξω απ’ αυτή το βρωμοϊστορία. Δυστυχώς δεν ήξερα ακόμα να ζυγίζω πιθανότητες, όπως επίσης δεν ήξερα και πως υπάρχουν συγκεκριμένες ποιότητες αλήθειας για συγκεκριμένες ποιότητες ατόμων. <br />
<br />
Προφανώς η μικρή το είπε σε μια φίλη της που το είπε με τη σειρά της στα παιδιά. Τα οποία, ψιλοδικαιολογημένα, απ' όσο ξέρω μέχρι και σήμερα πουστράκι με ανεβάζουνε, Ιούδα με κατεβάζουνε και στους ενδιάμεσους ορόφους μάλλον κάνανε και σχέδια για το πως θα μου ανοίξουν το κεφάλι, κάτι που θα το καλωσόριζα. Θα ήταν πιο απλό. Ένα πατροπαράδοτο ξύλο στην μέση της πλατείας κι όλοι καλά με ένα μπουλωμένο μάτι. Αντ’ αυτού, ο αρχηγός της παρέας με έβγαλε μεσημέρι για ρακί να μου τα πει ήρεμα στη μούρη. Ποτέ δεν περίμενε λέει κάτι τέτοιο. Πρόδωσα λέει την αντρική αλληλεγγύη, δεν έχω παντελόνια, και τέτοια. Ιερή εμπιστοσύνη μεταξύ φίλων, και τέτοια. <br />
<br />
Κι είχε δίκιο. Δεν έχει πραγματικά σημασία αν ήταν εντάξει ή εντελώς μαλάκες, όταν είσαι μέλος μιας αγέλης δεν την προδίδεις. Απλά δεν το κάνεις. Υπήρχαν άλλοι οδοί, κι εγώ είχα διαλέξει αυτή του Εφιάλτη. Θα μπορούσα να έχω χειριστεί το θέμα πιο απαλά, μα τότε τα νεύρα μου ήταν ένα μάτσο κομμένα ηλεκτροφόρα καλώδια που σπαρταράνε. Όπως και να ΄χει -ό,τι κι αν με κάνει αυτό- δε νομίζω πως νοιαζόμουνα πραγματικά γι’ αυτή την παρέα. <br />
<br />
Στη μικρή είπανε πως τα έβγαζα όλα απ΄ τη στομάχα μου, πως παρεξήγησα κάποια αθώα αντρικά αστεία. Αυτή το πίστεψε. Μου 'κοψε κάθε επαφή, όπως προφανώς και οι υπόλοιποι. Έχασα το κορίτσι, έχασα την παρέα και μου 'μεινε μόνο η πικρή γεύση ενός παράξενου δίκιου στο στόμα, να γλιστράει πίσω απ' τη γλώσσα σαν παχύρευστο οξύ και να μου ξεσκίζει το λαρύγγι. Λίγους μήνες μετά, έμαθα πως τελικά την καταφέρανε και για παρτούζα. <br />
<br />
Ήμουνα χάλια-χάλια, δεν είχα μυηθεί ακόμα στη φιλοσοφία του μπλουζ. Κάτι παντελώς φλώρικα τραγουδάκια έγραφα εκείνη την εποχή στην κιθάρα, τα οποία πια πολύ αγαπώ. Δεν είχα ιδέα πως να διαχειριστώ τέτοιες καταστάσεις και συναισθήματα. Λοιπόν, πιο πολύ από παράδοση και λιγότερο από ένστικτο, πήγα στο σούπερ να πάρω ένα μπουκάλι λήθη. <br />
<br />
Πήγα στο διάδρομο με τα ποτά. Τα καλύτερά ήταν κλειδωμένα σε μια μικρή βιτρίνα, σαν μπιμπελό. Μα όλα μου φαινόταν υπερβολικά χαρούμενα, εύθυμα. Μου δίνανε την εντύπωση ποτών που θα πιείς σε πάρτυ με γκομενάκια και χαλαρή μουσική. Πάντα μου φαινόταν πως το κάθε μπουκάλι θέλει ιεροτελεστία, και πως το ποτό που επιλέγεις σε χαρακτηρίζει. Το Τζακ ήταν μαστ για την περίπτωση. Το χοντροκομμένο, τετράγωνο μπουκάλι με το ασπρόμαυρο χαρτί μου έκλεισε το μάτι. <br />
<br />
Σαν έφτασα σπίτι, κάθισα στον καναπέ, το ακούμπησα μπροστά μου και σκέφτηκα, αυτό, αυτό το χρειάζομαι. Ώστε έτσι είναι. Άρχισα να το κατεβάζω αργά. Ένιωθα σα να κάνω χειραψία με τον ίδιο τον Ντάνιελς. Είχα πει στον εαυτό μου, ώρα να σκληρύνεις δικέ μου. Για καλό ή για κακό, έτσι έχουνε τα πράγματα. <br />
<br />
Τώρα, πώς τα φέρνει η ζωή και πρόσεχε τι εύχεσαι, δυo-τρία χρόνια αργότερα κατέληξα να είμαι πιο κάθαρμα απ’ ότι θα μπορούσαν να είναι ποτέ αυτοί οι τύποι. Γατίσιες φαινόταν πια οι καγκουριές τους που τόσο με είχαν εξωθήσει μπροστά στις δικές μου. Δεν έχει πολύ πλάκα να νομίζεις πως τρέχεις μακριά από κάτι μόνο και μόνο για να ανακαλύψεις ότι τελικά τρέχεις κατά πάνω του. Ταυτόχρονα όμως, έχει και λίγο. <br />
<br />
Το ρούφηξα όλο σε μία νύχτα, και την επόμενη δεν ένιωθα διόλου καλύτερα. Το μπουκάλι το κράτησα για κάποιο καιρό, σαν αναμνηστικό, να μου θυμίζει κάτι που -αν υπήρχε όντως ποτέ σαν ολοκληρωμένη σκέψη- πλέον έχω ξεχάσει. Και μετά με τη σειρά του, ξεχάστηκε κι αυτό. Και ήρθαν άλλα μπουκάλια, κι άλλες καψούρες και άλλες αναμνηστικές μαλακίες να μαζεύονται στα ράφια των δωματίων μου, κι αυτά με τη σειρά τους να παίρνουνε το μπούλο μόλις αλλάζει η εποχή. Και τώρα είμαι εδώ. <br />
<br />
Κάπως έτσι λοιπόν. Πλέον, νο. Πίνω, σι. Ερωτεύομαι, σι. Μα δεν διαλύομαι. Έμαθα να μαθαίνω. Μπορεί η ψυχή μου να 'ναι σχισμένη στα δύο μα δεν πεθαίνω. Δεν έχει σημασία. Αργά ή γρήγορα γνωρίστηκα και με το θεό και με το διάβολο, και λίγα πράγματα με φτάνουν στα όριά μου. <br />
<br />
Ο θυμός όμως, μένει. Όπως άλλωστε και η δίψα. <br />
<br />
Το ξύλο του μπαρ τρέμει απ' την ένταση. Οι τοίχοι είναι βαμμένοι μαύροι, έχει παντού ζωγραφισμένες πεντάλφες και τράγους με κόκκινη μπογιά. Είναι ένα μπαρ για χαμένες ψυχές αυτό που ήρθα σήμερα, ξανά χωρίς να το καταλάβω, μα είναι το μόνο που μπορώ να διαχειριστώ σ' αυτή την κατάσταση. Η φίλη μου που δουλεύει συνήθως δεν είναι εδώ, μόνο ο τυπάς. Καλύτερα. Το σώμα έχει ήδη ζεσταθεί. Τσιγάρα έχω. Το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι. Τι. Θα. Πιω. <br />
<br />
Σαν μαλάκας, για δεκάκις χιλιοστή φορά μπροστά στη βιτρίνα με τα μπουκάλια, με δέκα γιουρά σε ψιλά, μουσκεμένα ακόμα από βρόχινο νερό στην τσέπη. Βλέπω τις μάρκες και τα λόγκο να με χαιρετάνε, να μου μιλάνε. Αυτά τα μπουκάλια είναι φίλοι μου, κάποια είναι εχθροί μου. Τα λόγια της κάθε μποτίλιας είναι χάδια ερωμένης, μια γλυκιά θύμηση. Δέκα γιουρά. Ούτε να φτύσω δεν μπορώ με δέκα γιουρά, κι έχω τη γαμημένη τη βιτρίνα στα δύο μέτρα, αν απλωθώ αρκετά μπορώ να τα αγγίξω. <br />
<br />
Απέναντι οι φίλοι μου βγάζουνε μικρά χεράκια από τα πλάγια, μάτια και στόματα φυτρώνουν στους λαιμούς, και φωνάζουνε όλοι μαζί με ψιλές, γλυκές φωνίτσες, “είναι ο φίλος μας, ξαναήρθε!” και “Ορφέα, μας έλειψες!” και “Ορφεάκο ήρθες, σε περιμέναμεεεεε!”. <br />
<br />
Είναι όλοι εκεί. Ο Κάπτεν Μόργκαν κραδαίνει το γάτζο του τραγουδώντας μυθικά έπη για τους γλυκούς ανέμους της Καραϊβικής, που μυρίζουν ιώδιο, μπαχαρικά και σκούρο γυναικείο σώμα. Ο Σέιλορ Τζέρι, με τα μπράτσα γεμάτα ναυτικά τατού κρατάει χαλί παίζοντας φυσαρμόνικα, χτυπόντας το πόδι κάτω για ρυθμό, πετώντας μου κάνα αλήτικο κλείσιμο του ματιού. <br />
<br />
Είναι ο Τούλαμορ εκεί, με προσκαλεί να φονεύσουμε το θάνατο με σφήνες και τσιγάρα, και ο Τζέιμσον, μα σήμερα δεν έχω κέφια. Ο Χόσε και η παρέα του βαράν κιθάρες αϊ αϊ αϊ και βίβα λα μέχικο, μα μπα. Η μπύρα δεν κάνει καν τον κόπο να με χαιρετήσει. Έχουμε γίνει κώλος και βρακί πια. Το κρασί με έχει γραμμένο στα αρχίδια του και εγώ επίσης. <br />
<br />
Και εκεί πίσω, η πατρική φιγούρα που όλοι έχουν ανάγκη, ο παλιός, κλασσικός Θείος Τζακ. Με την καπελαδούρα, τη χοντρή κοιλιά και το απαίσιο μούσι εποχής με καθησυχάζει, με πιάνει απ' τον ώμο και μου λέει, εδώ είμαι αγόρι μου. Είναι παλιός γνωστός. Μου λέει πως όλα θα πάνε καλά για μία ακόμη φορά. Πως θα πιούμε πολύ, θα γελάσουμε, θα φλερτάρουμε με τα γκομενάκια και μετά θα πάμε να δείρουμε ένα τύπο. Δεν έχει σημασία ποιόν, σημασία έχει να τον δείρουμε. Για την ακρίβεια, δεν έχει καν σημασία αν θα τον δείρουμε ή θα μας δείρει. Σημασία έχει να πάμε. <br />
<br />
Και στην άκρη, δεξιά κάτω, που το ράφι είναι σκοτεινό και σκονισμένο, κάθεται η Βότκα. Με κοιτάει πλάγια, εντελώς σιωπηλή. Κρατάει ένα μαδέρι με μια σκουριασμένη πρόκα καρφωμένη στην κεφαλή και τo χτυπάει απαλά στο χέρι της. Θέλει το κακό μου. Εσύ να πας να γαμηθείς Βότκα. Δεν είσαι φίλη μου. Όταν είμαστε μαζί, κακά πράγματα συμβαίνουνε γύρω μου. Κακά πράγματα συμβαίνουμε και σε 'μένα. Ναι, το ξέρω, έχει πλάκα. Και 'μένα μ' αρέσει. Απλά έχει αρχίσει να γίνεται κουραστικό, σαν να 'χω μέσα μου έναν αναστεναγμό, ένα κλαψιάρικο “αμάαααν ρε μαλάκαααα”, και κάθε φορά που κάνουμε παρέα να προστίθεται και ένα ακόμα “α”. <br />
<br />
Μη λέμε όμως μαλακίες. Ποια δέκα ευρώ? Ήρθα για να πιω και αυτό θα γίνει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Πάντα έτσι πάει. Κάποιος θα με κεράσει, κάπως θα πέσει κάτι στα χέρια μου, πάντα έτσι πάει. Κάποιος παραδοσιακός ελληνικός αλκοολικός θείος θα σκάσει απ' το πουθενά, κάποιο αλάνι που με πάει θα με κάνει λιώμα, πάντα έτσι πάει. Είναι λες και το σύμπαν συνωμοτεί εναντίον μου μόλις κάθομαι στον πάγκο. Ή υπέρ μου, δεν ξέρω. <br />
<br />
Η απόφαση έχει ήδη παρθεί, πριν καν διαβώ την πόρτα του μαγαζιού, πολύ πριν αποφασίσω να βγω απ' το σπίτι. Σκάει μύτη ο μπαρμαν, με καρφώνει με τα μάτια. Είναι ψηλός και χοντρός. Γεμάτος άσχημα τατού που για κάποιο λόγο του πάνε, μούσι μέχρι το στήθος πλεγμένο επιμελώς πλεξούδα, με μαλλί ξυρισμένο μοϊκάνα πιασμένο κότσο. Δεν με χαιρετάει. Του τη δίνει που η μικρή που δουλεύει εδώ βγαίνει έξω απ' τη μπάρα και με φλερτάρει όποτε έρχομαι. Του τη δίνει, και αυτό με ευχαριστεί. Γι' αυτό έρχομαι. <br />
<br />
“Τι θα πιείς ρε?” μου κάνει. Δεν απαντώ. Δεν ξέρω. Δεν με νοιάζει. Χαμογελάει ύπουλα. Κάτι ξέρει το μουνί. Κάτι βλέπει. Τον σιχαίνομαι αυτό τον τύπο. Πώς βρέθηκα πάλι σ' αυτό το γαμημένο μπαρ, δεν καταλαβαίνω. Τα πόδια φταίνε, αυτά με φέρανε, εγώ απλά βγήκα απ΄ το σπίτι για βόλτα, μετά ποιός ξέρει τι έγινε. <br />
<br />
Και εντελώς ξαφνικά, τακ, ο χρόνος σταματάει. Νιώθω λες και κάποιο παγωμένο χέρι με έχει γραπώσει απ’ το σβέρκο. Ο χώρος εξαφανίζεται για λίγο, κρύβεται, και μετά εμφανίζεται ξανά, κάπως διαφορετικός, πιο απλός. Η μουσική ακούγεται υπόκωφα, λες και παίζει μέσα από σπηλιά. Ο τύπος μοιάζει με ευφάνταστο κέρινο ομοίωμα. Ρεαλιστικός, μα όχι αληθινός. Περιεργάζομαι τα σπυριά στο μέτωπό του, τις τρίχες στη μύτη και τα φρύδια του. Τα μπουκάλια κόβουν αμέσως τις τσιρίδες, ξαναγίνονται μπουκάλια, στέκονται άψυχα πάνω στα ράφια. <br />
<br />
Κάπως σαν να ξύπνησα, σαν να θυμήθηκα κάτι πάρα πολύ σημαντικό που μου είχε διαφύγει. Κάπως σαν να ‘μουν χαμένος στα χαμένα όλη μέρα κι τώρα επιτέλους κατάφερα να συγκεντρωθώ. <br />
<br />
Έτσι, στα ξαφνικά, πολύ απλά, σαν να έπεσε πάνω μου λίγο απ' το φως του Ράμα, του Κρίσνα, του Ερμή, του Μωυσή, του Ορφέα, του Πυθαγόρα, του Πλάτωνα και του Ιησού, είπα να φύγω. Να τσακιστώ από 'κει μέσα ο μαλάκας, και να μην ξαναπατήσω ποτέ. Να φτύσω στη μούρη τον ψηλό, να αφήσω πίσω μου τη φρίκη, να βγω έξω στον καθαρό αέρα και να κόψω βόλτες κουκουλωμένος με το πανωφόρι μου μέχρι να ξημερώσει. <br />
<br />
Να πάρω τηλέφωνο κάποιο φίλο σε κάποια άλλη πόλη και να του ζητήσω να με φιλοξενήσει. Να πακετάρω δυο παντελόνια, πέντε μπλούζες, τέσσερα βρακιά, να φιλήσω τη γριά μου και να φύγω. Να αρχίσω να παίζω δρόμο μέχρι να μπορέσω να νοικιάσω σπίτι, κι ας είναι με δεκαεφτά συγκάτοικους. Να βρω καινούριο κορίτσι, να το ερωτευτώ κι ας με διαλύσει. Να φύγω. Να ανατρέψω το ταμπλό, να εκσφενδονιστούνε τα πιόνια ένα γύρω, να ανακατέψω την τράπουλα και να μοιράσω ξανά, κι ας είναι το καινούριο χέρι χειρότερο απ’ το τωρινό. <br />
<br />
Γιατί ξέρω, πως όσα πέφτουν πάνω μου τα προσκαλώ. Αφήνω την πόρτα του σπιτιού μου ανοιχτή και τρυπώνουνε μέσα όταν ναρκώνομαι, σαν τα ποντίκια. Φωλιάζουν στην καρδιά μου και σιγά-σιγά τα συνηθίζω, δεν τα διώχνω. Καταλήγω να ζω μαζί τους, και μετά από καιρό πείθομαι πως ήταν από πάντα εκεί. Ναι, ξαφνικά, έτσι όπως κοιτάω στα μάτια το χοντρό, λέω να κάνω μια καινούρια αρχή. Γιατί το χρειάζομαι. Γιατί μπορώ. Και γιατί το αξίζω. Μπορεί τελικά και να μην αξίζω απολύτως τίποτα, μα ποτέ δεν θα σταματήσω να αξίζω μια καινούρια αρχή -κανείς δεν θα σταματήσει. <br />
<br />
Γιατί η μαλακία με το κορίτσι δεν ήτανε που της τα ξέρασα όλα. Η μαλακία ήταν που εξ' αρχής έκανα παρέα με αυτούς τους τύπους. Που, παρόλο που δεν ενέκρινα ούτε ασπαζόμουν τις πισώπλατες πουστιές και τις στρατόκαυλες συμπεριφορές τους δεν έλεγα τίποτα. Που φοβήθηκα τη μοναξιά και δε σηκώθηκα να φύγω. Ήμουν κουρασμένος και ήταν βολικά, και απλά στρογγυλοκάθισα εκεί, νομίζοντας πως με τον καιρό θα συνηθίσω ή θα συνειδητοποιήσω κάτι που αδυνατούσα να δω μέχρι τότε. Με ακριβώς τον ίδιο τρόπο που στρογγυλοκάθομαι τώρα σ' αυτό το σκαμπό. <br />
<br />
Μα αν έμαθα κάτι όσο σερνόμουν στα πατώματα είναι πως δεν μπορείς να είσαι εντάξει με τα αρχίδια. Μαζί τους ή αρχίδι θα είσαι ή τίποτα. Εντάξει ποτέ. Δεν γίνεται, κι αυτό με κάνει να ντρέπομαι. Και είναι η ντροπή που με πυρώνει και μου καρβουνιάζει το είναι, κι ας έχουν περάσει από τότε δέκα κεφάλαια. Η ντροπή μένει, δεν ξεπλένεται. Όπως η δίψα κι ο θυμός, μένει εκεί και γίνεται κομμάτι. <br />
<br />
Όλο το δράμα ήταν η αφορμή. Αν είχα τα κότσια να ξεκόψω από νωρίς όλα αυτά θα είχαν αποφευχθεί. Κρίμα τα δάκρυα, κρίμα οι βρισιές, κρίμα εκείνο το θρυλικό πρώτο μπουκάλι Τζακ. Κρίμα και το κορίτσι. Θα ΄θελα μετά από τόσα χρόνια να την βρω να μιλήσουμε. Να δω τι κάνει. Αν βρήκε κάποια μορφή δικαιοσύνης στη ζωή. Αν κατάφερε να προστατεύει τον εαυτό της. Να μου πει και αυτή τη γνώμη της για όλη εκείνη την καταραμένη φάση, που ήταν στην ουσία της ο πυροβολισμός που με έχει στείλει εδώ που βρίσκομαι μέχρι και σήμερα. Ποτέ δεν έμαθα τι απέγινε. Ούτε και την έψαξα όμως. Απ' όσο ξέρω θα μπορούσε να σερβίρει κοκτέιλ στη Μύκονο, ή να τρακάρει ψιλά στη Ναυαρίνου. <br />
<br />
Το όνειρο δεν κράτησε πολύ. Σταδιακά, ο κόσμος επανήλθε στους κανονικούς του ρυθμούς. Και αυτό το μουνί είναι ακόμα από πάνω μου. Με τα δύο μέτρα ύψος και τον όγκο ολυμπιονίκη παλαιστή. Με το γελοίο πλεγμένο μουσάκι του. Ακόμα με κοιτάει και περιμένει να δει τι θα πιω. Το αίμα σου θα πιω ρε μαλάκα. Σε σφηνάκια. Για το γαμώτο. Όχι γιατί σε μισώ, όχι γιατί είσαι γλοιώδης. Απλά γιατί μου κάνει κέφι. Γιατί το κόκκινο και το μαύρο και το ντεθ μέταλ και οι πεντάλφες λες και μου καρφώνουν αυτή την ιστορία σαν βίδα στην ψυχή, σφυριά τη σφυριά. Και με πονάει. Γιατί διψάω και δεν έχω φράγκα. Γιατί έχω νεύρα. Γιατί έχω πάντα νεύρα και ποτέ αρκετά λεφτά να ξεδιψάσω. <br />
<br />
Δεν ξέρω πως τον κοιτούσα, μα με διάβασε. Ακούμπησε τα μπράτσα στο μπαρ, χαμογέλασε και έβγαλε απ’ τη μύτη ένα βαρύ, βαθύ αναστεναγμό που έστειλε τις στάχτες μέσα απ' το τασάκι να πετάνε απαλά ολόγυρα μας σαν χιονονιφάδες. Αιφνιδιάστηκα. Το πρόσεξε και χαμογέλασε πιο πλατιά. Νομίζω πως έχω κάνει το λάθος και έχω έρθει πολλές φορές σ' αυτό το μαγαζί. Με ξέρει. Χριστέ μου, ακόμα χειρότερα. Με καταλαβαίνει. Προς στιγμήν, μέσα στα μαστουρωμένα μάτια του αναγνώρισα κάτι δικό μου, κάτι που δεν είχα συνειδητοποιήσει ποτέ μέχρι τότε πως έχω. Δεν ξέρω τι. Ίσως και τίποτα. <br />
<br />
Κλείνει το μάτι και με ρωτά με νόημα, “τι λέει η καρδιά?” και γνέφει στη βιτρίνα. Και η καρδιά μου τρέμει, και λέει stay away. Μα το χέρι ακουμπά στον πάγκο μια χούφτα βρεγμένα, μίζερα ψιλά, και το στόμα μιλά σχεδόν αυτόματα. “Βότκα”.<br />
<br />
<br />
<a href="https://www.facebook.com/okosmosapokatw"><br /></a>
<a href="https://www.facebook.com/okosmosapokatw">https://www.facebook.com/okosmosapokatw </a></div>
Unknownnoreply@blogger.com2tag:blogger.com,1999:blog-5242409836898540.post-15349609276510532872017-12-10T13:26:00.000-08:002017-12-10T13:44:43.064-08:00Κερασμένο με Αγάπη<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
</div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
</div>
<table align="center" cellpadding="0" cellspacing="0" class="tr-caption-container" style="margin-left: auto; margin-right: auto; text-align: center;"><tbody>
<tr><td style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg_n4sK_N-MAFs_hPE8qW59GE8vQDoGYaipZ1YquvyNerLtupjM98JEKsbx9DmoMM0xQcHf_cDH2bZ7q1IDikR-gVnfsre8OP3f9l1b7zyHXZxJEyrcSTNC4vunroeDvuOZclOYkZN86g/s1600/...%25CE%25B1%25CF%2585%25CF%2584%25CF%258C+%25CE%25B5%25CE%25AF%25CE%25BD%25CE%25B1%25CE%25B9+%25CE%25BB%25CE%25BF%25CE%25B9%25CF%2580%25CF%258C%25CE%25BD%252C+%25CE%25AD%25CE%25BD%25CE%25B1+%25CE%25B1%25CF%2581%25CF%2587%25CE%25AF%25CE%25B4%25CE%25B9..jpg" imageanchor="1" style="margin-left: auto; margin-right: auto;"><img border="0" data-original-height="553" data-original-width="960" height="230" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg_n4sK_N-MAFs_hPE8qW59GE8vQDoGYaipZ1YquvyNerLtupjM98JEKsbx9DmoMM0xQcHf_cDH2bZ7q1IDikR-gVnfsre8OP3f9l1b7zyHXZxJEyrcSTNC4vunroeDvuOZclOYkZN86g/s400/...%25CE%25B1%25CF%2585%25CF%2584%25CF%258C+%25CE%25B5%25CE%25AF%25CE%25BD%25CE%25B1%25CE%25B9+%25CE%25BB%25CE%25BF%25CE%25B9%25CF%2580%25CF%258C%25CE%25BD%252C+%25CE%25AD%25CE%25BD%25CE%25B1+%25CE%25B1%25CF%2581%25CF%2587%25CE%25AF%25CE%25B4%25CE%25B9..jpg" width="400" /></a></td></tr>
<tr><td class="tr-caption" style="text-align: center;"><span class="_5yl5">"..οπότε αυτό, ειναι ένα αρχίδι." της Άννυ Β.</span></td></tr>
</tbody></table>
<br />
Είναι αλήθεια πως κάποτε ήθελα και εγώ να πεθάνω στα γρήγορα, τσάκα μπαμ, να τελειώνουμε.. Θα 'μουνα δέκα ή έντεκα, και το θυμάμαι σαν χτες, που αποφάσισα εντελώς στα σοβαρά πως αν είναι να πεθάνω κάποτε, καλύτερα να είναι νωρίς μπας και γλυτώσω όλη αυτή την αισχρή μιζέρια που διακρίνει τους μεγάλους. Να ζήσω μάνι-μάνι τα καλά τώρα που ο βίος είναι βολικός και το σώμα φρέσκο, και μετά να την κάνω, να δω επιτέλους τι σκατά κρύβεται πίσω απ' αυτό το λευκό παραπέτασμα. Όλοι πεθαίνουν, έτσι και εγώ μια νύχτα, ε, τουλάχιστον ας διαλέξω πότε θα είναι. <br />
<br />
<br />
Όταν γνωρίστηκα όμως για πρώτη φορά με την ιδέα της μετεμψύχωσης απέκτησα μια εντελώς διαφορετική σκοπιά για τη ζωή. Θυμάμαι καθόμασταν στο σαλόνι στο χωριό και έτυχε να ακούμε Καζαντζίδη, και η αδερφούλα μου πετάγεται και λέει στον πατέρα μου, "Μπαμπά, ο Στέλιος όταν λέει Θεέ μου τη δεύτερη φορά που θα 'ρθω για να ζήσω μιλάει για μετεμψύχωση, έτσι δεν είναι?". Σέκος ο πατέρας. Μα είχε απόλυτο δίκιο. <br />
<br />
<br />
Δύο σκέψεις έκανα εκείνη τη μέρα τις οποίες κρατάω μέχρι και σήμερα. Πρώτον, πως αν πεθάνω νωρίς, θα είναι χοντρή μαλακία και μεγάλο παλούκι να πρέπει να ξαναζήσω ξανά μανά όλη την παιδική ηλικία ώστε να μπορέσω να αγαπήσω ως ενήλικας τόσο βαθιά όσο κι ο Στέλιος. Και φαντάσου, στη δεύτερη ζωή να αποφασίσω ξανά να πεθάνω νέος χωρίς να θυμάμαι ότι ποτέ δεν ενηλικιώθηκα στην προηγούμενη. Θα ήμουν ένας μικρός αυτόχειρας, παγιδευμένος σε ένα φριχτό φαύλο κύκλο. <br />
<br />
<br />
Η δεύτερη σκέψη, ήταν πως η μετά θάνατον ζωή μπορεί να είναι μια παπάτζα και μισή και να τον πιω. Και εκεί που θα περιμένω να λυθεί το μυστήριο, να γίνω ξαφνικά τίποτα, χωρίς τη γλυκιά και βασανιστική συνειδητότητα, ανίκανος ακόμα και για απλή σκέψη. Ακούγεται κάπως μακάβριο, μα αν το δεις απ' τη μεριά ενός εξαιρετικά περίεργου παιδιού φίσκα στα ερωτήματα, δεν είναι. <br />
<br />
<br />
Δεν άλλαξε πολύ λοιπόν ο τρόπος που βλέπω τα μυστήρια από τότε, μόνο που τώρα πια έχω τα γεράματα στο νου μου σαν στοίχημα. Σαν πρόκληση. Πόσο δύσκολο είναι πια γεράσεις? Γεμάτος είναι ο τόπος κωλόγερους. Τα κατάφερα μέχρι τα είκοσι, τώρα σχεδόν πιάνω τα τριάντα. Έχω ένα κάρο φίλους που δεν θα δούνε ποτέ τέτοιες ηλικίες. Θα καταφέρω όμως να χτυπήσω τα ογδόντα και να μην είμαι ένα κομμάτι κρέας στον καναπέ? Μιλάμε για μια χοντρή πενηνταετία ακόμα. Μισό αιώνα. Θα δούμε. <br />
<br />
<br />
Για την ώρα πάντως, προτιμώ να ζήσω πάρα πολλά χρόνια. Παιδιά και έτσι, όλη τη μόντα. Σαν σκατόγερος όμως, το μόνο σίγουρο είναι πως θα 'χω ένα μάτσο πιτσιρίκια γύρω μου. Θα είναι φοβερά ενοχλητικά και τρομακτικά μαλακισμένα, θα έχουν κι αυτά το διάολο μέσα τους. Γιατί, ως γνωστόν, ο διάολος περνάει κάθε δεύτερη γενιά. Εγώ τώρα έχω μέσα μου τους διαόλους των παππούδων μου. Τα παιδιά μου θα έχουν των γονιών μου, και τα εγγόνια μου θα κληρονομήσουν τους δικούς μου. Δηλαδή, γάμησέ τα δηλαδή. Θα με πεθάνουνε. <br />
<br />
<br />
Θα κάθομαι στην κουνιστή μου πολυθρόνα, με όσα άσπρα μαλλιά βγαίνουν ακόμα κότσο, το κούτελο φαλάκρα και μούσια ως την κοιλιά, θα 'χω μια ξύλινη, μακριά μαγκούρα με γάντζο στην άκρη να τα κοπανάω στο κωλί όταν κάνουνε μαλακίες και να τα βουτάω απ' τα πόδια σαν κατσίκια όταν θέλω να τα κανακέψω. Και θα με ρωτάνε ένα σωρό βλακείες, Χριστέ μου, τόσες πολλές βλακείες... Παππού τι είναι πούτσα, παππού τι είναι καλόγερος, παππού τι είναι πίπα. Και μα το Θεό, μα τον καυτό πυρήνα του πλανήτη και τα παγωμένα δαχτυλίδια του Κρόνου, δεν θα τους κρύψω απολύτως τίποτα. Ο κόσμος έχει γίνει πιο άγριος απ' ότι ήταν κάποτε. Πούτσα είναι το πουλί του άντρα, καλόγερος είναι ένας άντρας που αρνείται το πουλί του, πίπα είναι η πούτσα στο στόμα. <br />
<br />
<br />
Και θα με ρωτάνε κι αυτά τα βαθιά φιλοσοφικά και καμμένα που ρωτάν τα πιτσιρίκια πριν πάνε σχολείο και τους κλαδέψουν τη φαντασία με πειθαρχία, τάξη και κοινωνικά ταμπού. Θα βάλω τα δυνατά μου τους πω όσα λιγότερα ψέματα γίνεται χωρίς να τα τραυματίσω, και θα τα 'χω συνέχεια με ένα βιβλίο στο χέρι. <br />
<br />
<br />
Και ιστορίες. Μαλάκα, ατέλειωτες ιστορίες, αληθινές και απίστευτες, καφρίλες που μάλλον δεν θα πιστεύουν ούτε τα παιδιά μου. Με την παραμικρή ευκαιρία θα τα μαγεύω με μύθους για μυστήριους αλήτες, ταξίδια σε θάλασσες μαύρες, θαύματα, άγρια μαγεία και περιπέτειες. Για κάθε ερώτηση θα έχω και μια ιστορία. Ήδη από τώρα δεν βλέπω την ώρα να μαζευτούν στα πόδια μου σαν υπερκινητικά κουτάβια, να μου φέρουν κρυφά τσιγάρο κλεμμένο απ' το πακέτο των μεγάλων και να με ρωτήσουνε φουλ συνωμοτικά και σκανταλιάρικα με μάτια που γυαλίζουν, “παππού, τι είναι αρχίδι?”. Και εγώ μέσα μου θα ξαναζωντανέψω. Θα δακρύσω κρυφά από συγκίνηση, θα ψελλίσω μέσα απ΄ τα σαλιωμένα μουστάκια μου “επιτέλους...”, και θα τους πω για το πώς ένα πρωί κέρασα άθελα μου μια ολόκληρη πόλη ένα αρχίδι. <br />
<br />
<br />
Θα τους πω “Όταν ο παππούς σας αγαπημένα μου κωλόπαιδα ήταν πιτσιρίκος, λίγο μεγαλύτερος από σας, όχι πολύ εξυπνότερος, μα σίγουρα πολύ πιο γοητευτικός, ήταν ένα ρεμάλι και μισό, μα όχι μαλάκας. Δεν είχε δουλειά γιατί ήταν αφάνταστα τεμπέλης. Αν μπορούσε όλη μέρα να αράζει και να ξύνεται θα το 'κανε, μα ήταν και δαιμονισμένος οπότε δεν καθότανε πολύ στ' αυγά του. Τον έκαιγε ο κώλος. <br />
<br />
<br />
Για να ζήσω λοιπόν έπαιζα κλαρίνο στους δρόμους. Έβρισκα κι άλλα πιτσιρίκια με κοφτερά μυαλά και πονηρά μάτια και παίζαμε μαζί τη μουσική μας στους περαστικούς, κι άλλος πέταγε ένα κέρμα, άλλος ένα χαρτονόμισμα, άλλος όλο το πορτοφόλι κι άλλος με αγκάλιαζε σαν παιδί του και μού’λεγε με δάκρυα στα μάτια πως τον ανέστησα, πως τον μάγεψα, πως τον αγάπησα, και όλοι μου λέγανε ποτέ να μην το παρατήσω αυτό που κάνω, πως θα 'ναι κρίμα. <br />
<br />
Μα όλοι όσοι με νοιαζόταν και θέλανε το καλό μου, με πιάνανε να μιλήσουμε σοβαρά και μου λέγανε πως η μουσική δεν έχει ψωμί, και πως κάποτε θα γεράσω και δεν θα 'χω φράγκο τσακιστό και θα υποφέρω. Να μάθω μια τέχνη κυριλέ, υδραυλικός, μάγειρας, κάτι που να 'χει λεφτά. Ε, αυτούς τους είχα γραμμένους. Εγώ ήξερα τι ήρθα να κάνω σ' αυτό τον κόσμο. Αλλά επειδή ήμουν και ευαίσθητος και δεν μπορούσα να αφήσω άνθρωπο με κρίμα μέσα του για 'μένα, μετά τους έπαιζα και ένα κομμάτι να γλυκαθούνε, και στο τέλος κλαίγανε και αυτοί, και μου λέγανε, "καλά, 'ντάξει, κάνε αυτό, μα βάλε και κάνα φράγκο στην άκρη ε!". <br />
<br />
Και συνέχιζα να παίζω στους δρόμους, Δευτέρες και Τετάρτες, Σάββατα και Κυριακές. Άνοιξη, φθινόπωρο, γιορτές και πένθη, εγώ καθόμουν στα πεζοδρόμια με τα αλάνια μου να παίζουμε. Και ήμασταν όμορφα παιδιά, τσαχπίνικα αλητάκια, κι αν βγάζαμε μια τριανταρού, τα μισά ήταν για τον ήχο και τα άλλα μισά για το θέαμα. <br />
<br />
Ένα Σάββατο το λοιπόν, ξύπνησα όπως-όπως, και φόρεσα ότι να 'ναι, ότι βρήκα μπροστά μου. Είχαμε πει να παίξουμε στις έντεκα και ήτανε δώδεκα παρά, ούτε κατούρημα ούτε πλύσιμο ούτε τσιγάρο, παπούτσια χωρίς κάλτσες, παντελόνι χωρίς βρακί και μπουκάμισο χωρίς φανέλα, το κλαρίνο στον ώμο, καβάλα το ποδήλατο και δρόμο. <br />
<br />
Κάτσαμε στο γνωστό παγκάκι μας, πήραμε καφέ. Καλημερίσαμε τη γειτονιά, βγάλαμε έξω τα όργανα και αρχίσαμε. Μαζεύτηκε ο κόσμος σαν το ποίμνιο. Κοντοστεκότανε μπροστά μας να ακούσει, πέταγαν λεφτά στη θήκη, μας μιλούσανε. Σαν διψασμένοι ήτανε κι εμείς να μοιράζουμε το δροσερό νερό. Και εγώ όταν έπαιζα είχα πάντα τα μάτια κλειστά, γιατί είναι πιο εύκολο να ονειρευτείς όταν δεν βλέπεις, και πάντα αυτό ήτανε το μυστικό μου: να παίζω σαν να βλέπω κάποιο όνειρο· τίποτα δεν έχει σημασία, κανείς δεν είναι αληθινός και όλα είναι λίγο πιο γλυκά απ' ότι στην αληθινή ζωή. <br />
<br />
Και εκείνο το Σάββατο πηγαίναμε καλά, πάρα πολύ καλά. Όλες οι νοικοκυρές οι αγκαζέ με τις εγγονές και τις κόρες τους σταματούσανε για λίγο τα ψώνια να θαυμάσουνε τους μουσικούς του δρόμου, που δεν τους χωράν τα πάλκα και οι σκηνές, κι ας ήμασταν εκεί εμείς για το εύκολο μεροκάματο. Αυτοί το πιστεύανε, και έτσι το πιστεύαμε κι εμείς μαζί τους. <br />
<br />
Κι όποτε άνοιγα λίγο τα μάτια στα κλεφτά να δω τι γίνεται ένα γύρω, πάντα θα έβρισκα μια πιτσιρίκα με γυαλιά να κάθεται απέναντι και να δαγκώνεται. Ή μια νοικοκυρά πιο πέρα να χαζεύει με τα χέρια της πλεγμένα. Μια άλλη να σφίγγει το φόρεμα. Ήταν και μια χαρακτηριστική εξηντάρα ποδηλάτισσα που την είδα να περνάει μία, να μας κοιτάει καλά-καλά, μετά να έρχεται με το ποδήλατο μπροστά-μπροστά στη θήκη και να κάθεται εκεί, όσο πιο κοντά γίνεται μέχρι να τελειώσει το κομμάτι. <br />
<br />
“Ευχαριστούμε!” λέγαμε εμείς, “Να ’στε καλά!” λέγαμε, “Καλημέρα!” και τέτοια, και μέσα μας, “Μα τι ωραία παίζουμε οι πούστηδες!”. Μα κι άλλα γίνανε εκείνη τη μέρα, περίεργα. Μια μάνα πήρε το παιδί της που μαγνητίστηκε απ' τον ήχο και το έσυρε στο παραδίπλα στενό όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Κάποια άλλη σιγοψιθύρισε “Χριστέ μου!”, ανασκουμπώθηκε νευρικά και χάθηκε χωρίς να πει τίποτα. Και άλλα, περίεργα χαμόγελα, να οι κυράτσες στημένες ουρά, όλες μαζί, και τα κέρματα βροχή, να τα κορίτσια τα απείραχτα ακόμα, αγκαζέ να γελάνε και να βγάζουνε φωτογραφίες. <br />
<br />
Θα 'χανε περάσει δυο ώρες πια, όταν μια κοπελίτσα με πράσινα μαλλιά, όχι πάνω από είκοσι χρονών, έρχεται και στέκεται ντουγρού απέναντί μου. Ήτανε σίγουρα η τρίτη φορά που την έβλεπα εκείνη τη μέρα. Και έτσι όπως έπαιζα, ανοίγω λίγο παραπάνω τα μάτια, την κοιτάω, με κοιτάει. Κρατάει το βλέμμα της πάνω μου, το κρατάω και εγώ. Και τότε ανοίγει το στόμα της, γλείφει το πάνω χείλι λες και είναι πασαλειμμένο με μέλι, και μετά δαγκώνει το κάτω λες και το μισεί. Και έχοντάς το δαγκωμένο, γέρνει τη ματιά της απ' το πρόσωπο στον καβάλο μου. <br />
<br />
Μπράβο, λέω εγώ μέσα μου, έχει θάρρος η μικρή. Πιο χοντρό πέσιμο μόνο τουρίστρια στη Σκιάθο μου 'χει κάνει. Μα παραξενεύτηκα κιόλας. Δεν ήταν συνηθισμένη συμπεριφορά. Μου μπήκαν ψύλλοι στ' αυτιά. Αφήνω μια στιγμή το όργανο, κοιτάω κάτω, τι να δω. Κρεμόταν ένα ολόκληρο αρχίδι και μια υποψία πούτσας μαζί του από μια τρύπα στο παντελόνι. Παναγία μου λέω, δραπετεύσανε. Και πώς να τα μαζέψω χωρίς να καρφωθώ. Γιατί όταν παίζεις, αν κάνεις μαλακία είσαι μια φορά μαλάκας, αν το δείξεις όμως είσαι εκατό. Στην περίπτωσή μου, χεσ’ το, ο πολλαπλασιαστής πέταξε στο διάστημα. Τι, να σταμάταγα το Μητσάκο τύπου, “Μητσάκο, πάμε παύση λίγο ρε να μαζέψω τα παπάρια μου που πετάχτηκαν απ' έξω και ξαναμπαίνουμε ρεφρέν”? Μήπως να 'κανα μαγκιά ένα χέρι παίζει, ένα χέρι μαζεύει? Μπα, κάρφωμα κι αυτό. <br />
<br />
Λέω μέσα μου, να πάει να γαμηθεί. Τα 'βαλα κάτω. Σκέφτομαι. Σάββατο είναι, πήχτρα η Ερμού, περνάνε κοντά εκατό περαστικοί το λεπτό. Από τους εκατό οι είκοσι μου δίνουν σημασία, επί δύο ώρες που είμαστε εδώ, έχω ήδη κεράσει ένα αρχίδι -ούτε λίγο ούτε πολύ- δυόμισι χιλιάδες Βολιώτες. Την κοινωνική μου υπόληψη τώρα, την πήγα βόλτα στα βουνά και την παράτησα δεμένη σε ένα δέντρο χρόνια πριν, όσο μ’αφορά μάλλον το κουφάρι της το χέσανε οι αρκούδες προ πολλού. Οπότε παίζουμε. Τελειώνουμε τουλάχιστον το κομμάτι σαν κύριοι και μετά βλέπουμε. <br />
<br />
Κοίταξα πάλι την πιτσιρίκα. Κατάλαβα αμέσως απ' το γέλιο της πως κατάλαβε πως κατάλαβα και σήκωσε το φρύδι με τουπέ, περιμένοντας ίσως να κάνω κάτι σπαστικό και αγχωμένο. Μα μπα. Τι νόμιζες μωρή, πως θα ντραπώ? Χαμογέλασα με το όργανο ακόμα στο στόμα, το σήκωσα ψηλά να μην κρύβει καθόλου τη θέα και της έκλεισα το μάτι. Μα τότε, το κεφάλι της πετάχτηκε σαν να την τσίμπησε μπάμπουρας, το χαμόγελό της ξεφούσκωσε αργά, μετά πήγε λίγο πάλι να ξαναγεμίσει, μετά έγινε γκριμάτσα στραμπούλας και τέλος εξαφανίστηκε εντελώς, και μαζί του και αυτή. <br />
<br />
Τελειώσαμε το κομμάτι, γυρνάω στο Μητσάκο, του λέω, "Μαλάκα κοίτα". Βλέπει το σταφύλι, κάνει με υφάκι, “Με κλιματισμό βλέπω σήμερα κύριε Ορφέα!”. Παίξαμε μια ώρα ακόμα. Στην αρχή είχα τα πόδια κλειστά σαν καλόγρια μα με πονούσανε τα αρχίδια, ήταν στενό το τζιν, οπότε συνέχισα να παίζω σε μια στάση ότι να 'ναι, λες και με έχει πιάσει κόψιμο. <br />
<br />
Όλα καλά. Βέβαια, από τους τρεις χιλιάδες που χαζεύανε και βγάζανε φωτογραφίες το παπάρι μου ένας δεν ήρθε να μου πει, “Κύριε Κάππα, κρέμεται το αρχίδι σας, μαζεύτε το μη σας κρυολογήσει”, ή έστω κάποιο νόημα, ένα “Ψιτ μαζέψου” διακριτικά στο αυτί, ή ένα συνθηματικό σαν “Τα αυγά λιάζονται και το φίδι σκάει μύτη”. Δεν χρειάζονται ντροπές σ' αυτά, αλληλεγγύη χρειάζεται. <br />
<br />
Οπότε αυτό είναι το αρχίδι, κάτι σαν το βυζί, μα δίπλα στην πούτσα. Είναι όργανο σαν το μάτι και το αυτί και τη γλώσσα, μα αυτό είναι απ' τα κρυφά. Όταν το βλέπει ο κόσμος κάτι παθαίνει, γλείφεται ή σφίγγεται ή σταυροκοπιέται, καμιά φορά και τα τρία μαζί, οπότε το κρατάμε για τον εαυτό μας, ή για τους αγαπητικούς μας. Δεν είναι δίκαιο για τα μάτια και τα αυτιά και τις γλώσσες, το ξέρω, μα δυστυχώς ή ευτυχώς, αυτοί είναι κανόνες." <br />
<br />
Αυτά θα τους πω. Ίσως όχι κατά γράμμα, μα θα προσπαθήσω. Είπαμε, θα 'μαι ογδόντα. Φαντάζομαι πως θα 'χουνε μια καρότσα ερωτήσεις μετά, και μάλλον θα με διακόπτουνε εκνευριστικά πολύ συχνά τα μπασταρδάκια. Βασικά, μάλλον θα έχουνε περισσότερες απορίες απ' ότι είχαν όταν ξεκινήσαμε, μα κι αυτό καλό είναι. Έτσι πρέπει. Και πάλι, η ιστορία μου συνεχίζει να είναι κλάσεις ανώτερη απ' τη νευροκαθυστερημένη την Κοκκινοσκουφίτσα, ή την ούγκανη τη Σταχτομπούτα, το μεγαλύτερο γαμημένο θύμα όλων των εποχών. <br />
<br />
Κάπως έτσι. Κι ο θάνατος? E, o θάνατος είναι θάνατος. Θα έρθει. Η μόνη ίσως δύσκολη πλευρά είναι ότι έρχεται σταδιακά και δύσκολα, κι εκεί που θαρρείς πως είσαι μια ξεχωριστή δύναμη της φύσης, χρόνο το χρόνο, εποχή την εποχή ανακαλύπτεις πως τελικά είσαι όσο άνθρωπος όσο κι επόμενος. Με τα κουσούρια του χόμο σάπιενς και τις αδυναμίες του και τα πανίσχυρα αναπαραγωγικά ένστικτα, και όλες οι βιβλιοθήκες που έχεις καταβροχθίσει δεν σε γλιτώνουν απ’ τη θνητότητα. Που είναι βασικά κάπως καθησυχαστικό. <br />
<br />
Δεν γελιέμαι πάντως. Όταν εμείς κάνουμε σχέδια οι θεοί κλάνουν στα χάχανα. Σε τέτοιες ηλικίες, το να σκέφτεσαι εγγόνια είναι ίσως όσο ακραίο όσο και το να υπολογίζεις πότε θα βγεις στη σύνταξη για ν’ αρχίσεις να ζεις. Είναι γλυκό όμως, πιο γλυκό απ’ το να προσκολλάσαι στην άδικη μιζέρια που βαλτώνει τους ανθρώπους και να βλαστημάς πρωί μεσημέρι βράδυ. <br />
<br />
Γιατί στην πραγματικότητα εκεί έγκειται ο φόβος, στο αν θα προλάβεις να κάνεις ό,τι είναι αυτό που θες να κάνεις πριν πέσει η αυλαία. Έτσι όπως το βλέπω, όλα όσα στριμώχνουμε βιαστικά και άπληστα μεταξύ ζωής και θανάτου δεν είναι ακριβώς δικά μας. Και έτσι προσπαθώ να τα αντιμετωπίζω. Σαν δανεικές χαρές και δώρα. Έτσι, η μοιραία προθεσμία γίνεται λιγότερο πιεστική. Κι ότι κι αν γίνει, όσο δύσκολα κι αν έρθουν τα πράγματα, θα ‘χω πάντα δοξάρι και σπαθί ένα σεντούκι τρυφερές ονειροπολήσεις. <br />
<br />
Τα γλυκά μου εγγόνια μπορεί να μην έρθουνε ποτέ, κι εγώ ίσως να μην προλάβω να ασπρίσω. Μα στο βασίλειο των λευκών σελίδων μπορώ να τα γνωρίσω, να τα κανακέψω, να τα πάω βόλτες στο βουνό για να τους μάθω τα βότανα, κι όταν κουραστούνε και σκάσουν επιτέλους, να τα νανουρίσω. <br />
<br />
Κι αν απέτυχα να τα διασκεδάσω, όταν ξυπνήσουν θα τους πω για το Ζούκο και το ράντσο με τις γαϊδάρες, ή για τα άγρια άλογα του Ολύμπου. Για τους φοίνικες της Πρέβελης και τα κατσίκια του Αγιοφάραγγου. Για τσιγγανούλες που σιούνται και λυγιούνται στο κλάμα του γυφτόξυλου, για τις φλόγες στα μάτια τους. Για τρελούς Αμερικάνους που γυρίζουν την υφήλιο σαν να βγήκαν για απογευματινή βόλτα. Για τους ανθρώπους που ζούνε πλάγια του δικού μας κόσμου και κάποιες φορές μοιάζουν με άγρια ζώα. <br />
<br />
Θα τους πω για ταξίδια στ’ άγρια νησιά του Αιγαίου και για τον παγωμένο άνεμο του Ιωνίου, για τα βουνά της Ηπείρου και τους κενταύρους του Πηλίου. Ή, μπορεί να τους παίξω λίγο κλαρίνο. Ή να τους κάνω τίποτα να φάνε. Ίσως βρεγμένη φρυγανιά πασπαλισμένη με ζάχαρη, ή ψωμί με βούτυρο και μέλι, ή ρυζόγαλο, ή μουσταλευριά. Τέτοια μου έκανε κι εμένα ο παππούς μου όταν ήμουν πιτσιρίκι, και τρελαινόμουνα. </div>
Unknownnoreply@blogger.com3tag:blogger.com,1999:blog-5242409836898540.post-29331973182075314442017-09-04T05:48:00.000-07:002017-09-04T05:48:23.693-07:00Ο Ανυπόνομος<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<table align="center" cellpadding="0" cellspacing="0" class="tr-caption-container" style="margin-left: auto; margin-right: auto; text-align: center;"><tbody>
<tr><td style="text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg6zTf7nmiZupDokhuWc-KMhtIEtn9m-NEiMBavVQnjnlNka-tCTOYA7DWpIRlVFNm6FaXq3xu2haRWAgvWjGiGL3Jd5tOH9ntLNZkJtWGvBWVUamjnL3A4frm-UdSzQARzh2biCQMasA/s1600/aniponomos.jpg" style="margin-left: auto; margin-right: auto;"><img border="0" height="640" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg6zTf7nmiZupDokhuWc-KMhtIEtn9m-NEiMBavVQnjnlNka-tCTOYA7DWpIRlVFNm6FaXq3xu2haRWAgvWjGiGL3Jd5tOH9ntLNZkJtWGvBWVUamjnL3A4frm-UdSzQARzh2biCQMasA/s640/aniponomos.jpg" width="532" /></a></td></tr>
<tr><td class="tr-caption" style="text-align: center;">"Λαδόκολλαλα" της Άννυ Β.</td></tr>
</tbody></table>
<br />
<br />
Το λάιβ γάμησε. Ήταν το τελευταίο του τουρ οπότε γίναμε όλοι ελεύθερα σκουπίδια, χωρίς φόβο, πάθος, ενοχές ή το σκεπτικό ότι τουλάχιστον ένας μας πρέπει να μείνει σχετικά νηφάλιος και να το παίξει μπαμπάς. Θυμάμαι είχα πει τον Μπατίρη, “Μπατίρη, είσαι μεθυσμένος?” κι εκείνος έπιασε το καραφάκι το τσίπουρο, το κατέβασε ολόκληρο με μια γουλιά, σαν αφέντης, και μου απάντησε “ξαναρώτα με σε λίγο”. <br /><br />
Συνήθως σε κωμοπόλεις τόσο βόρεια του χάρτη δύσκολα βρίσκεις σωστό μαγαζί που να ανταποκρίνεται στην αισθητική και τη χυμαδιόρικη αμπελοφιλοσοφία που διακρίνει φιλήδονα καθάρματα σαν εμένα και τους ομοϊδεάτες συνοδοιπόρους, μα εκεί ήμασταν νταν. Τα παιδιά είχανε στήσει στέκι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα τους, και στα δικά μας, και το ‘χανε κάνει καλά. Το τοπικό Άλαμο. Ένα χτυπητό ζαφειράκι κρεμασμένο στο λαιμό μιας γριάς καριόλας. <br /><br /> Καταλήξαμε πολύ γρήγορα στο μπαρ του μαγαζιού. Κυρίως γιατί θέλαμε να είμαστε κοντά στην πηγή, μα κι επειδή το πολύ περί ανέμων και υδάτων με τον κόσμο καταντάει πολύ σύντομα να είναι η ίδια κουβέντα με όλους, οι ίδιες απαντήσεις στις ίδιες ερωτήσεις σχεδόν από ανθρώπους σχεδόν ίδιους. Στην αρχή έχει πλάκα μα μετά όχι πολύ. <br /><br /> Ο Κότας τις προάλλες μου έλεγε πως όταν ήτανε μικρός και πειραματιζόταν με τρόπους εγκεφαλικής απενεργοποίησης, έπινε το λάστιχο. Το περιεχόμενο δηλαδή της πλαστικής μαλακίας που έχουνε στους πάγκους των μπαρ και βάζουνε πάνω τα ποτά ώστε να μην χύνονται απ’ έξω και κολλάει το ξύλο. Στο τέλος της νύχτας, κι αφού έχουν πέσει εκεί μέσα τζούρες απ’ ότι μπορείς να φανταστείς, ξύδια στάχτες κι αηδίες, του το βάζανε σε ένα ποτήρι κι αυτός το έπινε. Γενναίος, δε λέω. <br /><br /> Το είπα λοιπόν στο Μιγκάτο που άραζε δίπλα μου, και η άμεση αντίδρασή του ήταν να ρίξει μια γεμάτη ροχάλα μέσα στο πλαστικό. Όταν τον ρώτησα τι κάνεις ώ μαλάκα, απάντησε πως το ‘κανε σε περίπτωση που αποφασίσει ο Κότας να θυμηθεί τα παλιά. <br /><br /> Μετά από λίγη ώρα, φυσιολογικά, είχα μπει μέσα απ’ το μπαρ, είχα πάρει εργολαβία μια μισογεμάτη μποτίλια σέρκοβα καθώς και τον έλεγχο της μουσικής, όλα αυτά σε σαθρή συνεννόηση με τα παιδιά· δεν μου ‘παν δηλαδή “ναι, κάντα λαμπόγυαλο Ορφεάκο, είσαι γαμάτος, όλα δικά σου, χέσε και στη γωνία άμα θες”. Αλλά δεν μου ‘πανε και όχι. <br /><br /> Απ’ την άλλη μεριά του πάγκου τώρα καθόταν όλα τα καλά μου αλάνια, ο Ρεμέτζο, Ο Μπατίρης και ο Μιγκάτο. Τους πότιζα ξέχειλα σφηνάκια κάνοντας άτσαλα ζογκλερικά αλά γαμάω-τάο πτυχιούχος μπάρμαν με το μπουκάλι, και τους έβαζα κομμάτια που αγαπήσαμε παρέα κάτι μίζερους χειμώνες στα υπόγεια και κάτι ξελογιασμένα καλοκαίρια στα νησιά. <br /><br /> Ήταν ένα υγρό όνειρο, ένα σκηνικό που έπρεπε να γίνει κάποτε, λες και μας το χρωστούσε το σύμπαν για όλα τα ξυστά που δεν κερδίσαμε, για όλες τις σφαλιάρες που δεν μπορέσαμε να αποφύγουμε και για όλα τα κόκαλα που μας κάτσαν στο λαιμό ενώ νομίζαμε πως τρώγαμε φιλέτο. <br /><br /> Στην ουσία, όταν ζεις τη ζωή με το εξάσφαιρο στο χέρι (ή μάλλον το κλαρίνο) σαν το Τζέσσε Τζέημς (ή ίσως το Γιώργο Μάγκα) από κάτι τέτοια πληρώνεσαι. Αυτά σε γεμίζουνε και μένουν. Όλα τα υπόλοιπα είναι απλά ψιλά, θα τα φας και θα τα χέσεις, θα τα καταπιείς αμάσητα ή θα τα φτύσεις, και αργά ή γρήγορα τα περισσότερα θα κυλίσουν μέσα απ’ την κρυφή τρύπα στην τσέπη σου και καρφί στον υπόνομο. <br /><br /> Και εγώ υπήρξα πάντα ανυπόμονος. Πάντα ήθελα το τέρμα, ή την κορυφή τώρα κι αμέσως. Την αρετή της υπομονής άρχισα πολύ αργά να τη σπουδάζω. Τις μέσες λύσεις τις βαριέμαι θανάσιμα και η ισορροπία, ε, απλά ποτέ δεν θέλησε να στεριώσει στη ζωή μου. Άλλωστε κι αυτή η καψερή είναι τόσο λίγη, γρήγορη. Κάποιες μέρες με πιάνει και τρέμω, πως έχω χάσει πολύ χρόνο, δεν θα προλάβω να γεμίσω τα καλούπια. Κατά βάθος όμως ξέρω -πάντα ήξερα- πως το πιο καλό και ειλικρινές που θα μπορέσω να κάνω ποτέ γ’ αυτό τον κόσμο είναι να παίξω αληθινά. Να πω μια όμορφη ιστορία. Να χαρίσω στραβά χαμόγελα, να τα μεταδώσω. Οπότε είχα απ’ την αρχή τα μάτια μου δώδεκα όχι για την καλή, αλλά για την καλή <i>φάση</i>. Και μα το άγιο γαμώτο, δεν μου ‘χει πάει καθόλου άσχημα. <br /><br /> Σύντομα μας διώξανε. Και καλά κάνανε δηλαδή, γιατί η μποτίλια τελείωνε και γαργαλιόμουν να πιάσω μία ακόμα, να τη σκίσω, να τη στύψω μες στα ποτήρια μας να δούμε το άγιο φως ή τα τυφλωθούμε για πάντα. Και πάλι όμως δεν μας διώξανε με τις κλωτσιές, πιο πολύ με το γάντι θα έλεγα, παιδιά κλείνουμε και έτσι. Να ‘ναι καλά τα τσακάλια να γινόμαστε χάλια. <br /><br /> Μια κλασική περίπτωση τοπικού αλανιού που έχει εντοπίσει τα καλά και θέλει να μοιραστεί την ωραία τους φάση, μας πήγε στο πατσατζίδικο της γειτονιάς να στρώσουμε τα μέσα μας. Ο πατσατζο-μαν ήταν όλα τα λεφτά, σαρανταφεύγα και αδύνατος, με βαριά βαλκανική προφορά και ένα μοναδικό, πράσινο τσουλούφι για λοφίο. Τα πατσατζίδικα που είχα επισκεφθεί μέχρι τότε τα ‘χανε γλιτσεροί πότες που νόμιζαν πως βρήκανε την μαγική αναλογία στο σκορδοστούμπι και έχουν ξεμείνει εκεί να γεμίζουν τις κοιλιές τους θαρρείς με την τρόμπα, κερνώντας και καμιά πουτσότριχα στη σούπα σου, έτσι για το καλό. <br /><br /> Ο πατσατζομάν όμως ήταν κάτι άλλο. Το μαγαζί του έμοιαζε με λαϊκό σαϊκεντελάδικο. Πολύχρωμοι τοίχοι, φανταχτερά πανό, κλαρίνα στο ράδιο, κοιλίτσες, ποδαράκια, λιβελούλες, λαδόξιδο και φεύγα. Ανεμοδούρα κουλτούρα, μπαλωμένη απ’ ότι βρήκε στην πορεία. Καθόταν σ’ ένα τραπέζι με τη θεία ή τη μάνα ή τη γυναίκα του και σερφάρανε το διαδίκτυο σε ένα προπολεμικό, βρώμικο λάπτοπ. <br /><br /> Του ζήτησα ότι πιο καυτερό υπάρχει, του είπα συγκεκριμένα, “μαν, θέλω κάτι να πονάει σήμερα, αύριο, μεθαύριο και λίγο τη Δευτέρα”. Μου ‘φερε ένα μικρό μπουκαλάκι που είχε πάνω τυρκουάζ κεραυνούς και έγραφε απλά, λιτά και προειδοποιητικά, I FEEL THE PAIN! Μου ‘πε βαριεστημένα “καλά να πάθεις”. <br /><br /> Και καλά να πάθω. Κάηκα τόσο πολύ ο καριόλης που ξεμέθυσα εντελώς. Ένιωθα να ιδρώνω από κάθε πόρο του σώματός μου, η μύτη μου που είναι όλο το χρόνο κλειστή άνοιξε σαν την γαλαρία των Τεμπών. Το στόμα μου πέρασε σε κάποια καινούρια διάσταση πόνου που το ένιωθα όλο σαν υγρό μέταλλο και ένα ύπουλο γαργαλητό με περπατούσε στο σβέρκο. Ήμουν σχεδόν σίγουρος πως τα μαλλιά μου σηκώθηκαν καρφάκια σαν του Σογκόκου, και αναμφίβολα έτοιμος για την επόμενη πίστα. <br /><br /> Είχαμε δώσει ραντεβού με τους άλλους στου Νώντα. Αυτό, στου Νώντα, ούτε που είναι, ούτε τι είναι, εκεί ήταν η φωλιά. Άμα δεν ήξερες τί και πού δεν χρειαζότανε να πας, και κατά πάσα πιθανότητα δεν θα σ’ άρεσε. <br /><br /> Δεν αργήσαμε να φτάσουμε, όλα ήτανε δίπλα σε όλα, μπορούσες να γυρίσεις το κέντρο σε ένα τέταρτο. Του Νώντα λοιπόν, ήτανε πέντε τραπέζια γεμάτα κόσμο από το λάιβ έξω από ένα σκοτεινό καφενέ, με τον “καφενέ” να είναι η λέξη που του ταιριάζει γάντι. Μέσα, άλλα πέντε τραπέζια στο μήκος του σκοτεινού, ορθογώνιου μαγαζιού, γεμάτα μπαϊλντισμένους μεσήλικες με μούτρα σαν να τα οργώνει η νύχτα δυο ζωές. Στα αριστερά, ψηλό, μακρόστενο, μαρμάρινο μπαρ και στο βάθος –δίπλα απ’ το τραπέζι που καθόταν οι δικοί μας– μεγάλο, στρόγγυλο τραπέζι με τσόχα για τρελή πόκα και μπαρμπούτι. <br /><br /> Στο μαγαζί επικρατούσε μια ντροπαλή σιωπή. Τα φώτα ήταν τόσο χαμηλωμένα που με τα βίας ξεχώριζες πρόσωπα. Οι θαμώνες σιγανομουρμούριζαν. Δεν υπήρχε καθόλου μουσική και ακόμα και οι αφηνιασμένοι στο τελευταίο τραπέζι ήταν φανερά πιο συνεσταλμένοι απ’ ότι συνήθως. Ήτανε λες και κηδεύανε τη μέρα εκεί μέσα, λες και πίνανε ρακί και τσίπουρο στο όνομα του ήλιου που πνίγηκε και απόψε στα βουνά. <br /><br /> Γνώρισα και τον Νώντα, ένα κτήνος δυο μέτρα που θα μπορούσε άνετα να είναι και τρεις πιτσιρίκοι κρυμμένοι στα ρούχα ενός γίγαντα. Στην αρχή έκατσα και εγώ ήρεμος να πιω, μα καταβάθος τρωγόμουνα κι είχα αποφασίσει απ’ την αρχή να του παίξω κλαρίνο. Κλαρίνο-κλαρίνο, βρώμικο, χυδαίο και πρόστυχο, όχι αυτά που παίζω συνήθως. Να τους παίξω όλους κλαρίνο, το ‘νιωθα μέσα μου σαν προσταγή παρά σαν παρόρμηση, έπρεπε απλά να παίξω κλαρίνο. <br /><br /> Η τσίτα του λάιβ, του τουρ, του καινούριου, της βότκας, του πατσά και του πυρηνικού ταμπάσκου με έκαιγε, και έπρεπε πάση θυσία να τη μεταδώσω σ’ αυτούς τους εικοσπέντε μιζεριάριδες, να ανάψω φλόγα στο μαγαζί και να καώ μαζί τους. <br /><br /> Πήγα και του ‘πα, “Nώντα, θα σου παίξω κλαρίνο”. Μου λέει, “It’s O.K. αλλά όχι πολύ δυνατά γιατί θα ξυπνήσει η μαμά μου.” Δεν έδωσα βάση. Πήγα στο τραπέζι μας, έβγαλα έξω το μαύρο φίδι. Tο έδεσα. Η συμμορία κατάλαβε τι έρχεται κι άρχισε να γλείφεται. Σάλιωσα το καλαμάκι. Έφερα το όργανο στα χείλη και άφησα να ξεχυθούνε από μέσα μου βέβηλες, γύφτικες μελωδίες. <br /><br /> Η αντίδραση ήταν άμεση. Άκουγα να σέρνονται σιγά-σιγά φωνές, ποτήρια να τσουγκρίζουνε, δάχτυλα, χέρια να χτυπάνε μεταξύ τους. Δυο τρία γέλια και ένα όπα στο βάθος. Με κλεφτές ματιές έβλεπα τα λυγισμένα σώματα, μπράτσα να ανασηκώνονται, έπιανα κίτρινα χαμόγελα και ασπράδι από μάτια γελαστά και γουρλωμένα. Είχα ανάψει. Ένιωθα την φλόγα μου να γεμίζει απότομα τον άδειο χώρο, να τσουρουφλίζει τα ματοτσίνορα των δίπλα μου. Να ξυπνάει το μυαλό τους με σφαλιάρες και να γραπώνει την προσοχή τους απ’ το λαιμό. <br /><br /> Τους φώναξα, δεν ξέρω τι τους είπα. Μπορεί να ‘ταν απλά μια κραυγή. Καιγόμουνα. Έβγαλα τη μπλούζα, τη στριφογύρισα στον ουρανό και την αμόλησα μέσα απ’ το μπαρ. Σήκωσα κλαρίνο στο θεό και άρχισα να τρέχω τον καφενέ πάνω-κάτω σαν να με κυνηγάει ο διάολος. Ήμουν ο διάολος. Ο δικός τους, προσωπικός διάολος. <br /><br /> Ποιος ξέρει τι μπορεί να τους έπαιζα. Τα θυμάμαι όλα σαν όνειρο, όλα σε τρίτο πρόσωπο λες κι ήμουν κάποιος άλλος. Λες κι ήμουν και εγώ μια πεντακοσαριά διαβολάκια, μικρά, μαυρισμένα, κερασφόρα και τσιριχτά, ντυμένα στο πετσί του Ορφέα Κάππα. <br /><br /> Μυούσα τους μισοπεθαμένους στο μυστήριο της γύφτικης έκστασης. Σαν ένας πρωτόγονος ιεροφάντης που κρατούσε δαυλιά και ντέφια ντυμένος με βρώμικες προβιές, ούρλιαζα κουνώντας το κοντάρι μου ψηλά μέσα σ’ αυτή τη σπηλιά με τους λυγισμένους απ’ τον ήλιο φουκαράδες, να τους σηκώσω λιγάκι τις πλάτες, να τους φυτέψω σπόρια για καινούριες ιδέες, να τους ποτίσω με τη λαχτάρα μου για θόρυβο , φωτιά και παραζάλη, για διοχετευμένη υπαρξιακή φρίκη και θυμό, βαρύ και πύρινο θυμό για τη ζωή που είναι ακατανόητη, για το θάνατο που είναι ξένος, για το σύμπαν που είναι τόσο μακρινό και άπιαστο. Για τον έρωτα που είναι αλήτης και για την αγάπη που είναι δύσκολη. <br /><br /> Τέτοια τους έπαιζα, όπως τα χόρευε ο Ζορμπάς. Και κάποιοι τα κατάλαβαν. Άλλοι είπανε ρε το μαλάκα. Μα κάποιοι, κάποιο το πιάσανε και γίνανε αδέρφια μου για λίγο. Καφετζήδες, κακομοίρηδες, μπουζουξήδες και τσογλάνια, για πολύ λίγο, αναστηθήκαμε παρέα, σαν λουλούδια που ανθίζουνε ανθίσαμε και εμείς, εξαρτημένοι εγώ απ’ τα χέρια τους κι αυτοί απ’ την πνοή μου. <br /><br /> Είχα τα μάτια κλειστά και την πλάτη γυρισμένη στην είσοδο. Και άξαφνα, απόλυτη σιωπή. Κατέβασα το κλαρίνο και τους κοίταξα με απορία. Όλο εξ ολοκλήρου το μαγαζί είχε λουφάξει, οι χοντροκομμένοι θαμώνες είχαν κατεβάσει κεφάλι σαν δαρμένα σκυλιά, ήταν λες και κάποιος μας πάτησε παύση. Αυτή, με πλησίασε από πίσω χωρίς να την πάρω πρέφα. Με άγγιξε στον ώμο και είπε, “Σώπα παιδί μου, είναι αργά θα μας γράψουνε!”. Φορούσε μακριά, ροζ νυχτικιά και ρόλλεϊ στα μαλλιά. Αυστηρή μα γλυκιά, μια γριούλα που σίγουρα δεν κόλωνε, μα και ήξερε πώς να μιλήσει σε ένα μαυριδερό, ημίγυμνο κλαρινογραμπρό. <br /><br /> Με αφόπλισε εντελώς, όλος ο τσαμπουκάς μου κύλισε στο πάτωμα και κάτω απ’ το χαλί. Ένιωσα σαν να κάνω έρωτα στο σπίτι της κοπέλας και ο πατέρας της να μπαίνει απότομα στο δωμάτιο χωρίς να χτυπήσει την πόρτα. Και λίγο-πολύ, αυτή ήταν η περίπτωση. Κάτι μου λέει πως η μαμά του Νώντα κάνει περισσότερο κουμάντο απ’ αυτόν στο μαγαζί. <br /><br /> Τι να ‘κανα, κάθισα, ντύθηκα, έλυσα το όργανο. Ήπια κι εγώ ήσυχα- ήσυχα τσίπουρο, μπύρα ό,τι είχε το τραπέζι. Λιώσαμε όλοι μαζί, παρέα με το γίγαντα. Έφευγε σιγά-σιγά ο λαός, μείναμε τελευταίοι να λέμε ιστορίες για καινούρια και παλιά. <br /><br /> Ξημέρωσε γλυκά, πρώτα μωβ, μετά φουξ, μετά πύρινο, μετά γαλάζιο, μετά άσπρο. Μας χτύπησε ο ήλιος στα μάτια, πειραχτήκαμε, σαν να μας κατσάδιαζε κάποιος πατέρας ή κάποιος διευθυντής με σουφρωμένα χείλια, “τσκ-τσκ-τσκ, τι αρχίδια είστε εσείς ρε, εγώ σας δίνω ζέστη και φως και ζωή και εσείς μου τρυπώνεται στα ανήλιαγα λαγούμια σαν τυφλοπόντικες να δηλητηριάζεστε, ντροπή!”. <br /><br /> Φύγαμε κάπως ενοχλημένοι, τσατισμένοι. Σίγουρα ταλαιπωρημένοι. Μας βάλανε σε ξένα σπίτια. Πλυθήκαμε όπως, όπως. Ξαπλώσαμε σε ξένα κρεβάτια, σκεπαστήκαμε με ξένα σεντόνια. Μα γητευμένοι πια, αληθείς. Έχοντας δώσει ότι αντέχαμε, έχοντας πάρει ότι μπορούσαμε. Ξάπλωσα τελευταίος δίπλα στον Μπατίρη που είχε ήδη βγει εκτός. Ήρεμοι, σε ένα ξένο τόπο ξένοι, με την καλή μας την καρδιά ξεπλυμένη και πράα. Σαν βρέφος που κοιμάται αθώο τον πρώτο του ύπνο, χωρίς να ξέρει στα σίγουρα αν θα ξυπνήσει ξανά.<br />
<br />
<br />
<div style="text-align: right;">
<br /></div>
</div>
Unknownnoreply@blogger.com1tag:blogger.com,1999:blog-5242409836898540.post-1823092716040146382017-05-04T04:58:00.000-07:002017-05-04T04:58:16.384-07:00Μπέρλιν Μπέιμπι<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
Το περπάτησα πολύ το Βερολίνο. Πέντε, οκτώ, δέκα ώρες πέρα δώθε κάθε μέρα με τα πόδια για λίγο παραπάνω από μια βδομάδα, ακολουθώντας τη μύτη μου σαν το αδέσποτο. Δεν ξέρω τι έψαχνα. Ίσως κάποια απ' αυτά τα κρυφά μέρη, τα μοναχικά παγκάκια στις άκρες ξεχασμένων, σκοτεινών πάρκων, όπου μπορείς να νιώσεις την πόλη να σου γνέφει να την πλησιάσεις σαν πουτάνα στο πεζοδρόμιο. Στα μπαρ δεν το ένιωσα το πνεύμα της μεγαλούπολης, στα κλαμπ δε γουστάρω. Στις πλατείες μου σπάσανε τα νεύρα να αγοράσω φούντα, πρέζα και κάτι άλλα σερβιρισμένα με αργκό που δεν έχω ξανακούσει. <br /><br />Στο δρόμο λοιπόν βρήκα κάτι απ' αυτό που αναζητούσα, με τις σόλες απ' τις μπότες μου να γδέρνονται πάνω στην άσφαλτο, τα μάτια να ρουφάνε τα κτήρια αχόρταγα και το βαρύ παλτό του παππού μου -ειρωνεία, αυτός ήρθε αιχμάλωτος και εγώ τουρίστας- γερά σφιγμένο στο λαιμό να μη μπουκάρει το κρύο στο στήθος. Εκεί μπόρεσα να χαρώ το αστικό τοπίο, να νιώσω τα τσιμέντα και το χώμα και τα δέντρα και τους ανθρώπους με τη βάρβαρη, γοητευτική γλώσσα. <br /><br />Κάθε φορά που προσγειώνομαι σε φρέσκο έδαφος, ας είναι και της πατρίδας, βάζω τα δυνατά μου να συγκεντρωθώ για να νιώσω τον παλμό του τόπου. Είναι μια αίσθηση παρά μια εικόνα, ένα περίεργο συναίσθημα ιδιαίτερο και ξεχωριστό όσο και η μυρωδιά του κάθε ανθρώπου. Κάποιες φορές έρχεται μέσα από συζητήσεις με ντόπιους, άλλες από περιπλανήσεις, μέσα από τοπία ή χρώματα. Άλλες δεν έρχεται καθόλου, ή άλλες, το δακτυλικό αποτύπωμα είναι τόσο θλιβερό και δύσκολο που με καταβάλλει με αποτέλεσμα να μουτζουρώνομαι και εγώ άθελά μου απ' τη σκουριά του και να το κουβαλάω μαζί μου πίσω. <br /><br />Η πόλη με την αρκούδα στη σημαία της ήταν τόσο ασφυκτικά γεμάτη από διαφορετικά χνώτα που μου 'ταν σχεδόν αδύνατον να ξεχωρίσω κάτι και να εστιάσω πάνω του για αρκετή ώρα ώστε να σχηματίσω άποψη. Ιδανικά, θα 'θελα ίσως να τη ζήσω σε κάποια λιγότερο ταραγμένη εποχή, ίσως κάμποσες εκατοντάδες χρόνια πριν, που τα ντουβάρια της ήταν λιγότερο ποτισμένα με την ένταση της ένοχης ιστορίας της. Αλλά απ' την άλλη όμως πάλι, για ποια πόλη δεν μπορείς να πεις κάτι παρόμοιο? <br /><br />Οι μέρες ήταν λίγες, πολύ λίγες, και οι μέρες πέρασαν γρήγορα, πάρα πολύ γρήγορα, και χωρίς να το καταλάβω, ήμουν ήδη μέσα στο τρένο για αεροδρόμιο. Η πτήση μου έφευγε στις έξι το πρωί οπότε -όντας πάντα υπερβολικά ανασφαλής με τα χρονικά όρια- πήρα τη νύχτα σερί με κοκτέιλ και τσιγάρα, και δυόμισι η ώρα καβάλησα ζαλισμένος σαν κοτόπουλο την ταχεία. <br /><br />Με πήρε κάπως ο ύπνος δυο-τρεις φορές πάνω στο κάθισμα και ξυπνούσα αλαφιασμένος με το χάρτη του μετρό τσαλακωμένο στο χέρι κοιτάζοντας από συνήθεια αριστερά-δεξιά απ' τα παράθυρα, μπας και αναγνωρίσω κάτι, παρόλο που δεν είχα ούτε καν ένα στοιχειώδη μπούσουλα για το πως είναι το τοπίο κοντά στο αεροδρόμιο. <br /><br />Κάποτε φτάσαμε, περπάτησα μέχρι το τσεκ ιν παρέα με τους υπόλοιπους τουρίστες, ταξιδιώτες, μπίζνεσμεν, μετανάστες και περαστικούς. Έδωσα το εισιτήριό μου στην κοπέλα. Το κοιτάει. Με κοιτάει. Το ξανακοιτάει, σφίγγει τα χείλια με ζορισμένη συγκαταβατικότητα και μου λέει, αλάνι μου, μπερδεύτηκες, αυτό είναι για αύριο. Τι λες μωρή, της λέω, σήμερα είναι. Όχι φίλος, μου κάνει, για αύριο είναι, να δες. Το κοίταξα. Όντως, τελικά ήταν για την επόμενη μέρα. Τι να της πω, δεν είπα τίποτα, ζορίστηκα λίγο, τα μπουκώθηκα, τα κατάπια και ξαναγύρισα στο σταθμό να περιμένω το τρένο για πίσω στο σπίτι που φιλοξενούμουνα, να κοιμηθώ στο χαλάκι της πόρτας τους σαν τον γάτο μέχρι να πάει δέκα-έντεκα ώστε να τους ξυπνήσω με λιγότερες ενοχές. <br /><br />Δεν χολοέσκασα βέβαια, γιατί μία ακόμη μέρα διακοπές είναι μία ακόμη μέρα διακοπές όπως και να το πάρεις, και εγώ το είχα πάρει ζεστά. Αφού βιώσεις τις πρώτες διακόσιες γκάφες τέτοιου τύπου, ή μαθαίνεις να βλέπεις την θετική πλευρά των πραγμάτων ή γίνεσαι ένα μίζερο, καραφλό κάθαρμα με τα χείλια να τοξώνουν προς τα κάτω. Διάολε, θα 'πινα καφέδες, θα ΄πινα ενεργειακά ποτά με σπέρμα ταύρου ή τάρανδου δεν ξέρω, και θα ξαναξεχυνόμουνα στους δρόμους, με τις μπότες μου να μετράνε για μια μέρα ακόμη βήμα-βήμα τα πλατιά, παγωμένα πλακόστρωτα. Και το βράδυ πάλι σερί, δύο η ώρα τρένο και όλα γκουντ, όλα καλά, σενιέ πενιέ και ένα πακέτο τσιγάρα στην τσέπη. <br /><br />Έτσι όπως περίμενα λοιπόν ξενυχτισμένος, σκουντουφλώντας, με ένα κεφάλι καζάνι που βράζει στο σταθμό για το τρένο μου, την είδα. Την είδα με την άκρη του ματιού μου να εκτινάσσεται άτσαλα απ' το παγκάκι με μπάσες, ξαφνιασμένες κραυγές, προσπαθώντας να πιάσει κάτι πολύχρωμα χαρτάκια που της πήρε απ' το χέρι μια ξαφνική ριπή ανέμου. Στην αρχή δεν έδωσα σημασία. Η πρωτεύουσα ήταν γεμάτη με αλκοολικές φιγούρες τέτοιου τύπου και είχα φορτώσει τόσες πολλές που δεν μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. <br /><br />Η στρογγυλοπρόσωπη τύπισα ξαναγύρισε στο παγκάκι με το ζόρι, σέρνοντας τα βήματά της, ρίχνοντας στο κάθε πόδι περισσότερο βάρος απ' ότι απαιτείται για να κρατήσεις ισορροπία ο μέσος άνθρωπος. Ξεκίνησα να την παρατηρώ. Το μπλουτζίν, τα κυριλέ παπούτσια και το κοντό, μπουρζουαζέ καλοχτενισμένο μαλλί δεν μου έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση. Σαρανταφεύγα. Ξανθιά και ασπριδερή, με πρησμένο σώμα και πρόσωπο, με ένα χοντρό λαμέ μπουφάν σφιγμένο πάνω της και μια μικρή γυφτοκυριλέ, εκρού τσάντα. Αυτό που μου τράβηξε πραγματικά την προσοχή ήταν το χαρτονένιο, τρίλιτρο κρασί που είχε ακουμπισμένο δίπλα της και κατέβαζε λαίμαργα με γεμάτες γουλιές ανά πέντε λεπτά. Είχε το μέγεθος κουτιού για απορρυπαντικό και ένα μικρό, πράσινο, πλαστικό χερουλάκι από πάνω. Το εξωτερικό του ήταν στολισμένο με λαμπερά σταφύλλια, ασπροντυμένες κοπέλες με στρογγυλές καπελαδούρες και ηλιόλουστους αγρούς. <br /><br />Κόλλησα πάνω της σαν πεταλίδα. Την έφαγα αμέσως πως βρίσκεται στο σημείο του πιτώματος που έχει βάλει μπρος τον αυτόματο πιλότο και οι συνειδητές της ενέργειες είναι ελάχιστες. Πράγματι, κάθε τρεις και λίγο πατίκωνε μηχανικά τα μαλλιά της, έψαχνε κάτι μέσα στην τσάντα της, έσφιγγε το μπουφάν της και έπινε μια γουλιά απ' το σκατόκρασο. Με αυτή τη σειρά, ανά πέντε περίπου λεπτά για ένα μισάωρο και βάλε. Η όξινη μυρωδιά του κρασιού ανακατεμένη με λακ και μια γλυκερή, βαριά κολόνια έφτανε στα ρουθούνια μου κι ας είχα κάποια απόσταση. <br /><br />Όταν έφτασε το τρένο την περίμενα να μπει πρώτη και μετά κάθισα στο απέναντι κουβούκλιο, σε σημείο κατάλληλο για να μπορώ να την παρατηρώ μέσα απ' την αντανάκλαση του παράθυρου χωρίς να καρφώνομαι, τάχα μου πως ρεμβάζω το τοπίο. <br /><br />Συνέχισε ανενόχλητη τη ρουτίνα της. Σε κάποια φάση, ανοίγει την τσάντα και βγάζει από μέσα ένα χοντρό, τσαλακωμένο πάκο με κατοστάρικα, πενηντάρικα, εικοσάρικα και δεκάρικα, τον ακουμπάει πάνω στο διπλανό κάθισμα και αρχίζει να τα μετράει. Μου 'φυγε η μαγκιά. Υπολόγισα στα πεταχτά πως ήταν να ήταν πάνω από δύο χιλιάρικα. Είχε κλειστό το ένα μάτι και περνούσε τα χαρτονομίσματα από το ένα χέρι στο άλλο αργά, με το χείλια της να ανοιγοκλείνουν ρυθμικά και ίνες κόκκινου απ' το κρασί σάλιου να φεύγουν πάνω στα μπούτια της απ΄ την δεξιά άκρη. Δεν έμπαινε στον κόπο να τα σκουπίσει, νομίζω δεν το καταλάβαινε καν. <br /><br />Όταν τελείωσε το μέτρημα, τα έβαλε πάλι μέσα στην τσάντα, την έκλεισε, ξαναπήρε το υπερμεγέθες κουτί, ρούφηξε, πέρασε την παλάμη πάνω απ' τα μαλλιά της δυο φορές, απ' την κορυφή του κεφαλιού προς το σβέρκο, έσφιξε το μπουφάν της και έκλεισε τα μάτια, λικνιζόμενη αργά και δύσκολα πέρα δώθε με ένα έντονο μορφασμό δυσφορίας. Μετά πάλι το χέρι στην τσάντα, πάλι τον πάκο με τους πέντε ελληνικούς βασικούς μισθούς πάνω στο κάθισμα και ούτω καθ' εξής. Επανέλαβε αυτή την ίδια διαδικασία οκτώ φορές μέσα στη μιάμιση ώρα που την παρατηρούσα, κάθε φορά ίδια και απαράλλαχτα, λες και πρόβαρε μια σκηνή από κάποιο παράξενο θεατρικό. <br /><br />Το μυαλό μου πέταξε χιλιόμετρα όσο χάζευα την αντανάκλασή της. Είδα ενενήντα φορές την ιστορία της ζωής της να περνάει μπροστά απ' τα μάτια μου σαν προθανάτιο φλας μπακ, κάθε φορά με διαφορετική εξέλιξη, αρχή, μέση, τέλος και κομβικά σημεία. Τα ερωτηματικά ήταν πολλά και η επικοινωνία αδύνατη. Ακόμα κι αν οι ισχνές πιθανότητες να ξέρει αγγλικά ήτανε με το μέρος μου, δεν υπήρχε η παραμικρή περίπτωση να βγει άκρη μέσα σε εκείνο τον υποβρύχιο κόσμο που κολυμπούσε με το καρτόνι το κρασί να φαίνεται όλο και πιο ελαφρύ στο χέρι της, και το κεφάλι να πηγαίνει όλο και πιο πίσω με κάθε γουλιά για να στραγγίξει το βαθυκόκκινο περιεχόμενο. <br /><br />Τα πιο ακραία σενάρια που μπόρεσα να σχηματίσω είχαν να κάνουν με κοινωνικό τρόμο. Εξτρίμ πορνεία, σωματεμπόριο, παιδοκτονία, σναφ, πρωινή ληστεία, απαγωγές, ντήλια, λύτρα, με ό,τι πιο άρρωστο μπορούσε να οπλιστεί το δηλητηριασμένο απ΄ το χόλιγουντ μυαλό μου. Είχα ανησυχήσει σε μεγάλο βαθμό, αναστατωθεί απ΄τον απίστευτο βαθμό παραίτησης που λάμβανα απ' αυτή την άσχημη, δαυλιασμένη μα φαινομενικά νορμάλ γυναίκα. <br /><br />Η συνειδητοποίηση όμως της πραγματικότητας ήρθε αργά και φυσικά, σαν λάμπα οικονομίας που αργεί να φτάσει το ζενίθ της, και με έφερε αντίκρυ σε μια αλήθεια πιο μαύρη και ύπουλη απ΄ οτιδήποτε θα μπόρεσα να σκαρφιστώ με την τραγική μου φαντασία. Γιατί η πραγματικότητα είναι σχεδόν σίγουρα το πρώτο πράγμα που προσπαθώ μια ζωή να αποφύγω με κάθε μέσο, και από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου καταφεύγω σε συμπεράσματα επιστημονικής φαντασίας προκειμένου να μην χρειαστεί να δω κατάματα το διάβολο. <br /><br />Ήταν απλό. Ήταν δευτέρα, επτά το πρωί. Ήταν τέλη του μήνα και η κυρία που 'χα δίπλα μου είχε ξυπνήσει από νωρίς για να κάνει τις δουλειές της, κατά πάσα πιθανότητα να πληρώσει κάποια δόση πριν λήξει και την τρέχουν. Ίσως μετά να πήγαινε στη εργασία της, η οποία ίσως να ήταν τόσο βαρετή που δεν απαιτούσε πνευματική εγρήγορση. <br /><br />Κάποιοι χρειάζονται καφέ, χέσιμο και ένα σφηνάκι τσίπουρο για να στρώσουν το πρωί. Κάποιοι λεπτές, λευκές γραμμές και στοματικό διάλυμα, άλλοι τσιγάρα στριμμένα λεπτά σαν οδοντογλυφίδες ή χοντρά σαν ρόπαλα για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τον κόσμο εκεί έξω νιώθωντας έτοιμοι. Η κυρία δίπλα μου προφανώς χρειαζόταν αυτό ακριβώς που κατέβαζε. Τρία λίτρα κόκκινο κρασί. Τρία λίτρα χείριστης ποιότητας κόκκινο κρασί για να μην είναι σίγουρη αν κυλάει ακόμα μέσα στην σάπια ρουτίνα της σαν κόκκος άμμου στην κλεψύδρα ή τρυγάει σταφύλια παρέα με τις ασπροφορεμένες κοπέλες με τα πλατύγυρα καπέλα στους φωτεινούς αμπελώνες. <br /><br />Τώρα το είχε αδειάσει και στηριζότανε στα γόνατά της γέρνοντας ελαφρώς μπροστά, βογγώντας ζορισμένα απ' το αγενές υγρό στο στομάχι της, με την τσάντα την φορτωμένη χιλιάρικα να κάθεται δίπλα της. Οποιοσδήποτε θα μπορούσε να την πάρει μαλακά και να φύγει, δεν υπήρχε περίπτωση να το καταλάβει. Ακόμα και εγώ γαργάλισα το ενδεχόμενο για λίγα δευτερόλεπτα, μα όχι για παραπάνω. Οι υπόλοιποι επιβάτες κάναν πως δεν την βλέπανε. Οι περισσότεροι τουρίστες στεκόταν με τα πρόσωπα στραμμένα προς άλλες κατευθύνσεις βάζοντας τα δυνατά τους να την αγνοήσουν όσο πιο πειστικά γίνεται. <br /><br />Δυο πιτσιρίκια λυκειακής ηλικίας μονάχα την καρφώνανε. Στην αρχή περίμενα πως θα την κοροϊδεύανε, όπως κάνουν τα δικά μας στους ημιλυπόθυμους μεθυσμένους και τα πρεζάκια, μα ήταν κι οι δυο σοβαροί σαν λιοντάρια. Με σφιγμένα βλέμματα και χείλια δυο γραμμές, χέρια πλεγμένα γερά μεταξύ τους ή μες στις τσέπες, λαιμοί σκληροί σαν τσιμέντο. Σίγουρα δεν ήταν η πρώτη φορά που βλέπανε το έργο. Σου βάζω στοίχημα πως το 'χαν ξαναδεί εκατοντάδες φορές σε επανάληψη, σίγουρα και μες στο σπίτι. <br /><br />Ξεκίνησα να ξεχωρίζω απ' τους επιβάτες τους περαστικούς και τους μόνιμους, και προσπάθησα να διαβάσω τις εκφράσεις τους λίγο καλύτερα. Ενώ οι περαστικοί είμασταν όλοι ανήσυχοι, οι ντόπιοι έδειχναν να νιώθουν μια μορφή οργισμένης ντροπής μπροστά στο θέαμα. Λες και για κάποιο λόγο ευθυνότανε για την κατάσταση της συντοπίτισσάς τους. <br />
<br />Γιατί είναι άλλο να βλέπεις τους ναρκοτουρίστες να κάνουν τα δικά τους στους δρόμους, και άλλο να έχεις κάποιον εν δυνάμει ή παλιό εαυτό κάθε μέρα δίπλα σου, να σου θυμίζει ποιός και τί θα μπορούσες να είσαι, μα κυρίως να σου θυμίζει τους λόγους που έφτασε εκεί. <br /><br />Και το ένιωσα, επιτόπου, σαν βρεγμένη σφαλιάρα. Εκεί ακριβώς κατάλαβα πως μέσα στα μάτια των δυο πιτσιρικάδων, των μόνιμων κατοίκων και μέσα απ' το παράθυρο καθρεπτιζόταν αυτό που έψαχνα να βρω. Το πνεύμα της πόλης. Την αλήθεια της εξωφρενικών ρυθμών μεγαλούπολης που τόσο με αποπροσανατόλισε, πεμπτουσιωμένη σε ένα σημείο. Ήταν εκεί μπροστά μου, καθισμένη στο απέναντι κάθισμα, πιστή στη ναρκωμένη ρουτίνα της, ένα απ' τα φαντάσματα του Εμπενίζερ Σκρουτζ να στοιχειώνει με την κατάντια της όποιον τολμά να απλώσει πάνω της το βλέμμα του. <br /><br />Το μεγαλείο της μεγαλούπολης σαν ιδέα δεν έπεσε ούτε εκατοστό μέσα μου, μα μπόρεσα να δω το κόστος του. Μπόρεσα να νιώσω το βάρος του μπετόν αρμέ, του ατσαλιού, του καυσαερίου, των ουσιών, του εκκωφαντικού θορύβου, της προστυχιάς, των οχημάτων, της μόλυνσης, της απροσωπίας, της βίας και της παγερής αδιαφορίας στους ώμους της κυρίας με τα χιλιάρικα στην τσάντα. Γεύτηκα για λίγο, πολύ λίγο, την αυστηρότητα, είδα αμυδρά να αχνοφαίνονται τα κάγκελα, και ένιωσα πεντακάθαρα για μια ακόμη φορά στη ζωή τυχερός που είμαι αιωνίως περαστικός, μα και που μπορώ να τα βλέπω. <br /><br />Εικοσιτέσσερις ώρες αργότερα πετούσα πάνω από βουνά και πεδιάδες που ίσα που μπορούσα να διακρίνω μέσα απ' τα σύννεφα, κωμοπόλεις που φάνταζαν σαν ζωγραφιστές απ' το ύψος. Τα μάτια μου κλείνανε απ' την κούραση και πάσχιζα να τα κρατήσω για λίγο ακόμη ανοιχτά, να εντοπίσω έστω ένα αμάξι, ένα διαβάτη, ένα σπίτι. Λίγο ακόμη ανοιχτά, να νιώσω έστω και σαν όνειρο την άγνωστη πόλη από κάτω, να φαντασιωθώ το πνεύμα της, τους έρωτες των τοπικών ηρωών, τις αναποδιές των αγροτών, τα ζεστά οικογενειακά περιβάλλοντα, τις δυσκολίες των κατοίκων. <br /><br />Κάτι, οτιδήποτε, ένα μικρό χάδι από κάτι καινούριο και φρέσκο, ό,τι χρειαστεί για να ξεπλύνω έστω και λίγο τη σκουριά απ' την ψυχή μου πριν προσγειωθώ στη φτωχομάνα και ανακατευτούνε οι λάσπες με τα αρώματα, οι λάσπες με τα τσιμέντα, οι λάσπες με τα πρόσωπα, οι λάσπες με τις λάσπες. </div>
Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-5242409836898540.post-58641537736697098402017-04-04T23:43:00.000-07:002017-04-04T23:43:27.610-07:00Μια Ακόμη Βροχερή Νύχτα στον Παράδεισο<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
Στήσανε πάλκο και ηχεία στη στοά Μοδιάνο στα ψαράδικα, στο έτσι, σαν πειρατές. Δεν νομίζω πως ρωτήσανε και κανένα. Νομίζω πως απλά είπανε, α, να ένα γαμάτο μέρος να κάνουμε ένα λάιβ, και το κάνανε. <br />
<br />
Εγώ σε ένα κομματάκι έπαιζα λίγη φυσαρμονικίτσα, μικρά πράγματα, και βοηθούσα να φύγουν τα μπλουζάκια. Κυρίως έπινα μπύρες, χαζοπαζάρευα και περνούσα καλά. Σε κάποια φάση έρχεται ο φύλακας με φανερή ανησυχία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό και μου λέει, τι είναι όλα αυτά, εμένα δεν με ειδοποίησε κανείς, εγώ τι να κάνω τώρα να τις κατεβάσω τις καγκελόπορτες? Τι να σου πω του λέω, κάνε ότι νομίζεις μα θα είναι λίγο πρόβλημα να περνάει ο κόσμος μέσα απ' τις τρύπες. Ταράχτηκε, άλλαξε δυο χρώματα, έφτυσε και πέντε μαλακίες παραπάνω να του φύγει η τσατίλα. Τελικά κούλαρε από μόνος του όταν του είπα ότι παίζω κλαρίνο. Είχε καταγωγή από Γιάννενα περιοχή και το αγαπάει πολύ το κλαρίνο, πράγμα που με κάποιο μαγικό τρόπο τα έλυσε όλα και οι πύλες μείνανε ανοιχτές. <br />
<br />
Πως διάολο περιγράφεις ένα λάιβ στην ολότητά του? Είναι κυκλώνας. Έχει ενέργεια, έχει και φρίκη. Πολλά πρόσωπα, σπρωξίδια, παλιοί καλοί γνωστοί μα και κάλοι, γκομενέτα, πέντε πάνκηδες παίζουν πόγκο μεταξύ τους στη γωνία και πίνουν μαλαματίνα. Κάποιοι πηδιούνται στην τουαλέτα, κάποιος ξερνάει στη γωνία δίπλα στον κάδο, μια πιτσιρίκα είναι τόσο μεθυσμένη που χορεύει τσιφτετέλι ενώ από πίσω παίζει βαλς, έρχεται ο τέτοιος, που είσαι-τι κάνεις-καλά εσύ-που βρίσκεσαι-εδώ μωρέ φασάρα, έρχεται ο άλλος, τι λέει-κυριλέ-γαμάνε τα παιδιά-γαμάνε όντως και έτσι. Θα σκάσει μύτη και καμία πρώην, θα κάνουμε πως δεν είδαμε ο ένας τον άλλο, θα είναι εκεί και τα τάδε αλάνια που έχω γνωρίσει τριάντα φορές μα δεν θυμάμαι τα ονόματά τους και απλά τους χαιρετάω πια ως μπρο και φίλε. <br />
<br />
Θα συγκεντρωθώ στη μουσική, όταν νιώσω αρκετά μεθυσμένος για να λυθώ και να γράψω στα αρχίδια μου τους υπόλοιπους εκατό νοματέους θα χορέψω ως ο κάγκουρας που πραγματικά είμαι, θα σκαλώσω με κάποια σόλα, θα κλέψω ότι με εντυπωσιάζει, θα κρίνω αυστηρά τους μουσικούς, ή και όχι, θα σημειώσω νοητά για να τους πω εβδομήντα παρατηρήσεις και προτάσεις που εγγυημένα θα έχω ξεχάσει μέχρι την επόμενη μέρα. Βαβούρα, πανικός, χάος, κορμιά κολλημένα το 'να πάνω στ' άλλο, δίνεις και παίρνεις το ρυθμό και τη ζέστη του δίπλα. Ο σαμάνος στο μικρόφωνο να κοιτάει εσένα μα και όλους τους άλλους ταυτόχρονα στα μάτια, να σου λέει αυτό που θέλεις να πεις και να ακούσεις κι ας μην ξέρεις καλά-καλά τι εννοεί, και έτσι καταλαβαίνεις πως είναι καλός σ' αυτό που κάνει. <br />
<br />
Είναι φορές που εκεί, ανάμεσα στο πυροβολημένο απ' τα ντεσιμπέλ πλήθος νιώθω παγωμένος και ανήμπορος, έρμαιο του βίτσιου των μουσικών, που έχουν κεντήσει τα πάθη, το μεράκι, τα γούστα, τη σοφία και τη βρώμα τους στις νότες, και μου είναι αρκετά σοκαριστικό συνήθως, να νιώθω έτσι ευάλωτος και ευχείριστος σαν μαριονέτα ανάμεσα σε τόσο κόσμο. <br />
<br />
Πάντα όμως αφήνω το κύμα να με παρασύρει στο τέλος, και πλέω ανάμεσα απ' τις μπουνάτσες και τις φουρτούνες τους σαν ένας μικρός ναυαγός σε ένα λιλιπούτειο, εφήμερο πέλαγος. Αφήνω τη μουσική να με φορέσει σα σακάκι και να με κάνει ότι θέλει. Όχι για πολύ όμως, ποτέ για πολύ. Όταν αισθάνομαι πως το δούναι και λαβείν με έχει φέρει σε σημείο που ξεμένω από μπαταρία αποσύρομαι διακριτικά λίγο πιο πέρα και βγάζω κάποιες στιγμές μόνος μου, μακριά απ' τους σαμάνους και τα γκομενέτα και τους γνωστούς και τους κάλους και τις πρώην και τα μελτέμια και τις φρίκες και τις ανατριχίλες στο σβέρκο, και αυτές ακριβώς οι στιγμές είναι οι αγαπημένες μου, αυτές που πραγματικά μου μένουν.<br />
<br />
Έκανε κρύο και ψιχάλιζε, και οι ταρίφες είχαν μιζέρια στη φάτσα και οι περαστικοί είχαν τα φρύδια σμιγμένα και τα πρόσωπα χωμένα στα κασκόλ και τις εσάρπες, και τακούνια στο υγρό πεζοδρόμιο, και τα αμάξια να αρμενίζουνε αργά, προσεκτικά την βρεγμένη άσφαλτο, και η μύτη βουλωμένη, μα όχι αρκετά βουλωμένη για να της δραπετεύσει η μυρωδιά της βροχής πάνω στο πλακόστρωτο, και τσιγάρο στα δάχτυλα, και τα αυτιά να βουίζουν, και τα μάτια κλειστά και μελωδίες καρφωμένες στο μυαλό για τις επόμενες βδομάδες. Και η λατρεμένη θολούρα του αλκοόλ, να μην νιώθω ούτε τα χέρια ούτε τα πόδια μου απ' το κρύο, μα να πάλλομαι ολόκληρος κουρδισμένος σε 432. <br />
<br />
Και τα μάτια κλειστά, και οι δροσερές στάλες να προσγειώνονται ευγενικά πάνω στο καυτό απ' τον πυρετό μέτωπο, ράκος μα που χρόνος για ύπνο και ξεκούραση. Και τα μάτια κλειστά, και ο τσουχτερός άνεμος απ' τα σκοτεινά στενά του Βαρδάρη να χαϊδεύει την πόλη, και ποιος γαμάει τον ένφια και τα μνημόνια, ποιος χέστηκε για την ρομαντική αγάπη και το νοίκι, ποιος έχει ειλικρινά ψυχικό απόθεμα να χολοσκάσει για πρόστιμα προς διατάραξης της κοινής ησυχίας. Τα μάτια κλειστά και η ψηλή, τσιμεντένια πόλη να παίζει τη δικιά της μουσική κι ας μην ακούγεται τίποτα. Και τα μάτια κλειστά, και μπορεί να πέρασαν έτσι δύο αιώνες ή δύο χρόνια ή δύο λεπτά, και η καύτρα να έχει φτάσει στη γόπα και να καίει το γάντι, μα είναι μόνο πόνος, δεν είναι αληθινός-αληθινός, δεν είναι αυτή η ανύψωση, αυτό το τράβηγμα στο στήθος που θα μπορούσε να είναι κάθαρση ή αγάπη ή καρδιακή προσβολή. <br />
<br />
Με τα μάτια κλεισμένα, ξεπλυμένος απ' την αηδία, με τις άγκυρες κομμένες, το τσιμέντο στα πόδια σπασμένο, πιο ελαφρύς, αλαφροπάτητος, αλαφροΐσκιωτος, κουρασμένος μα όχι αλαφιασμένος. Ήρεμος, ελευθερωμένος.<br />
<br />
<!--[if gte mso 9]><xml>
<w:WordDocument>
<w:View>Normal</w:View>
<w:Zoom>0</w:Zoom>
<w:TrackMoves/>
<w:TrackFormatting/>
<w:PunctuationKerning/>
<w:ValidateAgainstSchemas/>
<w:SaveIfXMLInvalid>false</w:SaveIfXMLInvalid>
<w:IgnoreMixedContent>false</w:IgnoreMixedContent>
<w:AlwaysShowPlaceholderText>false</w:AlwaysShowPlaceholderText>
<w:DoNotPromoteQF/>
<w:LidThemeOther>EN-US</w:LidThemeOther>
<w:LidThemeAsian>X-NONE</w:LidThemeAsian>
<w:LidThemeComplexScript>X-NONE</w:LidThemeComplexScript>
<w:Compatibility>
<w:BreakWrappedTables/>
<w:SnapToGridInCell/>
<w:WrapTextWithPunct/>
<w:UseAsianBreakRules/>
<w:DontGrowAutofit/>
<w:SplitPgBreakAndParaMark/>
<w:EnableOpenTypeKerning/>
<w:DontFlipMirrorIndents/>
<w:OverrideTableStyleHps/>
<w:UseFELayout/>
</w:Compatibility>
<w:DoNotOptimizeForBrowser/>
<m:mathPr>
<m:mathFont m:val="Cambria Math"/>
<m:brkBin m:val="before"/>
<m:brkBinSub m:val="--"/>
<m:smallFrac m:val="off"/>
<m:dispDef/>
<m:lMargin m:val="0"/>
<m:rMargin m:val="0"/>
<m:defJc m:val="centerGroup"/>
<m:wrapIndent m:val="1440"/>
<m:intLim m:val="subSup"/>
<m:naryLim m:val="undOvr"/>
</m:mathPr></w:WordDocument>
</xml><![endif]--><br />
Και θα το τελειώσω εγώ πριν με τελειώσει αυτό ή μου το κόψει ατυχώς κάποιος περαστικός, ή κάποιος θόρυβος. Και θα ανοίξω τα μάτια, θα πετάξω τη γόπα στο ρυάκι δίπλα απ' το πεζοδρόμιο, θα τινάξω το πέτο του παλτού και θα γυρίσω πίσω στα γκομενέτα και τις πρώην και τους κάλους και τους μπρο και τους φίλους και τους σαμάνους και τα κύματα και τα μπλουζάκια και τους πάνκηδες και τους μεθυσμένους και τους ερωτευμένους και τους φρικαρισμένους, τους καταθλιπτικούς, τους αυτόχειρες, τους απαθείς, τους αδιάφορους, τους τρελαμένους, τους σκιαγμένους, τους περίεργους, τους άβγαλτους, τους άθυμους, τους πλανώδιους, τους δαιμονισμένους, τους κλέφτες, τους άγιους, τους δοσίλογους, τους ευτυχείς, τους ισοβίτες, τους αστείους, τους αγύρτες, τους καταραμένους, τους προδότες, τους ήρωες, τους φυλακισμένους, τους πτυχιούχους, τους πρεζάκηδες, τους καυλωμένους, τους ανασφαλείς, τους ανασφάλιστους, τους άστεγους, πίσω σε αυτό το καζάνι που βράζει δίπλα απ' τα ηχεία μπροστά από τη σκηνή, πρώτη γραμμή, να ναυαγήσω για λίγο, λίγο ακόμα σ'αυτή την όμορφη, πεντάμορφη θάλασσα μέχρι να τελειώσουν τα παιδιά, να μαζέψουμε και να κρυφτούμε πάλι ο καθένας στη φωλιά του, να κοιμηθούμε και να δούμε όνειρα ίσως λίγο πιο παράξενα από χτες. </div>
Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-5242409836898540.post-67531303353591687622017-01-27T04:26:00.000-08:002017-01-28T13:20:44.916-08:00Η Τριανδρία της Αγίας Τριάδας<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
Δεν θυμάμαι τι μήνας ήτανε μα είχε ζέστη, τόση ζέστη που φορούσα μόνο το μποξεράκι. Είχα όλα τα παράθυρα ορθάνοιχτα ακόμα και την πόρτα μπας και κάνει λίγο ρεύμα και δεν λιώσουνε οι τοίχοι.<br />
<br />
Θυμάμαι ήταν τόση η κάψα που είχα συνεχώς τιγκαρισμένο το ψυγείο με μπύρες, απ' αυτές τις φτηνές με το ελληνικό όνομα που παρασκευάζονται στη Βουλγαρία και έχουνε γεύση χτεσινό μπουγαδόνερο, τρέχα γύρευε μα ήταν ό,τι πρέπει.<br />
<br />
Ήταν ό,τι πρέπει για τη ζέστη σίγουρα, μα ήταν ό,τι πρέπει και για το ανάγνωσμα. Είχε πέσει στα χέρια μου ένα τόμος οκτακοσίων σελίδων με ποιήματα του Μπουκόφσκι στο πρωτότυπο και είχα παραδοθεί στην αγκαλιά του καφρομάστορα αραχτός στο δερμάτινο καναπέ μπροστά απ' την πόρτα, αδειάζοντας και τσαλακώνοντας κουτάκια, πετώντας τα στο πάτωμα όπως απαιτεί το ευγενές κλισέ.<br />
<br />
Ήταν μια μια εκστατική περίοδος. O τύπος μιλούσε στην ψυχή μου. Το κάθε ποίημα του μου έλεγε πράγματα που προσπαθούσα να φέρω σε λέξεις επί χρόνια. Το 'κανε να μοιάζει απλό, σχεδόν εύκολο. Το 'κανε με τόση άνεση που σε προκαλούσε να δοκιμάσεις. Το μεταφρασμένα κείμενα που 'χα διαβάσει μέχρι τότε ήταν κυρίως πορνογραφικά, και είχα μείνει με την εντύπωση πως ο παππούς ήταν αυτό και μόνο: ένας αλκοόλας πορνόγερος. Tα ποιήματά του όμως με διέψευσαν. O γέρος είχε ψυχούλα, ο γέρος είχε βάθος, είχε οπτική.<br />
<br />
Τον είχα πάρει αμπάριζα τον τόμο. Όσο διάβαζα, τσάκιζα σελίδες. Κάτω για τα ποιήματα που ήθελα να ψάξω περισσότερο , καθώς χανόμουν κάπως στη μετάφραση, και πάνω για αυτά που ένιωθα πως μου δίνουνε ώθηση, που άξιζε να τα διαβάσω όταν χρειαζόμουν καθοδήγηση. Όταν τον διάβαζα για τρίτη φορά, τα τσακίσματα ήταν τόσα πολλά που μου ήταν αδύνατον να βρω αυτό που ψάχνω. Στην πορεία έμαθα μέσες άκρες που βρίσκεται το κάθε τι και απλά το έβρισκα ανοίγοντας το βιβλίο.<br />
<br />
Διάβαζα πυρετωδώς. Ξυπνούσα και μελετούσα Μπουκόφσκι. Κοιμόμουν κι ονειρευόμουνα Μπουκόφσκι. Ένιωθα να παίρνω τέτοια δύναμη απ' τα γραπτά του που οι διδαχές του Βούδα φαινόταν μπροστά του δευτεροκλασσάτο μυθιστόρημα. Ήταν το θρησκευτικό ανάγνωσμα που είχα ανάγκη εκείνη την εποχή. Οι διδαχές ενός σαπιοδόντη προφήτη που ζέχνει ουίσκι και νικοτίνη, ενός δασκάλου της σημερινής εποχής. Μπορώ να πω με σιγουριά, αν και ακούγεται ειρωνικό, πως η επιρροή που δέχθηκα απ' τον Μπουκόφσκι ήταν θεμελιώδης στο να σταματήσω να πίνω σαν καριόλης. Φαντάζομαι βέβαια πως δεν θα έχει την ίδια επίδραση σε όλους -γιαυτό υπάρχουν άλλωστε και παραπάνω από 4,300 ενεργές θρησκείες στον πλανήτη-, μα εγώ είδα το φως το αληθινό.<br />
<br />
Θα 'ταν πλέον η τρίτη ίσως εβδομάδα σερί που άραζα στον καναπέ μπροστά απ' την πόρτα επιδιδόμενος στον παράδοξο διαλογισμό μου, ρουφώντας φτηνόμπυρες. Θυμάμαι πως μου 'χε κάνει τρομερή εντύπωση η σχέση του παππού με τις γάτες. Τις εκτιμούσε βαθύτατα, σε σημείο να τις αποκαλεί τους δάσκαλούς του. Θυμάμαι πως σκεφτόμουν πως αν μετενσαρκωνόταν ποτέ ο Μπουκόφσκι θα γινόταν αναμφίβολα γάτα.<br />
<br />
Και να το.<br />
<br />
Ένα μικρό, μαλλιαρό μαλακισμένο στην πόρτα μου. Ασπρόμαυρο, χνουδωτό, με μάτια ακόμη μπλε. Με την ξεμαλλιασμένη ουρά ολόρθη, να διαβαίνει δειλά το κατώφλι μου, να οσμίζεται τον αέρα.<br />
<br />
Έμεινα τελείως ακίνητος να μην το τρομάξω και άρχισα να το παρατηρώ. Έκανε το γύρο του δωματίου αργά, προσεκτικά, μυρίζοντας τα έπιπλα και τα σπορτέξ μου. Έπαιξε λίγο με τα κορδόνια, με τα καλώδια που κρεμόταν απ' το τραπέζι. Τίναξε ένα τσαλακωμένο κουτάκι μπύρας με το ποδαράκι του. Χέστηκε απ' το θόρυβο το μικρό παλιατσάκι και δεν άντεξα, γέλασα.<br />
<br />
Με είδε, ξαφνιάστηκε και πάγωσε με τις χάντρες καρφωμένες πάνω μου. “Τι λέει αλάνι?” του είπα. Σχεδόν περίμενα απάντηση. Τελικά αποφάσισε πως δεν το ενδιαφέρω και συνέχισε την εξερεύνηση. Βούτηξε στον κάδο των σκουπιδιών, έσκαψε λίγο τη γλάστρα μου, έστειλε τον αναπτήρα μου κάτω απ' τον καναπέ. Όλο ενέργεια το πιτσιρίκι, το έκανα χάζι. Του έτεινα το χέρι που και που για να έρθει να το κανακέψω μα δε, δεν ήθελε χάδια. Μου νύχιαζε τα δάχτυλα με τα μικροσκοπικά πατουσάκια του και έτρεχε να ασχοληθεί με κάτι άλλο.<br />
<br />
Εγώ συνέχισα τα δικά μου, ρίχνοντας κάνα βλέφαρο στο μουσαφίρη όταν άκουγα θόρυβο, μην κάνει καμιά χοντρή ζημιά. Δεν έδειχνε να ενοχλείται όταν σηκωνόμουνα να πάρω μπύρες. Μετά από κάνα δίωρο πετάχτηκα ως το περίπτερο στη γωνία για τσιγάρα. Άφησα την πόρτα πίσω μου επίτηδες μισάνοιχτη, σκεπτόμενος πως μέχρι να γυρίσω ο επισκέπτης μου θα 'χει βαρεθεί και φύγει για άλλες περιπέτειες. Μαζί με τα τσιγάρα πήρα και μια κονσέρβα γατοτροφή. Ακόμη κι αν είχε φύγει το μικιό θα την έτρωγαν οι αδέσποτες. Ή εγώ, ανάλογα πως θα πήγαινε η εβδομάδα.<br />
<br />
Το μικιό όμως ήταν εκεί, αραχτό στον καναπέ στο σημείο που 'χε κάνει λακούβα ο κώλος μου, κουλουριασμένο με τα μάτια κλειστά και τα πόδια απλωμένα. Του χάιδεψα δειλά το κορμάκι κι αυτό τεντώθηκε και άρχισε να γουργουρίζει μακάριο.<br />
<br />
Ειλικρινά, δεν ήθελα γάτα. Τα συμπαθώ τα μπασταρδάκια, σε χωριό μεγάλωσα και είχα πάντα καλή σχέση μαζί τους. Δεν ήθελα να την έχω όμως μέσα στο σπίτι. Πολύ μπελάς, έξοδα, γιατροί, φόλες, αμάξια, κλάματα, καυγάδες. Η γειτονιά ήταν ήδη ασφυκτικά γεμάτη αδέσποτες, και έδειχναν να πληθαίνουν μέρα τη μέρα. Επίσης ήταν τέτοιο το σημείο που έμενα που η αυλή μου ήταν ουσιαστικά ο δρόμος. Δυο τρεις φορές είχα δει να τις πατάνε μπροστά στα μάτια μου ενώ έπινα καφέ.<br />
<br />
Μα ήταν μοιραίο.<br />
<br />
Όσο κι αν φοβόμουν πως αν το κρατήσω θα αρχίσει να βρέχει μπελάδες, τόσο το έβλεπα και ησύχαζε η ψυχή μου. Είχε έρθει μόνο του σε μένα. Δεν ήταν μεγάλο το σπίτι μου, μα με γλύκαινε η ιδέα να το μοιράζομαι μαζί του. Να έχω κάποιον να με περιμένει. Ένα λόγο να γυρίζω πίσω πριν τα χαράματα.<br />
<br />
Άρχισα να κάνω συμβιβασμούς μέσα μου, του τύπου, οκέι, μα δεν θα κοιμάται στο κρεβάτι, θα το βγάζω έξω όταν λείπω να μην καλομάθει, δεν θα στεναχωρηθώ αν το πατήσει αμάξι, ένα σωρό τέτοια. Και ίσως να λειτούργησε η συνθήκη που έκανα τότε, για κάνα δυο μήνες όμως. Πολύ σύντομα η Μπουκίτσα ήταν η βασίλισσα του σπιτιού.<br />
<br />
Το λάτρευα το μαλακισμένο, το λάτρευα. Καθόμουν με τις ώρες και έπαιζα μαζί του, φωνάζοντάς τη συνέχεια με το όνομά της για να το μάθει. Πέρασα μέρες γκουγκλάροντας τιπς και χάου-του, ή ρωτώντας γνωστούς πώς πρέπει να του φερθώ. Ήμουν τελείως νουμπάς με τα γατιά. Στην αρχή νόμιζα πως ήταν αρκετό να το βγάζω έξω δυο-τρεις φορές τη μέρα στην αλάνα από δίπλα να κατουρήσει. Πολύ σύντομα κουράστηκα να μαζεύω σκατά πίσω απ' τον καναπέ και του πήρα λεκάνη με άμμο και τα λοιπά. Οι γατομάνες φίλες μου με βοήθησαν πολύ.<br />
<br />
Και που να πάρει ο διάολος, μου 'κανε καλό. 'Άρχισα να γυρνάω τα βράδια λογικές ώρες, να περνάω περισσότερο χρόνο σπίτι. Καθάριζα τακτικά για να μην πάμε και οι δυό από πανούκλα. Όσο ήμουν έξω σκεφτόμουν συνεχώς τι κάνει το γατί. Πιο πολύ τραγικά σενάρια θανάτου για του λόγου το αληθές παρά “α, λες να της λείπω?”. Που της έλειπα δηλαδή. Με είχε ερωτευτεί το μικρό σκατούλι. Κάθε φορά που έμπαινα στο σπίτι και το φώναζα ορμούσε πάνω μου και σκαρφάλωνε από τα πόδια μέχρι την αγκαλιά σαν τον Ταρζάν.<br />
<br />
Με είχε ξεσκίσει το μπάσταρδο αλλά τι να το έκανα, το αγαπούσα ο βλαξ. Προφανώς ό,τι κανόνες έθεσα στην αρχή πήρανε το μπούλο. Τα βράδια κοιμόμασταν αγκαλιά , είχε την τάση όμως να ξυπνάει στη μέση της νύχτας και να μου δαγκώνει αυτιά, ρουθούνια και χείλια, ήταν εφιάλτης. Τα κορίτσια που έφερνα το κατασυμπαθούσαν, μα όταν πνίγαμε το κουνέλι μας έκανε ατάκ -αιφνιδιαστική επίθεση στο αρχίδι!- και γαμούσε κάπως τη φάση, μα χαλάλι. Η Μπουκίτσα ήταν μια γλύκα, ήταν βάλσαμο, ήταν ο κόσμος μου όλος.<br />
<br />
Είχε και ένα πολύ βλαμμένο χούι. Βλέπεις, την έβαλα σπίτι πάρα πολύ μικρή, όταν ακόμα βύζαινε τη μάνα της. Κανονικά θα πρεπε να της κάνω κόλπα με μπιμπερό και έτσι, μα αφού έτρωγε κανονικά στερεά τροφή είπα να μην μπλέξω. Άρχισε όμως να βυζαίνει εμένα!<br />
<br />
Την πρώτη φορά που βρήκε τη ρώγα μου και άρχισε να πιπιλίζει μανιασμένα γουργουρίζοντας, μαλάζοντας αριστερά δεξιά με τα πατουσάκια της έβαλα κάτι γέλια, μου φάνηκε το πιο αστείο πράγμα στον κόσμο. Πήρα τηλέφωνο κατευθείαν την αδερφή μου να της το πω.<br />
<br />
Στην πορεία βέβαια δεν είχε τόσο πλάκα. Δεν εννοώ πως μου βγήκαν στην επιφάνεια μητρικά παύλα σεξουαλικά συμπλέγματα, ίσα-ίσα, ο ανωμαλάρας μέσα μου το απολάμβανε κάπως, απλώς η μικρή δεν με άφηνε σε ησυχία. Με την πρώτη γαμημένη ευκαιρία ορμούσε πάνω μου και πιπίλιζε με τα σουβλερά, μικρά της δόντια σαν να μην υπάρχει αύριο. Πονούσε μαλάκα. Ξεκίνησα να τη διώχνω και να φοράω φανέλες μες στο σπίτι μα η ζέστη ήταν αφόρητη, και όποτε εντόπιζε γυμνό στήθος έπεφτε πάνω του βολίδα. Η μικρή είχε εθιστεί στο βυζί.<br />
<br />
Στην αρχή ίσως να την άφηνα που και που, έβγαζα βιντεάκια και γελούσαμε με τους φίλους, μα μετά από δυό βδομάδες δε γελούσα καθόλου. Οι ρώγες μου είχαν πρηστεί και γύρω γύρω το βυζί ήταν καταγρατσουνισμένο. Τα άγγιζα και βογκούσα, έβαζα μπεταντίν και μπεπανθόλ, είχα καταντήσει μια γαμημένη γατογκουβερνάντα.<br />
<br />
Το πράγμα σοβάρεψε ένα δύσκολο πρωινό μετά απο γερό μεθύσι που ξύπνησα απ' τον πόνο, με το στήθος λουσμένο στο αίμα και το γατί να γουργουρίζει ευτυχές ρουφώντας λαίμαργα. Σκηνή από θρίλερ. Την πέταξα από δίπλα φωνάζοντας και αυτή άρχισε να τεντώνεται και να γλύφεται ευτυχισμένη, με το μουτράκι της κόκκινο μέχρι τα φρύδια. Σχεδόν μου 'χε κόψει τη ρώγα. Από τότε αποφάσισα να φοράω συνεχώς φανέλα μέχρι να μεγαλώσει κάπως. Προς στιγμήν, ομολογώ πως πήρα υπόψιν μου το ενδεχόμενο να φοράω το βράδυ ένα δανεικό σουτιέν, μα δεν το έκανα.<br />
<br />
Ο καιρός περνούσε και το βρικολακάκι μου μεγάλωνε και γινότανε όλο και πιο όμορφο ενώ τα προβλήματα όλο και λιγότερα, και αγαπιόμασταν, και είχε μάθει να έρχεται όταν τη φωνάζω με το όνομά της, και όλα ήτανε καλά στο βασίλειό μου. Το λευκό κομμάτι γούνας στο στόμα της είχε αρχίσει να μοιάζει πολύ με το σήμα του μπάτμαν, πράγμα που με καταενθουσίαζε, και είχε πολύ άνετο το έξω-μέσα. Με ανησυχούσε κάπως αυτό μα ταυτόχρονα με καθησύχαζε, καθώς ένοιωθα ενοχές να το κρατάω κλεισμένο μέσα.<br />
<br />
Eπίσης όσο περνούσε ο καιρός, κάτω απ' τον κώλο της Μπουκίτσας άρχισαν να φυτρώνουνε δυό τεράστιες αρχιδάρες, και εγώ άρχισα να αισθάνομαι εξαπατημένος και πολύ μαλάκας. Πιο πολύ μαλάκας ίσως, παρά εξαπατημένος. Σίγουρα πάντως, μαλάκας.<br />
<br />
Το όνομά του το είχε πάντως μάθει ήδη, και δεν ένιωθα καθόλου άνετα πια να τον φωνάζω Μπουκίτσα. “Έλα Μπουκίτσα!”. Ο Μπουκίτσας. Τι σόι μαλακισμένο όνομα γάτου είναι αυτό? Σίγουρα όχι του δικού μου γάτου. Οπότε μια νύχτα του πήρα μια κονσέρβα τόννο σε νερό (λάδι δεν κάνει), έβαλα γραβάτα, άναψα κεριά και τον άφησα κατ' εξαίρεση να φάει πάνω στο τραπέζι. Του ζήτησα συγγνώμη, εξηγώντας του πως είναι ένα λάθος που οποιοσδήποτε θα μπορούσε να έχει κάνει, και πως η ανατομία των αιλουροειδών σε μικρή ηλικία κτλ, κτλ, και πως από δω και πέρα το όνομά του θα είναι Μπουκόφσκι.<br />
<br />
Ο Μπουκόφσκι τα άκουσε με πολύ σοβαρότητα όλα αυτά, και όταν τελείωσα ήρθε στην αγκαλιά μου και αποπειράθηκε να βυζάξει τη ρώγα μου πάνω απ' το πουκάμισο, μα δεν τον άφησα. Ο τόννος αρκούσε. Κάποιες φορές πρέπει να είμαστε αυστηροί με τα ζώα.<br />
<br />
Ήταν μοιραίο.<br />
<br />
Ο Μπουκόφσκι έγινε ο πιο γαμάτος γάτος έβερ, σίγουρα ο πιο γαμάτος που έχω γνωρίσει ποτέ. Από ευτράπελα βεβαίως άλλο τίποτα. Είχε γίνει πλέον γόης με τα όλα του και άρχισε να κυνηγάει μικρούλες και να παίζει ξύλο με τους βαρβάτους της γειτονιάς. Μα ήταν μικρόσωμος ο καημένος και τον ξεσκίζανε. Όσα δεν πήρε απ' το βυζί της μάνας του όμως τα πήρε απ' το δικό μου. Ένιωθα συγγένεια και προσωπική ευθύνη για το γατί που βύζαξε το αίμα μου. Δεν θα άφηνα κανένα καριόλη να τον ξεματιάσει.<br />
<br />
Πήγα και πήρα ένα πλαστικό αεροβόλο της πλάκας, με τρία ευρώ, και το 'χα πάντα πρόχειρο. Όποτε αναγνώριζα τα ουρλιαχτά του Μπουκόφσκι, έβγαινα απ' έξω με το πιστόλι στο χέρι και έβρεχε μολύβι. Πλαστικό , δηλαδή, σε όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Και όχι ακριβώς έβρεχε, ήταν πολύ αδύναμο το όπλο, ίσα που τα νιώθανε τα σκάγια οι γάταροι της Αγίας Τριάδας. Κατέβαζα μαζί όμως και καμιά χριστοπαναγία και κάτι γινότανε.<br />
<br />
Η γειτονιά δε, είχε πλημμυρίσει με πολύχρωμα μπιλάκια. Ο κόσμος γλιστρούσε και έπεφτε. Ερχότανε τα πιτσιρίκια απ' το δίπλα μαχαλά και γεμίζανε τις τσέπες τους. Όποιος με έβλεπε εκείνη την εποχή στο παράθυρο γυμνό με το πιστόλι στο χέρι να ουρλιάζω στις γάτες πρέπει να με περνούσε για πολύ μαλάκα. Πάντως, ούτε παράπονα μου κάνανε ποτέ ούτε τους μπάτσους μου φέρανε. Νομίζω πως συμπεριλαμβανόμουνα κι εγώ στο ρητό “ άστα, ζώα είναι, δεν καταλαβαίνουνε”.<br />
<br />
Το γατί πάντως γέμισε ουλές. Τα μάτια του τα έσωσε, μα κάθε δεύτερη μέρα που μαζευότανε σπίτι ήταν σαν ανάποδο γαμώτο. Κατακρεουργημένος και αδυνατισμένος, όλο πλευρά. Ήταν κάποιες φορές που κι εγώ δεν έδειχνα καλύτερα, και καθόμουνα κρατώντας μια πετσέτα με πάγο στο ένα χέρι να ξεπρηστεί το μάτι, ενώ με το άλλο καθάριζα με χαμομήλι τις πληγές του μικρού. Πρέπει να κάναμε ωραίο πορτραίτο οι δυό μας.<br />
<br />
Να του τα κόψω βέβαια, ούτε λόγος. Αυτός δεν θα το 'κανε ποτέ σε μένα, δεν ήταν τέτοιος τύπος. Ούτε κι εγώ ήμουνα.<br />
<br />
Πρέπει να 'ταν Οκτώβρης και είχε πάρει βροχή, όταν γυρνώντας σπίτι ένα βράδυ άκουσα απελπισμένα μωρουδιακά νιαουρίσματα από ένα σοκάκι. Κάποιος είχε βάλει σε ένα κουτί παπουτσιών ένα μικρό, αρρωστιάρικο κεραμιδί γατάκι και το 'χε αφήσει στην τύχη του, ο μπάσταρδος. Η μπόρα φαινότανε πως θα εξελιχθεί σε καταιγίδα, και μην μπορώντας να πάρω το μικρό σπίτι μου από φόβο μην το πνίξει ο δικός μου ο μπάσταρδος, το έδωσα στην αδερφή μου που τότε τη φιλοξενούσε ο Πάρης, δυό τετράγωνα δίπλα από μένα.<br />
<br />
Η καημένη η σίστερ πέρασε όλη νύχτα στο προσκεφάλι του κλαίγοντας, νομίζοντας πως θα πεθάνει στην αγκαλιά της. Για βδομάδες το έτρεχε στον κτηνίατρο για ενέσεις, ορούς και ξεψύλλισμα. Ήταν ερείπιο το γατάκι. Ένα αδύναμο, μικροσκοπικό ερείπιο.<br />
<br />
Νοσούσε από κάτι μεταδοτικό, και το 'χαμε σε καραντίνα για πάρα πολύ καιρό, καθώς στο σπίτι του Πάρη είχαν επίσης γατιά και μάλιστα νεογέννητα. Οποιδήποτε επαφή μαζί τους ήταν ρίσκο. Το φουκαράκι το πιάναμε ελάχιστα, μόνο όταν υπήρχε λόγος και τότε μόνο με ιατρικά γάντια.<br />
<br />
Όταν η κατάστασή του βελτιώθηκε αισθητά, ξεκινήσαμε μια εκστρατεία υιοθέτησης, μα χωρίς αποτέλεσμα. Στο μεταξύ η αποθήκη που το είχαμε παρκάρει έπρεπε να αδειάσει σύντομα, και οι κάτοικοι του σπιτιού είχαν αρχίσει να νιώθουν άβολα με το μικρό πανουκλάκι στο άμεσο περιβάλλον τους. Οπότε τι? Να το ξαναρίξουμε στο δρόμο πάνω που το αναστήσαμε? Δε σφάξανε.<br />
<br />
Κι έτσι ο Μπουκόφσκι απόκτησε αδερφό. Αφού βρήκα ένα μεγεθυντικό φακό και βεβαιώθηκα πως έχει μπάλες -ή μάλλον μπαλάκια-, τον ονόμασα Λουτσιάνο.<br />
<br />
Στην αρχή τον τραμπούκιζε κάπως ο Μπουκόφσκι. Τον κολλούσε στις γωνίες και του έκανε πόλεμο με το φαγητό. Ο φουκαράς ο μικρός απ' την άλλη είχε στερηθεί τόσο πολύ την σωματική επαφή και το χάδι που είχε εξελιχθεί στο πιο γλυκό γατί. Το παραμικρό άγγιγμα ήταν αρκετό για να τον κάνει να γουργουρίζει σαν τρακτέρ για ώρες. ΩΡΕΣ. Δεν κάνω πλάκα, δεν έχω ξανασυναντήσει ποτέ κάτι τέτοιο. Άμα τον άγγιζες ακόμα κι ενώ κοιμότανε, έβαζε μπροστά τη μηχανή χωρίς να ξυπνήσει, και συνέχιζε ακάθεκτος. Το βράδυ ερχόταν και ξάπλωνε ανάσκελα πάνω στο λαιμό μου γουργουρίζοντας τόσο δυνατά που αναγκαζόμουν να τον μετακινήσω στα πόδια μου για να κοιμηθώ. Κι ακόμη και τότε, άγγιζε το κορμάκι του πάνω μου και ξεκινούσε το τραγούδι του ασταμάτητα μέχρι το πρωί. Ήταν φορές που τον χάιδευα πριν βγω απ' το σπίτι, κι όταν γυρνούσα τον έβρισκα να κοιμάται στο ίδιο σημείο γουργουρίζοντας ακόμα. Κρέιζι.<br />
<br />
Πάντως, στο τέλος τον κέρδισε τον Μπουκόφσκι. Όσο αυτός τον έδερνε, τόσο ο μικρός τον πλησίαζε και ξάπλωνε δίπλα του. Ήταν ένα γατί χριστιανικό ο μικρός Λουτσιάνο. Πολύ σύντομα τους έβρισκα να κοιμούνται αγκαλιά, κουλουριασμένους τον ένα μέσα στον άλλο, μια ασπρόμαυρη, ξανθοκίτρινη μαλλιαρή μάζα από γούτσου-γούτσου και ανιά. Τα δυό μου γατιά.<br />
<br />
Ο Λουτσιάνο δεν είχε αναρρώσει πλήρως και χρειαζόταν αρκετή φροντίδα. Τα μάτια του τσίμπλιαζαν, κι όταν άρχισε να έχει συμπτώματα και ο Μπουκόφσκι ξεκίνησα να τους πηγαίνω τακτικά βόλτες στο γιατρό. Όταν μου ζήτησαν να συμπληρώσω τα ιατρικά καρτελάκια ένιωσα λες και βαφτίζω τα παιδιά μου. Ήταν μια συγκινητική στιγμή. Και επειδή προφανώς ένα μονολεκτικό όνομα δεν ήταν σε καμία περίπτωση αρκετό για τέτοιους γαμάτους γάτους, αλλά και επίσης σιχαίνομαι τους ανθρώπους που κολλάνε στα ζώα το δικό τους επίθετο, αποφάσισα να τους βγάλω ονόματα που ν' ανταποκρίνονται στον χαρακτήρα τους.<br />
<br />
Ήταν μοιραίο.<br />
<br />
Ο Μπουκόφσκι Πιάνο Κρίσμας, ο Λουτσιάνο Ντίσκο Πάρανταϊς κι εγώ, ήμασταν πλέον οικογένεια. Μια ηρωική τριανδρία για σφαλιάρες και χάδια, μια ταξιαρχία τριών φαντάρων με ακμαίο ηθικό πλην σώας τας φρένας, και το σπιτάκι μου στην Αγία Τριάδα, μια φωλιά.<br />
<br />
Οι λίγοι μήνες που πέρασα με τα δυό μου γατιά ήταν οι καλύτεροι της μέχρι τώρα ζωής μου. Δεν ξέρω τι ακριβώς λέει αυτό για μένα ως άνθρωπο, μα δε με νοιάζει και πολύ. Όλο το χαρτί στο γραφείο μου δεν φτάνει για να περιγράψω πόσο βαθιά αγάπησα αυτά τα δύο πλασματάκια. Ήταν εκείνη η εποχή, οι συγκυρίες που με οδήγησαν στο να ανακαλύψω πως υπάρχει χώρος στη ζωή μου και για άλλους εκτός από μένα, κάτι που με ταλαιπωρούσε για πάρα πολύ καιρό.<br />
<br />
Τόσες βλακείες, τόσες περιπέτειες. Δυο-τρεις φορές τα έσωσα απ' του χάρου τα δόντια. Άλλη μια με σώσανε αυτά. Όταν πήγαινα για τσιγάρα με ακολουθούσανε μέχρι το περίπτερο και πίσω. Όλα τα πιτσιρίκια της γειτονιάς ξέρανε τα ονόματά τους. Οι γέροι τα κάνανε χάζι όταν αράζανε στον ήλιο. Όλοι τα ταϊζανε. Κάποιες θείες τα βράδια τα μαζεύανε σπίτι τους εν αγνοία μου, και 'γω τα φώναζα αγχωμένος σε ολόκληρη τη γειτονιά, μέχρι να βγούνε αυτές στο παράθυρο και να μου πούνε πως είναι εκεί. Τώρα που το σκέφτομαι, οι περισσότεροι γείτονες ξέρανε τα ονόματα των γατιών μου μα όχι το δικό μου.<br />
<br />
Πηγαίνανε πάντα μαζί, μπροστά ο Μπουκόφσκι και στο πλευρό του ο μικρός Λουτσιάνο, κολλημένος πάνω του σαν το ψαράκι στον καρχαρία. Όταν οι βαρβάτοι την μπαίνανε στον μικρό, καθάριζε ο μεγάλος. Όταν τα έβρισκε σκούρα ο μεγάλος, έβγαινα τρέχοντας έξω με το πιστόλι σαν τον ούνο και έβρεχε μπίλιες.<br />
<br />
Τις μέρες έβγαζα καρέκλα στην αλάνα και έπαιζα μουσική όσο αυτοί κόβανε βόλτες ή ξεροψηνότανε στον ήλιο. Ποτέ δεν τρέχανε στο δρόμο όπως τα άλλα τα βλαμμένα, πάντα προσεκτικοί και κύριοι. Αριστόγατοι.<br />
<br />
Κι ήρθε καλοκαίρι κι έπρεπε να φύγω. Δεν είμαι σίγουρος για που και γιατί, έχω κάνει τόσες πολλές μετακινήσεις τα τελευταία χρόνια που μου είναι αδύνατον να κρατήσω ακριβή λογαριασμό. Είχε να κάνει πάντως με ταξίδι για δουλειά, που δεν μου επέτρεπε να πάρω μαζί μου τα γατιά. Έβαλα στο σπίτι ένα πολύ καλό μα ελαφρώς μαλάκα φίλο, να τα ταΐζει και να τα προσέχει ώστε να μην την κοπανήσουνε. Όχι οτι θα με πείραζε δηλαδή κι άμα την κάνανε. Θα με πλήγωνε, μα αυτό ήταν δικό μου θέμα, εγωιστικό. Αν θέλανε να πάρουν των ομματιών τους ήταν πάντα ελεύθερα. Του έδωσα πολύ σαφείς εντολές για το πως να φέρεται στα γατιά, μα προφανώς με έγραψε στα αρχίδια του και έκανε ό,τι του κατέβαινε.<br />
<div>
<br />
Όταν γύρισα μετά από λίγους μήνες, βρήκα ένα σπίτι μπουρδέλο και τα γατιά σε μαύρο χάλι. Ο φίλος ήταν στο σπίτι με μια γκομενίτσα, και άφηνε τα ζώα κλεισμένα έξω όλη μέρα. Επίσης τα τάιζε έξω, πράγμα που σημαίνει πως δεν τρώγανε σχεδόν τίποτα αφού ορμούσανε στην τροφή τριάντα γάτες. Μια ολόκληρη μέρα καθάριζα πριν προλάβω να ασχοληθώ μαζί τους. Όταν τους έπιασα να δω σε τι κατάσταση βρίσκονται, ανακάλυψα πως ο Μπουκόφσκι είχε χτυπηθεί από αμάξι και κούτσαινε, ενώ η αρρώστια του Λουτσιάνο είχε επανέλθει και φαινόταν πολύ αδύναμος. Ήταν και οι δύο θεοβρώμικοι και υποσιτισμένοι, με πολύ άσχημες πληγές και τίγκα στους ψύλλους. Πώς επιβίωσαν εκείνο το καλοκαίρι ένας θεός ξέρει, σίγουρα όχι όμως χάρη στο Γιάννη.<br />
<br />
Τους έτρεξα στο γιατρό, που μου είπε πως τους σώζουμε στο τσακ. Τους έκανε ό,τι περνούσε απ' το χέρι του, τους πήρε αίμα, τους έβαλε ορούς, αντιβιώσεις, πάστες, χάπια, χίλια δυο. Για να μην τρέχω κάθε τρεις και λίγο, μου έδωσε κάποιες ενέσεις και μου έδειξε πως να τους τις κάνω, αν και όπως είπε, είναι “αντικανονικό”. Τα βασάνισα αρκετά τα καημένα, μα στο τέλος την βγάλανε καθαρή. Πάντως μέσα σε ένα χρόνο τα μικρά είχανε κάνει περισσότερα ιατρικά έξοδα απ' ότι είχα κάνει εγώ σε μια πενταετία.<br />
<br />
Από αρρώστιες λοιπόν ήταν εντάξει, όχι όμως και από ψύλλους. Δεν πάει το μυαλό μου που σκατά μπορεί να κυλιότανε όσο έλειπα, είχαν μαζέψει όμως στη γούνα τους παράσιτα-κομμάντο. Τις επίλεκτες μονάδες κρούσης. Τη αντίστοιχη Λεγεώνα των Ξένων. Ότι κι αν δοκίμασα δεν είχε επίδραση. Ούτε αμπούλες, ούτε σπρέι, ούτε γιατροσόφια, τίποτα. Επί ένα μήνα τα γατιά, το σπίτι κι εγώ ήμασταν γεμάτοι ψύλλους.<br />
<br />
Ψύλλους, όχι μαλακίες. ΠΟΛΛΟΥΣ. Γιατί λίγο πολύ, οι περισσότεροι που έχετε ζώα θα σας έχει τσιμπήσει κάνα δυό φορές, άντε να έχετε ξηλώσει και κανένα απ' τη γούνα τους και φοβάμαι πως θα παρεξηγηθούνε τα λεγόμενά μου. Μιλάμε για στρατό. Διμοιρίες. Μιλιούνια. Ολόκληρο το γαμημένο σώμα του κράτους. Και ανθεκτικούς. Πρακτικά αθάνατους. Να πας να τους κάνεις κλατς και να σου πηδάνε στο μάτι.<br />
<br />
Για να γίνω πιο σαφής, αυτή ήταν η καθημερινή μου ρουτίνα για ένα μήνα και κάτι ψιλά:<br />
<br />
Ξυπνάω το πρωί κουλουριασμένος στην κορυφή του κρεβατιού με τα γατιά στην άκρη, σε όσο μεγαλύτερη απόσταση γίνεται για να μην πηδάει πάνω μου η μάστιγα. Σηκώνομαι, τεντώνομαι. Τινάζω από τα πόδια μου στο πάτωμα καμιά εικοσαριά μαυράκια που αρχίζουν να πηδάνε προς κάθε κατεύθυνση. Κάνω το ίδιο και στα χέρια, και στο στήθος και... βασικά παντού, είμαι γεμάτος τρίχες ο μπάσταρδος.<br />
<br />
Αφού τινάζω όσο περισσότερα μπορώ, απομακρύνομαι τρέχοντας για να μην ξαναπηδήξουνε πάνω μου. Ταΐζω τα γατιά από απόσταση ασφαλείας. Τα βγάζω έξω και τα ψεκάζω με ειδικό ματζούνι δικής μου παραγωγής γιατί αν τα ψεκάζω κάθε μέρα με αντιψυλλικό θα ψοφήσουν. Τα χτενίζω σχολαστικά και τα κλείνω έξω. Για τις επόμενες ώρες ψεκάζω όλες τις επιφάνειες και τις πιθανές εστίες με μείγμα ισχυρών χημικών. Σκουπίζω τα πτώματα, σφουγγαρίζω με ξύδι. Είχα ένα μικρό τσουβάλι δαφνόφυλλα τα οποία είχα σκορπίσει σε όλο το σπίτι, τα αντικαθιστώ με φρέσκα.<br />
<br />
Αφού τελειώσω, κάνω καυτό ντους με τρίτο φυτικό μείγμα. Κάνω καφέ, αράζω στο γραφείο με τα πόδια πάνω παρατηρώντας τα μικρά μαυράκια να κόβουν βόλτες μαστουρωμένα στο γαμημένο το δάσος των τριχών μου, πηδώντας χαριτωμένα πέρα δώθε. Τα πιάνω και τα σκοτώνω ένα προς ένα. Φέρνω στο μυαλό μου χαρούμενες μέρες. Καταπίνω την κρίση πανικού. Προσπαθώ να μην κλάψω.<br />
<br />
Αυτό, σε επανάληψη, επί μέρες, βδομάδες. Μου φάνηκε χρόνια, μα τελικά, πέρασε και αυτό. Επιβιώσαμε. Δεν διέθετα τα 500 γιουρά που ήθελε ο εξολοθρευτής, άσε που και να τα 'χα, ποιός θα μας φιλοξενούσε για δέκα μέρες και τους τριακόσιους? Είχα κόψει επαφές με όλους μέχρι να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα. Είχα σκεφτεί σοβαρά να ξυρίσω όλο μου το σώμα και μαζί και τα γατιά, ήμουνα σε ένα πολύ σκοτεινό μέρος. Οι ψύλλοι είναι σίγουρα το δεύτερο χειρότερο παράσιτο με το οποίο έχω έρθει αντιμέτωπος, μα αυτό είναι μια άλλη ιστορία.<br />
<br />
Σύντομα ήρθε η ώρα να αποχαιρετήσω την Κρήτη, και όπως απαιτεί το τζενέρικ στερεότυπο του χαμένου κορμιού, να μετακομίσω στο υπόγειο της μάνας μου, μαζί με τα δυό μου γατιά.<br />
<br />
Ήτανε πολύ απλό στο μυαλό μου. Θα τα χαπάκωνα, θα τα έχωνα σε ένα ευρύχωρο κένελ και θα τα έφερνα στο Βόλο. Δώδεκα ώρες ταξίδι με το πλοίο. Τέσσερις με το λεοφωρείο μέχρι τη Λάρισα. Εκεί θα τα έβγαζα να βοσκήσουνε στο πάρκο δεμένα με λουράκι δικής μου ευρεσιτεχνίας ώστε να μην βουτήξουν στις ρόδες του πρώτου αμαξιού, μετά τρένο για Βόλο και βουαλά!<br />
<br />
Όμως η μοίρα εδώ με γάμησε. Τίποτα δεν πήγε όπως το είχα σχεδιάσει. Πήρα το κένελ μέρες πριν και τα έβαζα συχνά μέσα να το συνηθίσουνε για να μην τους πέσεις βαρύς στο ταξίδι ο εγκλεισμός. Και ο Μπουκόφσκι κομπλέ, κύριος. Ο Λουτσιάνο όμως ρε πούστη μου, να μην το μπορεί καθόλου. Μα καθόλου. Μόλις τον έβαζα μέσα ούρλιαζε σαν να το σφάζουνε και γούρλωνε τα μάτια, έβγαζε αφρούς και δάγκωνε τα κάγκελα μέχρι να ματώσουνε τα ούλα του. Δεν μπορούσα να τον ηρεμήσω με τίποτα. Ο φουκαράς μου είχε φάει πολύ γερό τραμπάκουλο μέσα σε εκείνο το κουτί παπουτσιών την μέρα που τον βρήκα. Του είχε μείνει τραύμα. Ποιός ξέρει πόσες ώρες ούρλιαζε εκεί μέσα. Μπορεί και μέρες. Και όλα αυτά τα πέρα δώθε στους γιατρούς όντας ετοιμοθάνατος.. Ήταν χαλασμένο το γατί.<br />
<br />
Δεν μπορούσα να το ρισκάρω και να τους βάλω μαζί στο κλουβάκι. Φοβόμουνα πως θα ξεσκιζόταν μεταξύ τους καθ' οδόν. Άντε κυνήγα γατιά μετά μέσα στο πλοίο. Άντε ξαναβάλτα μέσα. Αποφάσισα να αφήσω τον μικρό στο σπίτι μιας φίλης μου και να πάρω μόνο τον Μπουκόφσκι. Τον Λουτσιάνο θα γύρναγα να τον πάρω σε κάποιο μελλοντικό ταξίδι.<br />
<br />
Την μέρα πριν φύγουμε την περάσαμε οι τρεις μας. Τους πήρα βόλτα στη γειτονιά, αράξαμε στην αλάνα. Τους πήγα να χαϊδευτούνε για τελευταία φορά στους γέρους και τα πιτσιρίκια, μανουριάσαμε τις αδέσποτες. Μαγείρεψα δύο κιλά γαύρο, έβαλα γραβάτα, άναψα κεριά. Τους άφησα να φάνε πάνω στο τραπέζι, όλοι απ' την ίδια πιατέλα. Είδαμε ταινία αγκαλιά, και το βράδυ άφησα το Λουτσιανίτο να κοιμηθεί πάνω στο λαιμό μου. Γουργούριζε ασταμάτητα μέχρι το πρωί.<br />
<br />
Λίγες ώρες πριν φύγει το καράβι, χαπάκωσα τον μικρό. Όταν γλάρωσε αρκετά τον έβαλα όσο πιο γλυκά μπορούσα μέσα στο κλουβάκι μαζί με το πατσαβούρι που συνήθιζε να κοιμάται και ξεκίνησα για το σπίτι της φίλης μου.<br />
<br />
Που να με πάρει ο διάολος. Το τι πανικό έκανε το καημένο το γατί δεν λέγεται. Δυό βήματα αφού βγήκα απ' την πόρτα άρχισε να ουρλιάζει δαιμονισμένα. Πάλευε με το κουρέλι του και έκοβε γύρες σαν μπέιμπλεϊντ, λες και το πνίγανε.</div>
<div>
<br />
Πήγαινα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Ο Μπουκόφσκι στο μεταξύ μας είχε πάρει απο πίσω με την τρίχα σηκωμένη μοϊκάνα μυρίζοντας το κλουβί, μπλεκότανε συνέχεια μες στα πόδια μου και έβγαζε ανήσυχες λεπτές φωνίτσες, μέχρι τον κεντρικό. Δεν είχε ξαναέρθει ποτέ τόσο μακριά.<br />
<br />
Είχα πανικοβληθεί. Λίγο πριν μπω στην κυκλοφορία τον έδιωξα με τις κλωτσιές από φόβο μην τον πατήσει κάνα αμάξι. Ο μικρός χτυπιότανε πέρα δώθε στα τοιχώματα μανιασμένα, το κένελ μου 'πεσε δυό φορές από τα χέρια. Πώς ένα τόσο μικρό πλάσμα έκανε τόσο πανικό δεν το χωράει ο νους μου. Σπάραξε η καρδιά μου εκείνο το εικοσάλεπτο μέχρι να φτάσω.<br />
<br />
Ταξί δεν με έπαιρνε. Οι βρωμιάρηδες οι ταρίφες δεν μας καταδεχότανε, και στο μεταξύ ο Λουτσιάνο είχε κυριολεκτικά χεστεί από το φόβο του, πασαλείβοντας το κλουβί και τον εαυτό του πατόκορφα. Λίγα μέτρα πριν το σπίτι της φίλης μου είχε πέσει σε μια ημικατατονική κατάσταση. Το μόνο που ακουγόταν ήτανε μια σειρά από αδύναμους, παροδικούς λυγμούς, και μετά τίποτα. Φοβόμουν πως είχε πάθει καρδιακή προσβολή.<br />
<br />
Το πρόσωπο της κοπέλας όταν άνοιξε την πόρτα δεν περιγράφεται. Εγώ ήμουν τρομοκρατημένος. Έβγαλα προσεκτικά το γατί, άφησα το κλουβί απ' έξω και τον πήγα κατευθείαν στο μπάνιο. Τον έπλυνα όσο καλύτερα μπορούσα, τον στέγνωσα, τον κανάκεψα λίγο να ηρεμήσει και τον άφησα στο κυρίως δωμάτιο. Αυτός έτρεξε βολίδα και κρύφτηκε κάτω απ' τον καναπέ ακόμα σε κατάσταση σοκ.<br />
<br />
Ήθελα να κάτσω γαμώτο, να τον ηρεμήσω, να γνωριστεί καλύτερα με την κοπέλα. Να μην τον αφήσω έτσι. Μα το κλουβί ήταν γεμάτο σκατά, το πλοίο έφευγε σε λιγότερο από μία ώρα και ανησυχούσα πως γυρνώντας σπίτι δεν θα έβρισκα τον Μπουκόφσκι. Δεν ήθελα διάολε η τελευταία φορά που βλέπω το καλό γατί να είναι έτσι. Μιά κιτρινόασπρη βρεγμένη μπαλίτσα φόβου κάτω απ' τον καναπέ. Μα δεν είχα περιθώρια, ούτε επιλογή.<br />
<br />
Γύρισα τρέχοντας σπίτι και ευτυχώς βρήκα τον γάτο αραχτό στον καναπέ. Τον χαπάκωσα, έπλυνα το κένελ όσο καλύτερα μπορούσα, πέζεψα τα μπαγκάζια μου και έφυγα φουριόζος για λιμάνι. Το βράδυ δεν έκλεισα μάτι στο πλοίο.<br />
<br />
Ο Μπουκόφσκι αποδείχθηκε πολύ κυριλέ ταξιδιώτης. Στο πλοίο τον άφησα λίγο και τον χαϊδολογούσανε κάτι φοιτήτριες. Στο λεωφορείο πήγε μονάχα να κάνει λίγο πανικό, μα όταν τον έβγαλα στην Λάρισα ηρέμησε. Φτάσαμε Βόλο χωρίς επεισόδια. </div>
<div>
<br />
Συνήθισε το χώρο με τη μία. Η γειτονιά ήταν παράδεισος σε σχέση με το πεδίο πολέμου της Αγίας Τριάδας. Σύντομα έκοβε βόλτες χαλαρός, με πήγαινε μέχρι το περίπτερο και πίσω. Γυρνούσε γεμάτος γρατσουνιές, πετσί και κόκκαλο μετά από σεξουαλικές εξορμήσεις ημερών. Οι άλλοι γάτοι σιγά-σιγά την κοπάνησαν, και μέσα σε λίγο καιρό όλες οι γειτόνισσες μάθανε τον Κρητικό γάτο με το δύσκολο όνομα. Οι περισσότερες -μαζί και η μάνα μου- τον φωνάζανε Μπουμπούκο. Τουλάχιστον δεν τον φωνάζανε Μπουκίτσα.<br />
<br />
Όμως δεν ήτανε ποτέ το ίδιο. Μπορεί να ήταν καθαρά κάτι ανθρώπινο, εντελώς δικό μου, μα είχα την εντύπωση πως ο Μπουκόφσκι ήταν μελαγχολικός, πως του έλειπε ο αδερφός του. Η Τριανδρία μας είχε σπάσει. Μου φαινόταν παράξενο να βλέπω τον ασπρόμαυρο γάτο να κόβει βόλτες χωρίς το μικρό κεραμιδί κολλημένο στο πλευρό του. Να κοιμάται πάνω στο γραφείο μου μόνος του, χωρίς κάποιον να του σπάει τα νεύρα με την πρώτη ευκαιρία. Κατά πάσα πιθανότητα είχε βρει επιτέλους την ηρεμία του το γατί, μα εγώ πνιγόμουνα απ΄ τις ενοχές.<br />
<br />
Όσο και να ήθελα όμως τον Λουτσιανίτο μαζί μου στο Βόλο, ήξερα πως του ήταν αδύνατον να κάνει αυτό το ταξίδι. Το γλυκό κεραμιδόγατο ήταν γραφτό να περάσει την υπόλοιπη ζωή του στο νησί.<br />
<br />
Με την κοπέλα τα πήγανε πολύ καλά και θέλω να πιστεύω πως αγαπηθήκανε και είναι χαρούμενοι. Λέω θέλω να πιστεύω, γιατί, αν και επέστρεψα στην Κρήτη μου ήταν αδύνατον να τους επισκεφτώ. Ένιωθα πως τον πρόδωσα, κι αυτόν κι εμένα και τον Μπουκόφσκι, την Τριανδρία μας, τη μυστική συμφωνία που κάναμε εγώ κι οι δυό μου γάτοι να πάρουμε τη ζωή καβάλα, μαζί. Έχασα επίτηδες κάθε επαφή. Πλέον δεν θυμάμαι ούτε το όνομά της. Ίσως κάποτε να τους ξαναδώ, ίσως και όχι.<br />
<br />
Το υπόγειο της μάνας μου δεν με κράτησε. Η τύχη το 'φερε έτσι που στην εξίσωση της ζωής μου προστέθηκαν για λίγο καιρό μία κοπέλα κι ένας σκύλος, ο οποίος, αν και πολύ λίγο μεγαλύτερος από γάτα, δεν τα πήγαινε καθόλου καλά με τις γάτες. Ο Μπουκόφσκι δυσανασχετούσε. Στην αρχή με απέφευγε και μου ΄κανε χου. Μετά άρχισε να λείπει για μέρες, περισσότερες απ' ότι συνήθως.<br />
<br />
Με την κοπέλα και το σκύλο μετακομίσαμε σε άλλη πόλη και πίστεψα πως θα 'βρισκε την ησυχία του. Όταν όμως γύρισα σπίτι πλέον μόνος μου, ο Μπουκόφσκι δεν ήταν πια εκεί. Η ξαδέρφη μου λέει πως τον είδε στο σπίτι μιας γιαγιάκας πέντε τετράγωνα πιο πάνω, κι όταν τον φώναξε την αγνοούσε. Ο γάτος μου την είχε κάνει. Και δεν τον κατηγορώ. Εγώ, που του πρόσφερα σπίτι και συντροφικότητα, πρώτα του έφερα ένα άλλο γάτο, αφού συνήθισε του τον στέρησα, τον μετακόμισα, και στο καινούριο σπίτι πρώτα του έφερα ένα σκύλο και μετά τον εγκατέλειψα. Ποτέ δεν ήμουν κακός αδερφός, μα δεν ήμουν σωστός αδερφός, και το πλήρωσα.<br />
<br />
Ίσως αν είχα προσπαθήσει περισσότερο να είχα καταφέρει τον μικρό με το κλουβάκι, να τον έφερνα στο Βόλο. Ίσως αν είχα κάνει κάποιες διαφορετικές επιλογές, κάποιες μικρές θυσίες, να κατάφερνα να κρατήσω την Τριανδρία μας ενωμένη.<br />
<br />
Μα ήταν μοιραίο. Δεν ξαναείδα ποτέ ούτε τον Μπουκόφσκι, ούτε το Λουτσιάνο.<br />
<br />
Και τώρα εγώ είμαι εδώ, για ακόμη μια φορά στην Θεσσαλονίκη, ξανά φιλοξενούμενος σε ένα σπίτι με τρία γατιά. Τη Τζέλα, που τη βρήκε η αδερφή μου ετοιμοθάνατη στο δρόμο, τη Μινού, την κόρη της από την πρώτη γέννα και το Νούμερο Τρία, το τελευταίο γατί από τη δεύτερη γέννα που -όπως κι εγώ- ψάχνει σπίτι.<br />
<br />
Και είναι γλυκό γατί το Νούμερο Τρία, και κάθε νύχτα που 'μαι εδώ τρυπώνει κάτω απ' τα σκεπάσματα, ακουμπάει πάνω στο σώμα μου και κοιμάται. Μα δεν γουργουρίζει σαν τον Λουτσιανίτο. Δεν με κοιτάει στα μάτια όπως ο Μπουκόφσκι. <br />
<br />
Πέρασαν χρόνια από τότε που τους είδα τελευταία φορά, ο καθένας μας πήρε το δρόμο του. Πέρασαν πολλά ζώα απ' τη ζωή μου μα κανένα δεν έμεινε, και η αλήθεια είναι πως δεν μπόρεσα να αγαπήσω κανένα όσο αγάπησα τα δυό μου αγόρια. Νομίζω πως κάποιες αγάπες είναι πιο δυνατές από τις άλλες, καταδικάζουν τις επόμενες να ανθίζουν στη σκιά τους.<br />
<br />
Τα δυό μου αγόρια. Μέσα στα αίματα, αρρωστιάρικα, τίγκα στους ψύλλους. Μακάρι να μπορούσα να κλείσω το χρόνο σε μια γυάλα. Μπουκόφσκι Πιάνο Κρίσμας, Λουτσιάνο Ντίσκο Πάρανταϊς, ατέλειωτες νύχτες καθισμένοι στο περβάζι, μπροστά απ' το έρημο σταυροδρόμι της γειτονιάς.</div>
</div>
Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-5242409836898540.post-9530205056779385462016-11-14T03:45:00.000-08:002017-01-26T05:47:58.765-08:00Δυό Σέρβικα Φιλιά για το Δρόμο<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<span style="font-size: x-small;">
</span>
<br />
Τέλη Σεπτέμβρη είχε πέσει κάπως η δουλειά. Είχα βάλει στην άκρη με το παραπάνω το ποσό που 'χα στόχο να μαζέψω και είχα πια αρκετό χρόνο για ξεκούραση, οπότε αποφάσισα ν' αρχίσω ξανά να πίνω.<br />
<br />
Μόνο σε δυό μαγαζιά δεχόμουν να πατήσω το πόδι μου σε όλο το νησί. Το ένα ήταν ένα παλαίμαχο ροκάδικο με δυό συμπαθητικούς μπαρμπάδες πίσω απ' τη μπάρα, το Άλαμο του άφτερ, εγγύηση. Το δεύτερο, ήταν ακριβώς από δίπλα και φρέσκο, πρώτη χρονιά. Από το όνομα του μαγαζιού, μέχρι το ντύσιμο του μπάρμαν, μέχρι τη διακόσμηση ήταν το απόλυτο χιπστεριλίκι. Ο αφεντικός απ' την άλλη τύγχανε γνωστός απ' τα πολύ παλιά και πολύ ταλαντούχος μουσικός. Σχεδόν κάθε βράδυ ανέβαινε για λίγες ώρες στη σκηνή με την κιθάρα του και -όντας και πολύ ομορφόπαιδο- μάζευε πλήθη κοριτσούλες απ' τα ξένα κάτω απ' το πάλκο.<br />
<br />
Το σκηνικό επαναλαμβανόταν ανεξαιρέτως κάθε βράδυ σαν καλοβαλμένη λούπα· στα αριστερά ένα τσούρμο μπουτάκια, μπρατσάκια και φουστίτσες να χορεύουν και να βαράνε παλαμάκια αποθεώνοντας τον παίδαρο στη σκηνή, από τα δεξιά δε, μια στρατιά ξελιγωμένα μάτια με ποτήρια στο χέρι να αδειάζουνε σβέλτα. Αναγνωριστικά σφηνάκια να φεύγουν αστραπή μόνο και μόνο για να γλιστρήσουν άδοξα και χωρίς το ηθελημένο αποτέλεσμα ανάμεσα σε σφιγμένα, κόκκινα χείλη, και μέχρι εκεί. Ούτε κουβέντες, ούτε τίποτα. Τα κορίτσια τους απέρριπταν σαν μάρτυρες του Ιεχωβά δέκα η ώρα το πρωί, και δυό φορές πιο αδίστακτα. Ξέραν καλά τι κάνανε.<br />
<br />
Εγώ πάλι, ήθελα απλά να πιω. Μόλις σχολούσα, πολλές φορές χωρίς να αλλάξω καν ρούχα, στηνόμουνα στη μπάρα του χιπστεράδικου και κατέβαζα βότκες με τα μάτια κολλημένα στο τασάκι. Βότκες, τζιν και σφηνάκια απ' ότι μου 'χε λείψει αυτούς τους τέσσερις μήνες εντατικής αποτοξίνωσης. Ναι, ήταν όμορφα τα κορίτσια, μα το κορμί μου πονούσε σα να μ' είχε κλωτσήσει γαϊδούρι απ' την κούραση. Πέντε ποτά το διορθώνανε αυτό βέβαια, μου γαμούσαν όμως κάπως τις κοινωνικές δεξιότητες.<br />
<br />
Τις λίγες στιγμές αδυναμίας που υπέκυψα στα γινάτια και τόλμησα να προσφέρω αλκοόλ και παρέα στις γοργόνες, ή το έχυσα πάνω τους, ή αποπειράθηκα να τις πλησιάσω εντελώς επιτηδευμένα καταλήγοντας να δίνω την εντύπωση εν δυνάμει βιαστή. Χάλι. Οπότε αρκούμουν στο να αδειάζω πακέτα και να νιώθω το ξύδι να αραιώνει την ψυχή και το αίμα μου. Μια θλιβερή τελετουργία αν θες, μα επιλογή μου.<br />
<br />
Μετά τις πέντε βότκες μου -και αφού ο τροβαδούρος αποτελείωνε το σετ και έβαζε μουσική από κονσέρβα, ξεπόρτιζα για δίπλα. Άλλη βαβούρα από κει. Ο τύπος που το 'χει παίζει ακόμα με σιντί, πράγμα που ακούσια τον κάνει τον απόλυτο χιπστερά. Μα ναι, αυθεντικός. Τουλάχιστον αμφότεροι δεν σερβίρουνε μπόμπες. Πάλι μπάρα λοιπόν, red hot chilli peppers, black rebel motorcycle club και δε συμμαζεύεται. Παναγιά μου, η μουσική που έπαιζε εκεί ήταν φάρμακο στ' αυτιά μου. Στο μαγαζί ακούγαμε πάνω κάτω την ίδια λίστα σε επανάληψη όλο το καλοκαίρι. Αν δω ποτέ το Νταλάρα μπροστά μου θα τον φτύσω στο στόμα.<br />
<br />
Και κάπως έτσι την έβγαζα προς το τέλος της σεζόν, με εξαίρεση τις μέρες που άραζα σπίτι να μαζέψω κάνα επιπλέον ροχαλητό. Τα εικοσάευρα μου φεύγανε σαν τσιγαρόχαρτα μα κάθε σέντσιο το 'χα ιδρώσει και το χαιρόμουνα. Τι να τα κάνω δηλαδή, να τα κλωσσήσω? <br />
<br />
Τι είμαι, κότα?<br />
<br />
Τα αγάπησα πάντως αυτά τα δυο μαγαζιά, αλήθεια. Ήταν ο δικός μου κήπος της Εδέμ, μόνο που ήμουν και ο Αδάμ και το φίδι. Ήταν μια μικρή θάλασσα αυτές οι μοναχικές τσιγαρόπνιχτες βραδιές, κι εγώ έκανα ύπτιο μες στα ποτήρια. Δεν θα 'θελα να το 'χα με κανένα άλλο τρόπο.<br />
<br />
Κάτι ακόμα που αγάπησα σ' αυτά τα δυο μπαράκια -παρόλο που δεν με είχα για τέτοιο τύπο- ήταν οι τουαλέτες τους. Του χιπστεράδικου, τίγκα στυλιζαρισμένες, με έντονα χρώματα και χαμηλά, θολωτά φώτα. Με ρουστίκ βρύσες, παλιοί σωλήνες παντού, και τα πλακάκια στους τοίχους πολύ στυλάτα, ειδική παραγγελία απ' την Αγγλία. Το κατούρημα γινόταν μια σικ απόλαυση, σκέτη ντόπα. Το παλιοροκάδικο από την άλλη καμία σχέση, ξεχαρβαλωμένοι νιπτήρες και σοβάδες να φεύγουν απ' το ταβάνι. Μα είχε δυο καθρέπτες τοποθετημένους σε τέτοια γωνία ώστε να μπορείς να τσεκάρεις τον εαυτό σου απ' το πλάι και από πίσω, και πολύ την έβρισκα μεθυσμένος να τσεκάρω το προφίλ και τον κώλο μου.<br />
<br />
Μια απ' τις τελευταίες νύχτες που πέρασα καμπουριασμένος στις ξύλινες μπάρες των αγαπημένων μου δηλητηριαστήριων, έτυχε να σκάσουν μύτη τέσσερις έφηβες Σερβίδες. Με τα όλα τους. Μία για κάθε γούστο. Η σιωπηλή συνεσταλμένη που λιβάνιζε το ποτήρι της, η κάπως πιο ξεβγαλμένη που φλέρταρε με τους θαμώνες, η ξεπεταγμένη που χόρευε σαν να την πληρώνουνε, και η τέταρτη και καλύτερη, μια θεόμουρλη καστανομάλλα που τσίριζε και κοπανιότανε σα να 'χε γλείψει το μουστάκι του Εσκομπάρ. Μία προς μία, αστέρια λαμπερά σε ξάστερο ουρανό χωρίς φεγγάρι.<br />
<br />
Την πρώτη φορά που τις είδα λοιπόν, δεν έδωσα σημασία. Την επόμενη νύχτα όμως ήτανε πάλι εκεί. Είχε τύχη να είμαι με ένα φίλο. Θυμάμαι χαρακτηριστικά πως του 'χα πει, “Κώστα, έχω πολλά λεφτά πάνω μου και σκοπεύω να τα φάω όλα”. Δεν είπε όχι ο Κώστας, είναι θαλασσινός. Και έτσι έγινε. Στην αρχή είπα να πάρω μπουκάλι, αλλά δεν είμαι τέτοιος τύπος. Μετά είπα να κεράσω από ένα σφηνάκι όλο το μαγαζί, μα τελικά ούτε τέτοιος είμαι. Κέρασα εμένα, τον Κώστα και, άντε, παρήγγειλα και μια γύρα σφηνάκια για τις Σερβίδες. “Άστες ρε να παν να γαμηθούν αλλού”, μου 'χε πει τότε ο Κώστας, “έλα να τα πιούμε εμείς”, και συμφώνησα. Εμπιστεύτηκα τη λογική του, αφού η δικιά μου αρκετά συχνά με προδίδει. <br />
<br />
Η σερβιτόρα όμως τα είχε πάει στο τραπέζι τους πριν προλάβω να της δώσω άκυρο. Οπότε, φακ ιτ, σηκωθήκαμε και εμείς και πήγαμε να τσουγκρίσουμε με τα κορίτσια. Χελόου, απο πού είστε κορίτσια? Τίποτα. Κοίταζαν διστακτικά μία εμένα και μία τα ποτήρια. Τελικά τα σήκωσαν, τσουγκρίσανε απαθέστατα και τα άφησαν στο τραπέζι μισοπιομένα. Η συνεσταλμένη μάσησε ένα θενκ κιου, μου το έφτυσε στη μούρη και γύρισε απ' την άλλη επιδεικτικά. Η μουρλή καστανομάλλα μόνο το κατάπιε. Μου χαμογέλασε με νάζι και γύρισε στο χορό της. Ξανακάτσαμε κι εμείς από τη μεριά μας να συνεχίσουμε το δύσκολο έργο.<br />
<br />
Πιο μετά κάναμε ακριβώς το ίδιο και από δίπλα στο ροκάδικο θαρρώ, δεν είμαι σίγουρος. Αργά ή γρήγορα επήλθε κάποιο είδος κατολίσθησης στη συνοχή των γεγονότων. Θυμάμαι μόνο πως το επόμενο πρωί ξύπνησα -πάλι καλά- στο κρεβάτι μου, δυόμισι ώρες όμως αργότερα απ' ότι έπρεπε. Στα αριστερά μου, μια ξανθοκάστανη χαίτη. Στα δεξιά μου, μια λίμνη από ξερατά στο πάτωμα· μισοχωνεμένα μακαρόνια με κιμά, και άλλα ακατονόμαστα υγρά. Δεν σκέφτηκα καθόλου, δεν είχα την πολυτέλεια την επεξεργασίας. Πέταξα πάνω μου δυο ρούχα, έβαλα γυαλιά και τσακίστηκα στη δουλειά γαβγίζοντας. Δεν είχα δικαιολογία για το αφεντικό, ήμουν πρησμένος, ξεμαλλιασμένος, βρώμικος και έζεχνα σεξ, αλκοόλ και ιδρώτα· ήμουνα ένα ατύχημα. Είπα απλά συγνώμη.<br />
<br />
Όταν σχόλασα για μεσημέρι κατέβηκα στην παραλία, ήπια χαλαρά ένα φρέντο χαζεύοντας το τελευταίο τουριστικό κύμα, και μόνο ενώ παρήγγειλα μαγιονέζα στις πατάτες και ταμπάσκο στο μπέργκερ θυμήθηκα την κοπέλα. Πρώτα σαν όνειρο, μετά σαν φευγαλέα αλκοολική ανάμνηση, μετά σαν αμάσητο κομμάτι φαγητού που κατεβαίνει αργά στο λαρύγγι.<br />
<br />
Σκατά. Την κλείδωσα μέσα? Νομίζω την κλείδωσα μέσα, σκατά. Γύρισα άρον-άρον σπίτι με το φαγητό ανά χείρας. Το σχέδιο μου να ξορκίσω το χανγκόβερ γουρουνιάζοντας και βλέποντας Rick & Morty γαμήθηκε πατόκορφα. Γνωριμίες, φιλάκια. Ιστορίες. Χριστέ μου... Δεν είχα καμία όρεξη. Και όλο το χάος στο δωμάτιο. Δεν είχα όρεξη γαμώτο, καμία όρεξη. Ήθελα να βουτήξω στη μαγιονέζα και να κοιμηθώ βαριά ένα δίωρο πριν ξαναπιάσω δουλειά, να μην χρειαστεί να αλλάξω κουβέντα με κανένα. Δεν ζητούσα πολλά. Δεν ήθελα ούτε κλαρινογαμπριλίκια ούτε πίπες ούτε τίποτα. Ήθελα να χυθώ σα λουκουμάς δίπλα στο ξερατό μου και να λιώσω καρφωμένος στην οθόνη. Η μικρή τα χαλούσε όλα. Θα έπεφτε γκρίνια. Θα έπεφτε πανικός. Ίσως και τσατίλα και έτσι. Και χάπια της επόμενης μέρας ίσως. Χριστέ μου...<br />
<br />
Μα η Σερβίδα δεν ήταν εκεί. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Τα ξερατά σφουγγαρισμένα, το κρεβάτι στρωμένο. Το δωμάτιο ψιλοτακτοποιημένο, η μπαλκονόπορτα ανοιχτή και το κορίτσι άφαντο. Η μουρλή είχε πηδήξει τρία μέτρα απ' το μπαλκόνι στο δρόμο. Κοίταξα δύσπιστα μέσα στη ντουλάπα και κάτω απ' το κρεβάτι, μα του κάκου. Έψαξα να βρω κάποιο σημείωμα, κάτι. Του κάκου. Τα μόνα που λείπανε ήταν ένα αποξηραμένο τριαντάφυλλο, ο φορτιστής μου και ένα εικοσάευρο απ' το κομοδίνο. Και η μουρλή.<br />
<br />
Αποδέχτηκα το γεγονός ψύχραιμα, τα απολεσθέντα υλικά αγαθά σαν αναπόφευκτες παράπλευρες απώλειες μιας ανήσυχης νύχτας. Σαβούρωσα το μπέργκερ και κοιμήθηκα, ήρεμος που η μικρή ήρθε και έφυγε απ' τη ζωή μου τόσο γρήγορα, με τη χάρη ενός ατυχούς ανοίγματος της πόρτας μιάς κατειλημμένης τουαλέτας.<br />
<br />
Αμ δε. <br />
<br />
Την επόμενη ήτανε πάλι στο μπαρ. Και τη μεθεπόμενη. Και τέσσερις ακόμα βραδιές μετά απ' αυτή, εκεί, η ίδια γαμημένη κοριτσοπαρέα, να ρίχνει βλέμματα και να χαχανίζει, να σειέται και να λυγιέται μπροστά μου σαν να μην υπάρχει αύριο.<br />
<br />
Και η καστανομάλλα, φωτιά. Να χορεύει με τη λύσσα Τούρκου ανασκολοπιστή, να κουνάει μαλλί και κώλο πέρα-δώθε σαν ξεχαρβαλωμένη. Αλλά με χάρη, σίγουρα με χάρη. Ντράπηκα, είναι η αλήθεια όταν την ξαναείδα και δεν της μίλησα. Ούτε κι αυτή σε μένα δηλαδή. Για δυο βραδιές σερί καθόμουνα στην μπάρα του χιπστεράδικου με πλάτη στις Σερβίδες και κατέβαζα βότκες, τζιν και σφηνάκια απ' ότι μου 'χε λείψει, προσπαθώντας να κουνήσω τις γόπες στο τασάκι με το μυαλό μου.<br />
<br />
Αυτές, τα ίδια. Πίνανε -αν έχεις το θεό σου- σαμπάνια σε κολονάτα ποτήρια και γουστάρανε τον μαριάτσι στη σκηνή. Πού και πού η δικιά μου ερχότανε προς τα πολύ κοντά, με σκουντούσε άθελά της, έριχνε ένα βαθύ βλέμμα και συνέχιζε να χορεύει. Ίσως να της χρωστούσα ένα συγνώμη, ή ένα ευχαριστώ ή κάτι τέτοιο· καταβάθος πίστευα όμως πως θέλανε απλά να τις κεράσω σφηνάκια, ή την προσοχή μου, ή και τα δύο.<br />
Την τρίτη νύχτα, ενώ έπλενα τα χέρια μου στο νιπτήρα μετά από ένα πολυτελές κατούρημα, η φευγάτη μπήκε στην τουαλέτα και βάλθηκε να πλένει τα χέρια της δίπλα μου. Παρατήρησα πως ήταν πολύ άσχημα καμμένη. “Watch yourself, sunburn girl”, της είπα. Αυτή χαμογέλασε, με κοίταξε με νόημα και είπε με πολύ τουπέ, “We're not going to be here forever you know. Tomorrow is the last night”. Δεν ήξερα τι να απαντήσω. Σάστισα κάπως. Δεν είπα τίποτα. “Okey”, είπε, και ξαναβγήκε. Οκέυ. Ιτσ όκευ.<br />
<br />
Την επόμενη νύχτα έγινα στουπί. Κόκκαλο. Λατέρνα. Ακορντεόν. Σαμπρέλα. Δαυλί. Ναι ήταν η τελευταία τους νύχτα, μα ήταν και η δική μου τελευταία νύχτα στο νησί, και δεν έδινα δεκάρα. Το ξημέρωμα θα είχα την ελευθερία μου πίσω. Ήπιαμε δυο μπουκάλια κρασί στο μαγαζί με τους συνάδελφους, στο καπάκι τρεις μπύρες στο μπεργκεράδικο, στο καπάκι σφηνάκια στη γύρα, στο καπάκι για ποτό στα γνωστά. Ο παίδαρος έπαιζε, το 'χα μάθει απ' έξω πια το σετ του. Γινόταν χαμός. Και ναι, να τα τα κορίτσια, να δίνουν ρεσιτάλ έκτη νύχτα στη σειρά, χαμός στο ίσωμα. Σαμπάνια, πλατούλες-κοιλίτσες απ' έξω και οι κώλοι εκκρεμές. Εγώ πάλι, τις βότκες μου, το πακέτο μου και να χαζεύω τον κόσμο. Με διακατείχε μιά κάποια αμηχανία βέβαια. Η έξαψη της τελευταίας νύχτας. Το άγχος της τελευταίας ευκαιρίας, αλλά της τελευταίας ευκαιρίας για τι ακριβώς? Δεν υπήρχε και πολύ δυνατότητα για κάτι πραγματικά ενδιαφέρον. Κυρίως ήθελα να ξεσουρώσω μεσημέρι στην άλλη άκρη της θάλασσας.<br />
<br />
Αριστερά τα κορίτσια, δεξιά τα αγόρια. Σαν παρωδία σχολικού χορού μοιάζαμε, και δεδομένου του μέσου όρου ηλικίας εκεί μέσα, δεν απείχε και πολύ. Δίπλα μου καθόταν ένας τύπος, σαρανταφευγάρης. Ψηλός, γκρίζο μαλλί μέχρι το λαιμό, κουλ τύπος. Μου 'πιασε την κουβέντα, τα ψιλοείπαμε. Γερμανός, είχε κάτι δωμάτια πιο πέρα, ελληνικά δεν ήξερε πάντως. Με ρώτησε αν πίνω μαύρο. Του λέω όχι. Με ρωτάει αν θέλω ένα ποτό. Του λέω ναι. Νόμιζα πως μου την έπεφτε πλαγίως μα δεν με ένοιαζε.<br />
<br />
“These girls are awesome man, I wanna fuck them”, μου κάνει. <br />
<br />
“Good for you mate, Ι'm here to drink”, του λέω. “If you wanna fuck them though, you should buy them some shots”.<br />
<br />
Με κοίταξε με απορία, λες και του ξεφούρνιζα κάποιο αρχαίο μυστικό. “You think?”<br />
<br />
“Sure”.<br />
<br />
Και ψήθηκε ο μπάρμπας. Τις κέρασε μια τεκίλα με πορτοκαλάκι και απ' όλα, και προσπάθησε να τους πιάσει την κουβέντα, χωρίς αποτέλεσμα. Τον κλάσανε πανηγυρικά. Όταν γύρισε του είπα, κέρασέ τες και ένα δεύτερο και θα σου κάτσουνε, μα αυτή τη φορά μην πας εκεί, κάτσε εδώ και κλεισ' τους το μάτι από τη μπάρα, μυστήριος φάση.<br />
<br />
“You think?”.<br />
<br />
“Sure”.<br />
<br />
Το 'κανε ο γερο-τράγος. Φυσικά τον ξανακλάσανε, απλά λύθηκαν στα γέλια. Το διασκέδαζα που να με πάρει ο διάολος. “Αυτά τα κορίτσια είναι επαγγελματίες”, μου είπε απογοητευμένος. Τέλειωσε το ποτό του και έφυγε μπουχτισμένος. Μετά από λίγη ώρα βαρέθηκα το σόου και ξεπόρτισα και εγώ για το κυρίως πιάτο, από δίπλα.<br />
<br />
Πρώτος-πρώτος που αντίκρισα, στρογγυλοκαθισμένος στο αγαπημένο μου σκαμπό, ο Γερμαναράς. Δεν είχε πάει μακριά. <br />
<br />
“My friend”, λέει, “come on, I'm buying you another one”.<br />
<br />
“Sure”.<br />
<br />
Ένας Γερμανός ξενοδόχος και ένας Έλληνας σερβιτόρος μπαίνουν σε ένα μπαρ. Σαν κακό ανέκδοτο ήμασταν. Παρέα θέλαμε, κι αυτός κι εγώ, όπως όλοι. Κουτσοπίναμε κι ανταλάζαμε απόψεις και ιστορίες, βρίζαμε τους ανθρώπους, τον κόσμο, το θεό. Και αργά η γρήγορα, τσουπ, να 'τα και τα κορίτσια. Τις περίμενα. Βλέπεις δεν το 'χα μόνο εγώ δίπορτο· όλοι όσοι δεν γουστάρανε τα κλαμπς το ίδιο δρομολόγια κάνανε. Κλείναμε το χιπστεράδικο και ερχόμασταν στο Άλαμο να πιούμε όσο φαρμάκι προλαβαίνουμε πριν το ευλογημένο ξημέρωμα.<br />
<br />
Ο δικός μου είχε κολλήσει με τις μικρές. Του τρέχανε τα σάλια και δεν έλεγε να ξεκολλήσει.<br />
<br />
“Do you think I should maybe buy them another shot?” ρώτησε.<br />
<br />
Και προς στιγμήν μου φάνηκε πως θα 'χε πλάκα να τον βάλω να τις κερνάει αβέρτα όλη νύχτα μα δεν ξέρω, ένιωσα λίγο άσχημα. Ήταν κωμικό· εγώ, απ' όλα τα άτομα, να δίνω συμβουλές σ' ένα τύπο με τα διπλάσια χρόνια μου. Ίσως με τσάτιζαν και οι γκόμενες απ' την άλλη, όλο αυτό το στημένο στυλάκι. Έμοιαζαν με δολώματα. Σέξι, νεανικά δολώματα. Και εμείς οι χάνοι.<br />
<br />
“Let's just drink man”, του είπα και παρήγγειλα δυο σφηνάκια. “These girls are impossible”.<br />
<br />
Και πριν προλάβω καλά-καλά να τελειώσω τη φράση μου, να 'σου ένα τυπάκι από το πουθενά, λιμοκοντόρος με τα όλα του, πιάνει την καστανομάλλα και της αρχίζει ένα μπίρι-μπίρι πρώτης κλάσεως. Και να γελάει αυτή και να πουλάει αυτός τον σάπιο πρόλογό του χειρονομώντας σαν τροχονόμος, και να τραντάζονται απ' τα γέλια και να πιάνονται.<br />
<br />
“Oh my God”, κάνει ο δικός μου, “Are you seeing this? How is he doing that!”.<br />
<br />
Και όντως το παλικάρι έδινε ρέστα· τις είχε πιάσει και τις τέσσερις και καθότανε στη μέση με το κουστουμάκι και τα τέτοια του και τις έπλαθε σαν ζυμάρι. Τις πέθαινε. Όλο το μαγαζί τον κοίταζε με ζήλια και θαυμασμό, σαν τον μεσσία. Σιγά-σιγά έχωσε και τα φιλαράκια του στη φάση και γίνανε όλοι μαζί μια ωραία παρέα.<br />
<br />
“What the hell is he saying? He is the magicman!”. Του 'χανε πέσει τα σαγόνια του φίλου, και δικαιολογημένα. Τι να του έλεγα. Δεν είχα ιδέα τι σκατά μπορεί να τους τσαμπουνούσε τόση ώρα. Εγώ ούτε κουβέντα για τον καιρό δεν μπορώ να πιάσω. Άλλοι μπορούν να βγάλουν γκόμενα συζητώντας για την ψωρίαση. Ή το 'χεις ή δεν το 'χεις. Παρήγγειλα δυο σφηνάκια ακόμα και τα κατεβάσαμε σιωπηλοί παρατηρόντας το μυστήριο. “To the magicman!”.<br />
<br />
Αργά ή γρήγορα χαιρέτησα το φίλο, χαιρέτησα και τα παιδιά πίσω απ' τη μπάρα κι έκανα να φύγω. Κι έτσι όπως φοράω το μπουφάν και σηκώνομαι, βλέπω τη μικρή να ξεκόβει αργά απ' την παρέα και να με πλησιάζει. Την πλησιάζω κι εγώ. Στέκεται πολύ κοντά μου. Είναι και αυτή τύφλα, ίσως πιο πολύ από μένα. Με κοιτάει, την κοιτάω. Χαμογελάει κάπως, ένα σχεδόν παιχνιδιάρικο μειδίαμα, της χαμογελάω κι εγώ. Δεν μου μιλάει, δεν της μιλάω. Κοιτιόμαστε. Τι να της έλεγα άλλωστε? Θες να 'ρθεις σπίτι μου να λιποθυμήσουμε παρέα στο κρεβάτι μου? Αύριο θα σφουγγαρίσω εγώ τα ξερατά κι εσύ θα με κλειδώσεις μέσα, ψήνεσαι?<br />
<br />
Έγειρε το κεφάλι, σήκωσε το χέρι της και ανοιγόκλεισε την παλάμη, μπάι-μπάι. Της έκλεισα το μάτι και βγήκα. Και δεν ξέρω κοντοστάθηκα εκεί απ' έξω. Ίσως όντως να ήθελα να λιποθυμήσω μαζί της στο κρεβάτι. Δυο νεκρωμένα κορμιά σε ένα βρώμικο στρώμα είναι σίγουρα καλύτερα από ένα. Και που ξέρεις. Θα μπορούσα να την πάρω μαζί μου για καμιά αλητεία στην μαγευτική Ελληνική επαρχία. Άμα την άφηνε ο μπαμπάς της. Ή θα μπορούσα να πάω να τη δω στη Σερβία, να την πάρω το μεσημέρι απ' το σχολείο. Να μου πει τι μαθήματα κάνουνε εκεί στη δευτέρα λυκείου.<br />
<br />
Κοίταξα μέσα απ' το γυάλινο παράθυρο. Με είδε. Σήκωσα το χέρι και της έκανα μπάι-μπάι χαμογελαστός. Αυτή με κοίταξε ανέκφραστη, διστακτική και περίεργη· έδωσε αργά δυό φιλιά στην παλάμη της και μου τα φύσηξε, δυό Σέρβικα φιλιά στον αέρα. Και γύρισε στο ποτό της, στις φίλες της, στον πολυλογά τζιτζιφιόγκο με τη χρυσή γλώσσα, στη δυνατή μουσική.<br />
<br />
Δεν ήθελα να γυρίσω σπίτι, τουλάχιστον όχι αμέσως. Μέτρησα τα ψιλά που μου 'χανε μείνει στην τσέπη και ξαναμπήκα στο χιπστεράδικο για ένα τελευταίο ποτό. Ήταν και η δική τους τελευταία νύχτα· κλείνανε για τη σεζόν. Τα 'παμε λίγο, δώσαμε ραντεβού για του χρόνου. Συζητήσαμε τα σχέδιά μας για το χειμώνα, αγκαλιαστήκαμε.<br />
<br />
Πήγα για μια ύστερη φορά στην πολυτελή τουαλέτα τους. Έπλυνα τα χέρια μου στο πορσελάνινο νιπτήρα, θαύμασα την πολυπλοκότητα των σωληνώσεων. Στην χέστρα τα 'κανα σκατά, ήμουνα πολύ μεθυσμένος. Πήρα ένα μεγάλο κομμάτι χαρτί, το τύλιξα· σκούπισα πολύ προσεκτικά γύρω-γύρω τη λεκάνη απ' τα κάτουρα και τις τρίχες. Γυαλί την έκανα. Σήκωσα τα πεσμένα κωλόχαρτα απ' το πάτωμα και τα 'ριξα μέσα στον κάδο. Εκτίμησα περήφανος τη δουλειά μου. Εκτίμησα τον προσεγμένο χώρο, το μεράκι των παιδιών. Ήταν μια πραγματικά πολύ ωραία τουαλέτα.<br />
<br />
Δεν ξέρω γιατί είμαι έτσι διάολε.<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<div align="JUSTIFY" lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
</div>
<span style="font-size: x-small;">
</span></div>
Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-5242409836898540.post-36230657068170518052016-04-28T13:01:00.001-07:002016-04-28T13:01:26.227-07:00Ω, λα λα!<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
Έχω την τάση να κρίνω τον χώρο στον οποίο μένω με βάση το πόσο ουρανό βλέπω απ' τα παράθυρα. Τις τελευταίες μέρες, μένω στο δωμάτιο τέσσερα ενός μοτέλ των δεκαπέντε ευρώ τη νύχτα. Το μερίδιο του ουρανού που μου αναλογεί σπάνια υπήρξε μικρότερο.<br />
<br />
Βρίσκεται ενάμισι μέτρο μέσα στη γη, πράγμα που σημαίνει πως είναι υγρό, μουχλιασμένο και σκοτεινό. Για δεκαπέντε ευρώ ακόμα θα μπορούσα να ξεκλειδώσω μια πόρτα μέσα στο δωμάτιο που θα μου δίνει πρόσβαση σε ένα κουζινάκι, ένα νεροχύτη κι ένα ψυγείο.<br />
<br />
Την πρώτη νύχτα που μπήκα, γύρω στα μεσάνυχτα, το δωμάτιο μύριζε κάτουρο, ιδρώτα, πουτσίλα και μούχλα, όλα μαζί. Η χέστρα μια αηδία. Ούτε σεντόνια, ούτε πετσέτες, ούτε κωλόχαρτο. Το βράδυ κάποια ξελιγωμένα έντομα με βίασαν, κι ακόμα αναρωτιέμαι αν το στρώμα έχει κοριούς, μα δεν έχω το σθένος να το σηκώσω και να δω από κάτω. Προτιμώ να μην ξέρω.<br />
<br />
Αυτά τα δωμάτια τα νοικιάζουν κυρίως μπατίρηδες ναυτικοί, οπότε ο ιδιοκτήτης ποτέ δεν έδωσε πολύ σημασία στις ανέσεις, ή στις υποδομές, ή στην καθαριότητα. Τα έπιπλα μοιάζουν να μαζεύτηκαν απ' τα σκουπίδια, χωρίς να καθαριστούν. Στα περισσότερα είναι κολλημένα αυτοκόλλητα από γιαουρτάκια και τσίχλες. Μέσα στη ντουλάπα είναι χαραγμένα καμιά εικοσαριά ονόματα και ημερομηνίες, κάποια ξένα κάποια ελληνικά, όλα αντρικά.<br />
<br />
Την πρώτη νύχτα που μπήκα μέσα λοιπόν, κανονικά θα 'πρεπε να 'χω φρικάρει, να πάρω των ομματιών μου και να πάω στο διπλανό ελαφρώς πιο κυριλέ ξενοδοχείο των 25 ευρώ τη νύχτα. Να κάνω ένα ζεστό μπάνιο και να ξαπλώσω στο φρεσκοπλυμένο σεντόνι, μόνος μου, χωρίς μια στρατιά πεινασμένα σκατάκια να με τσιμπολογάνε. Αλλά δεν ξέρω, πείσμωσα. Δεν είχα μείνει ποτέ σε χειρότερο μέρος -χωρίς να μετράμε την ύπαιθρο. Ήθελα να δω πως είναι, να ξέρω αν μπορώ να το διαχειριστώ. Ούτως ή άλλως ούτε λεφτά είχα για πέταμα, ούτε με ενδιέφερε ποτέ ιδιαίτερα η θέα, ή οι ανέσεις, ή οι υποδομές, ή η καθαριότητα.<br />
<br />
Μετά από δυο μέρες ένιωθα σαν το σπίτι μου. Πήρε βέβαια μισό μπουκάλι χλωρίνη και ώρες τριψίματος, αερίσματος και γενικού σουλουπώματος. Πίσω απ' τα έπιπλα δεν τολμώ να κοιτάξω, ούτε καίγομαι. Μετά από σκληρά παζάρια μου άνοιξαν την κουζίνα στην ίδια τιμή. Το πρώτο μαγειρεμένο γεύμα ήταν μια μικρή νίκη, απ' αυτές που σε γεμίζουν μ'ένα αίσθημα περηφάνιας, κάτι σαν "φακ γιε, είμαι ενήλικας."<br />
<br />
Οι τοίχοι είναι φτιαγμένοι από τσιγαρόχαρτο, ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται. Μέσα σε λίγες ώρες ακρόασης μπορούσες να μάθεις την πλήρη οικογενειακή και γκομενική κατάσταση των υπόλοιπων ενοίκων, καθώς και τις πορνογραφικές προτιμήσεις όσων διέθεταν λάπτοπ. Οι περισσότεροι όμως την κάνουν μετά απο δυο-τρείς μέρες. Σε κάποια φάση που βρέθηκα μόνος στο μοτέλ ένιωσα μια πρωτοφανή μοναξιά χωρίς το μπούρου - μπούρου απ' τις μονίμως ανοικτές τηλεοράσεις και το τζίγκι - τζίγκι απ τα ποτήρια. Άλλες μέρες υπέκυψα στο κλισέ του εργένη ταξιδιώτη και κάθισα να πιω δυο μπύρες βλέποντας χαζομάρες μέχρι να με πάρει ο ύπνος. Μια άλλη έγινα στουπί και κόντεψα να δείρω τον ρεσεψιονίστ, μα αυτό είναι μια άλλη ιστορία.<br />
<br />
Ο κοινός χώρος του μοτέλ αποτελείται από δυο θεόβρωμες πολυθρόνες, ένα ξεχαρβαλωμένο τραπεζάκι (κι άλλα αυτοκόλλητα) και ένα παλιό, χαλασμένο ψυγείο γεμάτο περιοδικά. Δίπλα, ένας πάγκος με δυο σκονισμένες καφετιέρες, πλαστικά ποτήρια, καλαμάκια και τρία-τέσσερα βάζα. Ακριβώς από πάνω τους, μια ξεθωριασμένη Α4 κολλημένη με σιλοτέιπ προσφέρει δορεάν καφέ. Όταν έβγαλα το καπάκι του νεσκαφέ αντίκρισα μια μαύρη, συμπαγή μάζα. Όταν άνοιξα το βάζο με τη ζάχαρη είδα μια ψαλίδα να κόβει βόλτες ευτυχισμένη πάνω στα κρυστάλλινα λοφάκια.<br />
<br />
Η τηλεόραση μοιάζει έτοιμη να εκραγεί, το ψυγείο τρέχει, τα μάτια της κουζίνας είναι αργά, ο φούρνος δεν δουλεύει, το νερό είναι ελαφρώς καφέ και δεν πίνεται, το ρεύμα κάποιες νύχτες πέφτει, το βράδυ αδέσποτα σκυλιά γαβγίζουν δίπλα στο παράθυρο, η κουζίνα έχει κατσαρίδες. Εκτός αυτού, η πρίζα του φουρνακίου είναι ακριβώς δίπλα του στο ύψος της κατσαρόλας, οπότε αν σου φύγει λίγο νερό, έγινες κροκέτα. Το μπάνιο είναι 1x1 νιπτήρας-χέστρα-ντους στριμωγμένα και το φως κρέμεται από ένα καλώδιο στη μέση του δωματίου. Αν δεν είσαι προσεκτικός με το τηλεφωνάκι, έγινες κροκέτα. Και τέλος, οι σωληνώσεις της τουαλέτας είναι τόσο κοντά στο βόθρο που το νερό είναι πάντα καφεμαύρο και βρωμάει ανελέητα. Πρέπει να πατήσεις καζανάκι τέσσερις φορές για να ξορκίσεις το σκατό στα βάθη, και ακόμα και τότε, αργά ή γρήγορα αυτό θα επιστρέψει παρέα με τους φίλους του.<br />
<br />
Με τα πολλά αν μπει εδώ μέσα το υγειονομικό τους έχει γαμήσει τα πρέκια. Γιαυτό και είναι 15 ευρώ τη νύχτα. Χωρίς απόδειξη, 13 όλα μαζί. Είναι βολικό όμως. Γιατί οι ίδιοι δεν σέβονται τον χώρο τους, ούτε εσένα. Οπότε εγώ που πλερώ, δεν έχω καμία υποχρέωση να σεβαστώ ούτε το χώρο, ούτε αυτούς, έτσι? Έτσι. Αλλά τους μιλάω στον πληθυντικό. Όταν κάνω μαλακίες ζητάω συγνώμη και όταν φύγω θα το αφήσω στην τρίχα το δωμάτιο, έτσι, για την ανθρωπιά και το γαμώτο.<br />
<br />
Και γενικά, εγώ ξες, ράμπο μ'αυτά, έβγαλα άκρη. Έχω περάσει από τρώγλες επί τρωγλών, κάποιες τις έχω δημιουργήσει από τη μηδέν. Το μόνο που κάπως με δυσκόλεψε ήταν οι αράχνες. Το μοτέλ δεν έχει μόνο αυτές τις συμπαθητικές καρλότες με τα μακριά, λεπτά ποδάρια που αράζουν τσιλ & κουλ στους ιστούς τους. Έχει και πολλές από τις άλλες, τις απειλητικές ταραντουλοειδείς, με τις χοντρές κοιλιές και τα τριχωτά μπούτια. Και είναι παντού οι καριόλες. Τρυπώνουν στις τσάντες, μέσα στα ρούχα μου, είναι κάτω απ' τα έπιπλα, κάτω απ' το κρεβάτι μου, κάτω απ' τα τετράδια, τα πιάτα και το σλίπι μπαγκ μου.<br />
<br />
Συνήθως ό,τι βρίσκω να κυκλοφορεί στο χώρο μου με πάνω από τέσσερα πόδια, το λιατσάζω, είμαι φασιστάκος με αυτά. Με τις αράχνες όμως είναι αλλιώς. Τρως τα κουνούπια μου, δεν σ'ενοχλώ. Βασανίζομαι λιγότερο, απολαμβάνουμε και οι δυο τη γλυκιά αρμονία της συμβίωσης. Αν είσαι καλό κορίτσι θα σε ταΐζω και μυγούλες, θα σου βγάλω και όνομα. Στη στη γωνία σου όμως, ή σε αθέατους χώρους ε. Πάτωμα? Θάνατος. Κρεβάτι? Θάνατος. Γραφείο? Θάνατος. Κουζίνα, χέστρα, ντουλάπα, τοίχος, θάνατος. Τις θέλω ή στους ιστούς του ή κρυμμένες στις σκιές. Οι αράχνες είναι η ένοχη ντροπή που έχω ανάγκη για να κοιμάμαι ήσυχος να βράδια.<br />
<br />
Δεν γκρινιάζω βεβαίως. Προτιμώ οι γείτονες να μη γνωρίζουν την ύπαρξή τους. Κατά πάσα πιθανότητα αντιμετωπίζουν και οι ίδιοι παρόμοιας φύσεως προβλήματα μα κάνουμε όλοι μόκο. Ξέρουμε πως δεν θα 'μαστε εδώ για πολύ και δεν μας νοιάζει. Για παράπονα στη διεύθυνση ούτε λόγος, είναι προφανώς και απροκάλυπτα εντελώς στα αρχίδια τους.<br />
<br />
Θα μπορούσα να κάνω ένα ντου με χημικά από την πρώτη μέρα, μα φοβάμαι πως θα γεμίσει ο τόπος οργισμένα, τοξικά αραχνάκια που θα κόβουν βόλτες στο μαξιλάρι, στα σώβρακα και τα πιάτα μου. Όσο για τα κουνούπια, θα μπορούσα να πάρω ένα αντικουνουπικό ή ένα φιδάκι, μα δεν διαθέτω να κονδύλια. Οπότε σκάω. Ποδοπατώ ό,τι με ενοχλεί, αφήνω ήσυχο ό,τι εξυπηρετεί την άνετη διαβίωσή μου και κάνω πως δεν τρέχει πράμα.<br />
<br />
Τις βλέπω όμως στα όνειρά μου. Στα όνειρα μου έχουν καταλάβει το σπίτι απ' άκρη σ'άκρη. Ιστοί χοντροί σαν πετονιά με παγιδεύουν σαν το Φρόντο σ'εκείνη τη σπηλιά. Αρθρόποδα σε μέγεθος γάτας καραδοκούν σε κάθε σκιά και θέλουν να με διώξουν απ' το παράθυρο. Σε κάποια, φέρνουν τους τσαλαπατημένους τους νεκρούς μπροστά μου και τους τρώνε ως ένδειξη διαμαρτυρίας. Σε άλλα, κρύβομαι εγώ πίσω απ' τη ντουλάπα όσο αυτές βλέπουν τηλεόραση ή κάνουν καφέ στην κουζίνα. Μια νύχτα που με πιάσαν αναγκάστηκα να κόψω το πόδι μου και να το αφήσω πίσω να το φάνε προκειμένου να γλιτώσω, σαν σαμιαμίδι.<br />
<br />
Πάντως, ναι, βγάλαμε άκρη εγώ και το σπίτι. Κι ας είναι το ντους αγχωμένη γιόγκα, κι ας ελλοχεύει η άκρη της κουράδας μέσα στο νερό, πίσω απ' την κιτρινιασμένη πορσελάνη. Βάζω τρίτο πρόγραμμα στο τρανζίστορ και γράφω τις πίπες μου κατεβάζοντας βεργίνες. Τη μέρα σουλατσάρω στην ιχθυόσκαλα και τα λέμε με τις λιμενόγατες. Κάνω μπουγάδα και απλώνω τις φανέλες μου στην αυλή, βγάζω πολυθρόνα στο ηλιόλουστο γρασίδι και παίζω κλαρίνο. Λέω από την πρώτη μέρα να πάω για τρέξιμο στον ντόκο, μα δεν πάω, ποτέ δεν πάω. Όταν μαγειρεύω έρχονται δυο κεραμιδί πουτανίτσες στο παράθυρο, μάνα και κόρη, και τους πετάω τορτελίνια. Της μικρής ήμουν ο πρώτος της, έκανε χου στην αρχή μα τώρα γουργουρίζει σαν να μην υπάρχει αύριο. Όταν με βλέπει κάνει νιαρ - νιαρ και χαϊδεύεται στα παπούτσια μου. Μια γειτόνισσα απ' τη διπλανή μονοκατοικία κάποιες φορές με παίρνει μάτι στο μπάνιο, και τη βρίσκω με το δικό μου αρρωστημένο τρόπο. Φαντάζομαι και αυτή.<br />
<br />
Θα βρω και χειρότερα. Λίγο πριν φύγω θα χαράξω το όνομά μου στη ντουλάπα. Θα ξεχάσω τέσσερις πέντε μαλακίες, κι όπως πάντα θα τις θυμηθώ όταν θα 'ναι πια αργά. Η Καρμενσίτα, η Ντουντού, η κυρά Μάρω και η Τσικίτα θα με κατευοδώσουν κρατώντας μικροσκοπικά μπουκέτα με λουλούδια, χύνοντας αραχνένια δάκρυα, κουνώντας λιλιπούτεια μαντήλια. Θα πάρω τα συμπράγκαλά μου, θα πάω στη ρεσεψιόν και ο ρεσεψιονίστ θα μου πει όλο χαμόγελα, γαλιφιά και τάχα μου ευγένεια. "Μας φεύγετε κιόλας καλέ? Πως περάσατε?".<br />
<br />
Και εγώ θα του πω με μπρίο, κλείνοντας τα μάτια, σηκώνοντας το χέρι, ενώνοντας δείκτη και αντίχειρα. "Ω, λα λα! Εξαίσια! Εξαιρετικά!"</div>
Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-5242409836898540.post-1543634049897609552016-01-25T06:04:00.000-08:002016-01-25T06:04:17.622-08:00Ντέηντζερους<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify;">
<span style="line-height: 115%;"><span style="font-family: "courier new" , "courier" , monospace;">Καθόμασταν και οι
τέσσερις σ’ ένα συμπαθητικό μαγαζάκι, ρακοταβέρνα απ’ αυτές που ξεφυτρώνουν πια
παντού κάθε δεύτερο μήνα. Εγώ, ο Βάγγος, αυτή και η άλλη. Η μια δικιά μου, η
άλλη δικιά του, έτσι είχε κανονιστεί, από μόνο του.<o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify;">
<span style="line-height: 115%;"><span style="font-family: "courier new" , "courier" , monospace;"><br /></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify;">
<span style="line-height: 115%;"><span style="font-family: "courier new" , "courier" , monospace;">Τα παιδιά στο μαγαζί
μας ξέρανε, ούτε ένα μήνα δεν είχαν που ανοίξανε, και είχανε για το καλό μια
νταμιτζάνα τσίπουρο τριπλής ή τετραπλής αποστάξεως, δυο βαθμούς πριν το καθαρό
οινόπνευμα, στην οποία είχαν κολλήσει ένα αυτοκόλλητο με μια νεκροκεφαλή που
από κάτω έγραφε ΝΤΕΗΝΤΖΕΡ, και κερνούσανε αβέρτα τους πάντες κι από ένα
σφηνάκι.<o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify;">
<span style="line-height: 115%;"><span style="font-family: "courier new" , "courier" , monospace;"><br /></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify;">
<span style="line-height: 115%;"><span style="font-family: "courier new" , "courier" , monospace;">Εμάς εκείνο τον καιρό
μας είχανε γαμήσει με τα ντέηντζερ τους, μόλις έβγαινε αυτή η καταραμένη
νταμιτζάνα ξεκινούσαν να τρίζουν τα συκώτια μας, κι εκείνη τη συγκεκριμένη
νύχτα το παρακάνανε, έρρεε άφθονο στα λαρύγγια, στο τραπέζι και πάνω μας,
εκείνη η νύχτα ήτανε ντέιντζερους.<o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify;">
<span style="line-height: 115%;"><span style="font-family: "courier new" , "courier" , monospace;"><br /></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify;">
<span style="line-height: 115%;"><span style="font-family: "courier new" , "courier" , monospace;">Γουστάρανε πολύ τα
κορίτσια, γουστάραμε κι εμείς. Ούτε που θυμάμαι πως γνωριστήκαμε. Θυμάμαι πως
ξεκινήσαμε σ’ ένα μαγαζί που είχανε λάιβ κάτι φίλοι, και μου δώσανε το
μικρόφωνο να παίξω σ’ ένα κομμάτι φυσαρμόνικα, και το ‘σκισα, κι όλοι γαμήθηκαν
να χειροκροτάνε και να φωνάζουνε, και ένα τυπάκι από πίσω μου ‘δωσε ένα σφηνάκι
και το κατέβασα όπως ήταν χωρίς να προσέξω πως κρατούσε κι αυτός ένα και
προφανώς περίμενε να τσουγκρίσουμε, οπότε ξαναέφτυσα το ξύδι στο ποτήρι και
τσουγκρίσαμε.<o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify;">
<span style="line-height: 115%;"><span style="font-family: "courier new" , "courier" , monospace;"><br /></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify;">
<span style="line-height: 115%;"><span style="font-family: "courier new" , "courier" , monospace;">Και μετά, η μία η δικιά
μου άραζε και τα ‘λεγε πολύ από κοντά με ένα τύπο πρεζομυστήριο,
πεταμενοπερίεργο και αυτός της έπιανε το μπουτάκι, οπότε έκατσα δίπλα της, του
πήρα το χέρι και το ακούμπησα πάνω στο δικό του μπούτι, πράγμα που δεν άρεσε
πολύ στον τύπο, η τύπισα όμως μάλλον γούσταρε γιατί γύρισε προς τα μένα και
–ουρανοί!- άρχισε να με φιλάει.<o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify;">
<span style="line-height: 115%;"><span style="font-family: "courier new" , "courier" , monospace;"><br /></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify;">
<span style="line-height: 115%;"><span style="font-family: "courier new" , "courier" , monospace;">Καταλήξαμε σπίτι τους
στα Κάστρα, μαζί μένανε αυτή και η άλλη, και με τη μία τη δικιά μου ρίξαμε φοβερά
γαμησάκια μέχρι τα χαράματα. Έπαιρνε αντισυλληπτικά και ήθελε να είμαι
ειλικρινής και δοτικός μαζί της πράγμα που καθόλου δεν με χαλούσε εμένα.
Κοιμηθήκαμε χαράματα, ξυπνήσαμε βαριά το μεσημέρι, μαγειρέψαμε όλοι μαζί,
ήπιαμε καφέ, και αργά το απόγευμα την κάναμε. <o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify;">
<span style="line-height: 115%;"><span style="font-family: "courier new" , "courier" , monospace;"><br /></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify;">
<span style="line-height: 115%;"><span style="font-family: "courier new" , "courier" , monospace;">Στο δρόμο ρωτάω το
Βάγγο τι έγινε με την πάρτη του, και μου λέει, το έπαιξα δύσκολος μπόι, λατίνος
εραστής και έτσι. Του λέω δηλαδή? Μου λέει, δεν κάναμε σεεξ, φασωνόμασταν και
λέγαμε μαλακίες όλη νύχτα, και όταν ξημέρωσε ήθελε να φάει το γιαουρτάκι της,
οπότε το άλειψα πάνω στον πούτσο μου και το έγλειψε από ‘κει. <o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify;">
<span style="line-height: 115%;"><span style="font-family: "courier new" , "courier" , monospace;"><br /></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify;">
<span style="line-height: 115%;"><span style="font-family: "courier new" , "courier" , monospace;">Και γελούσαμε σα
βλαμμένα, και νύχτωνε, και κατηφορίζαμε αυτές τις ανελέητες ανηφόρες των Κάστρων
βαρώντας τα τακούνια απ’ τις μπότες μας στην άσφαλτο ρυθμικά, τραγουδώντας κάτι
αυθόρμητο, ανώριμο και ηλίθιο, χορεύοντας σα χαζά.<o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify;">
<span style="line-height: 115%;"><span style="font-family: "courier new" , "courier" , monospace;"><br /></span></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify;">
<span style="line-height: 115%;"><span style="font-family: "courier new" , "courier" , monospace;">Και μου ‘χει σκαλώσει
στο μυαλό, μου ‘χει χαραχθεί, να καθόμαστε οι τέσσερις μας σ’ αυτό το
ταβερνάκι, να ‘χει χυθεί πάνω στο μπούτι μου ένα σφηνάκι ντέηντζερ κι ο Βάγγος
να το ‘χει βάλει φωτιά με τον αναπτήρα, κι όσο εγώ λαμπαδιάζομαι, χτυπιέμαι και
τσιρίζω, αυτός να λέει χαλαρός και όλο νόημα, «Μας βάλατε φωτιές ρε κορίτσια,
αμάν...», και να γελάει πονηρά κάτω απ’ τα μουστάκια του, ο μαλάκας.</span><span style="font-family: "times new roman" , serif; font-size: 12pt;"><o:p></o:p></span></span></div>
</div>
Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-5242409836898540.post-48752200643656748222015-12-25T07:46:00.001-08:002015-12-25T07:47:47.947-08:00Το Μαύρο Κοστούμι<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div style="text-align: justify;">
Υπήρξε μια εποχή που τα χαρτζιλίκια του παππού ήταν η καλύτερή μου, μπουκάλι, ή μπουκάλι ανάλογα την περίσταση, και όλη η παρέα κώλος να σερνόμαστε στα πεζοδρόμια και να ανταλλάζουμε στραβά φιλιά και άτσαλα μπουνίδια.</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Όταν ήμουν δεκάξι, είχα μια μαλλούρα να, μπούκλες-μπούκλες, κι ο πάππος μού 'σταξε μια κατοσταρού για να τα πάρω γουλί. Με πιάσανε για λίγο τα αντιδραστικά εφηβικά μου, αλλά μόνο για λίγο, μετά τα 'κοψα, τσίμπησα το μάνι και το ίδιο βράδυ δέκα άτομα μπουσουλούσαμε στην άσφαλτο, ανταλλάσαμε όρκους αιώνιας φιλίας φτύνοντας σάλια ο ένας στη μούρη του άλλου.</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Ίδια φάση και με τα φράγκα που μου 'δινε για παπούτσια και για ρούχα. Ένα ελάχιστο ποσοστό πήγαινε σε κάτι φτηνιάρικο και αναλώσιμο ενώ τα υπόλοιπα τάιζαν (ή ποτίζανε μάλλον) τα βίτσια της ευαίσθητης ηλικίας μου.</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Με το κοστούμι όμως ήταν άλλη ιστορία. Καταλάβαινα πως γι αυτόν ήταν πολύ σημαντικό, πως δεν με παίρνει να πάρω μια παλιατζούρα απ' τη λαϊκή και να τσεπώσω το περίσσευμα.</div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div style="text-align: justify;">
Χρόνια μ' έχωνε ο γέρος να το πάρω και χρόνια αντιστεκόμουν χωρίς να ξέρω πραγματικά το γιατί. Ήταν απ' αυτές τις περιπτώσεις υποσυνείδητης αντίστασης που καταλήγει σε χρόνια αναβλητικότητα. Φαντάζομαι πως δεν μου πήγαινε η καρδιά να τον ρίξω <i>και</i> σ'αυτό. Ή πως απλά βαριόμουνα να μπω στη διαδικασία. Η αλήθεια όμως είναι πως καθυστερούσα αυτή τη μικρή τελετουργία γιατί σήμαινε τη μετάβασή μου στην ενήλικη ζωή. Οι άντρες φοράνε κουστούμια. Έτσι είναι ο κόσμος του παππού μου. Κι εφόσον ο πατέρας μου δεν ήταν παρών, το 'νιωθε σαν υποχρέωση να μου προσφέρει αυτό το δώρο, ως άντρας προς άντρα.</div>
<div style="text-align: justify;">
<br />
Και τελικά το πήρα το κουστούμι. Μετά από σχεδόν μια δεκαετία, πήγα στο μαγαζί και διάλεξα μαύρο σακάκι, μαύρο παντελόνι, άσπρο πουκάμισο, μαύρη γραβάτα κορδόνι και σταράκια αντί για λουστρίνια. Το πήγα και στο ράφτη να το φέρει στα μέτρα μου. Σαν τρέντυ μαφιόζος μοιάζω μ'αυτό το κουστούμι, όταν με είδε ο γέρος όμως έκλαψε. Κι όχι μ'αυτό το χαρακτηριστικό παραπονιάρικο κλαψούρισμα της γεροντικής άνοιας που βάζει μπρος συνήθως. Έκλαψε από χαρά, με ένα χαμόγελο σφηνωμένο κάτω απ' το γκρίζο του μουστάκι, με τον ίδιο τρόπο που έκλαψε όταν του έπαιξα πρώτη φορά το καλοκαίρι τα κομμάτια μου, στην αυλή, και μαζεύτηκε όλη η γειτονιά και καμάρωνε.</div>
<div style="text-align: justify;">
<br />
Μου πήρε πάρα πολύ καιρό να καταλάβω πως το κουστούμι που διάλεξα είναι κουστούμι κηδείας, μα μου πήρε ακόμα περισσότερο καιρό να καταλάβω πως ακριβώς αυτός ήταν κι ο σκοπός του. Ο παππούς μου ξέρει πως σιγά - σιγά μας αφήνει, μέρα με τη μέρα. Κι εμείς το ξέρουμε, μα είναι το αμήχανο μυστικό μας. Το θέμα που φυλάμε συνέχεια στην άκρη του μυαλού μας μα ποτέ δεν μιλάμε γι' αυτό. Ένα μικρό οικογενειακό ταμπού. Αλλά ο παππούς μου προνόησε.<br />
<br />
Γιατί είμαι ο τελευταίος άντρας της γενιάς που κουβαλάει το όνομά του, κι ο παππούς μου δεν θέλει να πάω στην κηδεία του ντυμένος σαν λέτσος. Θέλει να φοράω ένα ακριβό κοστούμι, κομψό και ραμμένο στα μέτρα μου, να με βλέπουν οι γνωστοί του και να λένε, "Αυτός είναι ο Ορφέας, ο εγγονός του Παρίση, πρώτο παλικάρι, καμαρωτό και όμορφο!". Αυτό θέλει από μένα. Και είναι το λιγότερο που μπορώ να δώσω στον άνθρωπο που ξαγρυπνούσε στο πλάι μου όταν βασανιζόμουν από χίλιες και δυο αρρώστιες.<br />
<br />
Για την ώρα, είναι καλά. Σηκώνεται να κατουρήσει και πέφτει συνέχεια ο φουκαράς, δεν τον κρατάνε πια τα πόδια του , και μας παίρνει η γιαγιά τηλέφωνο να 'ρθούμε πέρα να τον σηκώσουμε. Αλλά είναι θηρίο, τα κόκαλά του είναι φτιαγμένα από μπετό. Τριάντα χρόνια στα τσιμέντα και άλλα τόσα στο μέτωπο σ'τα κάνουν αυτά.<br />
<br />
Καλά είναι. Τον πιάνει το παράπονο που βαράνε διάλυση μυαλό και σώμα, και κλαψουρίζει, μα μετράει ένα σχεδόν αιώνα ο άνθρωπος. Τι να περιμένεις από ένα υπερήλικο βρέφος.<br />
<br />
Καλά είναι. Μια φορά τη βδομάδα κάνουμε μπαρμπέρικο. Του ξυρίζω τα γένια και του ψαλιδίζω το μουστάκι, και πολύ το χαίρεται που τον κάνω ομορφόπαιδο. Πού και πού του παίζω κιθαρούλα. Του δίνω φιλάκια στην καράφλα, και όταν με κοιτάει μ'αυτό το άδειο, χαμένο βλέμμα του θυμίζω τ' όνομά μου γιατί ξέρω πως δεν το θυμάται πια. Και μετανιώνω, μα την αλήθεια, μετανιώνω που δεν του λέω πως τον αγαπάω σήμερα, κάθε σήμερα, γιατί ένα απ' αυτά τα αύριο δεν θα' ναι πια εδώ.<br />
<br />
Και θα 'ρθει η ώρα να βγάλω απ' τη ντουλάπα το μαύρο κουστούμι, να καταπιώ τα δάκρυά μου και να σταθώ στην οικογένειά μου, σαν άντρας, όσο θα τον βυθίζουμε αργά, αργά στη γη.</div>
</div>
Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-5242409836898540.post-14422002030482720462015-12-19T08:20:00.000-08:002015-12-19T09:21:38.824-08:00Αι Αμ ε Χοίρο<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
Να 'μαι πάλι. Να ΄μαι πάλι μετά από κοντά ένα μήνα απομόνωσης και προβληματισμού, περισυλλογής και υγιεινής διατροφής, χωρίς αλκοόλ και ντρόγκα, ανασυγκρότησης του ηθικού προσανατολισμού μα κυρίως επαναπροσδιορισμού της προσωπικότητάς μου, να 'μαι πάλι να κατεβάζω μπύρες σ'ένα φοιτητόπαρτο, και μάλιστα απ' τα χειρότερα. Πέρασα απ' το μηδέν στο εκατό σε λίγες ώρες και ήταν πολύ πιο εύκολο απ' ότι νόμιζα.<br />
<br />
Ο ψιλός από δίπλα κερνάει τσιγάρο, το παίρνω. Μετά κερνάει τσιγάρο, διστάζω, μα πίνω. Μετά μπύρα, την πίνω, και κατεβάζω και μια ακόμα μονοκοπανιά, έτσι για το γαμώτο.<br />
<br />
Πολλά τσιπιρίκια, νιώθω σαν δράκος ανάμεσα σε κουτάβια, μα δεν έχει πλάκα. Και πολλά γκομενάκια, με ροδαλά μαγουλάκια και παγωμένα μπουτάκια. Το δίχτυ ασφαλείας που έπλεκα τόσο καιρό διαλύθηκε όταν ένα απ' αυτά, αρκετά ζαβλακωμένο απ' τα πολεμικά μπήτια, μ' αγκάλιασε και το στήθος της ακούμπησε πάνω μου. Βασικά, όχι, εκεί άρχισε να χαλαρώνει. Κατακερματίστηκε όμως όταν έβγαλε απ' την τσάντα της ένα μεγάλο μπουκάλι ρακί και είπε "ρούφα ελεύθερα".<br />
<br />
Γκλαγκλαγκλαγκλαγκλαγκλα, δεν έμεινα τίποτα, το διέλυσα σ'ένα μισάωρο. Τώρα η μουσική σα να 'ταν ωραία, έστω, ανεκτή. Κουνιόμουνα με τα μάτια κλειστά και χαιρόμουνα. Μια μικρή μου χαμογέλασε, της χαμογέλασα και άρχισε να μου τρίβεται.<br />
<br />
Τότε όμως κάτι ένιωσα μέσα μου σαν συναγερμό, ή σαν κουδουνάκι, ή μάλλον, σαν ένα μικρό πλαστικό χεράκι απ' αυτά που έχουν οι γιαγιάδες για να ξύνουνε την πλάτη (ή τον κώλο) τους να μου δίνει μια προειδοποιητική σφαλιρίτσα στα αρχίδια της ψυχής, ένα απαλό <i>παπ!</i> Ψυλλιάστικα αμέσως τι τρέχει.<br />
<br />
Χάνομαι. Βυθίζομαι πάλι. Που είναι η ισορροπία μου, που είναι το ζεν μου? Που είναι τα χάπια μου, ποιος έχει τα τσιγάρα μου? Τόσος καιρός, χαμένος. Σαν αυτά τα τυπάκια που τόσο γουστάρει πια ο αμερικάνικος κινηματογράφος, που μετά από καμιά δεκαετία καθαροί ξαναπέφτουν στην εκάστοτε ουσία.<br />
<br />
Ντροπή. ντροπή και αίσχος. Είμαι ένας άθλιος. Κάθισα με την πλάτη σε μια κολόνα κι άρχισα να παρατηρώ το πλήθος, πασχίζοντας να εστιάσω το βλέμμα και τη σκέψη μου πίσω απ' το αλκοολικό παραβάν.<br />
<br />
Κλάφτηκα για κάνα δεκάλεπτο, αλλά μετά αποφάσισα πως είναι πολύ αργά, το κακό έχει ήδη γίνει, θα το σκεφτώ αύριο πάλι, ας το φχαριστηθώ τουλάχιστον, έτσι κι αλλιώς είναι μικρή η ζωή, δεν υπάρχει πια γυρισμός, και τέτοια, και πως βασικά έχω σιχαθεί να κλαίγομαι, οπότε στ' αρχίδια μου.<br />
<br />
Πήγα στο φίλο μου που χόρευε μπροστά, του πήρα τη μπύρα απ' το χέρι εν κινήσει, ο νίντζα, ο τσάκαλος, πολύ μαγκιόρικη φάση, μα ήταν άδεια, μόνο τα σάλια είχαν μείνει, αηδία.<br />
<br />
Ο άλανος όμως πετάχτηκε αμέσως στο μπαρ και μου 'φερε μια φρέσκια. Στα καπάκια μου δωσε και τον καπνό του να στρίψω. Έστριψα ένα για 'μένα και ένα γι'αυτόν, έτσι σαν ευχαριστώ, όπως αρμόζει, και του 'δωκα και ένα φιλάκι στο μάγουλο.<br />
<br />
Πάλι στη μέση του πλήθους, γκλαγκλαγκλα, πάει η μπύρα. Έρχεται η κοπελίτσα με τη ρακί να μου μιλήσει, κάτι λέει, δεν καταλαβαίνω, δεν ακούω τίποτα και δεν βλέπω μπροστά μου, κουνάω όμως το κεφάλι, χαμογελάω και λέω ανά 15 δευτερόλεπτα κάτι του τύπου "ισχυεί" ή "μμμ, όντως" ή "αχα". Τελικά έκανα να τη φιλήσω, κι αυτή τραβήχτηκε και έβαλε τα γέλια. Της λέω, τι γελάς, τι τραβιέσαι, θέλω να σε φιλήσω, εσύ δε θες? Με κοιτά με νόημα και λέει, "Ορφέα, το ίδιο θα έλεγες σε όποια και να 'τανε δίπλα σου αυτή τη στιγμή".<br />
<br />
Ντάξει, πάσο. Μα να 'το πάλι αυτό το <i>παπ! </i>στα ψυχικά κάκκαλα. Να 'τοι πάλι αυτοί οι βαθύτατοι προβληματισμοί. Αμ αι ε φάκι χορ δεν? Γιατί τσουλίζω τόσο άγρια διάολε? Μα κυρίως γιατί δεν έχω μπύρα?<br />
<br />
Ξανά στο μπαρ, φίλε κερνάς μια μπύρα?, ευχαριστώ. Γκλαγκλαγκλα. Χορός. Γκομενάκι. Χορεύουμε. Πίνω απ' τη μπύρα της, καπνίζω το τσιγάρο της. Φιλιόμαστε. Πιάνω τον κώλο της. Μετά δεν ξέρω. Μάλλον με παράτησε. Με ξυπνήσανε το πρωί, είχα κοιμηθεί στο πάτωμα με την πλάτη στο ηχείο.<br />
<br />
Αυτόματος πιλότος, ποδαράτα σπίτι. Το στόμα ξερό, το κεφάλι βιασμένο. Πέφτω όπως είμαι μπρούμυτα με τα ρούχα στο κρεβάτι, πέντε λεπτάκια και θα γδυθώ. Το γατί σκαρφαλώνει κι αρχίζει να γουργουρά και να τρίβεται στα μούτρα μου. Παίζει με τα αυτιά μου, ακουμπά τη μύτη του στην άκρη του στόματός μου να μυρίσει, φταρνίζεται.<br />
<br />
Λίγο πριν τη νέκρωση οραματίστηκα το γατί σαν ιερό φύλακα της ηθικής μου ακεραιότητας, ντυμένο με επίχρυση παραδοσιακή στολή και μπαντάνα με κινέζικα ιδεογράμματα στο κεφάλι, να διαλογίζεται σιωπηλά δίπλα απ' τα ψυχικά μου αρχίδια και να τα χτυπά γρήγορα με τα χεράκια του κάθε φορά που κάνω τις γουρουνιές μου, και άρχισα να χαχανίζω βραχνιασμένα. Μετά, κοιμήθηκα.</div>
Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-5242409836898540.post-3967535925808515092015-09-15T05:59:00.000-07:002015-09-15T05:59:01.422-07:00Φλόκια στα Διπλότυπα Είσπραξης Τύπου - Α<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
Έχεις περάσει ποτέ μέσα από τζαμαρία? Οι περισσότεροι νομίζουν πως η φάση πάει όπως στις ταινίες, πηδάς, το τζάμι σπάει σε χίλια κομμάτια και εσύ φεύγεις απ' την άλλη αλώβητος. Μα η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Ω, πολύ διαφορετική. Με τη θραύση δημιουργούνται χίλιες μικρές αιχμές που σε ξεπετσιάζουνε. Φαντάσου να οργώνουν το σώμα σου εκατό ξυραφάκια ταυτόχρονα, στα μούτρα, στα πόδια, στο λαιμό, στα χέρια. Φρίκη. Και πάλι όμως ρε μαλάκα. Δεν συγκρίνεται με το να μιλάς με τις καριόλες της εφορίας. Οι τύπισσες είναι καριόλες από πεποίθηση, όχι από ανάγκη ή εξαναγκασμό, είναι καριόλες από στυλ. Φτύνουν φαρμάκι όπως εμείς βάζουμε καπέλα και γιλέκα. Θα προτιμούσα να ξανααγαπηθω και να ξαναχωρίσω με όλες μου τις πρώην ταυτόχρονα σε διάστημα δύο μηνών παρά να περάσω μια ώρα ακόμα στα δωμάτια της δημόσιας γραφειοκρατίας. <div>
<br /></div>
<div>
Θα μου πεις, Ορφέα, υπερβάλλεις. Ντάξ, ίσως να υπερβάλλω, δεν ξέρω, μα σήμερα μου 'ρθε ειλικρινά να βουτήξω απ' το παράθυρο, ή να τους πλακώσω όλους στις μάπες, ή, δεν ξέρω, να ξεβρακωθώ και να χορέψω μπρέικντανς στο πάτωμα.</div>
<div>
<br /></div>
<div>
Η Κ.Καριόλα μου λέει, "μπλα μπλα μπλα μπλαμπλαμπλαμπλα αμπλαούμπλα μπλα", της λέω "σεξ". Με κοιτάζει για δύο δευτερόλεπτα και λέει με τουπέ, "ορίστε?", της απαντώ, "σεξ, όλη την ώρα, στο μυαλό μου, σεξ". Η τύπα πήρε μια ανάσα με το στόμα ανοιχτό, την κράτησε, κοίταξε αριστερά ερευνητικά, κι εγώ συνέχισα, "φαντάσου να πλέεις σε ένα ποτάμι από βυζιά. Όλα τα μεγέθη και τα σχήματα. Εφηβικά, μεγάλα, άγουρα, πεσμένα, στητά, μικρά σαν λεμόνια, θηριώδη σαν μεταλλαγμένα καρπούζια, γερασμένα, ή σαν τα δικά σου, χοντρά και πανιασμένα, με μεγάλες -φαντάζομαι- ρώγες. Φαντάσου να κυλάς μακάριος σε ένα ποτάμι από βυζιά, βυζιά κάθε γούστου, και από πίσω να παίζει το ave maria." Δεν είπε τίποτα. Συνέχισε να με κοιτάει, έβγαλε την ανάσα κοφτά, το δεξί της μάτι πετάρισε λίγο πίσω απ' τα γυαλιά. "Τέτοιες μαλακίες σκέφτομαι όλη την ώρα", συνέχισα, "μου είναι δύσκολο να συγκεντρωθώ στο οτιδήποτε. Πρέπει να κρύβω τη στύση μου συνέχεια. Όταν φοράω στενά παντελόνια με πονάει. Σεξ, όλη μέρα, όλη την ώρα. Κι όταν δε φαντασιώνομαι ομηρικές παρτούζες, σκέφτομαι πώς θα 'σπαγα τα μούτρα των μπούληδων της παιδικής μου ηλικίας. Ή να πηδάω από παράθυρα. Όχι παρκούρ φάση, βουτιά στο κενό".</div>
<div>
<br /></div>
<div>
Την κοίταγα και με κοίταγε. Είχε αναψοκοκκινήσει. Φαντάστηκα τρία (3) πιθανά αποτελέσματα: να βάλει τους σεκιουρητάδες να με πετάξουν έξω με τρελή κλοτσοπατινάδα, να βάλει τα κλάματα και να ξαναρχίσει τα zoloft, ή να καυλώσει απεριόριστα, να γδυθεί και να αρχίσει να αυνανίζεται μανιασμένα πυροδοτώντας έτσι μια αλυσιδωτή αντίδραση ξεσκίσματος που θα καταλήξει σε ένα αχαλίνωτο όργιο τεσσάρων ορόφων στο μέγαρο της εφορίας. Το βλέπεις? Ιδρωμένα κορμιά πάνω σε στοίβες εντύπων Α12, συρραπτικά ως ερωτικά βοηθήματα. Χάρακες να σφαλιαρίζουν κώλους, κώλοι να χτυπιούνται μεταξύ τους πάνω σε ένα σωρό από τσαλακωμένα κατοστάευρα και βεβαιώσεις πολεοδομίας.</div>
<div>
<br /></div>
<div>
Μα δεν έγινε τίποτα τέτοιο. Δεν της είπα τίποτα. Απλά έκανα υπομονή, όπως και όλοι οι άλλοι μαλάκες, μέχρι να ικανοποιηθεί η σαδιστική της μανία και να μ'αφήσει να φύγω. Μόνο όταν κατέβαινα τις σκάλες φώναξα με όλη τη δύναμη της κωλοφωνάρας μου "ΚΑΡΙΟΛΑΑΑΑΑ!" και έτρεξα έξω γελώντας, σαν πεντάχρονο που είπε τον παππού του μαλάκα.</div>
<div>
<br /></div>
<div>
Έχεις βουτήξει ποτέ μέσα από τζαμαρία? Εγώ δεν το 'χω κάνει, το 'χει κάνει όπως ένας φίλος μου, ακόμα τον ράβουνε. Μου 'πε ότι θα προτιμούσε να κάνει μπέιμπισίτινγκ στη χάνι μπούμπου για ένα χρόνο παρά να ξαναζήσει κάτι παρόμοιο. Νομίζω υπερβάλλει.</div>
</div>
Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-5242409836898540.post-64996797546003617282015-02-01T10:14:00.000-08:002015-02-02T07:56:32.405-08:00Τα σκοτεινά κορίτσια της Ερμού<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div style="margin-bottom: 0cm;">
Πέρασαν και οι τρεις
βιαστικά από μπροστά μου, τρέχοντας,
γελώντας, κρατώντας η μία την άλλη μη
χάσουν την ισορροπία τους πάνω στις
δεκάποντες γόβες. Ξεφωνίζανε κάτι στη
γλώσσα τους, κοντοστάθηκαν δυο μέτρα
δίπλα μου. Η μία γύρισε πίσω βιαστικά,
έριξε ένα τσαλακωμένο δεκάρικο στο
κασελάκι του κλαρίνου, μου χάρισε ένα
κάτασπρο χαμόγελο, γύρισε στις φιλενάδες
της κι αρχίσανε πάλι το άτσαλο ποδοβολητό.
Απ' την αντίθετη κατεύθυνση τα γαλάζια,
σπασμωδικά φώτα αντανακλούσαν στις τζαμαρίες του
σκοτεινού πεζόδρομου τρομάζοντας τις
γάτες και τους λιγοστούς περαστικούς.
Φώναξα ευχαριστώ ενώ αυτές χάνονταν σε
ένα στενό, αφήνοντας πίσω τους τσιρίδες
και γέλια.</div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
Και μετά, σιωπή.</div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
Ψιλόβροχο, ψυχρούλα,
οι δρόμοι άδειοι. Κασκόλ, κομμένα γάντια,
μεταξά στην τσέπη του παλτού. Θα 'ναι δε
θα 'ναι μεσάνυχτα, μα σ' αυτή τη γειτονιά
κανείς δεν έχει πρόβλημα, παίζω όσο και
όποτε γουστάρω.</div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
Τα γαλάζια φώτα χάνονται.
Ένα κορίτσι από πάνω μου άκουσε το θόρυβο
και βγήκε στο παράθυρο. Με βλέπει και
κάνει με τσαχπινιά “Μη σταματάς βρε,
θα μας τα κλάσουν.” Χαμογελάω. Φέρνω το
όργανο στα χείλια, κλείνω τα μάτια.</div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
Κάποτε που το λιμάνι του Βόλου
ζούσε τη χρυσή του εποχή ο πεζόδρομος
της Ερμού είχε δύο κόκκινα φώτα κάθε
πρώτο στενό. Κάθε που τους αδειάζανε,
τα ναυτάκια πλένανε τις μασχάλες τους
στο νεροχύτη και ερχόταν να ξεδώσουν
στα κορίτσια.</div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
Δεν πρόλαβα και πολλά
απ' τα παλιά μεγαλεία, μονάχα κάτι
μπουρδελότσαρκες, Σάββατο βράδυ με
φίλους που μου ρίχνανε δυο κεφάλια και
καμιά δεκαετία. Μπαίναμε μέσα, καθόμασταν
στον προθάλαμο που βρώμαγε φτηνό
αρωματικό χώρου ανακατεμένο με ξύδι,
μετά από λίγο ερχόταν και η τσατσά να
μας δείξει την κοπέλα. Συνήθως όταν με
έβλεπε έλεγε κάτι του τύπου “Καλέ, αυτό
είναι μωρό, θα μας δέσουν όλους εδώ
μέσα!” και όλοι γελούσανε, και της
αντιγυρνούσανε κάτι του τύπου “Μωρό,
μωρό... άμα σε βάλει κάτω όμως το μωρό!”
και μου τρίβαν τα μαλλιά, και γω χαμογελούσα
περήφανα και πονηρά μέσα απ' τα δόντια
μου.</div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
Σαν ερχόταν η σειρά των
δικών μου, πριν μπούνε μέσα μου αφήνανε
τον ζίππο και το πακέτο με τα μάλμπουρα
να μην γκρινιάζω όσο τους περιμένω, και
εγώ τα άναβα δυο-δυο και έδινα πάντα το
ένα στην τσατσά, που στεκόταν δίπλα μου
και έλεγε “Να βρε γομάρια, έτσι φέρονται,
εσείς μόνο να ιδρώνετε ξέρετε!” Μετά
ερχόταν οι δικοί μου, χαιρετούσαμε και
φεύγαμε, και ένιωθα πάρα πολύ μάγκας
που με βλέπαν τα άλλα τα μυξιάρικα να
βγαίνω απ' το μπουρδέλο και να με χαιρετάει
η τσατσά.</div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
Τώρα, δεν ξέρω. Μεγάλωσα,
δεν μοιάζουν τόσο γλυκά τα πράγματα.
Άλλαξε και ο κόσμος, γέμισε ο τόπος
σκληρούς και ασήκωτους μου φαίνεται
καμιά φορά. Σαν βλέπω τα κορίτσια δεν
μου γεννιέται το πονηρό χαμόγελο της
παιδική ηλικίας, μονάχα θλίψη και
απόγνωση μυρίζω πάνω τους. Και τα
μπουρδέλα αλλάξανε. Το γλυκό και πρόστυχο
κόκκινο φως που έκανε τα στενά να μοιάζουν
με σκηνικά από αστυνομική ταινία έγινε
άσπρο, τα στενά αποστειρώθηκαν, θυμίζουν
νοσοκομεία.</div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
Και τα βλέπω κάθε μέρα
τα σκοτεινά κορίτσια της Ερμού που δουλεύουν πεζοδρόμιο, ίδια
ώρα πιάνουμε δουλειά. Πάντα στην πένα,
βαμμένες με κόκκινο κραγιόν στα σαρκώδη
χείλια, γεμάτες παράξενα μπιχλιμπίδια,
με φανταχτερά μπουφάν και τα μαλλιά
καλλοχτενισμένα, πότε αφάνα, πότε
ολόισια, τα μάτια τους να αστράφτουν
κάτασπρα στη νύχτα. Με χαιρετάνε, τις
χαιρετάω, και καμιά φορά μπορεί να πούνε
“Έλα, πάμε.”, μα η απάντηση θα είναι
πάντα η ίδια.</div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
Στη μια γωνιά στήνομαι
εγώ, στην άλλη αυτές. Παίζω τα μπλουζ κι
αυτές κουνιούνται στο ρυθμό, τις βλέπω
να φεύγουν αγκαζέ με τους πελάτες και
μετά από λίγο να γυρνάνε μοναχές, και
μια φορά που η μία περνούσε από μπροστά
μου παρέα με ένα κουστουμάτο ψαρομάλλη
του λέει, “Άντε, δώσε και στο παιδί, αφού
έχεις!”, και ο τύπος γέλασε και μου 'ριξε
πεντάευρο. Και δυο φορές περάσαν κάτι
μουνόπανα και τις πείραζαν, τις άκουγα
να φωνάζουν “Α, μη χτυπάς!”, και οι τύπου
λέγαν “Μη χτυπάω? Σκυλαράπω, τυχερή
είσαι αν δεν σου κόψω τη μύτη, ακούς?”
μα αυτές δεν μασάνε. Και κάθε που βρέχει
έρχονται δίπλα μου στο υπόστεγο και
κάνουν πως χορεύουν και γελάνε. Και όταν
τελειώνω και πάω να λύσω το όργανο μου
λένε, “Το κλείνεις το μαγαζί? Πάει για
απόψε? Αυτό ήτανε?”, και αναρωτιέμαι
αυτές τι ώρα να σχολάνε μα ντρέπομαι να
τις ρωτήσω.</div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
Ίδια ηλικία θα 'χουμε,
και διάολε, δεν ξέρω τι φίδια κουλουριάζουνε
στο στήθος τους, και άμα τα βράδια που
πλαγιάζουνε πλαντάζουν στο κλάμα κι
απελπίζονται, μα πάντα είναι με το
χαμόγελο στο στόμα τα κορίτσια της
Ερμού. Καμιά φορά με μάτια δακρυσμένα,
τρεκλίζουν και κουτσένουνε, κι όταν δε
βγαίνουνε ή αργούνε να γυρίσουν με
κάνουνε κι αναρωτιέμαι, κι ανησυχώ. Μα
πάντα, πάντα θα μου χαμογελάσουν, θα μου
παίξουνε τα βλέφαρα όταν με δούνε τα κορίτσια
της Ερμού.</div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
Κι εγώ τους παίζω
μουσικές, όσο πιο δυνατά μπορώ, κλείνω
τα μάτια και λυγίζω τις νότες μου να
σπάσει λίγο το σκοτάδι, να βγάλουμε κι
αυτή τη νύχτα γελαστοί.</div>
</div>
Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-5242409836898540.post-46318979128611866282014-11-29T15:22:00.000-08:002014-11-29T15:22:22.663-08:00Πάμε Σπίτι<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm; text-align: right;">
<i><b>Για το
Ζ.</b></i></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“Ιδού. Το πιο
αγαπημένο μου μέρος σε όλο τον κόσμο.”
είπα περήφανα.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Στεκόμασταν στη
μέση της γέφυρας. Δεν είχε δρομολόγια
τέτοια ώρα, πόσο μάλλον τέτοιες μέρες.
Τη σιγαλιά της νύχτας διέλυε μόνο ο
παγωμένος χριστουγεννιάτικος άνεμος.
Πίσω μας ο σταθμός. Παλιά βαγόνια
παρκαρισμένα στην ίδια θέση δυο δεκαετίες
τώρα, αποθήκες και ξεραμένα δέντρα
γεμάτα φωλιές κοράκων με φόντο το λιμάνι.
Γερανοί, βαπόρια και ο πύργος με το ρολόι
να γράφει 28/12/13, 5:<span lang="en-US">13. </span>Οι
σκουριασμένες γραμμές του τρένου
φωτισμένες από τους κίτρινους προβολείς
απλώνονταν σαν ερπετά κάτω απ' τα πόδια
μας, μπλέκονταν, οι δυο γινότανε μία, η
μια δύο, και συνέχιζαν μέχρι την άλλη
μεριά της γέφυρας στη στροφή, όπου και
χάνονταν.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Κοιτούσε αριστερά
δεξιά απορημένη, λες και έψαχνε κάτι.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“Ε, εντάξει.”
είπε τελικά.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Την κοίταξα
έκπληκτος, σχεδόν προσβεβλημένος.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“Εντάξει? Σε
φέρνω στο αγαπημένο μου μέρος σε όλο
τον κόσμο -ούτε καν το αγαπημένο μου
μέρος στην πόλη!- και σου φαίνεται απλά
εντάξει?”</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Γύρναγε
εκνευρισμένη μια απ' τη μια και μια απ'
την άλλη.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“Ε δεν έχει και
τίποτα αξιόλογο ρε μωρό, έχει ράγες,
τρένα, είναι όμορφα αλλά αυτό, δεν είναι
τίποτα τρελό να πεις ουάου.”
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“Μα καλά, είναι
δυνατόν να μην το βλέπεις? Έχεις μπροστά
σου το απόλυτο αστικό τοπίο.”</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“Ε, εντάξει.”
είπε στεγνά.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Την κοίταξα για
λίγο χωρίς να πω τίποτα.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“Καλά μωρέ, δεν
πειράζει.” αναστέναξα. “Πάμε σπίτι?”</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Συνεχίσαμε το
δρόμο μας. Η βραδιά είχε ξεκινήσει ώρες
πριν με τσίπουρα, κρασιά και ρακές.
Καταλήξαμε να χορεύουμε κόκαλα σε ένα
απ' αυτά τα μαγαζιά που είναι φίσκα και
έχει καλή μουσική μα κανείς ποτέ δεν
χορεύει, όλοι πάνε εκεί γιατί απλά όλοι
είναι εκεί. Όταν ήρθαν οι μπύρες που
παρήγγειλα τις κοίταξε με ένα βλέμμα
απελπισίας, σίγουρη ότι αν πιει ακόμα
τόσο θα ξεράσει. Κάθισε σε ένα σκαμπό
στη γωνία παραδομένη, σαν μποξέρ που τα
έχει δώσει όλα και κάτι προσπάθησε να
μου πει. Δεν άκουσα λέξη μέσα στον πανικό
αλλά ήταν ξεκάθαρο. Άδειασα τα ποτήρια,
έφερα τα παλτά μας και φύγαμε.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Είχε τα χέρια
σταυρωμένα και προχωρούσε με το κεφάλι
σκυμμένο. Φορούσε το παλτό της, κόκκινο
φουλάρι τυλιγμένο καλά γύρω απ' το λαιμό
και το γατίσιο σκουφάκι της, μάλλινο με
δυο αυτάκια να πετιούνται στην κορυφή.
Η μικροκαμωμένη, καρτουνίστικη μορφή
της με έκανε πραγματικά χαρούμενο που
την είχα μαζί μου.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Την κοίταζα να
προχωράει και σκεφτόμουνα πόσο όμορφα
περνάω μαζί της, όταν γύρισε και μου
είπε με παράπονο.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“Ρε Ορφέα δεν
ξέρω τι να κάνω με το γάτο μου.”</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“Τι έχει ο γάτος
σου κούκλα μου?” τη ρώτησα.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Γύρισε και με
κοίταξε όλο αγανάκτηση χωρίς να
ξεσταυρώσει τα χέρια.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“Δεν τον αντέχω
ρε Ορφέα! Δεν μπορώ να τον καταλάβω!”</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Ο εν λόγω γάτος
είναι ένα χοντρό κατάμαυρο κτηνάκι που
αντιπάθησα απ' την αρχή. Δεν είναι καθόλου
χαδιάρης, δεν θα 'ρθει να σου τριφτεί
στα πόδια, δεν θα σου κάνει νιάου. Την
πρώτη φορά που έκανα να τον αγγίξω με
κοίταξε στα μάτια, σήκωσε το πόδι και
με ξέσκισε με το πάσο του, σχεδόν
χειρουργικά. Χωρίς απότομες κινήσεις,
σα να μου λέει να, έτσι ξηγιέμαι εγώ
μαλάκα, πάρτηνα.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“Γιατί βρε, τι
κάνει?”</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Έφερα το χέρι
μου πάνω απ' τους ώμους της να την πιάσω
μα αυτή τραβήχτηκε και συνέχισε στον
ίδιο τόνο.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“Όταν κάθομαι
έρχεται και τρίβεται στα πόδια μου,
γουργουρίζει.. Μα όταν πάω να τον πιάσω
εκνευρίζεται και με νυχιάζει. Εκεί που
τον έχω ήρεμο και τον χαϊδεύω, χωρίς
προειδοποίηση γίνεται κακός και με
σκίζει.”</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“Ο γάτος σου
έχει θέματα.” είπα αστειευόμενος.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“Δεν ξέρω τι να
κάνω πια ρε Ορφέα! Κάθε φορά που αρχίζω
να πιστεύω πως τα πάμε καλά και η σχέση
μας δυναμώνει κάτι τον πιάνει και κάνει
μαλακία.” είπε παραπονιάρικα.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“Μπορεί απλά
να είναι έτσι ο χαρακτήρας του. Ζώο
είναι, τι περίμενες δηλαδή?” της
αντιγύρισα.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“Εγώ τι φταίω
όμως ρε συ? Τον έχω τόσο καιρό.. Θέλω,
θέλω πραγματικά να τα πάμε καλά, αλήθεια,
αλλά δεν ξέρω τι να κάνω. Δεν τον αντέχω,
τον βλέπω μέσα στο σπίτι και εκνευρίζομαι,
δεν ξέρω πως να νιώσω ή τι να σκεφτώ
γιαυτόν, δεν ξέρω πως να του φερθώ!”
φώναξε.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Το γατί. Το γατί.
Πού κολλάει τώρα το γατί? Τι διάολο?
Προσπάθησα να οργανώσω τις σκέψεις μου.
Τελικά γύρισα και της είπα όσο πιο ήρεμα
μπορούσα,</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“Κοίτα, μάλλον
τον έχεις παρεξηγήσει το γάτο σου. Απ'
το λίγο που τον ξέρω μπορώ να τον καταλάβω,
μην περιμένεις απ' αυτόν περισσότερα
απ' ότι είναι ικανός να σου δώσει.”</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Πήρα μια απόσταση
και άρχισα να προχωράω μπροστά. Είχα
φορτώσει. Αυτό το αλκοολικό θολωμένο
φόρτωμα που σου καίει το στήθος.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“Και στην τελική,
<i>μωρό μου</i>, αν ήθελες να 'ναι χαρωπός
και γλυκός να μην του έκοβες τα αρχίδια!”
είπα εκνευρισμένα.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Δεν είπε τίποτα
για λίγο, φτάναμε σπίτι πια. Πίστεψα πως
θα το λήγαμε εκεί μα συνέχισε.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“Δεν είναι αυτό
ρε Ορφέα. Η θηλικιά είναι ήρεμη και
γλυκιά, έρχεται, κάθεται στα πόδια μου
όταν διαβάζω, της μιλάω, την χαϊδεύω, μα
αυτός.. Δεν ξέρω τι σκέφτεται. Αλήθεια,
τον θέλω, αλλά δεν μπορώ να τον εμπιστευτώ.
Είναι λες και δεν με συμπαθεί καθόλου,
ώρες ώρες νιώθω σαν να τον έχω φυλακισμένο,
σαν να μη...” -- έτοιμος να σκάσω γύρισα
απότομα, έφερα το πρόσωπό μου μπροστά
στο δικό της και φώναξα,</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“ΚΟΦΤΟ γαμώ! Σε
φέρνω στην πόλη μου, σε βγάζω έξω και συ
είσαι με τα μούτρα μέχρι το πάτωμα! Τι
σκατά σε έχει πιάσει και μιλάς τόση ώρα
για το κωλόγατο? Αυτό έχει να μου πεις
μόνο? Τι με νοιάζει για το γάτο σου? ΓΑΜΑ
το γάτο σου!”</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Σταμάτησε. Με
κοίταξε με βλέμμα ξαφνιασμένο μα
απογοητευμένο. Όχι φοβισμένο. Προδομένο.
Μου πήρε λίγα δευτερόλεπτα να
συνειδητοποιήσω πόσο αδικαιολόγητο
ήταν το ξέσπασμά μου. Κόπηκα στα δύο.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“Συγνώμη... Δεν
ξέρω τι έπαθα, συγνώμη, δεν έπρεπε να
σου φωνάξω.” ψέλλισα.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Δεν είπε τίποτα,
κατέβασε το κεφάλι με τα χέρια ακόμα
στην ίδια στάση, έκρυψε το πρόσωπό της
βαθιά στο κασκόλ και αναστέναξε. Πλησίασα
όσο πιο ήρεμα μπορούσα και την άγγιξα.
Έγειρε διστακτικά στον ώμο μου, την
αγκάλιασα.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Μείναμε εκεί,
σιωπηλοί. Ξαφνικά οι δρόμοι φάνηκαν
υπερβολικά άδειοι, η πόλη υπερβολικά
ήσυχη. Ο αέρας υπερβολικά παγωμένος.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“Δεν το εννοούσα,
δεν ξέρω τι με πιάνει... Παρανόησα. Είμαι
πολύ μαλάκας, συγνώμη...”, ψιθύρισα.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Σήκωσε αργά το
κεφάλι της. Με κοίταξε μ' αυτό το μοναδικό
ανεξιχνίαστο βλέμμα, ψυχρό -μα όχι
σκληρό, σαν να ψάχνει κάτι <i>πίσω</i> απ'
τα μάτια μου, σαν να περιμένει, σαν να
θέλει κάτι να ακούσει ή να μου πει αλλά
με τέτοιο τρόπο που μου είναι αδύνατον
να προσδιορίσω τι θα μπορούσε να 'ναι
αυτό. Μ' αυτό το μυστικό, γατίσιο τρόπο
που έχω χαραγμένο στο μυαλό μου σαν
υστερόγραφο, που τόσες φορές προσπάθησα
να καταλάβω και άλλες τόσες κατάλαβα
πως δεν θέλω να καταλάβω.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Με κοίταξε για
μια αιωνιότητα με μάτια λυπημένα.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Τελικά με φίλησε
γλυκά και είπε κουρασμένα,
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“Πάμε σπίτι?”.</div>
</div>
Unknownnoreply@blogger.com2tag:blogger.com,1999:blog-5242409836898540.post-44325242006586676712014-11-07T06:09:00.000-08:002014-11-07T06:18:38.135-08:0061η Στάση στον Άγνωστο Σταθμό<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<style type="text/css">p { <span aria-haspopup="true" role="menuitem" tabindex="-1" id=":11.1" style="background: none repeat scroll 0% 0% yellow;" class="goog-spellcheck-word">margin</span>-<span aria-haspopup="true" role="menuitem" tabindex="-1" id=":11.2" style="background: none repeat scroll 0% 0% yellow;" class="goog-spellcheck-word">bottom</span>: 0.1in; <span aria-haspopup="true" role="menuitem" tabindex="-1" id=":11.3" style="background: none repeat scroll 0% 0% yellow;" class="goog-spellcheck-word">line</span>-<span aria-haspopup="true" role="menuitem" tabindex="-1" id=":11.4" style="background: none repeat scroll 0% 0% yellow;" class="goog-spellcheck-word">height</span>: 120%; }</style>
<br />
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
Εισιτήρια.
Μικρά κομμάτια χαρτί, μεγάλα κομμάτια
χαρτί. Σχισμένα, πολύχρωμα, φυλαγμένα
και ατσαλάκωτα, ξεχασμένα σε κωλότσεπες
και πλυμένα, διπλωμένα σε καραβάκια
και αφημένα σε στρατηγικά σημεία.</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<br /></div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
Πόσες διαδρομές
Θεέ μου. Καράβια, τρένα, αεροπλάνα, φέρυ,
ταξιά, λεωφορεία, πόσα και πόσα μικρά
αποκόμματα χωρίς σημασία, μικρές και
τερατώδεις σπατάλες πρώτης ύλης από
τότε που μπορώ να θυμηθώ τον εαυτό μου.</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<br /></div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
Πόσες φορές
με ξύπνησαν στο σταθμό? Με την κιθάρα
ανάμεσα στα πόδια, γερμένος στο παγωμένο
τζάμι με μια σαλιωμένη ζακέτα για
μαξιλάρι και τσόχα στο στόμα. Κοιτάω
γύρω μου προσπαθώντας να εστιάσω, τι
γίνεται που είμαστε?</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<br /></div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
Και βλέπω
τον Άγνωστο Σταθμό, τη στάση στη μέση
του πουθενά. Γκρίζοι τοίχοι ξεφτισμένοι
απ' το χρόνο, γυαλιστερά πλακάκια σε
μουντές αποχρώσεις άσπρου, γκρίζου και
μαύρου, και από πάνω ένα τεράστιο υπόστεγο
σε απειλητική γωνία. Μέσα, τουαλέτες,
παιχνίδια των πενήντα λεπτών με καταθληπτικά αρκουδάκια
που τελευταία φορά χρησιμοποιήθηκαν
το 1998, ένα αισχροκερδές μίνι μάρκετ με
τυρόπιτες, αναψυκτικά και κάθε πιθανό
συνδυασμό υδατάνθρακα και ζάχαρης, και
στη μέση το Ιερό του σταθμάρχη, διάφανο
και επιβλητικό. Γύρω απ' τα πολυγωνικό
κτήριο παρκαρισμένα δυο ντουζίνες
οχήματα, τα περισσότερα ογκώδη, πράσινα
υπεραστικά λεωφορεία.</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<br /></div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
Όποιος
σχεδίασε αυτό το σταθμό είχε μεγαλεπήβολα
και λαμπρά όνειρα για το αποτέλεσμά
του, όμως καθώς τα χρόνια πέρασαν η
χωριάτικη ανάσα της μικροαστικής
νεομπουρζουαζίας θόλωσε την όποια λάμψη
που ίσως να το διέκρινε κάποτε. Τώρα όλα
φαίνονται απλά γκρίζα, γκρίζα και παλιά.
Σαν να χρειάζονται καθάρισμα, ή βάψιμο.</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<br /></div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
Πρέπει να
'χω βρεθεί πάνω από 60 φορές σ' αυτό το
σταθμό, κι όμως ποτέ δεν μπήκα στον κόπο
να μάθω πού ακριβώς βρίσκεται, ή πως
λέγεται. Για 'μένα, είναι ένα ακόμα σημείο
αναφοράς στη μέση του πουθενά, ένα
τσιγάρο με το ζόρι ακόμα, ένα κατούρημα,
ένα ακόμα τέταρτο στάσης.</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<br /></div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
Κοιτάω έξω
απ' το παράθυρο. Αριστερά μου πίσω απ'
τα σταθμευμένα μεταφορικά μεγαθήρια
δεσπόζει ένα γκριζομπλέ θαμπό βουνό,
και λίγο πιο πάνω του σε ότι φαντάζει
μίας ώρας απόσταση, ένας ακόμα πιο θαμπός
ήλιος. Τεντώνω το κεφάλι μου πάνω απ'
την πλάτη του μπροστινού καθίσματος. Τα
κόκκινα ψηφιακά γράμματα στο κοντέρ
δίπλα απ' τον οδηγό λένε, 15 10. Και μετά
16.35. Τεσσεράμισι λοιπόν και νυχτώνει. Ο
χειμώνας μας σφυρίζει απ' τη γωνία με μέρες ελάχιστες και αναπάντεχα κρυολογήματα.</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<br /></div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
Αφού κατέβει
και ο τελευταίος επιβάτης χασμουριέμαι
βίαια στη θέση μου, δυνατά, σαν αγρίμι.
Από πάντα απολάμβανα τα λίγα λεπτά
απόλυτης σιωπής στα λεωφορεία. Καθ' όλη
τη διάρκεια της υπόλοιπης διαδρομής
είσαι υποχρεωμένος να ανεχτείς κάθε
μορφής μπιφτεκιά, γκομενοσυζητήσεις,
παππούδες που κλάνουν, ροχαλητά. Τα μωρά
ποτέ δεν με πείραξαν. Αυτές οι λίγες στιγμές
σιγής στο άδειο όχημα είναι φύλλα χρυσού
για τ' αυτιά μου. Άσε που όλοι αγχώνονται
πως τους ψειρίζω τα τιμαλφή και με
διασκεδάζουν με τα ύποπτα βλέμματα και
τα σιγανά ψιθυριτά τους.</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<br /></div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
Οι άνθρωποι
μιλάνε στο τηλέφωνο στις στάσεις. Παίρνουν
τη μάνα, το γκόμενό, την κολλητή, τον
αδερφό τους, λένε μαλακίες αδιάφορες
και ανούσιες, τι φάγανε το πρωί ή πόσο
τα πήραν που θα χάσουν το σόου στην
τηλεόραση (αλλά εντάξει μωρέ, θα το δούνε
στο ίντερνετ), ή πως πήγαν στο βεσέ και
είδαν μια σερβιέτα κολλημένη στον τοίχο
ή μια κουράδα “να!”... Μαλακίες. Προσπαθώ
να μην τους κρίνω πολύ αυστηρά, αλλά
έχω γενικότερα την εντύπωση πως οι
άνθρωποι πια μιλάνε πολύ στο τηλέφωνο.
Ίσως είναι μια μικρή προσπάθεια να
καθαρίσουν τις σταγόνες της θλίψης απ'
το τζάμι του θλιβερού τους εαυτού, να
υπενθυμίσουν σε κάποιον πως υπάρχουν
κι αυτοί, πως ενεργούν, πως σκέπτονται,
πως είναι ακόμα ζωντανοί. Αλλά κατά
κύριο λόγο, απλά έχουν εθιστεί στον
πολυτέλεια της τηλεπικοινωνίας.</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<br /></div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
Ντάξ, μη με
πάρεις με τις πέτρες. Δεν μιλώ εκ του
ασφαλούς. Μπορώ να καταλάβω πόσο σημαντικό
ψυχολογικό μπούστ είναι να ακούει
κάποιος τις καθημερινές σου ασήμαντες
περιπέτειες σαν να του διηγείσαι μια
αποστολή στη σελήνη. Όλοι μας μόνοι
νιώθουμε. Απλά για τους τάδε, δείνα, Χ-Ψ
λόγους δεν μ' αρέσει να μιλάω στο τηλέφωνο.
Δεν έχω ποιόν να πάρω ή τι να πω, και κατά
κύριο λόγο δεν έχω κινητό. Το ξέχασα για
πεντηκοστή φορά στο ταξί που προσπαθούσε
να προλάβει το καράβι την τελευταία
φορά που έκανα αυτό το ταξίδι απ' την
ανάποδη. Και το επόμενο που μου χάρισε
η γιαγιά μου, μου το 'φαγε ένας τρελός
στα Γιάννενα πριν δυο βδομάδες. Αν το
'χα όμως, ίσως και να 'περνα το Γιάννη,
να τον ρωτήσω τι έγινε τελικά μ' εκείνη
τη μαροκινή γκομενίτσα.</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<br /></div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
Κατεβαίνω
στρίβοντας τσιγάρο. Ο ήλιος με τυφλώνει,
κόβω ταχύτητα, σφαλίζω τα μάτια. Ανάβω
το τσιγάρο, ο ντεμέκ βιολογικός καπνός
μου θερίζει τα πνευμόνια. Φυσάω και
ανοίγω τα βλέφαρα αργά, με σμιγμένα τα
φρύδια, σαν τον Μάρλμπορο Μαν.</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<br /></div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
Ένα ακόμα
βιαστικό τσιγάρο στον Άγνωστο Σταθμό,
που συνεχίζω να μην έχω καμία διάθεση
να μάθω που είναι. Για μένα, είναι ακόμα
ένα ξεμούδιασμα και επτά χασμουρητά.</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<br /></div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
Γύρω – γύρω
πεδιάδα. Αριστερά, μια σειρά ψηλές
καλαμποκιές και από πίσω ένα κτήμα με
οπωροφόρα και γαλοπούλες. Ανάμεσά τους
αράζει ένα σκυλί, ψωριάρικο και γέρικο,
δεν δείχνει να έχει όρεξη να παίξει μαζί
τους.</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<br /></div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
Μπροστά μου
διαδοχικά, το πράσινο τοίχος των
παρκαρισμένων υπεραστικών, το βουνό
και ο ήλιος. Προχωρώ ανάμεσα απ' τα ατσάλινα θηρία,
από πίσω τους κρυμμένο ένα απέραντο
τοπίο από αμπέλια, σπαρτά, καλαμπόκια,
δέντρα (ίσως ελιές?) και ελάχιστα κτίσματα
μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι, στη ρίζα
του όρους. Σφηνώνω το τσιγάρο ανάμεσα
στα χείλη, ξεκουμπώνω το παντελόνι και
προσπαθώ να κατουρήσω πάνω απ' το τοιχάκι
και στο πιο κοντινό αμπελόκλημα.</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<br /></div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
Εξηκοστό
πρώτο κατούρημα πάνω απ' το τοιχάκι,
εξηκοστό δεύτερο τσιγάρο στον Άγνωστο
Σταθμό. Κάποτε το λεωφορείο είχε πάθει
βλάβη και πρόλαβα να ανάψω δύο. Κάποτε
πριν χρόνια τράκαρα το ίσως τριακοστό
έκτο μου τσιγάρο απο ένα τσιγγάνο στην
τότε ηλικία μου, όχι πάνω από 22, ο οποίος
μου μίλησε για το αμάξι του, και τον
πατέρα του και για τη γυναίκα και το γιο
του. Για το πώς ήθελε να γυρίσει στη
Ρουμανία στη γιαγιά του, μα τον πάντρεψαν
και του πήραν κουρσάρα και τον έβαλαν
να δουλέψει παλιατζής το φορτηγό. Λέει
“τι να 'κανα, όταν είσαι 13 είναι γλυκό
το μουνί και το τιμόνι. Έκατσα.” Του 'πα
πως δεν τον κατηγορώ, πως δεν ξέρω να
οδηγώ και πως πρώτη φορά πήδηξα στα 19.
Γελάσαμε.</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<br /></div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
Μαζεύω το
παντελόνι μου, παίρνω το τσιγάρο απ' το
στόμα και κάθομαι να αγναντέψω τον κάμπο
ακουμπισμένος στο τοιχάκι, λίγο πιο
δίπλα απ' τα κάτουρα όμως.</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<br /></div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
Βλέπω τα
χαμόσπιτα ταπεινά και γκρίζα, τα αμπέλια,
ταπεινά και πράσινα, μα γκρίζα, το βουνό,
τον ήλιο, τον ουρανό, γκρίζα, γκρίζα,
γκρίζα.
</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<br /></div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
Και οι άνθρωποι
που μένουν εδώ γκρίζοι να' ναι? Και γω
αν έμενα εδώ όλη μου τη ζωή, γκρίζος θα
'μουν άραγε? </div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<br /></div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
Φαντάστηκα τον εαυτό μου
να περνάει εξήντα και μία φορές απ' αυτό
το σταθμό, να διανύει τις αποστάσεις
στο χάρτη της Ελλάδας χαράζοντας νοητές
γραμμές, χτυπώντας τα σύνορα ξανά και
ξανά και ξανά σαν μύγα κλεισμένη σ' ένα
μικρό, διάφανο μπουκαλάκι. Τι χρώμα έχει
ο άνθρωπος μύγα? Ο άνθρωπος με τα εξήντα
ξεκινήματα, ο άνθρωπος που δεν ενδιαφέρεται
να ονομάσει τους σταθμούς? Και αυτό του
το ξεκίνημα, το εξηκοστό πρώτο πού θα
τον βγάλει? Το μπουκαλάκι θα ραγίσει
απ' τα χτυπήματα ή μήπως θα μάθει να το
ανοίγει από μέσα? Φαντάσου να 'ταν από
πάντα ανοιχτό. Κι αν οι σταγόνες της
θλίψης του θολώσουν τα τοιχώματα, θα τα
καθαρίσει μ' ένα τηλεφώνημα? Τι χρώμα θα
'χει ο άνθρωπος μύγα μέσα στο μικρό του
μπουκαλάκι όταν κουραστεί να χτυπάει
το κεφάλι του στον τοίχο?</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<br /></div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
Βήχω, πνίγομαι,
φτήνω, ο καπνός μου καψαλίζει τα
ταλαιπωρημένα πνευμόνια. Κάνω μεταβολή,
πιάνω το τσιγάρο ανάμεσα στο δείκτη και
τον αντίχειρα, το εξφενδονίζω πάνω στη
γιγαντιαία ρόδα του πλησιέστερου
οχήματος. Βγάζει σπίθες, μα δεν έχει
αρκετό σκοτάδι για να λάμψουν φαντασμαγορικά
όπως στις ταινίες.</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<br /></div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
Ανεβαίνω στο
λεωφορείο, κάθομαι στη θέση μου, πάντα
δυο καθίσματα μπροστά απ' τη γαλαρία,
αριστερά. Βιαστικά, ανεβαίνουν δυο –
τρεις ´αλλοι επιβάτες, με κοιτούν
καχύποπτα και τσεκάρουν θορυβημένοι
τις τσάντες τους, μετά κάθονται. Ακολουθούν
και οι υπόλοιποι, μετά ο οδηγός.</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<br /></div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
Γέρνω στο
παράθυρο, σφίγγω το παλτό. Βολεύω την
κιθάρα στα σκέλια μου, βάζω τη σαλιωμένη
ζακέτα ανάμεσα στο κεφάλι μου και το
παγωμένο τζάμι. Η μηχανή παίρνει μπρος,
κοιτάζω απ' έξω. Στο μεγάλο, ψηφιακό
ρολόι του σταθμού γράφει με κόκκινα
γράμματα, 15 10, και μετά 16.50. Από κάτω
διαβάζω για πρώτη φορά “ΚΤΕΛ Ν.ΦΘΙΩΤIΔΑΣ”.</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<br /></div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
Μπα?</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<br /></div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
Ώστε έτσι,
ε?</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<br /></div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
Ο οδηγός
βάζει μπρος, το όχημα έχει αρχίσει να
κινείται με την όπισθεν. Το ρυθμικό
τουτ-τουτ-τουτ με νανουρίζει. Κλείνω
τα μάτια, βολεύομαι.</div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
<br /></div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0in;">
Δε γαμιέται.
Μια στάση ακόμα στον Άγνωστο Σταθμό.</div>
</div>
Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-5242409836898540.post-10477154996139478822014-06-18T09:21:00.000-07:002014-06-18T09:22:06.435-07:00Καρτ Ποστάλ<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Έσκασα Πειραιά
Κυριακή πρωί, 6 η ώρα σαν ψάρακας. Τρεις
ώ<span lang="en-US">ρες</span> ύπνο τρεις μέρες
τώρα, κάτι μάτια πρεζαρέα και σακούλες
<span lang="en-US">jumbo </span>απο κάτω. Φράγκα μηδέν,
ατσίγαρος, με πέντε άπλυτα στη μια τσάντα
και το κλαρινάκι στην άλλη. Στήνομαι 8
η ώρα στο μετρό, τάκα – τάκα, σε μισή ώρα
6 ευρώ, γαμάω – τάο. Πακετάκι, εσπρεσάκι
φρεντάτο και φύγαμε για Μοναστηράκι.
Της Αγίας Καριόλας γινότανε, κόσμος
παντού να μη μπορείς να περάσεις, λες
και το μετρό ήταν η φωλιά και χυνόταν
τα μερμήγκια μιλιούνια – μιλιούνια,
κινεζάκια γερμανάκια ότι θες. Με τρελαίνει
αυτό στην Αθήνα. Αράζω σε καμιά γωνιά
και κόβο φάτσες, ιστορίες ολόκληρες,
Οδύσσειες και Ιλιάδες περνάνε πολυβολικά
απο μπροστά μου, ίσα που προλαβαίνω να
τους διαβάσω.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Στήνομαι στα
αρχαία κάτω απ την Ακρόπολη, ξαναδένω
το όργανο και πιάνω το <span lang="en-US">vibe </span>του
κοινού. Λίγο αραχτοί, πολύ χαλαρά,
Κυριακάτικη βόλτα φάση θέλετε κύριοι
και αυτό ακριβώς θα σας δόσω. Μουσική
απο <span lang="en-US">soundtrack </span>γαλλικού
κινηματογράφου, νότες λυγισμένες, μισές,
να στάζουν έρωτα, ανεμελιά και γαρνιτούρα
μια γλυκιά, γλυκιά μελαγχολία να σου
τρυπάει την καρδιά.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Μια ώρα 20 ευρώ.
Πακέτο λάκι, σουβλάκι, και δρόμο σταθμό
Λαρίσης να βγάλω το εισιτήριο. Στο γκισέ
μου λένε 30 το κανονικό, 14 το μεσονύκτιο.
Έκλεισα για το δεύτερο.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Η ώρα 3. Βαριέμαι,
έχω να σκοτώσω 7 ώρες. Σκάω σε ένα μαγαζί
που έπαιξα λαιβ πριν κάτι μήνες, τι λέει
μου λένε, κυριλέ τους απαντώ, να κεράσουμε
κάτι, λέω έχω πιει τρεις καφέδες, θα
απογειωθώ και μετά ποιος με πιάνει,
σφηνάκι τζακ καλύτερα. Το πίνω. Λέει
σήμερα δουλεύει και ένα φιλαράκι σου
στις 6. Γαμώ λέω θα 'ρθω να τον δω. Αφήνω
τα μπαγκάζια εκεί και αρχίζω σουλάτσα,
πάνω κάτω το κέντρο με μια μπύρα στο
χέρι.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Ο δρόμος με
βγάζει ακρόπολη, πάω στην είσοδο λέω
δεν έχω φράγκο. Λέει αν είστε φοιτητής
κύριε μπαίνετε τζαμπαντάν. Λέω φοιτητής
είμαι, κύριος σπανίως. Κυριλέ σκυλάκο,
μου λέει και μου κλείνει -μπλίνκ!- το
μάτι το αριστερό. Κάνω να μπώ, με σταματάει,
λέει πάνε στο γκισέ να σου δώσουν
εισητήριο ελευθέρας γιατί η Μέρκελ
μετράει πόσοι μπαίνουνε στο έτσι. Ά την
μπάμπο, την κωλόγρια. Ντροπή της.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Βγάζω μπιλιέτο,
αρχίζω να περιφέρομαι στο χώρο. Ωραία
τα μάρμαρα παιδιά, αλλά όποιος έχει πάει
Παρθενώνα σίγουρα καταλαβαίνει γιατί
ήμουν συνεχώς με το καβλί στο μέτωπο.
Τζαπανέζες βγαλμένες απο <span lang="en-US">hentai,
schoolgirl </span>φάση με πουλόβερ, φουστίτσα
και κορδέλες, μαλάκααα φρίκη. Αμερικανέζες
τσιρλίντερς με τα μπούτια μόστρα και
δώσε. Ξεναγοί να ξεναγούν τους ξεναγώμενους
στη<span lang="en-US">n</span> αθάνατη αρχαία ιστορία
μας και μένα μόνο μια λέξη στο μυαλό
μου: <span lang="en-US">bukkake.</span></div>
<div lang="en-US" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Άραζα πάνω –
πάνω, στην άκρη, εκεί που κυματίζει η
ένδοξή μας γαλανόλευκη, το καμάρι μας,
το σύμβολο του ελληνισμού, η πεμτουσία
της γνώσης και του πνεύματος, το δεξί
βυζί μας. Κοιτάζοντας τον ορίζοντα με
έπιασε ίλλιγκος. Το τοπίο έμοιαζε με
κεφάλι καρκινοπαθούς που κάνει
χημειοθεραπεια. Παντού τσιμέντο και
τούφες – τούφες πράσινο μέχρι εκεί που
φτάνει το μάτι. Με αρρώστησε. Το τοπίο
ήταν βιασμένο. Ο τόπος ήταν βιασμένος.
Όση ώρα στεκόμουν εκεί, απο κάτω ο
κλασσικός γύφτος διατυμπανούσε τα
λουλούδια του. Ανάμεσα στα “ορτανσίες,
ζουμπούλια, σκυλάκια έχω” τον ακούω να
κάνει πονηρά “γεια σου μαράκι όμορφο...”,
έκλασα στα γέλια.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Έψαχνα μια γωνιά
να κατουρήσω όταν ακούω απο ένα καμαράκι
φύλακα “εισιτήριο έχετε κύριε?”.
Πλησιάζω, βλέπω ένα σάπιο γέρο με σάπια
δόντια σάπια μάτια και σάπιο στυλάκι.
Τον πλησιάζω αργά, βγάζω το απόκομμα απ
την τσέπη , αυτός απλώνει το χέρι, κάνει
να το πιάσει το τραβάω, του γελάω. Λέει
κάτι μέσα απ τα δόντια του, τελικά του
το δίνω. Το κοιτάζει, “γιατί έχετε
ελεύθερη είσοδο κύριε?”, είμαι επίτιμος
προσκεκλημένος της Μέρκελ, λέω, ήρθα να
δω αν έχετε γυαλίσει τα πόμολα. “Άσε τα
καλαμπούρια φιλαράκο” κάνει βαριεστημένα
τσατισμένος, η μυτάρα του είναι κατακόκκινη
απ' τα ξύδια, μοιάζει αμυδρά με το
Μπουκόφσκι. “Δεν νομίζω πως σας έδωσα
το δικαίωμα να μου μιλάτε στον ενικό”
του γυρίζω με ύφος αρχιπαππά σε λειτουργία,
“κύριε”. Τσιμπάω το εισιτήριό μου με
τουπέ και φεύγω. Στο σημείο που το
κρατούσε ο λίγδας τώρα υπάρχει μια
λιπαρή, μαυροκαφέ μουτζούρα. Το πετάω
και συνεχίζω τη βόλτα μου.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Κάποτε βαρέθηκα,
κατηφορίζω για πιο κεντρικά. Αράζω σε
ένα τσιπουράδικο Μοναστηράκι κοντά
πλατείας κλεπταποδοχικών, ξέρεις, αυτή
με τις αντίκες. Ότι μαλακία μπορείς να
φανταστείς. Κοιτάζω ένα ταλαιπωρημένο
σαξόφωνο κρεμασμένο ηλιθιοδώς απο ένα
γάτζο. Δίπλα μου δυο χιπστεράδες τσεκάρουν
ένα τηλέφωνο που έχει τα τριπλάσια
χρόνια τους και κατα πάσα πιθανότητα
δεν δουλεύει καν. Ρωτάνε πόσο. 80 τους
λέει. Κοιτιούνται, κάτι ψιθυρίζουν
συνωμοτικά, βγάζουν πορτοφόλια, λένε
έχουμε 60. Εντάξει τους κάνει ο άλλος,
δικό σου. Ιησούς χριστός νικά.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Το παιδί που
δουλεύει το μαγαζί είναι πολύ αλάνι.
Μου φέρνει ουζάκι, παίρνει τη μπύρα του
αράζει στο τραπέζι μου και τα λέμε μια
ψιλή. Μάγειρας είναι λέει, είχε προβλήματα,
είναι απο τη Ζάκυνθο, είχε πέντε χρόνια
σχέση σόγαμπρος λέει, βγάζει χίλια το
μήνα λέει, δεν πιστεύω λέξη. Τα μπράτσα
του σκαμμένα, τα μούτρα του ξούρα. Όταν
ήταν μικρός ήταν γραμματιζούμενος λέει,
διάβαζε βιβλία. Θυμάται μια ιστορία που
η ηρωίδα ζούσε σε μια σοφίτα και έγραφε
ημερολόγιο. Πόσο χρονών είσαι, του λέω,
23 μου κάνει.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Πίνω τρία ουζάκια,
το αλάνι τα γεμίζει μέχρι απάνω, μεθάω.
Μπροστά μου παρελαύνουν ιστορίες για
αγρίους. Δυο πρεζάκια αγκαλιά, ζούνε το
φαρμακομένο τους έρωτα. Δυο θείες αγγαζέ
με ένα παχουλό παιδί που κρατάει 3 μεγάλες
τσάντες και ζητάει συνέχεια να του
πάρουν κάτι, αυτές δεν του χαλάνε χατίρι.
Μια θεία ντυμένη σαν ματνάμ του <span lang="en-US">'</span>30,
καπελαδούρα με φτερό, γούνα παλτό,
διαστημικά γυαλιά, προφυρό κραγιόν στα
γερασμένα χείλια, οι άκρες κάνουν τόξο
προς τα κάτω. Αγκαλιά της ένα διστυχισμένο
ποντικόσκυλο, τα μάτια του παρακαλάνε
“σκοτώστε με”. Τρείς καφρομεταλλάδες
μιλάνε για ξύλο, κλέφτες πλασάρουν μούφα
<span lang="en-US">iphone, </span>μπάτσοι κοζάρουν με
στυλ.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Μια θεία 40φεύγα
κάθεται στο τραπέζι μου, λέει γεία σου
ομορφόπαιδό, τσιμπουκάκι 12 ευρώ. Μου
χαμογελά με τρία δόντια, το στόμα της
οχετός, και γώ το μόνο που καταφέρνω να
σκεφτώ είναι γιατί 12 και όχι 10, να ναι
στρογγυλό. Τώρα αυτό είναι καλό ή κακό
μάρκετινγκ? Όχι ευχαριστώ λέω, είμαι
παντρεμένος και σηκώνω την παλάμη μου.
Γελάει, μου λέει έχεις τσιγάρο? Της δίνω,
την ανάβω. Κερνάς ουζάκι, λέει? Κοιτάζω
τα ψιλά στην τσέπη μου. Βγαίνω. Κάνω σήμα
στο αλάνι, φέρνει τα ποτήρια με το θωλό
υγρό και μπανίζει την κυρία με σμιγμένα
τα φρύδια. Του κλείνω το μάτι αλλά φοράω
γυαλιά και δεν το βλέπει. Στη υγειά σου
ομορφόπαιδο μου λέει η πόρνη, τσουγκράμε.
Το κατεβάζει όλο, καπνίζουμε σιωπηλοί.
Καίγομαι να τη ρωτήσω γιατί 12 και όχι
10, πάνω που μαζεύω το θάρρος σηκώνεται
και φεύγει χωρίς να πει λέξη. Παρακαλώ,
ψιθυρίζω.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Ώρα 7. Αραδιάζω
τα ψιλά μου στο τραπέζι, αφήνω ένα
πενηντάλεπτο κάτω απο κάθε ποτήρι.
Χαιρετάω το αλάνι δυο φορές μα δεν γυρνά
επίτηδες. Γυρίζω και μαζεύω τα πουρμπουάρ,
τραβάω για Θησείο.
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Ο ουρανός
συννεφιασμένος αλλά δε μασάω. Στήνω το
όργανο, κάθομαι στη γωνιά και παίζω. Πω,
μάγκα, είμαι κόκκαλο. Παίζω καλά όταν
είμαι κόκκαλο. Έχω πωρωθεί, την έχω δει
και την ακούω. Οι μελωδίες είναι εφιαλτικές
αλλά ακαταμάχητες, οι νότες μου βγαίνουν
σαν σφαίρες, είμαι εκεί, κρατάω τη φάση
απ' τα μαλλιά και της χτυπάω τα κωλομέρια,
είμαι ο μαν.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Έχω λυγίσει προς
τα κάτω. Έχω μαζέψει πλήθος γύρω μου. Τα
φράγκα πέφτουνε βροχή στο μικρό κασελάκι.
Τώρα πουστιά θα μου πεις -και είναι- αλλά
το κασελάκι μου είναι τέτοιο που αν
ρίξεις το κέρμα απο ψηλά θα αναπηδήσει
και θα κυλήσει απ' έξω. Θα διορθωνόταν
εύκολα με ένα μαλακό πανί αλλά γουστάρω
να σας βλέπω να κυνηγάτε τα δίευρα στην
άσφαλτο κουφάλες. Με διασκεδάζει.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Άρχισε μπόρα,
αλλά έχω ήδη κατεβάσει καταιγίδα και
δε δίνω δεκάρα. Βάζω την κουκούλα,
σηκώνομαι όρθιος να πάρω κλίση προς το
όργανο μη βραχεί πολύ. Δεν σταματάω,
ρίχνω κεραυνούς, αν σταματήσω θα
σταματήσει να περιστρέφεται η γη. Ένας
τουρίστας ρίχνει -κλινκ!- κάτι ψιλά, λέει
στον δίπλα του “<span lang="en-US">Man, dude's crazy!”
</span>χαμογελάω στο τσιμπούκι χωρίς να
ανοίξω καν τα μάτια. Όταν παίζω είμαι
τυφλός. Έχω μουσκέψει άσχημα, ρίχνει
καντάρια και το όργανο άρχισε να βρέχεται
επικίνδυνα, έχει πάρει νερό και η θήκη.
Μαζεύω όπως-όπως, ψάχνω υπόστεγο, λύνω
το όργανο και γυρίζω στο μαγαζί.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Το φιλαράκι
είναι εκεί, έχει δουλειά το μαγαζί.
Φιλιόμαστε σταυρωτά τρείς φορές όπως
κάνουνε τ'αδέρφια. Μου βάζει κονιάκ, η
σερβιτόρα μου δίνει στεγνή μπλούζα.
Είναι ροζ και γράφει “<span lang="en-US">Hello
Kinky”.</span> Ο αφεντικός πίνει τσίπουρο-ρεντ
μπουλ στη γωνία παρέα με κάτι σένια
γκομενάκια. Δίπλα μου μια τσατσά και
ένα πανύψηλος φαλακρός ο οποίος
υποπτεύομαι πως μου την πέφτει.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Το μαγαζί είναι
να κλείνει σε μια βδομάδα και η κάβα
είναι για κλάματα. Ο μπάρμαν φτιάχνει
σανγκριές με κρασί της παρέας και γεμίζει
παραγγελίες <span lang="en-US">Jameson </span>με <span lang="en-US">Haig
</span>και ότι άλλο βρεί μπροστά του. Κόβει
για μεζέδες μαραμένα καρότα και σάπια
αγγούρια, δίνει ρακί με λεμονάδα αντί
για τεκίλες, φτύνουμε μέσα στους καφέδες.
Είναι όλοι στα αρχίδια τους και πίνουμε
σαν πούστηδες, γελάμε σαν τρελοί. Ο
αφεντικός γελάει δυνατά και λέει “θα
μου το κλείσετε μαλάκες το μαγαζί!”.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Πιάνω κουβέντα
φιλοσοφική με το φαλάκρα, αρχίζουμε τα
ούζα. Μου λέει έχεις μέσα σου το δαίμονα,
μα βάζεις στόχους μεγάλους και θα
δυστυχήσεις. Λέω γιατί? Γιατί είναι
άπιαστοι μου λέει. Δες το φίλο σου, είναι
σαν εσένα αλλά είναι ευχαριστημένος
μ'αυτό που έχει, δεν στοχεύει στη
στρατόσφαιρα. Εσύ κυνηγάς μύλους, και
στο τέλος θα σε αλέσουνε. Όλα έχουν το
τίμημά τους.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Βγάζει ένα βιβλίο
χιλιοσημειωμένο, δεν μπορώ να ανακαλέσω
το όνομα του συγγραφέα, κάποιος αρχαίος.
Ψάχνει και μου δίνει να διαβάσω. Λέει
αυτοί που έχουν μέσα τους το δαίμονα
πολλές φορές στο κρασί και τη ρακί
βυθίζουν το κεφάλι τους να ησυχάσουν,
μην ξέροντας πως ησυχία δεν θα βρούν
ποτέ. Μόνο στη συνειδητοποίηση αυτής
της κατάστασης θα γνωρίσουν πλήρωση.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Βγάζω απο την
τσάντα μου ένα βιβλιαράκι με ποιήματα
ενός ρώσου αλκόλα μηδενιστή, 'τσο &
'λο απ' την αρχή ως το τέλος, του γράφω
αφιέρωση “Έχεις δίκιο καλέ μου φαλάκρα
αλλά πολλές μαλακίες για μια μέρα και
δεν αντέχω άλλο. Στην υγειά σου.” και
του το χαρίζω. Δακρύζει, με φιλά γλυκά
στο μέτωπο. Πάω στη χέστρα, ξερνάω.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Έντεκα παρά και
είμαι κόκκαλο, δεν βλέπω μπροστά μου.
Βγάζω τα ψιλά να πληρώσω, το μαντήλι
ανοίγει, πέφτουν όλα κάτω και σκορπίζονται
σε ακτίνα 5 μέτρων. Πανικός, αρχίζουμε
μαζεύουμε. Μαζέψαμε ένα τριαντάρι, λέω
μου φτάνει, όσα βρείτε πορμπουάρ. Ο
τσίπουρο-ρεντ μπουλ με κερνάει ένα
τσίπουρο-ρεντ μπουλ, το πίνω κούπα,
φορτώνομαι τα πράγματα και φεύγω. Σφυρίζω
για ταξί όπως κάνουν στις αμερικάνικες
ταινίες. Δεν πιάνει. Σηκώνω χέρι. Πιάνει.
Σταθμό Λαρίσης φίλε.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<span lang="en-US">~ ~
~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~~ ~ ~~ ~ ~ ~~~ ~~ ~ ~ ~
~ ~~ ~ ~~ ~ ~ ~ ~ </span>
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Το τρένο είναι
φίσκα. Στη θέση δίπλα μου κάθεται μια
ομορφούλα, Πηνελόπη τη λένε και σπουδάζει
σαλόνικα ψυχολογία. Της αρέσει ο <span lang="en-US">Tom
Waits, </span>τον έμαθε απο το <span lang="en-US">Dead
and Lovely. </span>Της δίνω να ακούσει όλο το
σιντί <span lang="en-US">Alice </span>απο το <span lang="en-US">mp3
</span>μου όσο καπνίζω στο ενδιάμεσο των
βαγονιών.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Παρέα μου στο
καπνιστήριο ένας Λαρισαίος <span lang="en-US">cyberpunk
</span>με πορτοκαλί μοικάνα και πολύ
φατσούλα, ένας πορτιέρης απο την Κοζάνη
με τατουάζ περικεφαλαίες και μαιάνδρους
και ένα ζευγάρι τσιγγάνων, όχι πάνω απο
18. Η μικρή είναι με την κοιλιά τούρλα
και πονάει. Ο δικός της την κοιτάει με
βλέμμα απελπισμένο, πάνε στο Βόλο στη
θεία του που είναι μαμή να την ξεγεννήσει,
το νοσοκομείο δεν τους παίρνει γιατί δεν
έχουνε χαρτιά. Ο φασίστας τους κοιτάει
περίεργα, τον κοιτάω σε φάση δεν με
ενδιαφέρει ποιος είσαι και τι κάνεις
φίλε, δικαίωμα και γούστο σου αλλά ούτε
που να το σκέφτεσαι. Θα καπνίσουμε και
θα γελάσουμε και μέχρι εκεί. Τον κερνάω
τσιγάρο, χαμογελάει και με βαρά στον
ώμο. Ωραίο τυπάκι. Μπέιμπι φέις και
στρογγυλός, πολύ συμπαθής.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Το ανήλικο
<span lang="en-US">soon-to-be-family </span>ζεύγος έχει
στρώσει κουβέρτες στο πάτωμα αλλά μπάζει
νερό και <span lang="en-US"> </span>κρύο απο παντού,
η μικρή κλαίει. Λέω στον τσιγγάνο έλα
να βάλουμε την κοπέλα στη θέση μου γιατί
δεν την βλέπω καλά εδώ. Τη βολεύουμε
μέσα, με φιλάει σταυρωτά και λέει
ευχαριστώ. Λέω στην Πηνελόπη να τη
φροντίσει, την κερνάει μπισκότα και
νερό, αρχίζουν συζήτηση, γελάνε. Η διαφορά
φάσης είναι μεγάλη αλλά διάολε, στο
κάτω-κάτω είναι απλώς δυο κοριτσάκια.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Κουκουλώνομαι,
σφίγγω το κασκόλ, σηκώνω το πέτο του
παλτού, βάζω στα ακουστικά Μάλαμα και
αράζω σε μια γωνιά δίπλα στην πόρτα μπας
και καταφέρω να κοιμηθώ. Ο πάνκης και ο
πορτιέρης μιλάνε για γκόμενες και
γελάνε. Όλα είναι καλά. Όλα είναι κα-</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
-ξυπνάω μες στον
πανικό, δίπλα μου η τσιγγάνα ξαπλωμένη,
απο πάνω της 5 άτομα να φωνάζουν σαν
τρελοί και να της δίνουνε σφαλιάρες και
νερό. Πίσω μας μια θεία κλαίει. Σηκώνομαι,
πιάνω τον πάνκη λεω τι σκατά, λέει δεν
ένιωθε καλά, βγήκε να πάρει αέρα και
λιποθύμησε. Τη σηκώνουμε όρθια, βγάζω
το παλτό, τυλίγο το κορμάκι όπως όπως,
τη δίνω αγκαλιά στον δικό της και την
πάμε πάλι μέσα.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Ξαναβγαίνω,
ανάβω τσιγάρο, τα χέρια μου τρέμουν, μου
πέφτει. Ο πορτιέρης λέει φώναζα στον
ύπνο μου. Ανασηκώθηκα λέει και άρχισα
να ουρλιάζω, τον κοίταξα στα μάτια και
ξανακοιμηθηκα. Λέω έχω μέσα μου ένα
δαίμονα, μάλλον δεν σε συμπάθησε. Λέει
επειδή είμαι χοντρός? και γελάει. Λέω επειδή είσαι
Τοξότης, δεν ταιριάζετε.
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Για ύπνο ούτε
λόγος πια. Κερνάμε ο ένας τον άλλο τσιγάρα
με τη σειρά μέχρι να αδειάσουν τα πακέτα.
Ο πάνκης ντάβιντοφ (ε μα..), ο πόρτας
κάμελ, ο τσιγγάνος μάλμπορο και εγώ
καρέλια. Μιλάμε για οικογένειες, για
γυναίκες, για όνειρα και για καρδιές
κουρέλια. Για χρόνια δύσκολα, για αίμα
στα χέρια και πόνο. Για υπομονή, για
κουράγιο και ελπίδα.
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Ο πόρτας έχει
δυο μικρά παιδιά, μας δείχνει φωτογραφίες.
Η μπέμπα έχει μια σπάνια ασθένεια στο
αίμα και παίρνει φάρμακα απο τα γενοφάσκια
της. Ο πάνκης είναι <span lang="en-US">hacker, </span>ή
<span lang="en-US">crasher </span>όπως θέλει να λέει
αν και δεν κατάλαβε κανείς μας τη διαφορά.<span lang="en-US">
</span>Μαζεύει λεφτά για <span lang="en-US">MIT </span>αλλά
είναι μεγάλος πια, δεν θα τον πάρουνε.
Ο <span lang="en-US">daddy </span>στα χωράφια, στα
καπνά και στα φρούτα. Σκληρή δουλειά
αλλά κάπως πρέπει να τη βγάλει. Η γυναίκα
του καθαρίζει σπίτια. Είναι μαζί απο τα
14 και αγαπιούνται, πράγμα πραγματικά
σπάνιο και ευτυχές σε τέτοιες περιπτώσεις.
Πάνε και οι δυο σχολείο για να πάρουν
τα χαρτιά. <span lang="en-US"> </span>Ώρες ολόκληρες
μιλούσαμε, καφέδες και τσιγάρα και γέλια
και συγκαταβατικά χτυπήματα στην πλάτη.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Ποιές οι
πιθανότητες ε? Ένας φασίστας πορτιέρης,
ένας ανήλικος τσιγγάνος μπαμπάς, ένας
πάνκης <span lang="en-US">crasher </span>και εγώ να
μιλάμε σαν να κάναμε μαζί θητεία, να
ανοίγουμε τις καρδιές μας χωρίς φόβο.
Άμα βρισκόμασταν οπουδήποτε αλλού δεν
θα κοιτιόμασταν καν στα μάτια. Το ταξίδι
μας βρήκε και μας ένωσε, συντρόφευσε
αντίθετα στοιχεία και άφησε τις ακραίες
διαφορές μας στην άκρη.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Ένας γιατρός
απο το διπλανό βαγόνι έχει προσεγγίσει
την τσιγγανούλα, λέει θα τους κατεβάσει
Βελεστίνο και θα τους πάει στην κέντρο
υγείας, είναι μεγάλο κεφάλι και δεν θα
χουνε πρόβλημα. Τα παιδιά φοβούνται
αλλά δεδομένης της κατάστασης δέχονται.
Τους χαιρετάμε, αγγαλιαζόμαστε, ο πόρτας
βάζει στην τσέπη της μικρής ένα δεκάρικο
και τη φιλα στο μέτωπο, δίνουμε στον
μικρό απο δυο τσιγάρα ο ένας.
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<br />
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Μια ζωή ζήσαμε
μαζί σε μία νύχτα, σε μια παγωμένη και
βρώμικη γωνιά ένα επί ένα, ανάμεσα στα
βαγόνια του τρένου, καπνίζοντας στη
ζούλα ο ένας τα τσιγάρα του άλλου. Πότε
ήμουνα Αθήνα? Ποιος χάζευε τα μάρμαρα?
Ποιος έπαιζε στη βροχή? Ποίος ήμουν
χτες, δεν ξέρω. Ο ήλιος βγήκε και πιάνουμε
σταθμό στο Βόλο. Κάθε κατεργάρης στον
πάγκο του, ολομόναχοι απ' το ξεκίνημα,
ολομόναχοι και στην Ιθάκη. Ο πόρτας θα αγκαλιάσει
τα παιδιά του, ο πάνκης θα βρει τον εαυτό
του. Η μικρή θα κάνει ένα όμορφο και
γελαστό μωρό, θα κλάψουν και οι δυο από
χαρά. Και εγώ θα είμαι η τσίχλα στην άκρη
του ξύλου, που πιάνει τα κέρματα που
φύγαν στον υπόνομο.</div>
</div>
Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-5242409836898540.post-83713014919507653832014-03-16T07:50:00.000-07:002014-03-16T08:04:52.036-07:00Μπου-χου<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Είπα θα φύγω,
είπα θα μείνω, είπα ποτέ δεν ξαναπίνω
μα να 'μαι πάλι στο ίδιο σπίτι να γράφω
στο ίδιο γραφείο να κοιτάω απ' το ίδιο
παράθυρο τον ίδιο γαμημένο δρόμο και
να έχω χάσει το τελευταίο μου τάλιρο
στο ίδιο πρακτορείο ΚΙΝΟ που χάνω τα
τελευταία μου ψιλά εδώ και χρόνια. Και
θέλω να πιώ. Θέλω να πιω όλη τη Μεσόγειο,
όλο το Λιβυκό πέλαγος αλλά δεν έχω
φράγκο, έμεινα μυστηριωδώς ταπί μετά
απο μια ξεφτιλισμένη νύχτα στα γενέθλιά
μου. Τα 'χασα? Με κλέψανε? Τα χάρισα σε
κάνα γυφτάκι? Άγνωστο. Το μόνο που ξέρω
είναι πως ξύπνησα ελαφρώς δαρμένος στο
κρεβάτι μου αγκαλιά με μια κατσαρόλα
φακές, δίπλα μου δυο μπουκέτα τριαντάφυλλα
και δυο κλειστά πιτόγυρα με διπλή πίτα,
παγωμένα σε σημείο γατοτροφής.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="en-US" style="margin-bottom: 0cm;">
“<i><span lang="el-GR">Κουλάντρισε
το πιώμα σου λίγο ρε φίλε. Σ'έχω καταλάβει
εσένα, όταν είσαι νηφάλιος είσαι ήρεμος
μα λίγο να πιείς τα βάζεις με όλο τον
κόσμο, ψάχνεσαι συνέχεια για τσαμπουκά.”</span></i></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<i>Αράζαμε στα
πεζούλια του πάρκου κουτσοπίνοντας
κρασί. Φθινόπωρο, μαύρος και άραχλος
Νοέμβρης, μουντός, υγρός και καταθλιπτικός.
</i>
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“<i>Δεν είναι
αυτό το θέμα του ρε. Ο Ορφέας γίνεται
μουνί μόνο με αυτούς που του φέρονται
σα μουνιά. Εμείς ας πούμε γιατί δεν
έχουμε τσακωθεί ποτέ?” του αντιγυρίζει
ο άλλος.</i></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“<i>Τι να σου
πω.. δώστου λίγο χρόνο.” είπε μεταξύ
αστείου και σοβαρού. </i>
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“ <i>Πάντως μια
μέρα θα σε βρούμε σφαγμένο μ'αυτά που
κάνεις. Και είναι κρίμα.”</i></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Η μουσική δεν
βοηθάει. Όσα με τρώνε κραυγάζουν και ο
αντίλαλος μου σκίζει το κρανίο. Διάολε,
στροβιλίζονται πλεγμένα με αγχωμένες
μελωδίες και ένα πραγματικά σατανικό
<span lang="en-US">flashback</span> απο τα μεγαλύτερα
λάθη και τις καλύτερες στιγμές των
τελευταίων μηνών. Σαν ένα κακόγουστο
βίντεο γάμου ή μια επικήδειος, ή και τα
δυο μαζί, μαγειρεύουν μια καταιγίδα στο
στήθος μου και νιώθω έτοιμος να σκάσω.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“<i>Δεν τα νιώθω
αυτά που γράφεις, δεν τα πιστεύω. Δεν
έχουν νόημα, δεν έχουν να μου πούνε κάτι.
Δεν έχουν να μου δώσουν κάτι.” μου λέει.</i></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“<i>Είναι η
φωτογραφία ρε. Η αίσθηση της όλης
κατάστασης. Δεν θέλω να σου δώσω μαθήματα
ζωής, θέλω να δείς μέσα απο τα μάτια
μου.”</i></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<i>Πόσο καιρό
είχαμε να βρεθούμε? Πάντα μου άρεσε αυτό
το ρακάδικο, βγάζει κάτι παλιό,
γιαγιαδίστικο. Πάντα μου άρεσε και αυτή.
Έχει δίκιο και το ξέρει πως το ξέρω αλλά
δεν μπορώ να αφήσω τα παιδιά μου
ανυπεράσπιστα, και ας είναι εκτρώματα.
Με κοιτά χαμογελώντας πονηρά.</i></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“<i>Μ'αυτό το
ζιβάγκο που φοράς μοιάζεις με αποτυχημένο
συγγραφέα.” </i>
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<i>Γελάω. Μου
γελάει και αυτή.</i></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“<i>Όχι κάτσε,
τι λέω, αφού <b>είσαι</b> αποτυχημένος
συγγραφέας!”</i></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Το ανέχεσαι όσο
μπορείς διάολε, μετά περνάς σε πιο
πρωτόγονες μεθόδους και ξεσπάς στα
έπιπλα. Όταν βλέπεις οτι δεν σε παίρνει
άλλο απο μεριά φυσικής κατάστασης
συμβιβάζεσαι, ΖΕΝ, θα ηρεμήσω, ανάσες.
Βάζεις μια ταινία και κοιτάς την οθόνη
υπνωτισμένος σαν παιδάκι που βλέπει
<span lang="en-US">teletubies, </span>μάτια κολλημένα
αλλά <span lang="en-US">out of focus </span>λες και έχεις
πέσει μέσα σου, το μυαλό πετάει. Να
διαβάσω ενα βιβλίο. Το ανοίγεις, βρίσκεις
τη σελίδα μα τα γράμματα χορεύουν,
παραιτήσαι αμέσως, λες θα κοιμηθώ.
Ξαπλώνεις, κουκουλώνεσαι και κλείνεις
τα μάτια, συγκεντρώνεσαι στο σκοτάδι.
Πάλι η γαμημένη επικήδειος πετάγεται
απο το πουθενά και σου πυρώνει την
παρεγκεφαλίδα. Τινάζεις τα παπλώματα,
φωνάζεις, σφίγγεσαι. Να πα να γαμηθούνε
όλα, βγαίνεις βόλτα.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Τι βόλτα? Που
βόλτα? Τα 'χω περπατήσει χίλιες φορές.
Δεν τα αντέχω τα ίδια τοπία, τους ίδιους
δρόμους, την ίδια θάλασσα, το ίδιο
τσιμέντο.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Αλλά δεν είσαι
έξω για να δείς τη θέα. Προσπερνάς
περαστικούς χωρίς καν να τους κοιτάξεις,
έχεις μπεί στον αυτόματο. Περπατάς
γρήγορα, βιαστικά, θες να ξεφύγεις απ΄το
Ζόφο, το καταραμένο μαύρο σύννεφο. Κάθε
βήμα είναι μια μικρή νίκη, τον νιώθεις
να μένει όλο και πιο πίσω.
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Κάνει κρύο.
Βρέχει. Καθώς ιδρώνεις ηρεμείς, μα δεν
τολμάς να πας πιο αργά, το κτήνος μπορεί
να σε προλάβει. Μπαίνεις στο κέντρο.
Περνάς έξω απο μαγαζιά και βλέπεις τους
χαμογελαστούς μέσα, στα ζεστά, καλοντυμένους
να απολαμβάνουν ήρεμα το ποτό τους
συζητώντας χαλαρά με την παρέα. Διαβάζεις
με ζήλια την πλήρωση στα πρόσωπά τους
και στο μυαλό σου έρχεται το αιώνιο
ερώτημα. Διάολε, γιατί δεν μπορώ να το
κάνω και εγώ αυτό? Που είμαι λάθος. Τι
έχουν αυτοί που δεν έχω εγώ? Τι έχω εγώ
που δεν έχουν αυτοί?</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“<i>Έχουν υπομονή
σπόρε.”<span lang="en-US">. </span></i>
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<i>Καλοκαίρι σε
κάποιο νησί του Αιγαίου αραγμένοι στο καπό του <span lang="en-US">Lada</span> με κρύες μπύρες
στα χέρια. Μπροστά μας απλώνεται γαλάζιο
βαμμένο κόκκινο απ' το ηλιοβασίλεμα. </i>
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“<i>Και ξέρουν
που τους παίρνει.” συνέχισε.<span lang="en-US">
</span></i>
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“<i>Αυτό είναι
το μόνο πράγμα που ξεχωρίζει τους
μίζερους απ' τους ευτυχισμένους. Πάνε
μέχρι εκεί που ξέρουν, κι όταν βλέπουν
τα σκούρα δεν πιάνουν τα σεα.” </i>
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<i>Πήρε μια τζούρα
απ' το τσιγάρο του και μου είπε μέσα απο
ένα καπνισμένο, κίτρινο χαμόγελο, “Ζούνε
μέσα στη φούσκα τους. Κρατάνε όσα τους
κάνουν χαρούμενους και πετάνε όσα δεν
γουστάρουν. Τη γεμίζουν με ανθρώπους
και ρούχα και μαλακίες και...” έκανε μια
χειρονομία σαν να προσπαθεί να εξηγήσει
το πιο αυτονόητο πράγμα στον κόσμο,
“...ζούνε.”</i></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Προσπερνάς τα
ρακάδικα, βλέπεις τον εαυτό σου μέσα
πριν απο καιρό, να πίνει μαζί με φίλους
που έχεις να δεις απο τότε. Οι μισοί τώρα
πια απλά σε χαιρετάν ευγενικά, κάποιοι
άλλοι σε ψάχνουν,και όχι για καλό.
Βγαίνεις στην πλατεία. Κάποιοι γνωστοί
κάθονται στα σκαλοπάτια, πλησιάζεις.
Ξέρεις τους δυο, δίνεις το χέρι στον
πρώτο μα αυτός δεν γυρίζει καν να σε
κοιτάξει, μένεις με τη χειραψία μετέωρη.
Το ξέρεις πως το αξίζεις γιαυτό και
σκας. Πας στον δεύτερο, λες δυο πίπες
και φεύγεις κυνηγημένος.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Δρόμο, δρόμο,
δρόμο, πιο γρήγορα, αφέθηκες και τώρα
νιώθεις την ανατριχίλα στο σβέρκο σου
καθώς σε ζυγώνει. Δεν περνάς απ' του
Μανώλη, δεν ξέρεις τι σε περιμένει και
δεν ξέρεις τι τον περιμένει και αυτόν.
Δεν είσαι καλή παρέα σήμερα. Σκέφτεσαι
τους χαμογελαστούς. Σκέφτεσαι τη Φούσκα,
πόσες φορές προσπάθησες να τη φουσκώσεις
και πόσες φορές την έσκασες σχεδόν
επίτηδες. Κάποιες φορές δεν χωρούσες,
ασφυκτιούσες και την έκανες κομμάτια
πάνω στη μάχη σου να ανασάνεις. Κάποιες
άλλες δεν σε χωρούσε αυτή, ένιωθες
παράταιρος, σαν ξένο σώμα και σε έφτυσε.
Μονίμως ανικανοποίητος.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“<i>Πάμε, τους
τα λέμε, τους τα παίρνουμε και φεύγοντας
τους πηδάμε και τις γκόμενες. Αυτή είναι
η φάση φίλε. Τι κάθεσαι και σκας για το
φλώρι?”.</i></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<i>Βρώμικο δωμάτιο
φτηνού ξενοδοχείου στα Εξάρχεια βγαλμένο
απο μυθιστόρημα του Μπάροουζ. Έστρωνα
γραμμές πάνω στην κιθάρα μου όσο ο άλλος
τύλιγε ένα δεκάρικο. Παίζαμε σε μια ώρα.</i></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“<i>Αυτός είσαι
και αυτή είναι η ζωή σου. Αυτό κάνεις
καλά και τελειώνει εκεί. Μπουκάρω σ'ένα
μπαρ βρίσκω ένα φίλο, τσιμπάω ένα Τζακ
και το κεφάλι σκύβω!” πηδάει πάνω στο
κρεβάτι και αρχίζει να χορεύει μια
βίαιη παρωδία καν-καν ουρλιάζοντας.</i></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“<i>....και αν με
χτυπάει αλύπητα η ράχη μου αντέχει! Κακό
σκυλί..!”</i></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<i>Ξαφνικά κλωτσάει
το πορτατίφ που εκτοξεύεται στον απέναντι
τοίχο και τα κάνει όλα λίμπα. Ο γείτονας
αρχίζει να βαράει απο δίπλα, τον ακούμε
να φωνάζει “Κάνε ησυχία ρε πούστη μας
γάμησες!”.</i></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“<i>....ψόφο δεν
έχει.” τελειώνει τη φράση του ψιθυριστά και κάνει να μαζέψει.</i></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“<i>Ψόφο δεν έχει
φίλε”.</i></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Στρίβεις στην
εκκλησία, τώρα είσαι κοντά στο σπίτι
της. Κάθε φορά που περπατάς κάτι σε
σπρώχνει προς τα κει και πλησιάζεις στα
πούστικα, τάχα ασυνείδητα, κάνεις κύκλους
γύρω απο τη γειτονιά σαν καρχαρίας, μα
το ξες πως δεν θα πας. Ανοίγεις το βήμα,
προσπαθείς να τη βγάλεις απ' το μυαλό
σου. Δυο στενά πιο κάτω απο διαολεμένη
σύμπτωση συναντάς μια φίλη της. Τελευταία
φορά που την είδες χορεύατε μαζί. Τώρα
σου κάνει επικρτικά και με υφάκι, σχεδόν
απειλητικά</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“Ορφέα? Τι
λέει?”.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Σκάσε. Σκάσε.
Μην πεις μαλακία. Σκάσε. Και αυτό το
αξίζεις. “Τίποτα.” και συνεχίζεις το
δρόμο σου.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Αναρωτιέσαι αν
εκείνη την εποχή που τα ονειρευόσουν
όλα αυτά για τον εαυτό σου είχες συνείδηση
του τι πραγματικά είναι. <span lang="en-US">Sex &
Drugs & Rock & Roll, this is all my body wants </span>τραγούδαγες
και είχες φανταστεί αυτό τον κόσμο σαν
ένα ατέλειωτο τσίρκο χωρίς να υπολογίζεις
οτι όλα είναι απλά μια παράσταση, κάτι
φτιαχτό και ψεύτικο, κάτι παροδικό.
Μόλις πέσει η αυλαία και τελειώσει η
μουσική είσαι γυμνός, και όταν το μυαλό
σου ξεμουδιάσει μένεις βασανιστικά
μόνος. Το μαγικό παραπέτασμα εξαφανίζεται
και στέκεις σοκαρισμένος και άναυδος
μπροστά στα συντρίμια.
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Τι μένει? Τίποτα
δεν μένει. Δεν αρκεί να 'σαι καλός σε
κάτι, δεν είναι η δικαιολογία. Δεν κάνεις
τίποτα αν δεν είσαι σωστός.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“<i>Το θέμα φίλε
με τα αρχίδια”, μου λέει ενώ αράζει
φαρδύς πλατύς και τεντώνει τα χέρια
<span lang="en-US">“</span>είναι πως κρεμόμαστε
εδώ, κάτω απο τον λουστραρισμένο κοινωνικό
φαλλό για κάποιο λόγο”. Θεσσαλονίκη.
Κυριλέ με γλώσσα μπλέ και δυο Τσαχπίνες
στο στομάχι, αραχτοί πάνω σε ένα τριπλό
άσπρο καναπέ. Πάνβαρος, λάφυρο απ' τα
σκουπίδια. Τον κουβαλούσαμε απ' τον
Πύργο μέχρι το σπίτι στην Αγία Σοφία
όλη νύχτα κάνοντας στάσεις για τσιγάρο.
Το αστείο είναι πως τον αφήσαμε στην
είσοδο και μας τον κλέψανε το επόμενο
πρωί. “Βλέπεις, χωρίς τον κακό της
ιστορίας ο γενναίος ιππότης θα μείνει
για πάντα ένα αγροτόπαιδο με το πουλί
στο χέρι.” Δέκα μέτρα δίπλα μας στα
σκοτάδια μια παρέα είχε βάλει κάτω ένα
κακόμοιρο και τον έλιωνε στις κλοτσιές. “Θα βρεθεί γίγαντας
για τον ιππότης σου” του λέω, “υπάρχει
αρκετό κακό σ'αυτό τον κόσμο. Εμείς τι
κάνουμε?” Έκανε το κεφάλι πίσω, γέλασε.
“Εμείς είμαστε δυο αρχίδια πάνω σε ένα
καναπέ στη Ναυαρίνου. Πολύ κακοί για
τους καλούς, πολύ καλοι για τους αδιάφορους
και πολύ κόκκαλο για να μας νοιάζει. Και
όπως όλα τα καλά αρχίδια, πάμε δυό-δυό!”</i></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Αρχίδια.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Η βροχή δεν λέει
να σταματήσει, τα πόδια μου πονάνε και
είμαι μούσκεμα. Χώνομαι στα στενά της
παλιάς πόλης, η σιωπή και το ημίφως
μ' αγκαλιάζουν. Κάθε που μπαίνω στη
γειτονιά νιώθω λίγο λιγότερο ξένος
σ'αυτή την καρικατούρα μεγαλούπολης.
Κάποιοι λένε πως είναι μια μικρογραφία
της Αθήνας χωρίς τα καλά χαρακτηριστικά.
Εγώ λεω πως είναι μια πόλη φτιαγμένη
για χρήστες. Αν θες να ζήσεις εδώ ή πίνεις
τον κώλο σου, ή καρβουνιάζεις τα πλεμόνια
σου ή σνιφάρεις το θάνατό σου, ή περπατάς.
Ώρες και χιλιόμετρα, τους ίδιους
μπαρουτοκαπνισμένους δρόμους μέχρι να
ιδρώσεις και να αφήσεις πίσω σου ό,τι
κι αν σε κυνηγά.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Φτάνω σπίτι, τα Άγρια με περιμένουνε κάτω απο ένα αμάξι.
Γκρινιάζουν, είναι και αυτά κρυωμένα
και πεινασμένα. Μόλις ανοίγω την πόρτα
μπουκάρουνε μέσα και πιάνουν τη θέση
τους στο τελευταίο ράφι της παπουτσοθήκης.
Κουρνιάζουνε το ΄να πάνω στ' άλλο και
γίνονται μια τριχόμπαλα, ένα αυτί εδώ,
ένα μάτι εκεί.
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Τα γατιά μου
γαμάνε. Κατάμαυρα και διαολεμένα, τα
Άγρια, η Τσόντα και η Σπόντα. Δυο καφετιά χοντρόγατα, οι Φώκιες, ο ένας πια μονόφθαλμος. Και τα αφεντικά της γειτονιάς, δυο κάτασπρες τσαχπίνες, η μιά φουντωτή και η άλλη pure evil, νυχιάζει τους πάντες. Όταν ανοίγω την πόρτα σκάνε μύτη απο παντού με κλεισμένα μάτια και ματωμένη γούνα,
τίγκα στις γρατσουνιές. Δεν έχει κονσέρβα
και ραχάτι στον καναπέ, κάθε νύχτα είναι
αγώνας για επιβίωση. Άμα βάλουμε τα
γατιά μας να παλέψουμε, μάγκα, θα φάνε
και εσένα και εμένα. Τα έχω δεί να γκανγκάρουνε
μικρά σκυλιά και να τους παίρνουν τα
κόκαλα. Όταν έρχετε η εποχή τους βγάζουνε
κάτι φωνές λες και ανοίξανε οι πύλες
της κολάσεως και οι σατανάδες πιάσαν
τα όργανα. Δεν μ'αφήνουν να τ'αγγίξω ποτέ
και δεν το επιδιώκω, ξέρω πως θα με ξεσκίσουν. Τα ταίζω και τα βάζω
μέσα όταν κάνει κρύο, και αυτά γουργουρίζουνε
στη γωνία τους και μου ανοιγοκλείνουνε
τα μάτια σαν ευχαριστώ.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Ο Ζόφος έμεινε
πίσω.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Ηρέμησα, και τα
πράγματα μέσα μου μπήκαν σε κάποια τάξη.
Πιάνω τον εαυτό μου φορές φορές να μου
χαιδεύει πατρικά τα μαλλιά και να λέει
με ζεστή και ήρεμη φωνή, σαν αναστεναγμό,
“Αχ ρε Ορφέα, πάλι πουτάνα τα 'κανες...”.
Μετά ακολουθεί μια εξίσου πατρική
σφαλιάρα στο κεφάλι, σαν αυτές που μας
δίναν όταν βρίζαμε στο κυριακάτικο
τραπέζι. Πάλι πουτάνα τα 'κανα.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Διάολε. Πολλά
δάκρυα, πολλά λόγια. Πολλές λάθος κινήσεις
και πολύ κατάχρηση. Πολλά που έκανα και
δεν θυμάμαι, κι άλλα τόσα που έκανα και
θα 'θελα να μη θυμάμαι. Είναι αυτό το
κομβικό σημείο, αυτή η λεπτή, κόκκινη
γραμμή που πέρασα και πλέον δεν υπάρχει
κάποιος αρκετά καλός συνδυασμός λέξεων
για να κατευνάσει τα μίση, δεν υπάρχουν
αρκετά ουσιώδεις πράξεις για να απαλύνουν
τον πόνο.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“<i>Ε και τι
έγινε?” γέλασε πίσω απ' το αιώνιο, γκρίζο
του μούσι. Καθαρίζαμε το κτήμα απ' τα
χαράματα, το λιοπύρι μας είχε χτυπήσει
και ξαποστέναμε κάτω απο τον ίσκιο μιας
ελιάς. Είχαμε φτιάξει αποβραδύς φασολάκια
και τα 'χαμε φέρει μαζί μας μεσα σε δυο
μεγάλα βάζα. Όλα τα υλικά ήταν απο τον
κήπο και εγώ ήμουν κατάκοπος, δεν έχω απολαύσει γεύμα τόσο πολύ. </i>
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“<i>Έτσι γίνεται
στη ζωή. Για να κερδίσεις κάτι,
πρέπει να χάσεις κάτι.” </i>
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<i>Άνοιξε το ένα
βάζο και πήρε μια μεγάλη κουταλιά. </i>
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“<i>Αλλά και
αντίστροφα. Δεν χάνεις τίποτα χωρίς να
κερδίσεις κάτι άλλο.”</i></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<i>Δεν θυμάμαι
γιατί του γκρίνιαζα. Αν κρίνω απο την
εποχή δεν πρέπει να ήταν κάτι σημαντικό.</i></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“<i>Όλοι γονατίζουν,
θα γονατίσεις και εσύ. Μα μη μείνεις
έτσι για περισσότερο απ' όσο χρειάζεσαι
για να ξανασηκωθείς. Όταν έρθει η ώρα
προχώρησε, και φτιάξε απ' τα συντρίμμια.”</i></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Δεν είχε κι άδικο
ο γέρος. Η συνειδητοποίηση μπορεί να
είναι βραδυφλεγής αλλά η έκρηξή της
στην πραγματικότητά έχει πάντα την ίδια
ισχύ..</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Δυστυχώς ή ευτυχώς
όταν πλέον καταλαβαίνεις τι πραγματικά
πήγε στραβά και που ήσουν λάθος είναι
πολύ αργά.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Μα κρίνεται ο
χαρακτήρας σε τέτοιες στιγμές, που
ανακαλύπτεις πως μπορείς να αλλάξεις
κάτι ουσιαστικά ακόμα κι αν αυτό δεν
πρόκειται να διορθώσει τίποτα απο όσα
έχουν ήδη γίνει.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Μπου-χου. Είμαι
ο κάκιστος και μου αξίζουν όλα αυτά.
Μπου -φάκιν-χου. Και ξανακυλάς.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<br />
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
'Ή σηκώνεσαι, κι
αρχίζεις να προχωράς ξανά.</div>
</div>
</div>
Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-5242409836898540.post-35820303971022259572014-01-22T09:13:00.001-08:002014-01-22T11:24:54.009-08:00Ωραία μέρα για καβγά στο Ελ Πάσο<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span lang="el-GR">Ε, δεν άντεξα.</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span lang="el-GR">Περπάτησα όλη την πόλη, </span>δρόμους, παράδρομους, πεζόδρομους, στενά, πήγα σε πάρκα,
παραλίες, ήπια καφέδες,
πορτοκαλάδες, κάπνισα τσιγάρα, πήρα
τηλέφωνα, πήγα επίσκεψη να δω το γάτο
μου, τσάταρα, διάβασα κόμιξ, βιβλία,
εφημερίδες, είδα ταινίες, επεισόδια,
ζωγράφισα, έτρεξα (ψόφησα), τραγούδησα,
έπαιξα, έκανα, έρανα μα στο τέλος δεν
άντεξα, εφτά και μισή άνοιγα την πόρτα
της Λακούβας, ένα λεπτό μετά γέμιζα το
σφηνάκι ρακί, πέντε λεπτά μετά θυμήθηκα γιατί συνηθίζω να πίνω τον κώλο μου.</div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span lang="el-GR">Γιατί είναι
εύκολο.</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span lang="el-GR">Δερ γιου γκο! Όλη η ιζηματική φιλοσοφία του χρήστη στα
χέρια σας, χωρίς σάλτσες, φρου-φρου και
αρώματα. Ούτε προβλήματα έχεις, ούτε
ανάγκη το 'χεις, ούτε θα πάθεις και τίποτα
αν δεν πιείς. Απλά δεν μπορείς να
διαχειριστείς την πραγματικότητα και
χρειάζεσαι το κάτιτις σου για να
σταματήσουν να φαίνονται όλα βουνό.
Κάνεις μια κλαπ και όλα είναι αστεία,
και εσύ ζεις σε ταινία, τα εξάσφαιρά σου
έχουν σκαλιστές λαβές από φίλντισι, τα
σπιρούνια σου κουδουνίζουν σε κάθε σου βήμα
και σήμερα είναι μια ωραία μέρα για
καβγά στο Ελ Πάσο.</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span lang="el-GR"><br /></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span lang="el-GR"> * * *</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span lang="el-GR"><br /></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span lang="el-GR"><br /></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span lang="el-GR">Στο μπαρ δυο
φαλάκρες και ένας μεσήλικα σκουλαρικάκιας,
δεξιά μια παρέα, ένας μακρυμάλλης
μεσήλικας με δυο γκομενάκια. Χαιρέτησα
το Νίκο, κάθισα δίπλα στους άλλους. Ο
Μεσήλικος Σκουλαρικάκιας έκανε λίγο πιο
δίπλα να χωρέσουμε. Ωπ? Ο ένας φαλάκρας
είναι ο Σταμάτ'ς. Που σαι ρε Σταμάτ'?
Χρόνια και ζαμάνια. Σαλόνικα ήσουν, για
δουλειά? Σώπα. Τι λέει μάγκες? Όλα καλά?
Μια χαρά.</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span lang="el-GR">Ακριβώς
απέναντί μου κολλημένο στο ψυγείο ένα
σκιτσάκι μ'ένα τυπάκι που φοράει τουτού σ'ενα μπαρ και λέει
“εμείς οι χορεύτριες πρέπει να κάνουμε
τρεις ώρες στη μπάρα καθημερινά”. Ας
αρχίσουνε τα όργανα λοιπόν και θα σας
χορέψω τσιφτετέλια. Ρακί. Πόσο την έχεις?</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span lang="el-GR">Για τι μιλάνε?
Δεν έχω καμία όρεξη να μιλήσω. Θέλω απλά
να πιώ. Ίσως να πετάω και καμιά μαλακία
που και που, να φαίνομαι ψαγμένος και
μυστήριος. Πόσα φράγκα έχω? Πόσο την
έχει τη ρακί είπε? Μπαίνει μέσα ένας
ασπρομάλλης μεσήλικας, δεν λέει τίποτα,
κάθετε μόνος του σ'ένα τραπέζι απο πίσω
μου. Τι σκατά λένε τόση ώρα, δε μπορώ να
συγκεντρωθώ ούτε σε λέξη. Ο Φαλάκρας
λέει κάτι αστείο, όλοι γελάνε, γελάω και
γω, παρέα είμαστε τι διάολο. Εδώ θα
κουμπαριάσουμε μαλάκες, στην υγειά μας.
Ο Νίκος μου δίνει κάτι να δοκιμάσω,
μπρόκολο και φέτα?, λέει του βγήκε
πικάντικο. Μια χαρά είναι του λέω, και
πνίγομαι. Ναι είναι πικάντικο.</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span lang="el-GR">Νίκο, ρακί.
Σαν νερό κατεβαίνει. Νίκο, είναι τρύπια
τα ποτήρια σου. Ο κώλος σου είναι τρύπιος,
μου λέει. Δεκτό. Και ο δικός σου. Γελάμε.
Πιάνω κουβέντα με τον Μεσήλικα
Σκουλαρικάκια, λέει του 'κανε η μάνα του
κάτι ψάρια, είχε και κάτι ντολμαδάκια
από χτες, έμπλεξε το γιαούρτι με το ψάρι
και τώρα τον πονάει το στομάχι του.
Ξύπνησε λέει 5 η ώρα το πρωί να χέσει,
κόντεψε να χεστεί πάνω του. Και τι χέσιμο
δηλαδή, νερό. Να προσέχεις, του λέω, δεν θα σου μείνει σώβρακο, να πίνεις και σπαθόλαδο που κάνει καλό.
Δεν το ξέρεις το σπαθόλαδο? Ο Σταμάτ'ς
το ξέρει. Πιάνουμε κουβέντα πάνω στις
ευεγερτικές ιδιότητες του σπαθόλαδου,
το χρησιμοποιούσαν οι πάνσοφοι
αρχαιλληνάρες, γαμάει. Έχεις πληγή? *Σπαθόλαδο* Είχες πληγή. Νίκο, ρακί.</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span lang="el-GR">Η μια γκομενίτσα
έρχεται στο μπαρ, θέλει νερό. Με χαιρετάει,
την χαιρετάω, κάπου την ξέρω, μου μιλάει.
Δεν μπορώ να καταλάβω τι λέει, μου
'ρχεται να ξεράσω. Βαθιές ανάσες, κατάπινε
το σάλιο, θυμήσου την εκπαίδευσή σου.
Είναι κανείς στη χέστρα? Ο Σταμάτ'ς. </span> Άμα τα βγάλω στον κάδο της κουζίνας στα αρχίδια μου? Προλαβαίνω? Πόσο
σάλιο θα βγάλω διάολε! Καταπίνω εγώ. Ακόμα μου μιλάει αυτή,
σηκώνει το ποτήρι το νερό να τσουγκρίσουμε,
δεν πειράζει λέει, είναι και τα δυο
διάφανα! Τσουγκρίζουμε, κατεβάζω τη ρακί, ξερατίλα,
ανάβω τσιγάρο, φεύγει.</div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span lang="el-GR">Ο Μεσήλικας
Μακρυμάλλης έρχεται και παραγγέλνει
ρακί απαγγέλοντας ποίηση, κάτι για
τρικυμισμένα μάτια, γαλάζιους ουρανούς και
ανθισμένες πορτοκαλιές, εμένα κοιτάει.
“Καλά, μαλάκας είσαι?” θέλω να του πω,
δεν του λέω τίποτα, τον κοιτάω και καπνίζω
(μυστήριο 200). Είναι με το κορίτσι του,
δεν κάνω σκηνικό. Ο Μεσήλικας Σκουλαρικάκιας σηκώνεται, βγαίνει απ' το μαγαζί, κάπου πάει. Όσο λείπει του παίρνω ένα
τσιγάρο. Έχω τσιγάρα αλλά δε γαμιέται.
Το Διψασμένο Γκομενάκι είναι πραγματικά
διψασμένο, θέλει πάλι νερό. “Σαρδέλες
έτρωγες μωρή?” με κοιτάει, γελάει, γελάω
και γω, γελάει και ο Φαλάκρας. Για δες,
νόμιζα θα στράβωνε. Τσουγκρίζουμε, δεν
πειράζει, είναι διάφανα!</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span lang="el-GR">Νίκο, ρακί.
Σκέφτομαι κάτι έξυπνο, πάω να το φτιάξω
πρόταση, χαλάει. Ε δε γαμιέται, άστο
να πέσει. Ας χορέψουμε. Έρχεται ο
Μεσήλικας Σκουλαρικάκιας μαζί με ένα
πιτσιρίκι. Γιος σου? Γιος του. Το μικρό
κάθεται μόνο του στο τραπέζι από πίσω
βουτηγμένο στην αμηχανία, ο μπαμπάκας
του ξανακάθεται στο μπαρ και παραγγέλνει
ρακί. Στραβώνω, τον σκουντάω. “Ρε.” Με
κοιτάει, το βλέμμα του λέει τι έγινε?
Του κάνω νεύμα προς το μικρό. Σηκώνεται
αμέσως, λέει έχεις δίκιο, τον παίρνει απ' το χεράκι, χαιρετάνε και
φεύγουνε. </span>
</div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span lang="el-GR">Πιάνουμε
κουβέντα τον εθισμό, το αγαπημένο μου,
έχω κάνει και εργασία στη σχολή. Κάτι
λέει ο Σταμάτ'ς, ο Φαλάκρας μόκο, την
έχει λερωμένη τη φωλιά του, τον έφαγα.
Το σκαμπό του Μεσήλικα Σκουλαρικάκια
στην άλλη άκρη του μπαρ πιάνει ο </span>Ασπρομάλλης Μεσήλικας, φαίνεται του αρέσει κι
αυτού η κουβέντα. Κάτι μου λέει για
πρέζα. Ξεκαθαρίζω τη θέση μου: ποτέ
πρέζα, ποτέ κόκα. Με κράζει που 'μαι πίτα
απ' τις 8. Του λέω ωραία τα λες αλλά δύο καραφάκια χρειάστηκες για να μπεις στην
κουβέντα. Μου λέει φαίνομαι μικρός για να 'μαι τόσο μάγκας. Αρχίζουνε να μιλάνε για την
ηλικία μου. Όλοι μαζί. Με ρωτάνε, δεν
απαντάω, αρχίζουνε να λένε αριθμούς,
δεν απαντάω, τους κοιτάω και καπνίζω
(μυστήριο 500).</div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span lang="el-GR">Ο </span>Ασπρομάλλης Μεσήλικας φοράει χαμογελάκι, σηκώνει
επιδεικτικά το μανίκι, τατουάζ φυλακής,
τότε που τα κάνανε με σύρμα. Αρχίζει όλο
μούρη την κασέτα, άκου εδώ αγόρι μου,
αληθινός πόνος, κελιά και καμμένα χρόνια
και σούτια και ξύλο και φρίκη. Τον
διακόπτω. Του λέω έχω ένα φιλαράκι
τσιγγάνο τον Ρόκι, ενάμιση μέτρο όλο
τατού και ουλές. Λέω, μια μέρα πίναμε
ρακές στου Τ., και σκάει μύτη ένας δίμετρος
φυλακόβιος που τραμπουκίζει όλο τον
κόσμο και στριμώχνει ένα παιδί απ' το
τραπέζι μας. Του πουλάει τσαμπουκά, έχει
κάνει φυλακή με τον Τάδε και τον Δείνα
λέει. Γυρνάει τότε ο Ρόκι και του κάνει,
να σου πω φίλε, νομίζεις είσαι μάγκας που έκανες
φυλακή? Ναι, λέει. Όχι, του απαντάει ο
Ρόκι. Μαλάκας είσαι.</div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span lang="el-GR">Ο Σταμάτ'ς
αρχίζει να μου κάνει κάλμα με τα χέρια και να λέει μη, άστο, ο Νίκος ακούει. Καρφώνω τον Σταμάτ', και
ξαναγυρίζω στον </span>Ασπρομάλλη Μεσήλικα .</div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
“<span lang="el-GR">Ο τραμπούκος
πήγε να του την παίξει. Ξέρεις τι έκανε
ο Ρόκι τότε φίλε? Έβγαλε το κινητό, του
το κούνησε μπροστά στα μούτρα και του
'πε, 'όλους αυτούς που λες τους έχω
θείους. Ένα τηλεφωνάκι να πάρω το Τζάκο
και θα φύγει κλωτσίδι μέσα απ' το ηχείο.
Κάντηνα μη σε ψάχνουνε. Ένα τηλεφωνάκι
είσαι.' Ο φυλακόβιος χέστηκε. Άλλαξε
τριάντα χρώματα, έβαλε την ουρά στα
σκέλια και την έκανε. Μη αρχίσεις λοιπόν να μου
λες πόσο </span>μάγκας είσαι επειδή πήγες φυλακή.
Δεν σε κάνει η φυλακή μάγκα. Μάγκας
είναι ο Ρόκι που δεν τον πιάσανε. Σταμάτη
δεν ξέρω νοηματική, αν θες να πεις κάτι
πες το ή σκάσε. Νίκο, τι χρωστάω?”</div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span lang="el-GR"><br /></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
* * *</div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span lang="el-GR">Τέσσερα καραφάκια,
αυτός είναι πλέον ο αριθμός μου. Τέσσερα καραφάκια και είμαι ντέφι. Ελάχιστα
πράγματα θυμάμαι. Γυρνώντας πέρασα απ'
το μπακάλικο της γειτονιάς να πάρω μια
μπύρα. Η γριά σκύλα που το 'χει πάλι
έκραζε τον 14χρονο που 'ναι στη δούλεψή
της. Ο μικρός είναι μαφία, καπνίζει,
πίνει μπάφους και δουλεύει πολύ πιο
σκληρά από 'μένα και 'σένα, από τα 8. Την γριά την σιχαίνεται η ψυχή μου.
Είναι και καλά μελιστάλαχτη, όλο “χρυσό
μου” και “πουλάκι μου” και γλύκα, μα
τον μικρό όλο τον βρίζει η <span style="background-color: yellow;">καριόλα</span> και όλο πετάει καρφιά του τύπου
“...άμα δεν μας τα κάνει πάλι μαντάρα ο
Αλεξάκης..” και “...αφού ο Αλεξάκης δεν
κάνει τίποτα σωστά.” και το βλέπω το
πιτσιρίκι να σκύβει το κεφάλι και θέλω να την ξεφτιλίσω. </span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<br />
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span lang="el-GR">Μπαίνω μέσα
λοιπόν και την βλέπω να του τσιρίζει
για κάτι πατάτες. Πατάτες! Τον πιάνω
αγκαλιά του κλείνω το μάτι, γυρνάω και
της κάνω όλο τσαμπουκά “Κοίτα να δεις,
σε βλέπω καιρό τώρα. Είμαι κοινωνικός
λειτουργός. Να του μιλάς όμορφα,
ξηγηθήκαμε?”. Η γριά ζορίστηκε, κοκκίνισε,
σούφρωσε τα χείλια, μου 'ριξε ένα βλέμμα
αστροπελέκι αλλά έκανε τουμπεκί. Γυρνάει
τότε ο δικός σου μαστουρωμένος, με
κοιτάει και λέει “Τσακαλάκο, πάλι
κλασμένος είσαι?”.</span></div>
</div>
Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-5242409836898540.post-60483355562854176072014-01-09T14:23:00.000-08:002014-01-09T15:40:49.283-08:00Ο Πρίγκηπας των Αμπελόκηπων<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Ήταν απ' τις
μέρες που δεν είσαι ακριβώς χαρούμενος,
απλά λιγότερο δυστυχισμένος από χτες,
και μερικές φορές αυτό είναι υπεραρκετό.
Τώρα, αν έχεις πακέτο στην τσέπη και μια
μπύρα στο χέρι είσαι μάγκας. Αν έχεις
και δυο μονοφυλλάκια τούμπανα, ένα στο
στόμα και ένα στο αυτί, φίλε μου, είσαι
άρχοντας.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Οι Αλκιονίδες
μέρες πάντα με ξεγελούσαν. Ξεπρόβαλε
λίγο το φως, ανέβηκε μια ψιλή και η
θερμοκρασία και λες, αυτό ήτανε, επιτέλους
νιώθω τη μύτη μου, τα χειρότερα πέρασαν.
Ένα δεκαπενθήμερο χαμόγελα, μια μικρή
υπενθύμιση πως μετά τη μπόρα πάντα
βγαίνει ο ήλιος.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Είχα βδομάδες
ολόκληρες στο σπίτι καταχωνιασμένο
κάτω από μια στοίβα άπλυτα ένα μπλόκ με
χαρτιά, το οποίο έπρεπε να πάω “όσο πιο
γρήγορα γίνεται, είναι υπερεπείγον,
μαλάκα σοβαρά!” σε μια φίλη μου στο
Ιπποκράτειο. Το βρήκα ενώ έψαχνα καθαρό
μπουκάμισο, (ξέρεις, μετά απο κάποιο
σημείο τα άπλυτα δεν μοιάζουν πια και
τόσο αισχρά) και λέω δε γαμιέται, ωραία
μέρα έχει, ρεπό σήμερα Κυριακή, ας πάω
μια βολτίτσα παραλία – παραλία μέχρι εκεί να
ξεσαπίσω.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Μια και δυο
λοιπόν, βολτάρα στη Σαλόνικα, πάντα
γούσταρα σουλάτσο στην πόλη. Άνετο
παπουτσάκι, γυαλί και δρόμο. Μ'αρέσει
να κόβω στροφές σε όποιο δρόμο μου κάνει
εντύπωση το όνομά του, π.χ. Οδός ΚΑΛΤΣΑ,
άκου εδώ μαλάκα, όταν το είδα πρώτη φορά
ξεράθηκα στα γέλια. Είναι λίγο <span lang="en-US">tricky
</span>βέβαια αυτή η τακτική όταν έχεις
προορισμό και δεν ξέρεις την πόλη αλλά
εμπιστεύομαι την αίσθηση προσανατολισμού
μου πιο πολύ και απ' τον εαυτό μου.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Βήματα, ήλιος,
χαμόγελο, κεφάλι γεμάτο, μπυρίτσα και
φιλοσοφία, τι άλλο θες, αλήθεια. Σκεφτόμουν
το πόσο σημασία έχει να μην σε νοιάζει
τίποτα υπερβολικά, να είσαι σαν τους
σαμουράι, να παίρνεις αποφάσεις μέσα σε
πέντε ανάσες και να δίνεις σε όλα όση
αξία τους αναλογεί, ούτε περισσότερη
ούτε λιγότερη. Πορευόμενος έτσι στη ζωή
έχεις την ευκαιρία να χαρείς τα πράγματα
για αυτά που είναι, όχι για αυτά που θα
΄θελες να 'ταν, ούτε για αυτά που θα
μπορούσαν να γίνουν. Έχεις την ευκαιρία
να μυρίσεις τα λουλούδια -όχι, μυρίζεις
τα λουλούδια <i>όλη την ώρα,</i>
τζίζους, είσαι απλά τέλειος. Μπορεί να
σε παρασύρει βέβαια αυτή η αντιμετώπιση,
να πάρεις τον κατήφορο και μια μέρα να
ξυπνήσεις στην Κόκα Ρίκα με χρυσό
ρουθούνι και να πεις “που πήγαν τα
τελευταία 30 χρόνια, πρέπει να κάνω
κάτι με τη ζωή μου”, αλλά είναι αργά
πια, είσαι 50 και ο Χουάβες σε περιμένει
σε μισή ώρα για μπύρα στο μπαρ, θα 'ναι
και το ξανθό γκομενάκι μαζί του, αυτό
με τα μεγάλα βυζιά, οπότε ρουφάς το ρούμι
σου, σνιφάρεις τη γραμμούλα σου την
αυγουλωτή και δεν πάει και το παλιάμπελο.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Είναι
ωραία πόλη γαμώτο μου η Σαλόνικα.
Μεγαλούπολη με τα όλα της, κόσμος
μιλιούνια, μαγαζιά, αυτοκίνητα, καυσαέριο,
φρίκη. Αλλά βγαίνεις ώρες – ώρες σε κάτι
γειτονιές που αψηφούν σθεναρά τη μόστρα
του νέου κόσμου. Γειτονιές που φαντάζουν
κλεισμένες σε γυάλινες σφαίρες, όπως
τα Χριστουγεννιάτικα μπιχλιμπίδια με
το χιόνι, παιδιά παίζουν μήλα στους
δρόμους, προπολεμικά παππούδια σε
καρέκλες συζητάν μεταπολεμικούς
κερατάδες, σχεδόν μπορείς να μυρίσεις
το ρυζόγαλο και την κρέμα γιώτης. Αυλές
γεμάτες γλάστρες, γιασεμί και πορτοκαλιά,
καμένο ξύλο και αυτή η τόσο χαρακτηριστική
αλλά απερίγραπτη γιαγιαδίλα να πλανιέται
στον αέρα, σε πάει βαρκάδα στο χρόνο και
χαμογελάς, είναι να μη χαμογελάσεις?
Πόσο ακόμα θα αντέξουν οι γραφικοί Γαλάτες ενάντια στην αυτοκρατορία της
κόκα κόλα?</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Και
μόλις στρίψεις δεξιά στην ΦΙΑΣΚΟΥ, αυτοκινητόδρομος
τετραπλής κυκλοφορίας, πανικός, κόρνες
και λάστιχα να στριγγλίζουν, φρεναρίσματα
και γαμωσταυρίδια, πρέζα και πούτσο και ξύλο και αίμα, τι να πεις? Ζούγκλα.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Περπατούσα πολύ ώρα και δεν
είχα ιδέα που ήμουνα μα ήμουν καλά, όταν
απ' τα αριστερά μου πέρασε αργά μια
μοτοσυκλέτα -ωραίο μοντέλο πράγματι-
της ομάδας ΔΙΑΣ. Ο ρόμποκοπ που καθόταν
από πίσω με κόζαρε όσο περνούσαν και
τον κοίταξα και γω. Το μακάριο χαμογελάκι
μου πρέπει να του φάνηκε ύποπτο γιατί
δυο μέτρα πιο κάτω σταμάτησαν τη μηχανάρα
και κατέβηκαν. Με το χέρι να χουφτιάζει
το όπλο πάντα, ο ένας με πλησίασε ενώ ο
άλλος παρέμεινε πίσω απο τη μηχανή. Κάτι
μου έλεγε ο πρώτος αλλά δεν άκουγα, είχα
σκαλώσει με τον δεύτερο. Τι φάση? Κάθισε
πίσω απ' τη μηχανή σε περίπτωση που πέσει
πιστολίδι να προστατευτεί? Που τους
εκπαιδεύουνε αυτούς?
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Μα
είχα κέφια, άρχισα με ένα ωραίο, ζεστό</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“Καλησπέρα.”</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“Ταυτότητα.”</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Βγάζω
ταυτότητα, πάντα μαζί με μια εικόνα του
Άγιου Πατάπιου, η εικόνα απο πάνω. Πιστεύω
ακράδαντα σ'αυτό το κόλπο. Περνάς
υποσυνείδητα μηνύματα στον άλλο, εικόνα
= χριστιανός, χριστιανός = γνώριμο,
οικείο, = ακίνδυνο. Μεγαλώσαμε όλοι με
σύμβολα, εικόνες, σταυρούς και εκκλησίες
γύρω μας, είναι κάτι που ξέρουμε. Ο
Πατάπιος δημιουργεί ένα μικρό υποβόσκον
δεσμό εμπιστοσύνης ανάμεσα στο ρόμποκοπ
και εσένα, κάνει τα πράγματα πιο εύκολα,
ανάλογα πάντα το πως θες να το χειριστείς.
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“Έχεις
τίποτα?”</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“Τίποτα
παράνομο.”</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Με
κοιτάει μια από πάνω μέχρι κάτω. Δεν
ήμουν ντυμένος και σαν πρότυπο φιλήσυχου
πολίτη. Δερμάτινο, μαύρο μπουκάμισο,
σχισμένο τζινάκι, χίπικο γυαλί, τσιγάρο
στ' αυτί, μπύρα στο χέρι. Σα μαλάκας ήμουν
βασικά, και γω θα με σταματούσα.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“Άδειασε
τις τσέπες σου.”</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Εδώ
τα ψιλοχαλάμε, γιατί συνηθίζω να κουβαλάω
ότι μαλακία μπορείς να φανταστείς στο
τζάκετ, φυσαρμόνικες, κλειδιά, τετράδια,
κωλόχαρτο, φυλλάδια, μισοφαγωμένα
πιτόγυρα, κάνα πουράκι, φλασκί, χέσε
μέσα, και τα έχω σε άριστη τάξη, κάθε τι
στην τσέπα του.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“Όλες?
Από που να αρχίσω ρε παιδιά.”</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“Όλες, πάμε!”
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Καλααααά,
εσύ το θέλησες, αφήνω τη μπύρα κάτω και
αρχίζω και του αραδιάζω όσο πιο χαλαρά
μπορώ 10 κιλά σαβούρα στο καπό του
πλησιέστερου αυτοκινήτου. Ο ρόμπο έχει
μείνει ψιλομαλάκας γιατί έχει μαζευτεί
πολύ πράγμα. Πιάνει τη φυσαρμόνικα και
λέει
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“Τι
είναι αυτό, μαχαίρι?”</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
ΧΡΙΣΤΕ μου ήθελα τόσο πολύ να λυθώ στα
γέλια αλλά του κάνω</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“Όργανο,
μουσικός είμαι.”</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Ο
άλλος εν το μεταξύ πρέπει να είχε αρχίσει
να νιώθει ασφάλεια γιατί ξεμύτισε πίσω
απ τη μηχανάρα και τσέκαρε τα συμπράγκαλά
πιάνοντας τα ένα ένα σα να ψωνίζει στη
λαική.
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Παίζει
τώρα οτι εκείνο τον καιρό βιοποριζόμουν παίζοντας μουσική στο δρόμο και
κυκλοφορούσα πάντα με ψιλά, και όταν
λέμε ψιλά ενοούμε κάνα δεκάρικο σε
10λεπτα 20λεπτα και 50λεπτα, πολύ κέρμα.
Όταν βαριόμουνα να τα κάνω χοντρά σε
περίπτερα τα έβαζα σε άδειες θήκες από καπνό γιατί αν τα 'χεις στην τσέπα και
σου σχιστεί απλά τη γάμησες. Του έκανε
εντύπωση λοιπόν και ρωτάει</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“Που
τα βρήκες τόσα ψιλά ρε?"</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“Παίζω
στο δρόμο.” Γυρνάει, με κοιτάει</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“Που
παίζεις?”</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“Στην
Αγία Σοφία, καμιά Αριστοτέλους.”</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Αυτό
που μου αρέσει στους μπάτσους της Σαλόνικας είναι οτι είναι λαικά παιδιά μωρέ.
Δεν έχει “Τα χέρια στο καπό κύριε και
όχι απότομες κινήσεις.”, όλοι φίλοι είμαστε, άμα τον αρχίσεις
και για μπάλα θα σου μιλήσει.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“Πέφτει
κάνα φράγκο?”</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“Δεν
βλέπεις?” του λέω “Κολυμπάω στο κέρμα,
σαν τον Σκρούτζ Μακ Ντακ!”</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Δεν
το κατάλαβε. Εν το μεταξύ εγώ συνέχιζα
να βγάζω μαλακίες, -εκείνη τη στιγμή
έβγαζα μια κονσέρβα σαρδέλες αιγαίου
πικάντικες σε φυτικό λάδι, μη ρωτάς.
Λέει τότε</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“Καλά,
άστο, φύγε.”</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“Το
βράδυ παίζουμε εκεί, έλα να μας ακούσεις.”</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“Καλά,
καλά.” λέει γελώντας, καβαλάνε και
κάνουν να φύγουν, όταν μου σκάει.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“Να
σου πω φίλε, πως λέγεται αυτή η περιοχή?”
Με κοίταξε με ένα βλέμμα που έλεγε, με
δουλεύει ή είναι ηλίθιος?</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“Αμπελόκηποι.”</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“Οκευ,
ευχαριστώ.” και χάθηκαν στο ηλιοβασίλεμα.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Χοντρέ.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
<br />
<br />
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Τώρα
ήξερα που ήμουνα, και δεν θα 'πρεπε να
'μουν εδώ, ακριβώς στην αντίθετη μεριά
της πόλης μάλλον, μα ήμουν ακόμα καλά,
οπότε τσίμπησα ένα μπυράκι και έστριψα
στην οδό (κάτι με λάχανα ή μαρούλια, μου
διαφεύγει, κάτι πράσινο τέσπα). Ήσυχος
δρόμος, ούτε αμάξι. Προχώρησα λίγο
σκεπτόμενος τη συνάντησή μου με τα
όργανα της τάξης και την αίσθηση του
προσανατολισμού μου που με πρόδωσε τόσο
στεγνά και αλάδωτα κατα 180 μοίρες, όταν
στα δεξιά μου, πίσω απο δυο υπερχειλισμένους
κάδους πρόσεξα μια αλάνα και στη μέση
της ένα εγκαταλελειμένο σπίτι.<br />
Τα είχε
όλα. Βομβαρδισμένο, τρύπες να χάσκουν
στο ντουβάρι και τα μπάζα να ξεχύνονται
σαν σωθικά, τεράστιο ξεραμένο
δέντρο μπροστά, μισή ντουζίνα γάτες (οι
μισές μαύρες) αλλά και σημάδια ανθρώπινης παρουσίας.
Σκυλί ψωραλέο δεμένο με τριχιά κάτω απ'
τη μαρκίζα, γλάστρες με γεράνια και
σχολικές καρέκλες, καινούρια πόρτα και
το κερασάκι στη μπουγάτσα, -πιστέψτε
το- δορυφορικό πιάτο νόβα, του κουτιού.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Ήταν
τέλειο. Ακροβατούσε στα όρια δύο εποχών,
ήταν ο θρίαμβος του δυτικού πολιτισμού
καρφωμένος σαν στιλέτο στο κουφάρι των
παραδόσεων.
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Προχώρησα
μέσα στην αλάνα να το δω καλύτερα, και
πρόσεξα ότι πίσω από ένα θάμνο με περίμενε
μια παλιά πολυθρόνα, ελαφρώς ξεσκισμένη
αλλά αρχοντική. Ήταν ακριβώς αυτό που
ήθελα. Μόλις κάθισα ανακάλυψα πόσο
κουρασμένος ήμουνα. Έμεινα εκεί να
χαζεύω το σπίτι και τα σύννεφα κάνα
δεκάλεπτο. Η άλλη με περίμενε στις 6,
ήταν 5. Δε γαμιέται, έχω κέφια, θα πάρω
λεωφορείο. Θα κόψω και εισιτήριο, έτσι
για το γαμώτο. Όχι, σκρατσ δατ, θα πάρω
και άλλη μπύρα. Θα πάρω και ένα τηλέφωνο
και τη Χριστίνα. Θα φάω και ένα πιτόγυρο
με διπλή πίτα. Τι έκανα τελικά με τη
Χριστίνα? Με μισεί?</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Και
εκεί, καθώς ρέμβαζα το τίποτα βυθισμένος
στις ρηχές μου σκέψεις, χωρίς καμία
προειδοποίηση -ο ουρανός γέμισε πουλιά.
Άπειρα πουλιά, σπουργίτια? Ένα τιτάνιο, χειμαρρώδες
κοπάδι από χιλιάδες, εκατομμύρια πουλιά.
Ένα ατέλειωτο, ζωντανό μαύρο σύννεφο,
έκρυβαν τον ήλιο σαν τα βέλη των Περσών
και ελλίσονταν με ζηλευτή μαεστρία,
κυλούσαν στον γαλάζιο ουρανό, ένα φτερωτό
ποτάμι από τιτιβίσματα. Χόρευαν το πιο
εκπληκτικό μπαλέτο, ομάδες αποκόπτονταν
απο το σύνολο και χανότανε για λίγο, με
μια απότομη ελλιπτική στροφή επανέρχονταν
στο κύριως σώμα και ενώνονταν με αυτό,
βουτούσαν στο κενό και ξαναπέραν ύψος.
Πάνω στη στροφή το σμήνος γινότανε
διάφανο, μετά ξανά μια σκοτεινή λαίλαπα,
μετά πάλι διάφανο. Λες και κάποιος θεός - παιδί έπαιζε με πλαστελίνη, σχεδόν άκουγες το γέλιο του.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Το
θέαμα ήταν εκπληκτικό, μαγευτικό,υπερφυσικό.
Όση ώρα περνούσε όλο και περισσότερα
ερχότανε, δεν νομίζω οτι έχω ξαναδεί
τόσα πουλιά μαζεμένα ποτέ στη ζωή μου.
Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Είχα μείνει
άφωνος. Είχα μείνει μαλάκας. Είχα ξαναβρεί
την πίστη μου. Είχα μείνει με το
στόμα ανοιχτό. Είχα σηκωθεί όρθιος, είχα
φέρει τα χέρια στο κεφάλι, -και τότε το
δεξί μου χέρι άγγιξε κάτι πάνω απ' τ' αυτί μου.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Διάολε,
το δεύτερο μονοφυλλάκι.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Τόση
ώρα είχα στο αυτί το δεύτερο μονοφυλλάκι.
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
ΔΙΑΟΛΕ,
όση ώρα μιλούσα με το Ράμπο είχα στο
αυτί μου το δεύτερο μονοφυλλάκι!</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Ξανακάθισα
στην πολυθρονάρα μου. Σταύρωσα τα πόδια,
ήπια μια γουλιά μπύρα και έφερα το
τσιγαράκι στο χαμόγελό μου. Τα πουλιά
μπροστά μου είχαν ξεφύγει, φτιάχνανε
δίνες, φτιάχνανε σχήματα δίχως ονόματα,
λέγαν ιστορίες για τα ταξίδια τους,
καλούσαν τους φίλους τους για περιπέτειες
στα νότια. Το βουητό απ' τις φτερούγες
τους, διάολε, υπνωτικό. Έβγαλα το ζίπο
απ' την τσέπα και τζαφ, έσκασα το γενναίο
μπαφάκι. Άφησα τον καπνό να βγεί ήρεμα
απ το στόμα μου, τον είδα να απομακρύνεται,
να αραιώνει και να χάνεται. Ήταν το πιο απολαυστικό γαράκι του κόσμου όλου.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Τα πουλιά
βούτηξαν προς το μέρος μου. Όλη η αρμάδα
πέρασε 20 μέτρα πάνω απ' το κεφάλι μου
σηκώνοντας άνεμο και αφήνοντας πίσω
δυο ντουζίνες κουτσουλιές -ούτε μια
πάνω μου.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Γέλασα
σα χαζό, “Πουλάκια, γαμάτε!” τους φώναξα.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Ήμουν
στην κορυφή του κόσμου. Ο πιο ευτυχισμένος
άνθρωπος στη Θεσσαλονίκη, με μια Βεργίνα,
ένα μισοτελειομένο πακέτο και ένα
μονοφυλλάκι. Όλα τα άλλα γίναν απο μόνα
τους. Για πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωσα
πραγματική, <i>ειλικρινή</i>
πληρότητα. Άρχισα περιφερόμενος, χωρίς
στόχο. Είχα προορισμό, μα ξεκίνησα για
κάπου και βγήκα κάπου αλλού, και ανάθεμα
αν θα 'μουν εδώ αν είχα πάρει την ευθεία και δεν έστριβα όπου μου έκανε κέφι!
Ήμουν εγώ, εδώ και τώρα. Ήμουν <i>χαρούμενος,
</i>ξεχείλιζα. Ήμουν
ολομόναχος και όμως τόσο γεμάτος. Ήμουν
άφραγκος κι όμως πάμπλουτος. Ήμουν....</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Χτυπάει
το κινητό. Η Λένα, την είχα ξεχάσει. Το
σηκώνω.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“Που
σαι ρε μαλάκα, έχει πάει και μισή, πρέπει
να φύγω ρε μαλάκα με περιμένουν, άντε!”.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Δεν
απάντησα. Δεν σταμάτησα να χαμογελώ.
Πήρα τζούρα απ' το τσιγάρο και την άφησα
να δραπετεύσει αργά απ' τα πνευμόνια
μου. Παρατήρησα τον καπνό να απομακρύνεται,
να αραιώνει και να χάνεται.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“Μ'ακούς?
Πού είσαι? Ορφέα μ' ακούς?”</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“Δεν
έχουμε Ορφέα εδώ.”
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“Πως?
Μαλάκα πού είναι ο Ορφέας? Ποιός είναι?”</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Έφερα
το ηρωικό τσιγαράκι στο στόμα μου.
Τράβηξα αργά, αργά την τελευταία τζούρα.
Έκανα δυο τέλεια, ολοστρόγγυλα παχιά
κυκλάκια στο αέρα. Το ένα διαλύθηκε. Το
άλλο άρχισε να μοιάζει με μηδενικό, και
τελικά, αφού απομακρύνθηκε αρκετά,
χάθηκε και αυτό. Είχε πια αρχίσει να
νυχτώνει. Δυο αστέρια έκαναν δειλά -
δειλά την εμφάνισή τους στον μαβί ουρανό.
Γέλασα.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“Ο
πρίγκηπας των Αμπελόκηπων.”</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“Ορφέα
τον παίρνεις, χρειάζομαι τα χαρτιά για
τη σχολή, μαλάκα σου λέω έλα, βιάζομαι, πρέπει
να φύ......”</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Της
το 'κλεισα. Έκλεισα το κινητό και το
πέταξα στον κάδο. Πέταξα τη γόπα, ήπια
μια γουλιά μπύρα, έβγαλα ένα λάκι απ' το
τζάκετ, άναψα. Δεν σταμάτησα να χαμογελώ.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
<br />
<br />
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Ξεκίνησε
σαν μια απ' αυτές τις μέρες που δεν είσαι
ακριβώς χαρούμενος, απλά λιγότερο
δυστυχισμένος απο χτες, και τις
περισσότερες φορές <i>παρακαλάς</i> για τέτοιες
μέρες...</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Αλλά
<i>εκείνη</i> τη
μέρα, για λίγες στιγμές ήμουν ο πιο
γεμάτος άνθρωπος στη Θεσσαλονίκη. Ήμουν
ολομόναχος μα δε μου έλειπε κανείς. Δεν
είχα πολλά, μα δεν μου έλειπε τίποτα.
Καθόμουν στο θρόνο μου. Η αλάνα ήταν το
βασίλειό μου, το σπίτι το κάστρο μου,
και τα πουλιά η αυλή μου.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
</div>
<br />
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Ήμουν
ο Πρίγκηπας των Αμπελόκηπων.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
</div>
Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-5242409836898540.post-24414007277175887912013-12-21T12:09:00.003-08:002013-12-21T12:09:46.476-08:00 Η Οργή του Θεού<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div style="margin-bottom: 0cm; margin-left: 3.81cm; text-align: right; text-indent: 1.27cm;">
27/2/2012</div>
<div style="margin-bottom: 0cm; margin-left: 3.81cm; text-align: right; text-indent: 1.27cm;">
<i style="font-family: 'Courier New', Courier, monospace; line-height: 16px;">Για τις ντομάτες.</i></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; margin-left: 3.81cm; text-align: right; text-indent: 1.27cm;">
<i style="font-family: 'Courier New', Courier, monospace; line-height: 16px;"><br /></i></div>
<div style="margin-bottom: 0cm; margin-left: 3.81cm; text-align: right; text-indent: 1.27cm;">
<i style="font-family: 'Courier New', Courier, monospace; line-height: 16px;"><br /></i></div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"> Παρασκευή
βράδυ. Κεφάλι καζάνι, φράγκα λίγα, όρεξη
ακόμα λιγότερη. Και τι στον πούτσο να
κάνεις δηλαδή? Η Θεσσαλονίκη είναι
μεγάλη πόλη ναι, έχει εκατοντάδες μαγαζιά
ναι, και έχει τουλάχιστον ένα λάιβ τη
μέρα. Έχει σινεμά, μουσεία, θέατρο,
καταλήψεις, στέκια, κωλεκτίβες, τα πάντα.
Ότι ντρόγκι θες το βρίσκεις. Κόκα, πρέζα,
χάπια, σπέσιαλ Κ, τριπάκια, μανταμίτσες,
αγγελόσκονη, μίκρο, αρκεί να ξες τον
κατάλληλο τύπο. Και παντού υπέροχες
γυναίκες. Οπτασίες.. Κορίτσια πιο γλυκά
και απο αμαρτία, σε όλες τις ηλικίες για
όλα τα γούστα. Πρέπει να είσαι τυφλός
για να αντέξεις εκεί έξω, γιατί ακόμα
και ομοφυλόφυλλος θα αλλαξοπιστούσε
μπροστά σ'αυτη τη γαμημένη πασαρέλα.
Ίσως να διεξάγεται κάποιος διαγωνισμός
για την "ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΤΣΟΥΛΑΡΑ ΤΗΣ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ! ΠΑΡΕ ΜΕΡΟΣ ΤΩΡΑ ΚΑΙ ΚΕΡΔΙΣΕ
ΜΙΑ ΣΑΠΙΑ ΜΠΟΥΓΑΤΣΑ!" και δεν τον έχω
πάρει χαμπάρι. Χωρίς ίντερνετ, κινητό
και τηλεόραση τα χάνώ κάτι τέτοια
γραφικά, αλλά τουλάχιστον διατηρώ ακόμα
κάποια ψήγματα ελεύθερης βούλησης. .
</span></div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br /></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"> Αλλά
τα 'χω βαρεθεί όλα.Δεν μου λένε τίποτα
πια μπούτια και βυζιά, έχω φάει όβερντοζ
οπτικών απολαύσεων, κουράστηκα. Πήγα
σε πολλά μπαρ, ήπια πολλά τζακ. Το ίδιο
μάτσο μαλάκες που φλερτάρουν με το ίδιο
μπουκέτο τσουλάκια στον ρυθμό της ίδιας
μουσικής που παίζεται σε τέτοιου τύπου
διασκεδαστήρια εδώ και 4 χρόνια. Νόμιζα
οτι το μόνο που θέλω είναι ένα ήρεμο
μαγαζάκι με καλή μουσική, μεγάλο, ξύλινο
μπάρ και χαμηλό φωτισμό. Αλλά και αυτό,
δεν μου κάνει πια αίσθηση. Και σε πάρτυ
και σε λαιβ πήγα, μέθυσα, χόρεψα, πήδηξα,
πλακώθηκα, ξεμέθυσα και ξανά-μανά τα
ίδια, ο παλιός, γνωστός φαύλος κύκλος,
η κατάρα της πόλης.
</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br /></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"> Και
νιώθω πια την κατάρα της πόλης βαριά
πάνω μου. Άρχισα να πλήτω με όλα, ακόμα
και με τον ίδιο μου τον εαυτό, ακόμα και
με τη μουσική μου. Ξέρω πως δεν θα 'μαι
σαλόνικα για πολύ ακόμα, είναι πια θέμα
χρόνου το ονειρεμένο φευγιό, οπότε κάνω
απλά υπομονή. Και πίνω, πίνω τα κέρατά
μου, κατεβάζω ότι πέσει στα χέρια μου,
να μπορέσω να επιπλεύσω λίγο ακόμα
σ'αυτή την ευλογημένη άγνοια ξέροντας
οτι πολύ σύντομα θα πέσω και θα σπάσω
τα δόντια μου στον πάτο της σκληρή
πραγματικότητα. Που στην περίπτωσή μου
δεν είναι ούτε σκληρή ούτε άγνωστη, το
αντίθετο μάλλον. Αλλά έτσι είναι οι
ουσίες. Σαν ένα όνειρο που ξες πως θα
τελειώσει αλλά κάνεις ότι περνά απο το
χέρι σου για να κρατήσει λίγο ακόμα. Σαν
ένα καλό βιβλίο, που καθυστερείς την
ολοκλήρωσή του κρατόντας τις τελευταίες
σελίδες "για αύριο".
</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"> Και
τώρα περιφέρομαι στους δρόμους και στα
καταγώγεια της βρώμικης πόλης σαν
φάντασμα, ψάχνοντας κάτι και τίποτα.
Σαν ένας Ντρ. Τζέκιλ & Μρ. Χάιντ του
σήμερα, το πρωί ο γραφικός πλανώδιος
μουσικός, το βράδυ ένα μεθυσμένο σκουπίδι.
Λες να το ξέρουνε? Όλοι οι άλλοι. Ουσιαστικά
δεν με νοιάζει. Αλλά ποτέ δεν μπόρεσα
να δεχτώ ελαφριάν την καρδίαν τα
επικριτικά βλέμματα όσων ζούνε πάνω
απο την επιφάνεια της πραγματικότητας.
Αλλάζω πρόσωπα και χαρακτήρες, γίνομαι
άλλος ανάλογα τι πίνω, και σε τι ποσότητα,
ελλίσομαι να αποφύγω τις σφαίρες. Πάντα
κάποιος άλλος, πάντα ο ίδιος μαλάκας.
Χα! Ανοίγω μοιρολατρικά μια Βεργίνα
και πέρνω το δρόμο για το σπίτι παρέα
μ' ένα χυδαίο χαμόγελο.</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br />
</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br /></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br /></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br />
</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br />
</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"> Τους
βρήκα όλους εκεί, τον καθένα με μια
διαφορετική ιστορία, όλοι πρωταγωνιστές
στη δικιά τους ταινία. Δεν είχαν φούντα,
κρίμα αλλά και κλάιν. Κάτι θα γίνει,
πάντα κάτι γίνεται. Όλο κάτι τυχαίνει
στη μπάσταρδη ράτσα μας και περνάμε
γαμώ. Πρέπει να 'ταν νωρίς ακόμα, γύρω
στις 10. Ήμουνα στην 5η ή 6η μπύρα της
ημέρας και είχα ωραίο κεφάλι, ημιμεθυσμένος
και σοβαρός. Σπίτι δεν είχε ξύδι, αλλά
ο Μάνος, φίλος φίλων που γνώρισα στη
Σύρο το καλοκαίρι, είχε γενέθλία και
έκανε πάρτυ στο σπίτι του στα ανατολικά.
Είμασταν όλοι καλεσμένοι.</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br /></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"> Ο
Μάνος είχε τη δικιά του ιστορία, όχι
πολύ διαφορετική με όλων των άλλων. Κάτι
εξαρτήσεις στο παρελθόν, κάτι εξαρτήσεις
στο παρόν, τα ίδια σκατά για μέλλον. Το
πρωί που τον γνώρισα μας κάνανε πέσιμο
2 μπάτσοι και ένας ψωριάρης ασφαλίτης,
αλλά την είχαμε βγάλει καθαρή. Ο Μάνος
δεν είχε την ίδια τύχη πάντα όμως. Άκουσα
μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία για κάτι
κοκά, εφτά νομά και ένα πολιορκητικό
κριό, ο οποίος τελευταίος είχε πολύ
στενές επαφές με την πόρτα του
διαμερίσματος, με συντρηπτικά αποτελέσματα.
Ποτέ δεν έμαθα το τέλος. Ποτέ δεν μαθαίνεις
το τέλος απ 'αυτές τις ίστορίες, συνήθως
απο κατανόηση. Κανείς δεν είναι περήφανος
για τις άσχημες ουλές του, ακόμα και αν
δείχνει το αντίθετο. Εκτός αν είναι
ηλίθιος.</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br /></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"> Πεταχτήκαμε
μέχρι το σούπερ με τον Μποέμ να πάρουμε
ένα βατ 69 για το πάρτυ. Στο δρόμο μας
περάσαμε ενα απ' αυτά τα μαγαζιά που
ξεφυτρώνουν πια σαν μανιτάρια στην
ελλάδα, τα "ΟΛΑ 1$!". Γυρίζοντας,
τράβηξα το Μποέμ μέσα και του είπα να
διαλέξει τουλάχιστον 2 πράγματα για τον
Μάνο. Διστακτικός μαλάκας αυτός ο τύπος,
όλο πίπες κοιτούσε. Έψαχνε κάτι μετρημένο
και όμορφο χωρίς να πιάνει την ειρωνία
της όλης κίνησης. Τσίμπησα μια ριγέ
γραβάτα αλα "80'ς σουπερκουλ μπίζνεσμαν",
3 κωλόχαρτα σε κονσέρβα (σοβαρολογώ) με
γελοίες μαλακίες τυπωμένες πάνω τους,
και ένα απαίσιο πλαστικό λουλούδι. Ο
Μποέμ διάλεξε ένα φριχτό πλαστικό
πίνακα, και η κορνίζα στο πακέτο, που
απεικόνιζε μια εξωτική παραλία. Οι
φοίνικες, ο ήλιος και η κορνίζα ήταν
ανάγλυφες προεξοχές, ο καλλιτέχνης
μάλλον ήθελε να δώσει μια τρισδιάστατη
πνοή στο έργο του. Δεν εξέφρασα τη γνώμη
μου για τον πίνακα στο Μποέμ. Αποδέχτηκα
σιωπηλά την έμφυτη ανωτερότητά του στο
να ανακαλύπτει το χειρότερο, πιο
σκατιάρικο κωλόπραγμα στο χώρο. Άφησα
διακριτικά το φτηνιάρκο λουλούδι μου
σε μια γωνιά και, αφού πλήρωσα την κοπέλα,
φύγαμε.</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br /></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"> Οκτώ
στο σύνολό μας, σαν συμμορία απο χαρωπούς
μαλάκες μπήκαμε στο λεοφωρείο και
ξεκινήσαμε για το πάρτυ. Στη Θεσσαλονίκη
δεν έχει νόημα να κόβεις εισητήριο. Στην
Κρήτη, στο Βόλο και στα Γιάννενα σου
κόβει το εισητήριο ο οδηγός. Εδώ απλά
μπουκάρεις μέσα και στα αρχίδια σου
έχεις δεν έχεις κόψει. Η μόνη απειλή
είναι οι ελενκτές αλλά απ' ότι έχω ακούσει
είναι φοβερά μαλάκες. Ξύνονται, και όπως
και όλοι, σιχαίνονται τη δουλειά τους.
Άσε που εκτελούν τα καθήκοντά τους όποτε
τους καπνίσει. Πέντε μήνες εδώ ούτε
ζωγραφιστούς δεν τους έχω δεί. Αν σε
τσιμπίσει το μακρί χέρι των ΚΤΕΛ, δώσε
άλλο όνομα, πούλα τρέλα, κατέβα ή πολύ
απλά, κόψε ένα γαμημένο εισητήριο απο
μέσα. Δεν έχεις λόγο να χαλάς τα λεφτά
σου σε τέτοιοες πίπες εδώ. Άσε που με τα
ίδια φράγκα πέρνεις μια μπύρα.</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br /></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br /></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br /></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"> Κάποτε
φτάσαμε. Πήραμε και οι 8 στο ασανσέρ.
Στην πόρτα ευχηθήκαμε με τη σειρά στον
Μάνο, εγώ τελευταίος με τα δώρα. Τα χάρηκε
αρκετά, ρίξαμε λίγο γέλιο με τον αποτρόπαιο
πίνακα του Μποέμ. Ο Μάνος τελικά είναι
κρυφοσαικεντελάς. Οι τοίχοι διακοσμημένοι
με τα κλισέ τρίπια πανό, λοουμπιτ
σαικεντελικ στο στέρεο, στικάκια..
Τέτοιες αηδίες. Τους σιχαίνομαι τους
σαικεντελάδες. Όταν έκανα δραμ ν μπεις
πάρτυ στο Ηράκλειο πάντα μας σπάγανε
τα αρχίδια. Ο οικοδεσπότης έπεσε πολλά
σκαλοπάτια στα μάτια μου. Και το παρτάκι
τίποτα σπουδαίο, 4-5 αδιάφοροι τύποι,
κάτι κατσαρόλες με ζαμπόνια-κασέρια
χύμα, τσίπς, φούντα, φτηνό κρασί και 2-3
μπουκάλια βατ. Γέμισα το ποτήρι μου με
κρασί, το κατέβασα στην υγειά του
Μπουκόφσκι, αηδίασα, το ξαναγέμισα με
νερωμένο βατ και έκατσα στον καναπέ.
Για κάποιο λόγο η πλοιοψηφεία του πάρτυ
ήτανε χοντροί κάγκουρες. Δεν είμαι
ρατσιστής με τους χοντρούς, λίγο με
νοιάζει, αλλά ήταν εντυπωσιακό το πως
γέμιζαν το δωμάτιο. Οι θέσεις ήταν λίγες
και οι κωλάρες τους πιάνανε μισό καναπέ
γαμώτο. Ο πιο εντάξει απ' αυτους κάθησε
στο σκαμπό πίσω μας κ έλεγε τις μαλακίες
του. Με τον ένα βγήκαμε και γνωστοί απ'
τα παλιά. Ο κόσμος είναι αηδιαστικά
μικρός.</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br /></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;">Επιτέλους άρχισαν να πέρνουν μπρός και
να κολλάνε χαρτάκια. Είχα ήδη μεθύσει
αρκετά τότε. Είχα πιάσει με ένα κάγκουρα
κουβέντα πάνω στα σουπερ ντούπερ λακι
στράικ του που, άμα πατήσεις ένα μικρό
κουμπάκι στο φίλτρο αποκτάει γεύση
μέντας. Ιησού Χριστέ!!! Τι μεγαλοφυές
τσιγάρο! Και προσέξτε με....... το κουμπάκι
το πατάς όποτε θες εσυ. Δηλαδή....μπορείς
να καπνίσεις μισό τσιγάρο λάκι....... και
μισό λάκι μένθολ! Μα δεν είναι ό,τι πιο
γαμάτο έχει εφευρεθεί τους τελειταίους
3 αιώνες!? Έπιασα την χοντρή κουράδα
αγκαζέ, και με χίλια εγκόμια για τα
φαντασσστικά του τσιγάρα τον έφερνα
γύρες μέσα στο δωμάτιο και τον έβαζα να
κάνει επείδηξη σε όλους. Τελικά του
τελείωσε το πακέτο του παλιόπουστα και
τελειώσαμε και μ'αυτό.
</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br /></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"> Προσπάθησα
να πιάσω κουβέντα με το Μάνο, αλλά δεν
έδειχνε να με συμπαθεί ιδιαίτερα. Έχω
ένστινκτο μ'αυτά. Όποτε του έλεγα κάτι
γελούσε μηχανικά και έφευγε. Είχα κάθε
καλή πρόθεση να αναλύσουμε τις αρχές
της κβαντομηχανικής, έστω, λίγο τσιτ-τσατ
περι ανέμων και υδάτων βρε αδερφέ, αλλά
μάλλον η περιεκτικότητα αλκοόλ στο αίμα
μου δεν επέτρεπε στον άλλο να με πάρει
στα σοβαρά. Τι να κάνεις.</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br /></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;">Μετά απο λίγο έσκασε μύτη και η πρώτη και μοναδική
γκόμενα στο πάρτυ, προφανώς καπαρωμένη
απ' τον γενέθλιο. Μου σπάνε τα νεύρα κάτι
τέτοια. Κάλεσες στο πάρτυ 13ς άντρες και
ΜΙΑ γυναίκα που άμα της πιάσω το μπούτι
θα στραβώσεις? Γάμησέ μας ρε Μάνο. Δεν
έφερνες καμιά πουτάνα καλύτερα να
κάνουμε χάζι? Κάθησε δίπλα μου και άρχισα
να τη γράφω επίτηδες στα αρχίδια μου
για να μην κάνω καμιά μαλακία αργότερα.
Τελικά, ολώς παραδόξως, κάτι άρχισε να
μου λέει αυτή, ιδέα δεν έχω τι. Και πάνω
που η γκόμενα μου έβγαζε σέντρα και εγώ
τινάχτηκα όλο χάρη να βάλω γκόλ με
κεφαλιά, ο Μάνος χώθηκε σαν το μαλάκα
και έδιωξε απ' την περιοχή με ανάποδο
ψαλιδάκι. Είχε καθόλου απήχηση στους
ποδοσφαιρόφιλους αυτή ηλίθια παρομοίωση?
Όχι? Καλά.</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br /></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"> Σ'αυτο
το σημείο ο σουρωμένος-χαρωπός-μαλάκας
Ορφέας άρχισε να πέρνει μπούλο και να
γίνεται το σουρωμένος-μου-τη-σπάνε-όλα-και-όλοι
Ορφέας. Δεν άντεχα άλλο γύρω μου τους
λιπαρούς παιδοβούβαλους και τη
σαικεντέλικ. Οργάνωσα μια επιτροπή για
να ασκήσουμε βέτο στη μουσική και να
παίξουμε κάτι άλλο, λιγότερο λόουμπιτ
και σίγουρα όχι σαικεντελικ. Κάτι εύπεπτο
και σεξυ, κάτι ροκ ν ρολ. Προφανώς κανείς
δεν με πήρε στα σοβαρά και μου είπαν να
ηρεμήσω Ορφέα, να χαλαρώσω Ορφέα, να μην
πιώ άλλο Ορφέα, να αράξω Ορφέα, να πιώ
ένα μπάφο Ορφέα, γιαυτό και γω έκανα
ότι κάνω πάντα σ'αυτες τις καταστάσεις.
Γέμισα το ποτήρι μου κρασί, το κατέβασα
στην υγειά του Μπουκόφσκι, αηδίασα
(λιγότερο αυτή τη φορά), το ξαναγέμισα
με σκέτο βατ, τους έγραψα όλους στ'
αρχίδια μου και πήγα να βρώ τη βεράντα.</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br /></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"> Τη
βρήκα τελικά τη βεράντα. Βρήκα επίσις
το Ρεμέτζο να πίνει στη βεράντα παρέα
με τον τυπά μου καθόταν στο σκαμπό, και
τον Μιγκάτο να εκτελεί χρέη γεωργού
θρυματίζοντας βράχους με μια τηλεκάρτα
σ'ένα πιάτο, παρέα με ένα κούλι και δυο
κομμένα καλαμάκια. Αδιαφόρησα και πήγα
έξω, είπαμε 2-3 πίπες με τα παιδιά. Τότε
ο Μιγκάτο με φώναξε. Μου έστρωσε μια
μικρή, λευκή γράμμη. Πήρα το καλαμάκι,
το 'βαλα στο αριστερό μου ρουθούνι (το
δεξί δεν δουλεύει) και ρούφηξα. Και αυτή
είναι η τελευταία εικόνα που έχω απο
εκείνο το πάρτυ. Ένα πιάτο, ένα καλαμάκι
και μια μικρή, λευκή γραμμή.</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br />
</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br />
</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br /></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br /></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br /></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br />
</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br />
</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br />
</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"> Το
Σάββατο πρωί είναι για τους μουσικούς
του δρόμου ότι και το Σαββατόβραδο για
τους ιδιοκτήτες μπαρ και τις πουτάνες.
Ο κόσμος έχει λιγότερες μαλακίες στο
κεφάλι του, περισσότερη όρεξη για έξοδα
και κάπου 30 ώρες ακόμα μέχρι να επιστρέψει
στο στενό, θλιβερό του γραφειάκι. Και
αυτό το ξέρουν όλοι όσοι παίζουνε στο
δρόμο, και οι περισσότεροι δεν ήτανε σε
πάρτυ χθες το βράδυ. Κοιμήθηκαν απο τις
9 για να ξυπνήσουν νωρίς και να πιάσουν
την πιο κερδοφόρα καβάτζα στην πόλη.
Πράγμα που σημάινει οτι άσχετα με το
πόσο σκατά είσαι, άσχετα με το ποιά σου
πέρνει τσιμπούκι, και χωρίς κανένα έλεος
όσων αφορά την πνευματική σου κατάσταση,
<span lang="en-US">you</span> <span lang="en-US">gotta</span> <span lang="en-US">get</span>
<span lang="en-US">out</span> <span lang="en-US">there</span> <span lang="en-US">and</span>
<span lang="en-US">make</span> <span lang="en-US">some</span>
<span lang="en-US">mutherfucking</span> <span lang="en-US">money.</span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br /></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;">
</span><span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"> Και
έτσι και έγινε. Ξύπνησα προ εκπλήξεως
στο κρεβάτι μου στις 11, όλοι οι υπόλοιποι
ήταν ήδη στο πόδι και πίνανε καφέ. Ήμουν
ακόμα τύφλα απ το μεθύσι. Είχα το χειρότερο
χανγόβερ της καριέρας μου ώς κοπρόσκυλο,
και το βράδυ είχαμε λάιβ σε μαγαζί. Το
κεφάλι μου πονούσε απερίγραπτα, το
στομάχι μου ήταν γεμάτο βιτριόλι και
με δυσκολία σκεκόμουν όρθιος. Είχα χάσει
απολύτως τις τελευταίες 8 με 10 ώρες. Δεν
ξέρω αν ήμουνα στο Σόχο για κοκτέιλ η
στο Πεκίνο για πάπια. Πήγα κατευθείαν
στη χέστρα και έβαλα το κεφάλι μου κάτω
απο το παγωμένο νερό. Μου 'κλασε τα
αρχίδια, ένιωσα πολύ χειρότερα, μην το
δοκιμάσετε ποτέ. Ευτυχώς κανένας δεν
είχε μπεί στον κόπο να μου βγάλει τις
μπότες το προηγούμενο βράδυ, γιατί έτσι
και ξαναέσκυβα να τις βάλω θα ούρλιαζα
απ' τον πόνο. Μπήκα στο σαλόνι, δήλωσα
την κατάστασή μου, κατάπια ένα ντεπόν
και παρακάλεσα τους πάντες να μην μιλάνε
δυνατά και να μην μου πούνε τι έγινε
χτες το βράδυ. Ήμουνα πολύ σκατά για να
διαχειριστώ οποιαδήποτε πληροφορία.</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br /></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"> Βγήκαμε
έξω και βρήκαμε σποτάκι αρκετά εύκολα.
Δεν έχουμε σοβαρό ανταγωνισμό στην
Ελλάδα. Παίζουμε καλύτερα και δυνατότερα
απ' όλους, αλλά σεβόμαστε τους άγραφους
νόμους του δρόμου. Ποτέ δεν στήνεις
δίπλα σε άλλον, δεν τον ενοχλείς για να
μην σε ενοχλήσει. Υπάρχουν βέβαια φορές
που δεν βρίσκουμε μέρος και γυρνάμε
ξενερωμένοι και σαν μαλάκες στο σπίτι.
</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br /></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"> Βέβαια
ήταν άθλιο, απέναντί μας είχαμε με τη
σειρά πεζοδρόμιο, πιάτσα ταξί, δρόμο
διπλής κυκλοφορίας και στάση των ΚΤΕΛ.
Δηλαδή ακριβώς το αντίθετο απ' ότι θα
με έκανε να νιώσω έστω και λίγο καλύτερα
εκείνο το καταραμένο πρωί. Τέτοια ώρα
τέτοια λόγια όμως. Είχα πάρει και ένα
τρανζιστοράκι μαζί μου και έσπαγα τα
αρχίδια της μπάντας με βλαμμένες μουσικές
απο βλαμμένους σταθμούς.</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"> Για
κάθε νότα που έπαιζα ήθελα να ξεράσω,
κάθε φορά που τελείωνε ένα κομμάτι
πήγαινα να λιποθυμήσω, κάθε κέρμα που
έπεφτε στη θήκη ήταν μια καρφίτσα που
χωνόταν στο κεφάλι μου. Έχανα τα τέμπα,
ξεχνούσα τα μέρη μου, ήμουνα τραγικός.
Και αυτή η γαμημένη ζέστη! Μήνες ολόκληρους
μας πήγαινε πίπα-κώλο με το πουτσόκρυο
αυτή η πόλη, και απ' όλες τις μέρες του
χρόνου σήμερα αποφάσισε να κάνει καύσωνα
γαμώτο? Έβλεπα τον κόσμο στους δρόμους
με κοντομάνικα και φουστίτσες να πίνει
νερό και να την πέφτει στις σκιές, ενώ
εγώ έλιωνα μέσα στο μαύρο τζίν, το
βαμβακερό μπουκάμισο και τις δερμάτινες
μπότες μου. Ένιωθα τα πόδια μου να
βράζουν. Ο ήλιος χτυπούσε ανελέητα στο
σημείο που καθόμουνα. Τα γυαλιά μου τα
έχω χάσει απο καιρό και η μόνη προστασία
που είχα ήταν μια μάλλινη χειμωνιάτικη
τραγιάσκα που κάλυπτε ίσα-ίσα τα μάτια
μου και την χαμένη μου έκφραση απο τον
κόσμο γύρω μου.</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br /></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"> Μόλις
τελειώσαμε τη γύρα πήγα καρφί σπίτι με
τον Τάκη που είχε έρθει να μας δεί για
να βάλω καλόκαιρινά και να αφήσω το
τρανζιστοράκι, που είχε εν το μεταξύ
αρχίσει να σπάει και τα δικά μου αρχίδια.
Έβγαλα τις μπότες ρίχνοντας φριχτές
κατάρες στον τσαγκάρη και έβαλα σορτσάκι,
κοντομάνικο και μπουκάμισο, σωστό
αμερικανάκι. Ένιωσα τόσο καλύτερα που
ξαναπήρα μαζί μου και το τρανζίστορ.
Κατούρησα κάτι βαθυκίτρινο, στο χρώμα
του κρόκου και πήγα να ξαναβρώ τους
άλλους για δεύτερη γύρα σε άλλο σποτάκι.</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"> Τώρα
πια είχα ξεμεθύσει κάπως και έβγαζα
άκρη. Ήξερα πως έπρεπε οπωσδήποτε να
είμαι νηφάλιος το βράδυ οπότε άρχισα
να κατεβάζω γαλλικούς. Ζήτησα συγνώμη
απ' τη μπάντα για τις μαλακίες μου και,
μεταξύ αστείου και σοβαρού, τους
διαβεβαιωσα οτι θα ξαναγίνει, και μάλιστα
σύντομα. Η δεύτερη γύρα πήγε πολύ καλύτερα
απ' ότι περιμέναμε όλοι. Για την ακρίβεια,
παιξαμε καλύτερα απο τις περισσότερες
φορές. Μάλλον η σκέψη του επερχόμενου
λαιβ μας έκανε να παίζουμε πιο σοβαρα
και συγκεντρωμένα. Μια ζωγράφος έστησε
τα σύνεργά της μπροστά και αριστερά μας
και άρχισε να μας σκιτσάρει με κάρβουνο.
Η διάθεσή μου ανέβηκε κατακόρυφα. Η γύρα
τελείωσε, η ζωγραφιά της τύπισας ήταν
πραγματικά πολύ καλή και το κεφάλι μου
είχε έρθει επιτέλους στα ίσια του. Έμενε
να τακτοποιήσω το στομάχι μου και να
ρίξω ένα υπνάκι για συντήρηση. Έφαγα
ένα απο τα πιο λιπαρά πιτόγυρα της πόλης
με διπλή πίτα, γύρισα σπίτι τραγουδώντας
και ξάπλωσα.</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br /></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;">Η
καρδιά μου πήγαινε να σπάσει, στην τρίχα
την γλίτωσα την καρδιακή προσβολή. Έπεσα με φόρα στην αγγαλιά του Μορφέα.</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br />
</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br />
</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br />
</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br /></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br /></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br />
</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br />
</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"> Ξύπνησα
2-3 ώρες μετά. Όλοι ήταν ήδη στο μαγαζί
εκτός απο μένα και το Ρεμέτζο, ο οποίος
περίμενε κάποιον που δεν ήρθε ποτέ να
του φέρει κάτι που δεν έμαθα ποτέ τι
ήταν. Και ήθελε να κάνει και μπάνιο, που
τελικά δεν έκανε. Ήμουνα ντούρος,
ξεκούραστος, χορτάτος και ορεξάτος,
δηλαδή πανέτοιμος. Αλλά κυρίως ήμουν
περήφανος που κατάφερα να είμαι όλα
αυτά μετά την προηγούμενη νύχτα. Το
μεσημέρι ο Παλιάτσο μου είχε πει φιλικά
(αλλά ψιλοαπειλιτικά είναι η αλήθεια)
να φροντίσω να 'μαι εντάξει το βράδυ,
και ήμουνα. Όσο ο Ρεμέντζο άλλαζε χορδές,
εγώ γυάλισα τις μπότες μου, ήπια καφέ,
έβαλα καθαρό μαύρο μπουκαμισάκι, και
έστρωσα με λεμόνι το μαλλί. Λίγο μετά
πήραμε το λεοφορείο και δρόμο. Δεν κόψαμε
εισητήριο.</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br /></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"> Πρέπει
να φτάσαμε γύρω στις 8. Το μαγαζί ήταν
άδειο εκτός απο 2-3 παρέες που τελείωναν
τον απογευματινό κάφε τους. Πολύ ωραίος
χώρος. Μεγάλος και όμορφός, προσεγμένος
και με φινέτσα. Κύριο υλικό το ξύλο, όχι
σαν τα γαμημένα τα τρεντάδικα με τα
πλαστικά χοντροκομμένα διακοσμητικά
και τους φτηνιάρικους πολυέλαιους.
Χεραίτησα τα παιδιά, παράγγειλα μια
μπύρα. Κάναμε σαουντσεκ, είχαμε προσλάβει
πολύ καλό ηχολήπτη, ήξερε τι έκανε και
ήταν καλό παιδί. Έβγαλε τον ήχο απο 6
όργανα ακριβώς όπως τον είχα στο μυαλό
μου και λίγο καλύτερα. Προβλήματα δεν
είχαμε.</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br /></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"> Κάτσαμε
και βγάλαμε τη λίστα. Είχαμε 21 τραγούδια,
χωρίσαμε το πρόγραμμα στα 2. Μέρος πρώτο,
διάλειμα, μέρος δεύτερο. Οι κυριλέ
μπάντες τα σκέφτονται αυτά μέρες πρίν
αλλά ποιός τους γαμάει και αυτούς ε?</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br /></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"> Κατά
τις 10 είχε σκάσει πολύς κόσμος, ούτε που
το περίμενα. Το μαγαζί είχε βάλει ένα
αδιάφορο ποσό είσοδο, όλα δικά μας. Έπινα
τη 2η μπύρα και τους παρατηρούσα να
μπαίνουνε μέσα. Κάθε φορά που άνοιγε η
πόρτα άκουγα "μπλίνκ-μπλίνκ". Ντροπή
μου. Πήγα στην τουαλέτα κάποτε. Μόνο
τότε, στον ολόσωμο καθρέπτη ανακάλυψα
οτι απόψε είχα ντυθεί μαδαφάκας. Απο το
γλυμμένο μαλλί και το μαύρο μπουκάμισο
μέχρι τη γυαλισμένη μπότα ήμουνα
μαδαφάκας. Ντροπή μου. Ανακάλυψα οτι ο
ιδρώτας είχα κάνει άσπρες γραμμές στις
μασχάλες. Αυτό μου έλειπε γαμώτο. Το
έκανα λίγο με νερό και έφυγε. Μπήκα στις
γυναικείες και έχεσα. Πάντα ένα καλό
χέσιμο πριν το λαιβ.
</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br /></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"> Γύρισα
στο μπαρ και έπιασα απο σπόντα κουβέντα
με τη σερβιτόρα. Φορούμε αμάνικο μαύρο
κολλητό μπλουζάκι, μαύρο κολάν και απο
πάνω πράσινο σορτσάκι. Παράδοξο για μια
σερβιτόρα να ντύνεται έτσι μια τέτοια
μέρα. Μου είπε οτι είχε συνενοηθεί να
ντυθεί γυμνάστρια μαζί με μια άλλη
κοπέλα, αλλά η κοπέλα το ξέχασε και τώρα
γινόταν απλά ρεζίλι. Μου διέφευγε οτι
είχαμε αποκριές, συνηθίζω να ντύνομαι
σαν καρνάβαλος όλο το χρόνο. Της είπα
οτι εγώ είχα ντυθεί μαδαφάκας για να
νιώσει λίγο καλύτερα. Διόλου τη διασκέδασα
βέβαια, συνέχιζε να γίνεται ρεζίλι και
το ήξερε. Όταν έχεις τέτοια κωλάρα όμως
δεν σ'ενδιαφέρουνε και τόσο όλα αυτά.
Γέλασε φιλικά και συνέχισε να βάζει
τεκίλες και τζόνι στον κόσμο.
</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"> Κάποτε
αρχίσαμε. Είμαι ο μόνος στη μπάντα που
στέκεται όρθιος και με διαθέσιμο
μικρόφωνο, οπότε και ο μόνος που μιλάει.
Και έπειτα, τα πάω καλά μ'αυτά, το χω με
το φροντμανιλίκι. Μας ανακοίνωσα,
χαιρέτησα και ευχαρίστησα το κοινό που
ήρθε (και μας τάισε) και αρχίσαμε. Τα
πήγαμε πολύ καλά, ο κόσμος γούσταρε αλλά
μιλούσε πολύ ρε πούστη μου. Ακριβώς
δίπλα μου ήρθε και κάθισε μια παλιοπουτάνα
με τα βυζιά απ' έξω και με κοιτούσε
συνεχώς με νόημα. Ακριβώς απο δίπλα, και
κρατόντας της το χέρι, καθόταν ο γκόμενος
της. Θα την έτρωγα την καριόλα αν δεν
είχα ένα έμφυτο φόβο για σκληροπυρηνικούς
μεταλάδες μισό μέτρο ψηλότερους απο
μένα που με κοιτάνε με μίσος.</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br /></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"> Προς
το τέλος του πρώτου μέρους, ένας χοντρός
και ψηλός μουσάτος μεθυσμένος με
χασισοφυλάρα τυπωμένη στο μακό άρχισε
να έρχεται προς το μέρος μου. Το επόμενο
κομμάτι είχε είδη αρχίσει και δεν αργούσα
να μπώ. Έβρισα το ξεσταύρι μου, του
χαμογέλασα σαν να τον ξέρω χρόνια και
έγειρα να ακούσω τι σκατά έχει να μου
πεί.</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br />
</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"> "Τι
θα γίνει ρε φιλαράκι να πούμε, έτσι
τζίγκι-τζίγκι θα το πάμε ολή νύχτα?"</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"> "Δεν
σ'αρέσει ρε φίλε, έλα, μη με στεναχωρείς
τώρα!".</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"> "Μα
δεν έχετε ένα τραγουδιστή να πούμε να
πει κάνα τραγουδάκι ρε? Τι με λες τώρα!"</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br />
</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;">Ο
τύπος ήταν ο κλασικός μεθυσμένος
μαλακοσούρας Θεσσαλονικιός που έχει
να γαμήσει χωρίς να πληρώσει απο πάντα.
Ήθελε καυγά και το ήξερα αλλά δεν με
έπαιρνε. Ήθελα μισό ακριβώς λεπτό για
να μπώ. Έπρεπε να ελιχθώ, να ντριμπλάρω
και να του κόψω τα αρχίδια. Ο συγκάτοικός
μου στο Ηράκλειο ήταν Σαλονικιός και
μιλούσε σα βλαχαδερό και τον είχα μάθει
τον τρόπο. Οπότε τον πιάνω σαν παλιός
συμμαθητής απ' το αναμορφωτήριο και τον
λέω:</span></div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br />
</span></div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"> ΕΓΩ:
"Γαμησέτα ρε φιλλαράκι, είχαμε να
πούμε ένα αμερικάνο τραγουδιστή αλλά
μας κρέμασε και πήγε πίσω στην αμέρικα
ρε φίλε τελευταία στιγμή."</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"> ΑΥΤΟΣ:
"Ασε ρε φιλλαράκι σοβαρά μιλλάς? Ρε
το μπούστη τον αμερικάνο να πούμε!".</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"> ΕΓΩ:
"Αστα να πάνε σε λέω μας γάμησε ο
τυπάς! Αλλά τί να γίνει να πούμε έτσι
είμαστε τώρα τι να κάνουμε! Εγώ αμερικάνο
φίλλε δεν ξαναεμπιστεύομαι!"</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"> ΑΥΤΟΣ:
"Πω-πω γαμησέτα φιλλαράκι σας γάμησε
ο τύπος!"</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"> ΕΓΩ:
"Νταξ μωρέ! Τι να κάνεις! Άντε, πάνε
κάτσε πιές στη υγειά μου και απόλαυσέ
το!"</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"> ΑΥΤΟΣ:
"Σίγουρα ρε φίλλε! Άντε!"</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br />
</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;">.......και
ΜΠΑΜ, ακριβώς εκείνη τη στιγμή μπαίνω
στο μέρος μου χωρίς καθυστέρηση! Έπεσα
με μακροβούτι στα σκατά, και μας έβγαλα
ασπροπρόσωπους. Του 'κανα τα αρχίδια
πελτέ και του τα τάισα αλειμένα σε ψωμί
με συνοδεία ποντιακής μουστάρδας.
Δεύτερο πιάτο, μπουγιουρντί. Ο ίδιος
πούστης, όπως έμαθα εκ των υστέρων,
χωνότανε χυδαία και όλο μούρη στη γυναίκα
του αφεντικού. Όταν κάποιος του
γνωστοποίησε οτι μιλάει στη σύζηγο του
φίλου του, αυτός απάντησε απλά, "Στ'
αρχίδια μου." Να ζήσει ο άνθρωπος να
γουστάρει φυλακή.</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br />
</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br />
</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br />
</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"> Το
λαιβ τελείωσε, καταχειροκροτηθήκαμε,
μας δώσανε προσωπικά συνχαρητήρια,
εγκομίσαν τις συνθέσεις μας, αλλά ντάξει
μωρε, θα μπορούσατε και να μπλαμπλαμπλα
και ο ήχος σας μπλαμπλαμπλα και
μπλαμπλαμπλα γάμησέτα. Όλοι έχουνε
άποψη για όλα σήμερα. Αλλά δεν φταίνε
αυτοί. Τους δίνουνε αέρα με τόσες μαλακίες
που τους ταίζουν μέσω τιβίς, ίντερνετ
και γενικότερα μέσω αυτού του ατέλειωτου
πνευματικού αυνανισμού. Επόμενη στάση,
το μπαρ! Ω, θεοί επιτέλους ήρθε η ευλογημένη
στιγμή! Ο λόγος που κάθε ρεμάλι πιάνει
μια κιθάρα και παίζει μαλακίες με τη
μπάντα του.. Όσο ξύδι προλάβεις να πιείς
μέχρι το κλείσιμο, και θα σε πληρώσουν
κιόλας!</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"> Απο
τζάκ πήγα κάιζερ, έκανα μια στάση σε
κάτι σφηνάκια τεκίλας, επιβηβάστηκα σε
δυο μπουτάρες με αδιάφορα θέματα
συζήτησης, ξαναγύρισα τζακ, τζακ, και
βγήκα απο πίσω για ένα μπάφο με το Σκαρ,
τον Παλιάτσο, και δυο άλλους. Έιχα πλέον
κάθε λόγο να είμαι αηδιαστικά, εκνευριστικά
χαρούμενος και ερωτευμένος με τον εαυτό
μου. Όλα αυτά φούσκωσαν το εγώ μου με
ήλιο και αυτό εξφενδονίστηκε στην
στρατόσφαιρα, με αποτέλεσμα η διάθεσή
μου να μπεί σε τροχιά. Ήτανε τότε που,
παίζοντας πάσες με ένα τσιγάρο πίσω απο
το μαγαζί, ο Σκαρ μου είπε τι είχε γίνει
εκείνη τη γαμημένη νύχτα. Εκείνη τη
νύχτα που, όπως και σ' ένα τσούρμο άλλες,
δεν ήμουν εκεί. Εκείνη τη νύχτα, της
οποίας η τελευταία εικόνα που συγκρατώ
είναι ένα πιάτο, ένα καλαμάκι και μια
μικρή, λευκή γραμμή.</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br />
</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br />
</span></div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0cm; text-indent: 1.27cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;">
“Μέσα στο
πάρτυ έκανες σα μαλάκας, μόλις βγήκες
απ’ το δωμάτιο άρχισες να φωνάζεις ότι
να ναι και να αγγαλιάζεις τους πάντες.
Μετά πήρες ένα μπουκάλι κρασί και πήγες
να τους ποτήσεις, κατέληξες να το χύνεις
στις μπλούζες τους, όλη την ώρα γελώντας
παρονοικά. Σε αγριοκοιτούσανε μαλάκα
ήθελε να σε δείρει όλο το πάρτυ!</span></div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"> Σε
κάποια φάση στάθηκες στο μπάρ και
κατέβαζες ότι έβλεπες μπροστά σου,
μπουκωνόσουνα με σαλάμια και κασέρια
και κατέβαζες κρασί με βατ ανακατεμένα.
Ο Μάνος περίμενε να κάνεις καμια χοντράδα
και σε είχε από κοντά, οπότε όταν άρχισες
να πλησιάζεις τη γκόμενά του μ’αυτό το
χυδαίο χαμόγελο σε κόλησε στη γωνία και
κάτι σου έλεγε, εσύ γελούσες συνεχώς.
Τελικά ήρθε και μου είπε να σε πάω σπίτι
γιατί δεν σ’αντέχει. Σου είπα ότι πρέπει
να φύγουμε, ούτε που με άκουγες αλλά
ήρθες μαζί μου.
</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"> Σε
κατέβασα στο ασανσέρ και πήγαμε στη
στάση. Εκεί περιμένανε το λεοφορείο
κάτι μαύρες πουτάνες. Μαλάκα στεκόσουνα
σκυφτός με τα χέρια να κρέμονται και το
στόμα ανοιχτό, ήσουνα πολύ μυστήριος.
Μόλις είδες τις πουτάνες άπλωσες τα
χέρια και άρχισες να πηγαίνεις προς τα
πάνω τους, το βάλανε στα πόδια τα κορίτσια
τι να κάνανε!</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"> Μπήκαμε
στο λεωφορείο και καθήσαμε δίπλα στην
είσοδο. Κάτι τυπάκια καθότανε απέναντί
μας και τους αγριοκοιτούσες. Μετά από
λίγο σήκωσες αργά το δεξί χέρι και
δείχνοντάς τους τους είπες, «Εσυυυ….Αν
τα βάλεις μαζί μου θα νοιώσεις την οργή
του θεού!» και ενώ έλεγες «του Θεού»
σήκωνες το αριστερό χέρι δείχνοντας
προς τα πάνω! Τα τυπάκια τρομοκρατηθήκανε
και κατέβηκαν, συνέχισες μ’αυτό το
τροπάρι με όποιον έμπαινε μέσα.</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"> Δεν
σε άντεξα, κατεβήκαμε Αριστοτέλους.
Καθόσουνα μπροστά από κάθε ταρίφα και
άρχιζες πάλι με την οργή του θεού, τον
ένα μετά τον άλλο στη σειρά. Μαλάκα
ήσουνα λιώμα, λιώμα. Στον 5<sup>ο</sup> ταρίφα,
όσο ήσουνα ακόμα στο «εσυ..»¨σου κατέβασα
το χέρι και σου είπα «όχι Ορφέα». Έπαθες
πλάκα!</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;">«Όχι???».</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;">«Όχι».</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;">«Πώς
όχι?».</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;">«Όχι».</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;">«…όχι??».</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"> Και
άρχισες να κλαψουρίζεις «όχι…όχι..»
μέχρι που φτάσαμε στο σπίτι! Εκεί βρήκαμε
τον Νέλο, άρχισες να τσακώνεσαι μαζί
του για μαλακίες, έσπαγες μπουκάλια
μπροστά του και τον έβριζες. Τα πήρε και
σε έριξε σ’ ένα τοίχο, πιαστήκατε,
πλακωθήκατε λίγο και πήγε να φύγει. Του
φώναζες στις σκάλες «Όχι μη φύγεις
σ’αγαπάω αλήθεια!» και ξαναγύρισε αλλά
πήγες πάλι να ξεκινήσεις τσαμπουκά και
έφυγε για τα καλά. Μετά έπεσες στο κρεβάτι
και κοιμήθηκες.</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;">Μαλάκα
δεν είσαι καλά, ψάχτο!”</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br />
</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;">“Τι
να ψάξω ρε Σκαρ, εδώ με βρήκε αυτό.”</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;">Γελάσαμε,
τι να κάναμε. Θέλει χιούμορ η παράνοια.</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;">“Τουλάχιστον
έχασα τίποτα καλό?”.</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;">“Δέκα
λεπτά μετά που έφυγες ο Μάνος έδιωξε τη γκόμενά του και έφερε κάτι μαύρες
πουτάνες.”</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br />
</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;">Διάολε. </span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;">Τι να πεις</span><span style="font-family: 'Courier New', Courier, monospace;">.</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: 'Courier New', Courier, monospace;">Κάνε τουμπεκί, ψιλόκοψέτο
και πάνε να πιείς κάνα τζακ.</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;">“Καταπληκτικά.”
είπα, και πήγα να πιώ κάνα τζακ.</span></div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br />
</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br />
</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br />
</span></div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0cm; text-indent: 1.27cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br />
</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br />
</span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"><br />
</span></div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0cm; text-indent: 1.27cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;">Και νιώθω την
κατάρα της πόλης βαριά πάνω μου. Πλήτω
με όλα, ακόμα και με τον ίδιο μου τον
εαυτό. Είναι θέμα χρόνου το φευγιό, οπότε
κάνω υπομονή. Και πίνω, πίνω τα κέρατά
μου, κατεβάζω ότι πέσει στα χέρια μου,
να μπορέσω να επιπλεύσω λίγο ακόμα
σ'αυτή την ευλογημένη άγνοια ξέροντας
οτι πολύ σύντομα θα πέσω και θα σπάσω
τα δόντια μου στον πάτο της σκληρή
πραγματικότητα. Αλλά έτσι είναι οι
ουσίες. Ένας εφιάλτης που ξες πως θα
τελειώσει αλλά κάνεις ότι περνά απο το
χέρι σου για να κρατήσει λίγο ακόμα.
</span></div>
<div style="line-height: 100%; margin-bottom: 0cm;">
<span style="font-family: Courier New, Courier, monospace;"> Και
ακόμα περιφέρομαι στους δρόμους και
στα καταγώγεια της βρώμικης πόλης σαν
φάντασμα, ψάχνοντας τη φρίκη και το
τίποτα. Γίνομαι άλλος ανάλογα τι πίνω,
και σε τι ποσότητα, ελίσσομαι να φάω τις
σφαίρες στο ψαχνό. Πάντα κάποιος άλλος,
πάντα ο ίδιος μαλάκας. Χα! Ανοίγω
μοιρολατρικά μια Βεργίνα και παίρνω το
δρόμο για το σπίτι παρέα με το χυδαίο
μου χαμόγελο.</span></div>
</div>
Unknownnoreply@blogger.com2tag:blogger.com,1999:blog-5242409836898540.post-24785107345959422042013-11-22T09:25:00.000-08:002014-02-25T06:42:33.451-08:00Καλούμπα, ξανά.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
<span style="color: black;"><span style="font-family: sans-serif;"><span style="font-size: 9pt;"><b>καλούμπα </b></span></span></span><span style="color: #002000;"><span style="font-family: sans-serif;"><span style="font-size: 9pt;"><i>θηλυκό</i></span></span></span><span style="color: black;"><span style="font-family: sans-serif;"><span style="font-size: 9pt;"><b> </b></span></span></span><span style="color: black;"><span style="font-family: sans-serif;"><span style="font-size: 9pt;">(& </span></span></span><a href="http://el.wiktionary.org/wiki/%CE%BA%CE%B1%CE%BB%CE%BF%CF%8D%CE%BC%CE%B1"><span style="color: #0b0080;"><span style="text-decoration: none;"><span style="font-family: sans-serif;"><span style="font-size: 9pt;"><span style="background: #ffffff;">καλούμα</span></span></span></span></span></a><span style="color: black;"><span style="font-family: sans-serif;"><span style="font-size: 9pt;">)</span></span></span><span style="color: black;"><span style="font-family: sans-serif;"><span style="font-size: 9pt;"><b>
</b></span></span></span>
</div>
<div style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi4hyphenhyphenzAOnS8McgulnF_ctqf3mUm3JRtulgWOk_17Gc9g-d4Y_300SQUmJmiqueb0lD4n136XSr5kl_kAtLH6sIJABVYqJiRLZCjR7jwxmtLZ8xa88xpNIhaF6cgXS-J0faMfibw4-mOoA/s1600/%CE%A4%CE%B1%CF%80%CE%B5%CF%84%CF%83%CE%B1%CF%81%CE%AF%CE%B1+%CF%84%CE%BF%CF%85+%CE%A0%CF%81%CE%BF%CE%B3%CF%81%CE%AC%CE%BC%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%82+%CF%80%CF%81%CE%BF%CE%B2%CE%BF%CE%BB%CE%AE%CF%82+%CF%86%CF%89%CF%84%CE%BF%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%B9%CF%8E%CE%BD+%CF%84%CF%89%CE%BD+Windows.jpg" imageanchor="1" style="clear: right; float: right; margin-bottom: 1em; margin-left: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi4hyphenhyphenzAOnS8McgulnF_ctqf3mUm3JRtulgWOk_17Gc9g-d4Y_300SQUmJmiqueb0lD4n136XSr5kl_kAtLH6sIJABVYqJiRLZCjR7jwxmtLZ8xa88xpNIhaF6cgXS-J0faMfibw4-mOoA/s320/%CE%A4%CE%B1%CF%80%CE%B5%CF%84%CF%83%CE%B1%CF%81%CE%AF%CE%B1+%CF%84%CE%BF%CF%85+%CE%A0%CF%81%CE%BF%CE%B3%CF%81%CE%AC%CE%BC%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%82+%CF%80%CF%81%CE%BF%CE%B2%CE%BF%CE%BB%CE%AE%CF%82+%CF%86%CF%89%CF%84%CE%BF%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%B9%CF%8E%CE%BD+%CF%84%CF%89%CE%BD+Windows.jpg" height="240" width="320" /></a><span style="color: black;"> </span><a href="http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%92%CE%B5%CE%BD%CE%B5%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%B3%CE%BB%CF%8E%CF%83%CF%83%CE%B1"><span style="color: #663366;"><span style="text-decoration: none;"><span style="font-family: sans-serif;"><span style="font-size: 9pt;"><i>βενετική</i></span></span></span></span></a><span style="color: black;"> </span><a href="http://el.wiktionary.org/wiki/caloma"><span style="color: #0b0080;"><span style="text-decoration: none;"><span style="font-family: sans-serif;"><span style="font-size: 9pt;"><span style="background: #ffffff;">caloma</span></span></span></span></span></a><span style="color: black;"> </span><span style="color: black;"><span style="font-family: sans-serif;"><span style="font-size: 9pt;">/ </span></span></span><a href="http://el.wiktionary.org/wiki/caluma"><span style="color: #0b0080;"><span style="text-decoration: none;"><span style="font-family: sans-serif;"><span style="font-size: 9pt;"><span style="background: #ffffff;">caluma</span></span></span></span></span></a><span style="color: black;"> </span><span style="color: black;"><span style="font-family: sans-serif;"><span style="font-size: 9pt;"><
(</span></span></span><span style="color: black;"><span style="font-family: sans-serif;"><span style="font-size: 9pt;"><i>υστερολατινική</i></span></span></span><span style="color: black;"><span style="font-family: sans-serif;"><span style="font-size: 9pt;">)
*calauma < *chalagma < </span></span></span><a href="http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%B3%CE%BB%CF%8E%CF%83%CF%83%CE%B1#.CE.95.CE.BB.CE.BB.CE.B7.CE.BD.CE.B9.CF.83.CF.84.CE.B9.CE.BA.CE.AE_.CE.BA.CE.BF.CE.B9.CE.BD.CE.AE"><span style="color: #663366;"><span style="text-decoration: none;"><span style="font-family: sans-serif;"><span style="font-size: 9pt;"><i><span style="background: #ffffff;">ελληνιστική
κοινή</span></i></span></span></span></span></a><span style="color: black;"> </span><a href="http://el.wiktionary.org/wiki/%CF%87%CE%AC%CE%BB%CE%B1%CF%83%CE%BC%CE%B1"><span style="color: #0b0080;"><span style="text-decoration: none;"><span style="font-family: sans-serif;"><span style="font-size: 9pt;"><span style="background: #ffffff;">χάλασμα</span></span></span></span></span></a><span style="color: black;"> </span><span style="color: black;"><span style="font-family: sans-serif;"><span style="font-size: 9pt;">(=</span></span></span><a href="http://el.wiktionary.org/wiki/%CF%87%CE%B1%CE%BB%CE%AC%CF%81%CF%89%CE%BC%CE%B1"><span style="color: #0b0080;"><span style="text-decoration: none;"><span style="font-family: sans-serif;"><span style="font-size: 9pt;"><span style="background: #ffffff;">χαλάρωμα</span></span></span></span></span></a><span style="color: black;"><span style="font-family: sans-serif;"><span style="font-size: 9pt;">)
< </span></span></span><a href="http://el.wiktionary.org/wiki/%CF%87%CE%B1%CE%BB%CE%AC%CF%89"><span style="color: #0b0080;"><span style="text-decoration: none;"><span style="font-family: sans-serif;"><span style="font-size: 9pt;"><span style="background: #ffffff;">χαλάω</span></span></span></span></span></a><span style="color: black;"> </span><span style="color: black;"><span style="font-family: sans-serif;"><span style="font-size: 9pt;">/ </span></span></span><a href="http://el.wiktionary.org/wiki/%CF%87%CE%B1%CE%BB%E1%BF%B6"><span style="color: #0b0080;"><span style="text-decoration: none;"><span style="font-family: sans-serif;"><span style="font-size: 9pt;"><span style="background: #ffffff;">χαλῶ</span></span></span></span></span></a><span style="color: black;"><span style="font-family: sans-serif;"><span style="font-size: 9pt;">(</span></span></span><a href="http://el.wiktionary.org/wiki/%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%B4%CE%AC%CE%BD%CE%B5%CE%B9%CE%BF"><span style="color: #0b0080;"><span style="text-decoration: none;"><span style="font-family: sans-serif;"><span style="font-size: 9pt;"><span style="background: #ffffff;">αντιδάνειο</span></span></span></span></span></a><span style="color: black;"><span style="font-family: sans-serif;"><span style="font-size: 9pt;">)</span></span></span>
</div>
<div style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div style="line-height: 0.5cm;">
<span style="color: #0b0080;"><span style="font-family: sans-serif;"><span style="font-size: 9pt;">1.
</span></span></span><a href="http://el.wiktionary.org/wiki/%CE%BA%CE%BF%CF%85%CE%B2%CE%AC%CF%81%CE%B9">κουβάρι</a><span style="color: black;"><span style="font-family: sans-serif;"><span style="font-size: 9pt;"> από </span></span></span><a href="http://el.wiktionary.org/wiki/%CF%83%CF%80%CE%AC%CE%B3%CE%B3%CE%BF%CF%82"><span style="color: #0b0080;"><span style="text-decoration: none;"><span style="font-family: sans-serif;"><span style="font-size: 9pt;">σπάγγο</span></span></span></span></a><span style="color: black;"><span style="font-family: sans-serif;"><span style="font-size: 9pt;"> για
το πέταγμα του </span></span></span><a href="http://el.wiktionary.org/wiki/%CF%87%CE%B1%CF%81%CF%84%CE%B1%CE%B5%CF%84%CF%8C%CF%82"><span style="color: #0b0080;"><span style="text-decoration: none;"><span style="font-family: sans-serif;"><span style="font-size: 9pt;">χαρταετού</span></span></span></span></a><span style="color: black;"><span style="font-family: sans-serif;"><span style="font-size: 9pt;"> την
ημέρα της </span></span></span><a href="http://el.wiktionary.org/wiki/%CE%9A%CE%B1%CE%B8%CE%B1%CF%81%CE%AC_%CE%94%CE%B5%CF%85%CF%84%CE%AD%CF%81%CE%B1"><span style="color: #0b0080;"><span style="text-decoration: none;"><span style="font-family: sans-serif;"><span style="font-size: 9pt;">Καθαράς
Δευτέρας</span></span></span></span></a></div>
<ol>
<div style="border: none; line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm; padding: 0cm;">
<span style="color: black;"><span style="font-family: sans-serif;"><span style="font-size: 9pt;">2.(</span></span></span><a href="http://el.wiktionary.org/wiki/%CF%80%CE%B1%CF%81%CF%89%CF%87%CE%B7%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%BF%CF%82"><span style="color: #0b0080;"><span style="text-decoration: none;"><span style="font-family: sans-serif;"><span style="font-size: 9pt;"><i>παρωχημένο</i></span></span></span></span></a><span style="color: black;"><span style="font-family: sans-serif;"><span style="font-size: 9pt;">) </span></span></span><a href="http://el.wiktionary.org/wiki/%CF%83%CF%87%CE%BF%CE%B9%CE%BD%CE%AF"><span style="color: #0b0080;"><span style="text-decoration: none;"><span style="font-family: sans-serif;"><span style="font-size: 9pt;">σχοινί</span></span></span></span></a></div>
</ol>
<div style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div style="line-height: 0.5cm;">
<span style="color: black;"><span style="font-family: sans-serif;"><span style="font-size: 9pt;"><i>αμόλα </i><i><b>καλούμπα</b></i><i>!</i>:
προτροπή για συνέχιση: άσε τα πράγματα
να κυλήσουν· </span></span></span>
</div>
<div style="line-height: 0.5cm;">
<span style="color: black;"><span style="font-family: sans-serif;"><span style="font-size: 9pt;">κι
επίσης: μην μένεις στάσιμος, προχώρα...</span></span></span></div>
<div style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
</div>
<div style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
<span lang="el-GR"> Οι
μπύρες ήταν κρύες, η μουσική δυνατή και
ο κόσμος χαχανιστός αλλά μια ασήκωτη
ατμόσφαιρα </span><span lang="en-US">FAIL </span><span lang="el-GR">πλανιώταν
στο χώρο. Επόμενο βέβαια αφού αφήσαμε
το Μούλο να οργανώσει τα πάντα. Ο Βλαξ
έκοψε και αφισάκι που έγραφε “</span><span lang="en-US">Fatality
Party, </span><span lang="el-GR">στο γνωστό Μπουρδελάκι”
με ένα σκελετό για φόντο και δίπλα μια
καθυστερημένη λίστα με τις μουσικές
που θα έπαιζε.</span></div>
<div style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
<span lang="el-GR"><br /></span></div>
<div style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
<span lang="el-GR"> Φακ ρε μαλάκα,</span></div>
<div style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
<span lang="el-GR"> φακ.</span></div>
<div style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
<span lang="el-GR"><br /></span></div>
<div style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
<span lang="el-GR">Το
</span><span lang="en-US">underground </span><span lang="el-GR">πάρτυ
δε χρειάζεται αφίσα, μαθαίνεται απο
στόμα σε στόμα. Tο πετάς εκεί έξω και
αφήνεις το Self Admiration Society να κάνει
τη δουλειά του</span><span lang="el-GR">. </span><span lang="el-GR">Αφήνεις
το μυστήριο να αναπτυχθεί και να σαρώσει
την πόλη, το αφισάκι απομυθοποίησε τα
πάντα.</span><span lang="el-GR"> Το Μπουρδελάκι
έγινε εκκλησία και το “</span><span lang="en-US">fatality
party” </span><span lang="el-GR">έγινε </span><span lang="en-US">tea
party, </span><span lang="el-GR">και έτσι άδοξα η
τελευταία φιέστα είχε 20 άτομα στις 3.</span></div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
Βαριόμουνα
θανάσιμα, μαλάκα πως βαριόμουνα! Αν
δεν έπινα τσάμπα μπύρες θα τα 'χα βροντήξει
και θα την έκανα πολύ ώρα πριν, μα τι να
κάνεις? Τσέπη άδεια, ούτε τσιγάρα, σκάσε
και πίνε. Πες και καμιά χαζομάρα να
σε κεράσουν κάνα μπάφο, γνώρισε καμιά
δεκαριά τύπους, βάλες μπρός τις γνωστές
σου ρουτινιάρικες πίπες ..“-φοιτητές
παιδιά? -ναι -σώπα, που? -στο ΤΕΙ -...και
εσύ ρε φίλε, και γω, -πώωωω καύλα, χύνω!”
και “εγώ που με βλέπεις φίλε είμαι
μουσικός και παίζω παραδοσιακή Αιβαλιώτικη
τζαζ” και “η πόλη είναι εντάξει, τα
άτομα είναι για το μπούτσο”, και έτσι
αβέρτα, ώρες ολόκληρες μέχρι το ξημέρωμα.</div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
<span lang="el-GR"> Κατά
τις τεσσεράμιση ο κόσμος είχε σπάσει
εντελώς. Εκτός απ' τους δικούς μου, σε
ολόκληρο το κτήριο ύπηρχαν το πολύ άλλα
5 άτομα. Έχοντας χάσει πλέον κάθε ελπίδα
για συνταρακτικές αλλαγές στο σενάριο
και </span><span lang="en-US">twist </span><span lang="el-GR">που
σου κόβουν την ανάσα</span><span lang="el-GR">,</span><span lang="el-GR">
έκατσα δίπλα στο ψυγείο και με άφησα να
πίνω μπύρες μέχρι να λυποθυμήσω. </span>
</div>
<div style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
<span lang="el-GR"><br /></span></div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
Και
τότε την είδα.</div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
<span lang="el-GR"> Ήταν
μαζί με ένα τύπο που την κυνηγούσε απο
γωνιά σε γωνιά και απο τοίχο σε τοίχο,
προσπαθώντας να τη στριμώξει και να της
πιάσει την κουβέντα. Αέρινη, μακρύ
κατσαρό μαλλί, μια μπυράκλα στο χέρι,
αποκαλυπτικό μαύρο μπλουζάκι, κωλάρα
</span><span lang="el-GR">και ένα βλέμμα που
τσακίζει κόκκαλα' αθώο, γλυκό και
παιχνιδιάρικο με πολλά υπονοούμενα</span><span lang="el-GR">.
Ο τύπος άχαρος, τριχωτός και χοντρός,
απ' αυτά τα τυπάκια που σου βγάζουν ένα
</span><span lang="en-US">meh. </span><span lang="el-GR">και
τίποτα παραπάνω.</span></div>
<div style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
<span lang="el-GR"><br /></span></div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
Συνέχιζα
να πίνω και να τους χαζεύω για κάνα
δεκάλεπτο. Πότε βγαίναν έξω, πότε μπαίναν
μέσα, ίδια ιστορία συνεχώς. Πραγματικά
δεν πέρασε απ' το μυαλό μου να κάνω
κίνηση, ούτε καν καγκουριά του τύπου
“φίλε η κοπέλα δεν γουστάρει, μπούλο.”,
ήμουν καλά φτιαγμένος και περνούσα
κυριλέ παρά τη βαρεμάρα. Όταν όμως ήρθαν
προς το μέρος μου και αυτός άρχισε να
κατεβαίνει τη σκάλα, άκουσα τον εαυτό
μου να της λέει “να σε κεράσω μια μπύρα?”.</div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
<span lang="el-GR"> Δεν
μπορώ να ξέρω ακριβώς τι λέγαμε ούτε
για πόση ώρα. Έχω στο μυαλό μου μια πολύ
μπερδεμένη κουβέντα κατά την οποία εγώ
προσπαθούσα να μαντέψω την οικογενοιακή
της κατάσταση βασιζόμενος σε αυτά που
ξέρω γιαυτήν, (δηλαδή σε αέρα κοπανιστό),</span><span lang="el-GR">
χρησιμοποιόντας</span><span lang="el-GR"> κανόνες
ψυχολογίας, (που δεν ξέρω)</span><span lang="el-GR">
αλλά όντας </span><span lang="el-GR">και οι δυο
ζάντα, η συζήτηση πρέπει να εξελίχθηκε
σε φάση “Σε πηδούσε ο πατέρας σου μωρή,
γιαυτό είσαι έτσι!” κι όχι τόσο
επιστημονικά και συγκροτημένα όσο την
έχω στο μυαλό μου. Άκρη έβγαινε πάντως
και το διασκέδαζα πολύ.</span></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="line-height: 0.5cm;">Οταν
ο τριχωτός ξαναέσκασε μετά απο λίγο
στεκόμασταν ακόμα μπροστά στο μπαρ,
κάπου τον ξέρω αυτό τον τύπο αλλά μου
είναι αδύνατον να θυμηθώ απο που..,, όταν
την είδε δίπλα μου έσκασε η μάπα του.</span><span style="color: maroon; line-height: 0.5cm;">
<span style="color: black;">Ήρθε </span></span><span style="line-height: 0.5cm;">εκεί μπροστά,</span><span style="line-height: 0.5cm;">
κάτι πήγε να πει, “όλα καλά φίλε?” λέω,
δεν είπε τίποτα</span><span style="line-height: 0.5cm;">, </span><span style="line-height: 0.5cm;">αντ'
αυτού έκανε να μου γαργαλήσει το πηγούνι</span><span style="line-height: 0.5cm;">, του χαμογέλασα </span><span style="line-height: 18.890625px;">επικίνδυνα</span><span style="line-height: 0.5cm;">, </span><span style="line-height: 0.5cm;">το μετάνιωσε, γύρισε
πλάτη και ξανακατέβηκε τη σκάλα</span><span style="line-height: 0.5cm;">,
στο καλό και προσοχή στο δρόμο κούκλε</span><span style="line-height: 0.5cm;">.
</span>
</div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
<span style="color: maroon;"><br /></span></div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
Σε
κάποια φάση και εντελώς στο άκυρο η τύπισα μου λέει θα πάει για τσιγάρα,
θέλω τίποτα? 'Ένα καρελάκι, ευχαριστώ,
και κατεβαίνει τις σκάλες. Κόζαρα το
κωλαράκι της να κουνιέται και σκεφτόμουνα,πάει & αυτή, να και ένα κωλαράκι που δεν θα ξαναδώ
ποτέ,........ κρίμα, και άπλωσα το
κωλόχερο στο ψυγείο και πήρα μια μπύρα
ακόμα. Το βλέμμα του “μπαρμαν” βαρύ
και επικριτικό,.... η μπαρούφα εκτοξεύεται
σχεδόν απο μόνη της, “μην ανησυχείς
φίλε, τις μετράω, όταν τά 'χω θα στα δώσω”
και ακόμα του τα δίνω.</div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
Όταν
το κορίτσι έσκασε δίπλα μου με ένα
καρελάκι στα χέρια δεν μπορούσα να
πιστέψω στα μάτια μου,..... δεν της έδωσα
καν φράγκα, μαλάκα δες εδώ,! η γκόμενα
πήγε και μου πήρε τσιγάρα. Την έκραξα
βέβαια,, γιατί μου πήρε το μαλακό, αυτό
το γκει,, ντεμέκ,, συλλεκτικό μπλε πακέτο
που μοιάζει με τουριστικό οδηγό, .και.
στα καπάκια βγήκα στο μπαλκόνι και
άρχισα να κερνάω τους πάντες τσιγάρα,
ακόμα και αυτούς που δεν καπνίζουν
φωνάζοντας “μαλάκα μια γκόμενα πήγε
και μου πήρε πακέτο!”, "δεν καπνίζω ρε φίλε", "θα πάρεις ρε μουνί!", σαν παιδάκι
που το κέρασαν γαριδάκια, και όταν μετά απο 5 λεπτά το πακέτο άδειασε τα ζητούσα πίσω, αντίστροφη ζητιανιά?</div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
Πίναμε
και αερολογούσαμε ώρες και ώρες, τι
σκατά μπορεί να λέγαμε,... μάλλον
απλά τη λέγαμε ο ένας στον άλλο. Κάποτε
η νύχτα άρχισε να σπάει και ήμασταν οι
τελευταίοι <span style="color: maroon;">έξω</span>.
Ήθελε να φύγει και γκρίνιαζε πως κρύωνε
οπότε της έδωσα το μπουκάμισό μου, το
οποίο βάφτισε κατευθείαν δικό της και
δεν έλεγε να το βγάλει με τίποτα (και ακόμα το έχει). Μιρλιζε πως δεν ένιωθε καλά και όλο
έκανε να ξεράσει, δεν
πας πουθενά, τώρα
πίνουμε, κι όλο την τραβούσα και
την έπιανα και της έκλεινα το δρόμο και
την πόρτα, μέχρι που κουράστηκα και την
πήγα στο διπλανό μπαλκόνι να τα βγάλει.</div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
Την έκατσα στην
πολυθρόνα (ναι, η διπλανή ταράτσα είχι πολυθρόνες και σαβούρα που παρκάραμε εκεί για το πάρτυ, ότι μαλακία μπορείς να φανταστείς, κλασική γαμιστρόνα για τα τελευταία 10 πάρτυ, πολύ καλή φάση) που και της έδωσα ένα μικρό κίτρινο
πλαστικό κάδο απ' αυτούς που έχουν στα
δωμάτιά τους τα πιτσιρίκια. Μου
λέει, βρωμάει κατρουλιό. Ε και? Να τον
ξεράσεις θες μρρή, όχι να πιείς τον καφέ
σου, τι σε νοιάζει, άντε βγάλτα.
</div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
Είχαμε
κάνα πεντάλεπτο έτσι,.. δεν το 'χε με
τίποτα και έχανα την υπομονή μου. Τη
βούτηξα απ' το μαλλί και της έχωσα δυο
δάχτυλα στο λαρύγγι,.. μηδενικό γκάγκ
ριφλέξ.., εδώ είμαστε, .άρχισε να βγάζει
την αηδία της και επωφελήθηκα τη στιγμή
για να βγάλω έξω το πουλί μου,... έτσι,
ένα τσιμπουκάκι μετά το ξερατό για να
νιώσει καλύτερα. Μόλις άνοιξε τα μάτια
και είδε τον κοκκαλιασμένο παλιάτσο να παίζει χαχόλικα το μισοσηκωμένο του πουλί ξενέρωσε τη ζωή της. Με
διαολόστειλε και πήγε να φύγει τρέχοντας
αλλά την έπιασα μπροστά στην πόρτα και
της είπα χυδαία “Αφού στο τέλος το
ξέρεις οτι θα μου κάτσεις, γιατί μου το
παίζεις δύσκολη? Τέτοια είσαι και τέτοια κάνεις.". Κοντοστάθηκε, δεν
με κοίταξε καν. Έβγαλε αργά το μπουκάμισο
και μου το έδωσε.</div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
Ωχ, το 'καψα?</div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
Σκατά, το
'καψα... </div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
Τι να κάνεις.... </div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
Απλά της άνοιξα
το δρόμο και την άφησα να φύγει.</div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
Ήμουνα
σίγουρος πως τα σκάτωσα για τα καλά, πως
δεν υπήρχε περίπτωση να το σώσω ούτε να
την ξαναδώ, αλλά ήμουν επίσις
κουρούμπελο και οι νόμοι της λογικής
και του σύμπαντος λύγισαν κάτω απ' το
βάρος του χάους. Κρεμαστηκα στο μπαλκόνι
ακριβώς τη στιγμή που πήγε να στρίψει
στην γωνία και να χαθεί μια για πάντα.
“Στάσου!” της φώναξα, "Μύγδαλα!"</div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
γύρισε.</div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
“Το
μπουκάμισό μου ΤΩΡΑ!”, φώναξε όλο
τσαμπουκά κουνώντας το χέρι. Καύλα. Το
'βγαλα και της το πέταξα φωνάζοντας
“Δικό σου μωρή καριόλα!”.</div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
Η μαλακία όμως δεν έφτασε
ποτέ κάτω γιατί πιάστηκε στα καλώδια
της ΔΕΗ, και έμεινα
εκεί να κοιτάω σα μαλάκας,, μια το
κορίτσι που έχει λυθεί στα γέλια και
μια το μπουκάμισο που έχει δεθεί στα
σύρματα.</div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
Το
κορίτσι όμως δεν έφευγε.</div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
Με κοιτούσε
και γελούσε, και ήταν τόσο όμορφη, και
το γέλιο της ήταν σαν παιδικό, και
ήμασταν και οι δυο τόσο χαζοί και
μεθυσμένοι, και άρχισα να γελάω και
γω.</div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
“Κατεβαίνω!” της είπα, πήδηξα
τα σκαλιά πέντε πέντε, βγήκα απ' την
πόρτα και τη βρήκα καθισμένη στο παγκάκι
να στρίβει τσιγάρο και να γελάει ακόμα.</div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
Μόλις είχε ξημερώσει και ο πρωινός ήλιος
έκανε τα πάντα να αστράφτουν. Με κοίταζε
μ'αυτό το μπουρδελιάρικο βλέμμα της.</div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
Διάολε, αυτό το βλέμμα της, θα 'κανε παπά
να φάει το πετραχείλι του.</div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
“Πάμε?” μου
είπε, και εκείνη ακριβώς τη στιγμή
κατάλαβα πως έχω μπλέξει πάρα, πάρα πολύ άσχημα.</div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
Φοράω
χαμόγελο, ανάβω τσιγάρο.</div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 0.5cm; margin-bottom: 0cm;">
“Πάμε.”, και
πήγαμε.</div>
</div>
Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-5242409836898540.post-35687988373264938052013-07-23T12:06:00.000-07:002013-07-23T12:06:15.124-07:00Πρέπει ν' αλλάξω ποδήλατο<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Θυμαμαι πριν
μηνες, ξυπναω μ'ενα αφορητο πονο στη
μουρη. Το κεφαλι ηφαιστειο, ξεραμένο αιμα στο μαξιλαρι, διαβολε, τι εγινε
παλι? Κανω να κοιταχτω, σκατα, ολο το
προσωπο γρατσουνισμενο, η δεξια πλευρα
της μυτης ξεσκισμενη και το συστημα να
εχει παρει μια γενικοτερη κλιση προς
ζερβα. Το μονο που θυμαμαι ειναι να τρωω
μια μπουνια απ ενα φιλο, να σκαω ζαλισμενος
με τα μουτρα στην ασφαλτο, μετα κοκκινο.
Του λεω “μαλακα μου σπασες τη μυτη, θα
σε γαμησω!”, και ακουω, “ορφεα πλακα
κανεις ρε φιλε, δες που ειμαι”, γυρναω
και τον βλεπω χωμενο με τον κωλο κατω
και τα ποδια ψηλα σενα χαντακι, πως τα
καταφερε ενας θεος ξερει.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Η μυτη ηθελε
σιγουρα νοσοκομειο για ισιωμα, τα κοκκαλα
εχουνε γινει μπουρδελο εκει μεσα, ανοιξε
όμως το αριστρερο διαφραγμα, και αν
σκεφτεις πως πριν ηταν και τα δυο κλειστα
μαλλον κερδισμενος βγηκα. Θεοστραβη
και παντα κοκκινη, ε και?. Ουτε γατα ουτε
ζημια, ασε που ειναι και ασορτι με το
χαμογελο του λυκου. Το μονο που μου
λειπει τωρα εινα ενα αληθωρο ματι κ ενα
δαγκωμενο αυτι.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Πριν απο χρονια,
επισις ιδιο σκηνικο, ξυπναω δαρμενος,
αρρωστος με πυρετο, γεματος λασπες, ολο
το κορμι ποναει. Το παραθυρο διπλα μου
ανοιχτο να μπαζει κατεψυγμενο ανεμο,
το στρωμα μουσκεμα. Μου λειπει μια μποτα,
το παλτο και το κινητο, και σαν να μην
εφτανε αυτο διπλα μου ειναι το λαπτοπ
με την οθωνη τσακισμενη. Που ημουν? Ποιος
με κουβαλησε σπιτι? Τι πηρα? Τι εγινε?
Τζιφος, μονο αχυρο και συννεφια στο
κεφαλι. Σε καποια ακυρη φαση, τον περασμενο
χειμωνα, θυμαμαι το Μπομπ να διηγειτε
αυτο το σκηνικο στην παρεα χωρις να
ξερει πως πρωταγωνιστης ημουν εγω.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
-Ρε το παιδι
ειχε ξεφυγει. Ειχε γδυθει, τρεκλιζε,
φωναζε και εβριζε ολο τον κοσμο, εφτυνε
στα μουτρα κατι χιπιδες, αν ηταν αλλοι
θα τον ειχανε κρεμασει. Απλωνε το κωλοχερο
μες στο μπαρ και επινε απ τα μπουκαλια
στην ψυχρα, σα μαλακας. Τον πηρα παραμερα
να τον ηρεμησω, του μιλουσα ενα μισαωρο,
“ολοι περναμε καλα εδω ρε φιλε, γιατι
τα κανεις αυτα? ”, αλλα δεν με ακουγε,
ηταν αλλου, τους κοιτουσε ολους σα να
του χανε σκοτωσει τη μανα.”</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Ελεγε και ελεγε
ο Μπομπ, και οι δικοι μου με κοιτουσαν
με την ακρη του ματιου χαμογελωντας σαν
κωλοπαιδα.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
-Ε και τα παιδια
τι να κανανε, ειπαν αστονα μια, αστονα
δυο, αστονα τρεις... Αλλα η υπομονη εχει
και τα ορια της, εσυ τι θα κανες?</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Και ισχυει, τι
θα κανα, το ιδιο θα εκανα. Δεν θα χα
περιμενει και καθολου μαλιστα, οι τυποι
με ανεχοταν σαυτο το παραληρημα για
πανω απο μια ωρα.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
-Μπομπ, εγω
ημουνα ρε μαλακα.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
-Δεν ησουνα εσυ
ρε , για δεν ηταν απο....</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
-Εγω ημουνα ρε
μαλακα σου λεω.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
-Εσυ ησουνα?</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
- Δεν το θυμαμαι
αλλα ναι, εγω ημουνα.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Κοιταξε μια
τους δικους μου που χαν σκασει στα γελια,
κοιταξε μια και μενα να κουτσοπινω τη
μπυρα μου σκυφτος, δυσκολευοταν να το
πιστεψει, αλλα απο την αλλη το εβλεπα
στο προσωπο του, με ειχε ικανο, και το
σκηνικο εδενε. Γυρισε και μου ειπε
σοβαρα,</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
-Ε εισαι μαλακας.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
-....</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
-....</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
-Ναι.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Πιο κοντα στο
θανατο απο ποτε ομως εφτασα με τα
μπιφτεκια. Τα καταραμενα κατεψυγμενα
μπφτεκια της μανας μου. Τι διαολο μουρθε
τωρα χωμα, 6 η ωρα το πρωι να τα ψησω τα
γαμημενα? Τα βαλα στο φουρνο, γυρισα το
διακοπτη τερμα, εστριψα ενα γαρο και
ανοιξα να δω καμια σαχλαμαρα στην
τηλεοραση “για να μη με παρει ο υπνος”,
η μαλακια ηταν σιγουρη.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Ξυπνησα και γω
δεν ξερω ποσες ωρες αργοτερα πνιγμενος
και ημιλυποθυμος, το δωματιο να γυριζει,
τιγκα ντουμανι, τα ματια πρησμενα, να
μην μπορω να παρω ανασα. Βλεπω το φουρνακι
να αχνοφενεται πυρακτωμενο, την ψιλιαζομαι
τη μαλακια. Αυτοματα πεταγομαι, βαζω
οτι βρισκω μπροστα μου γυρω απο τη μυτη
και σκουντουφλωτας στα επιπλα κλεινω
γενικο, ανοιγω παραθυρα, ανοιγω πορτα
και πεφτω ξερος στο πεζοδρομιο.
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Οταν ξαναβρηκα
τις αισθησεις μου το σπιτι ειχε αδειασει
απο καπνο. Με σηκωσε μια Ρουμανα γειτονισσα
με χαστουκια και χωρις πολλες πολλες
ερωτησεις. Μου δωσε νερο, μου πλυνε τα
μουτρα, και αφου βεβαιωθηκε οτι δεν
ψοφαω, με κοιταξε μ'ενα βλεμμα που λεγε
“κριμα τη μανα σου αγορι μου”, και
εφυγε.
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Μαγκα, για πλακα
θα χα φυγει εκει μεσα, κανα δεκαλεπτο
ακομα και θα χα καει ζωντανος. Η μαλλον,
πρωτα θα χα παθει ασφυξια, μετα θα χα
καει και μαζι μου θα επερνα και ολη την
πολυκατοικια. Για μια ακομη φορα η τυχη
μού σταθηκε περισοτερο απο τη λογικη
μου.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Το διαμερισμα
βρομωκοπουσε δηλητηριο σε τετοιο βαθμο
που αναγκαστηκα να μεταναστευσω σε
σπιτια φιλων για τρεις βδομαδες. Η μποχα
περασε μεσα απ τα φυλλα της ντουλαπας
και ποτισε παλτα, σακακια, φανελες και
βρακια. Οσα δεν μπορουσα να πλυνω για
να μην τα χαλασω, τα φορουσα εξω μπας
και φυγει αυτη η καταραμενη μυρωδια, με
αποτελεσμα να κυκλοφορω για μηνες σαν
καθυστερημενος ζεχνοντας καμμενη
τσιμουχα.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Θεσσαλονικη
περσι το χειμωνα,ο Ζαχος μου λεγε πως
οταν αλητευαμε τριπιοι και κοκκαλα στην
πολη δεν ηταν λιγες οι φορες που με
τραβουσε τελευταια στιγμη μπροστα απ
τ αμαξια. “ Νεαρος κστα φαντασιαν
καλιτεχνης εβρεθη νεκρος πλην ακεραιος,
επι της οδου Τσιμισκη. Αι τοξικολογικαι
εξετασεις διαπιστωνουν πως στο αιμα
του κυκλοφορουσαν θανατηφορα υψηλα
ποσοστα ΗΛΙΘΙΟΤΗΤΟΣ!”</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="en-US" style="margin-bottom: 0cm;">
* * *</div>
<div>
<br /></div>
<div>
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Αυτες τις μαλακιες
σκεφτομουνα χτες το πρωι στο νοσοκομειο
οσο περιμενα τη μανα μου να φερει καφε.
Τα επειγοντα μονο για επειγοντα δεν
ειναι, ωρες ολοκληρες να παρεις αριθμο,
ωρες ολοκληρες μεχρι να ρθει η σειρα
σου, μωρα να κλαινε και μαναδες να
παρηγορουν, μωρα να κλαιγονται και οι
γκομενοι τους να ανεβοκατεβαζουν το
ποδι σκασμενοι, γεροι να πονανε,
τσιγγανομανες, ματωμενοι μαφιοζοετσι
με τατουαζαρες φυλακοβιες και μαυρο
γυαλι, αν εισαι τυχερος θα μπανισεις
και κανα σενιο <span lang="en-US">naughty nurse</span>
αλλα μεχρι εκει. Ο σεκιουριτας φανερα
και χωρις ντροπη μαστουρωμενος με το
στομα ανοιχτο και τα ματια διο λεπτες
σχισμες να αγριοκοιταει και πιθανως να
βριζει μεσα του τη ωρα και τη στιγμη που
επιασε δπουλεια στην “Μπουλντογκ
Σεκιουριτι<span lang="en-US">”.</span>
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Ο ενας διπλα σου
πεθαινει κ ο αλλος διπλα του εχει ερθει
γιατι “τον τσιμπησε μελισσα πριν απο
τρεις μερες. “ Και γω σα μαλακας καθισμενος
στη γωνιτσα μου με σπασμενο τον ωμο να
διαολιαζω και να χαχανιζω σαν τρελος
για να μην κλαψω απο τον πονο.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Καποτε η μανα μ
ηρθε. Εχει τρομερη αντοχη στις δυσκολιες
αυτη η γυναικα, κατι που συνδεεται αμεσα
με την ανοχη που εχει για τις μαλακιες
που κανω μια ζωη.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Οταν της ειπα
“καλημερα μανα, φυγαμε νοσοκομειο”
δεν ειπε τιποτα. Καλεσε ταξι, με βοηθησε
να ντυθω και την καναμε. Κατω ακριβως
απο το σπιτι μας εχει λαικι εδω και
αρκετα χρονια και εχουμε αναπτυξει
καλες σχεσεις με τους ανθρωπους, μας
ξερουν. Οταν με ειδαν μες στα αιματα
γρατσουνισμενο και βρωμικο ναα κραταω
το δεξι<span lang="en-US"> </span>χερι σαν ψοφιο
ψαρι αρχισαν τα “περαστικα αγορινα
μου” και μην ανησυχειτε κυρια!”, ουτε
υπερβολες ουτε τιποτα, τα χουν ξαναδει,
ζεστοι ανθρωποι καλοτροποι.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Ο ταξιτζης
μαλακακος, μας ελεγε για την πετρα στο
νεφρο που κατεβασε πριν απο δυο χρονια
χρησιμοποιοντας λεξεις οπως “γεννητκα
οργανα” και “ουρησα” προσθετοντας
παντα μετα “με το συμπαθιο”. Ημουν
ακομα ζαντα απο χτες και δεν πολυενιωθα
πονο, το αμαξι βρωμοκοπουσε αλκοολ, η
πραγματικοτητα διεστραμμενη, διαολε,
φαρσοκομωδια καταντησαμε, και να μη
μπορω να σταματησω να γελαω.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
-Μου στριβεις
ενα τσιγαρο βρε μανα?</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
-Ναι αγορι μου.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Πηρε
ενα φραπεδακι απο ενα φαστφουνταδικο
απεναντι, ειχαμε σιγουρα πολυ περιμενε
μπροστα μας. Παντα σωστη η μανα,
εκπαιδευτικος μια ζωη, ξερει πως να
μιλαει σε δεκαχρονα<i>.</i></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
-Τι εγινε βρε
ορφεα? <i>Με κοιταζε μ'αυτο το βλεμμα, το
βλεμμα της μανας.</i></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
-Νομιζω πως εχει
σπασει.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
-Καλα και χθες
πως γυρισες σπιτι?</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
-Με το ποδηλατο
βρε μανα.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
-Που επεσες παιδι
μου? <i>Που επεσα αληθεια?</i></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<i>-</i>Κ.καρταλη
νομιζω.
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
-Και
απο κει πως ηρθες?</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
-Με
το ποδηλατο ρε μανα.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
-Και
ηπεσες ετσι για υπνο, δεν πονουσες?</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<i>Πονουσα βρε
μανα, αλλα που να νιωσω ετσι οπως ημουνα?</i></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
-Νομιζα
εξαρθρωθηκε, η στραμπουλιχτικε, δεν
ξερω. Δεν το πηρα στα σοβαρα.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
-....</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Ξαναμπηξα
τα γελια να ξορκισω την απελπισια. Τι
αλλο να κανεις? Στο τελος, το γελιο ειναι
πραγματικα ο μοναδικος σου συμμαχος.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
-Εισαι
καλα παιδι μου?</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Με
κοιταζε ακομα ετσι. Οχι επικριτικα, οχι
με κακια αλλα μ'ανησυχια. Εχω κουραστει
γαμωτο να ακουω αυτη τη γαμημενη ερωτηση.
Ολοι ρωτανε αργα η γρηγορα, κι αυτοι που
σε ξερουν, κι αυτοι που μολις σε γνωρισαν,
κι αυτοι που απλα βρεθηκαν μπροστα σου.
Τι σκατα περιμενουνε ν'ακουσουν?
Αυτη η ερωτηση στην ουσια δεν ειναι καν
ερωτηση, ειναι δηλωση. Οταν καποιος σε
ρωταει αν εισαι καλα ακουμπωτας σε
φιλικα στον ωμο με σμιγμενα τα φρυδια
ειναι σα να σου λεει στα μουτρα “δεν
εισαι καθολου καλα φιλε, κι εγω το ξερω,
οι αλλοι ειναι μαλακες και δεν το
καταλαβαν αλλα εγω ειμαι ατσιδας και
το πιασα”. Πως με εκνευριζει διαολε!</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Αλλη
φαση ομως να στο λεει η μανα σου. Εχει
αλλη φορτιση βγαινοντας απο το στωμα
αυτων που σ'αγαπανε. Την κοιταξα στα
ματια και της απαντησα το μοναδικο
πραγμα που ξερω.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<i>-</i>Ποιος
ειναι καλα ρε μανα?</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="en-US" style="margin-bottom: 0cm;">
* * *</div>
<div>
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Εχω καιρο τωρα
στο Βολο, και δεν εχω λογο να παραπονιεμαι.
Χατζιλικωμα και αληθινο φαγητο, οταν
ειδα γεματο το ψυγειο της μανας μου μου
ρθε να κλαψω. Αλλου και μ'αλλην θα θελα
να μαι, αλλα τι να τι κανεις, παρε οτι
καλυτερο μπορεις απ αυτο που σου δινεται.
Οι μερες κυλανε χαλαρες και οι νυχτες
αλκοολικες.
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Εχω παλι το Ζοφο
γυρω μου, και ωρες ωρες ολα φανταζουν
σκιερα και μαυρα λες και μπροστα τους
απλωνεται ενα διαφανο πεπλο κυνισμου.
Τα μαγευτικα τοπια γινονται καρτ ποσταλ,
πλαστικα και αδιαφορα, χωρις νοημα, οι
αδειοι δρομοι τα βραδια, σπαρμενοι με
δεντρα φανταζουν τρομακτικοι. Στην
Κ.Καρταλη, υψος Ρηγα Φεραιου εχουν
σπασει τις λαμπες, και το φαναρι δινει
μια αλλοκοτη ατμοσφαιρα με τις εναλλαγες
των χρωματων, βαφει το τοπιο και λες οτι
οι σκιες κρυβουν ματια, τα κτηρια περνουν
ζωη. Πρασινο, κιτρινο, κοκκινο.. Κι ο
εφιαλτης.... σιωπηλα... παραμονευει...</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Το βουνο ειναι
οπως παντα στολισμενο σαν χριστουγεννιατικο
δεντρο, οι καφετεριες στην παραλια
βαρανε ακομα σκατομπιτα, στα τσιπουραδικα
γινεται πανικος, ο κλασσικος μακρυμαλλης
μεσηλικας βιολιτζης του δρομου δινει
και περνει, τα Παλια ειναι ακομα χοτσποτ
πηχτρα στα φοιτηταρια, το Μανιτου
συνεχιζει να χει περαση, οι μπατσοι
κοιμουνται ορθιοι, στα πεζουλια ολοι
την πινουν και τα αδεσποτα δαγκωνουν
αβερτα. Τιποτα δεν εχει αλλάξει, κανενας
δεν εχει αλλαξει.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Και οι παρεες?
Ποιες παρεες, καμμενοι τυποι, καποια
παλια φλερτ που αποφευγω εσκεμμενα,
αδιαφορες πιτσιρικες σπασαρχιδικες,
κουβεντες επαναλαμβανομενες, σκηνικα
επαναλαμβανομενα, ιδιες κωλοφατσες
κανουν τα ιδια σχολεια που κανανε και το πασχα, θαρρεις δεν σηκωθηκανε
ποτε απο τα Π. Ποτε εχει ηλιο και ψηνομαστε
στην κολαση, ποτε εχει ηλεκτρικη καταιγιδα
και νομιζεις θα σου πεσει ο ουρανος στο
κεφαλι, παντα αυτη η χλιαρη υγρασια που
κολλαει στο δερμα σου. Το ταμειον ειναι
μειον, δουλεια δε βρισκω, κλαρινο να
παιξω στα μπουζουκια δε γουσταρω, τι να
κανεις. Το μονο που εχω να κανω στο βολο
ειναι ποδηλατο, και να πιω, να ξορκισω
το Ζοφο.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Στο Βολο η
ρουτινα ξεκιναει απο “Π”. Θα πιουμε
φτηνομπυρες στα Πεζουλια, κατα τις 2 που
θα κλεισει το περιπτερο θα παμε Ποτηστηρι
για ρακι, θα γινουμε χωμα και θα συρθουμε
οπως οπως στα Παλια να κοψουμε κινηση.
Αυτο. Πεζουλια, Ποτηστιρι, Παλια, και
όλοι οι πιθανοι συνδιασμοι, με τον
επιλογο να ιππευω το μπαικ χαομενος, να
σκοτωνομαι τουλαχιστον μια 10ρια φορες
και να γυρναω στο σπιτι της μανας μου
με τα γονατα παντζαρια.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Και την Τεταρτη
καπως ετσι λοιπον αρχισαν ολα. Ξυπνησα
μεσημερι, φραπεδακι, γυαλια και μπαλκονι,
διακοπες εχουμε γαμωτη, τεικ ιτ ιζι..
Τελειωσα 2 σελιδες 9γκαγκ, ειδα κανα
επεισοδιο και αφου επεσε ο ηλιος καβαλησα
το φιξακι και αρχισα να κοβω βολτες. Το
λατρυω αυτο το ποδηλατο, παλιο αγωνιστικο
τουλαχιστον 40 χρονων, απ αυτα που εχουν
λυγισμενα τα μπροστινα πηρουνια, και
τις ταχυτητες στο σκελετο, κληροδοτημα
απ τον πατερα μου. Μου πηρε αρκετα φραγκα
να το στροσω αλλα τωρα πεταει. Το
κακομεταχειριζομαι ειναι η αληθεια.
Μια φορα γυρνοντας σπιτι εμεινα με το
τιμονι στα χερια, ειναι λιγο αβολο στις
μανουβρες αν δεν εχεις αναπτυξει ταχυτητα
και δεν εχω σκοτωθει λιγες φορες. Τι να
το κανω ομως που ναι η ψωρα μου?</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Απο Οξυγωνο
κατεβαινω σαν τον ανεμο παραλληλα του
Κραυσιδωνα, απ τα Παλια διασχιζω την
παραλικη, Αναυρο, σταση στις Πλακες για
βουτια, και απο κει Αγρια να απολαυσω
το λιογερμα κουτσοπινοντας κανα χυμο
κριθαρι. Χαλαρα και ομορφα, Βολος μπαι
ντει. Γυρνοντας αραζω στα παγκακια των
παιδικων μου χρονων, κοντα στο Ξενια,
εκει που εκρυβα καπνους στον φλοιο των
φοινικων και καπνιζα στραβοστριμενα
αφιλτρα ανχωμενος μεχρι αηδιας μη με
παρει κανα ματι.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Θυμαμαι την
κοπανουσα απ τα αγγλικα και ωρες ολοκληρες
ρεμβαζα τη θαλασσα μαστουρωμενος απ τη
νικοτινη, και της εδινα υποσχεσεις πως
μια μερα θα τη διασχισω, και θα την κανω
μανα και ερωμενη μου, οπως οι πειρατες
και οι ναυτικοι στα διηγηματα του
Καρκαβιτσα. Και λεγα στον εαυτο μου πως
ολα αυτα ειναι προσωρινα, και πως αργα
η γρηγορα θα μεγαλωσω και δε θα χω κανενα
καριολη να μου λεει τι να κανω, και θα
ριξω μαυρη πετρα πισω μου, θα μπαρκαρω
και θα την κανω για τα ξενα, θα ανοιξω
πανια και θα ξεμακρυνω αργα στο
ηλιοβασιλεμα τραγουδωντας, σαν το Λουκυ
Λουκ. </div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Καποτε νυχτωσε
και πηγα πεζος προς Αγιο Κωσνταντινο.
Κατι παπατζες θειοι παιζαν παλια λαικα
και ρεμπετικα μπροστα στην ΕΡΤ, εχουμε
και αυτα τωρα. Η ερμηνεια ηταν εκτελεση,
τριζανε κοκκαλα στους ταφους. Φαντασου
10 παπουδια στριμωγμενα σε μια μικρη
σκηνη να παιζουν ολοι μαζι χωρις καμια
συνενοηση, ο ηχος του κωλου. Οι γιορτες
στα σχολεια πιο καλες ηταν, αλλα τα
κομματια ομορφα και αγαπημενα. Αραξα
στο λιμανακι ν ακουσω για κανα μισαωρο,
ανοιξα μια μπυρα και περιμενα να παει
10, να αρχισω τη σωστη καταναλωση.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Με βρηκε ενα
φιλαρακι απο παλια και αραξε μαζι μου,
ειπαμε καμια μαλακια και οταν μου
αποφανθηκε “να σου πω, πολυ μαλακες
ειναι οι τυποι δεν παμε Π να πιουμε κανα
μπαφο?” απ το στομα μου βγηκε αυτοματα
ενα αγανακτισμενο “ΝΑΙ ρε φιλε!”. Ειπαμε
ρουτινα, σαπιλα, αλλα απο αυτο καλυτερη
και η πρεζα.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Εκει ηταν ολοι,
οπως παντα, αν κλεισω τα ματια τους βλεπω
να καθονται στις ιδιες θεσεις οι ιδιες
κωλοπαρεες, οπως στο σχολειο που ειχε
η καθε κλικα την καβατζα της. Με κανενα
δε μπορω να βγαλω ακρη διαβολε, αλλαξαμε,
δεν εκπεμπουμε στα ιδια κυμματα. Κι απο
τη μια με εκνευριζει ωρες ωρες αυτη η
αδιαφορη ανεμελεια , αυτη η χαζοχαρουμενη
ευθυμια, αλλα απ την αλλη κατα καποιο
τροπο τη ζηλευω. Ειναι τεχνη να μη δινεις
δεκαρα, να τα γραφεις ολα επιμελως στα
αρχιδια σου και να περνας καλα. Να πατας
οφ κι αυτα να μενουν κλειστα, χωρις να
σου τριβελιζουν το κεφαλι.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Οσες μερες
κατεβαινω κατω ξημερωνω με τον Πριγκηπα,
ενα αλητη φιλο που ολο καπου και με κατι
ειναι μπλεγμενος. Τον βλεπω Σαλονικα,
τον βλεπω Αθηνα, αερας ο πουστης αλλα
που τον βρισκω που τον χανω παντα μπροστα
μου ειναι. Ιδανικη συντροφια να λιωσεις
ησυχα ησυχα μεχρι το ξημερωμα. Τυπακια
σαν αυτον δεν προκειται να σου φαν τα
αυτια για μπαλα η για κοματα η για
γκομενες, δεν εχουν να σου αποδειξουν
τιποτα απλα γιατι δεν τους νοιαζει. Για
τον Πριγκηπα τα πραγματα ειναι απλα.
Εχω? Πινω. Δεν εχω? Ψαχνω, και μεχρι εκει
παει. Η κριτικη ειναι κατηγορηματικη,
η εισαι μαλακας η εισαι γαματος, και αν
εισαι απο τους δευτερους κατσε να γινουμε παρεα αλοιφη σαν καλα παιδια.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Μετα ειναι και
η Αντορα. Τι να πρωτοπεις για την Αντορα!
Πριν χρονια που πηγαιναμε στο ιδιο
δημοτικο ηταν ο Γρηγορης, τωρα ειναι η
φαμπιουλους Αντορα, “απ το Αντοραμπλ”.
Το κοριτσι εχει βουτηξει το ονειρο απ
τα μαλλια, εχει μπει για τα καλα στο
πετσι του ρολου και ζει την καθε στιγμη
σαν βασιλισσα. Και καλοπερναει, και δεν
υπαρχει αλανι στο βολο που να μην ξερει
την Αντορα. Γλυκια και ανοιχτη με ολους,
χρυση καρδια, αν πεις καμια κουβεντα
παραπανω ομως θα σου κανει τη μουρη
κιμα.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Τη γνωρισα σε
μια εκκολαπτωμενη καταληψη πριν χρονια,
οταν μου συστηθηκε με την αγριοφωναρα
της σαστισα. Εκεινο τον καιρο τραβιομουνα
με μια φιλη της, παντα τα πιο τσαχπινικα
πιπινια μαζι με την Αντορα, καιγαμε
νυχτες ατελειωτες αδεκει. Μεθουσαμε με
σαμπουκες, ουισκια και φτηνοκρασα, με
οτι βρησκαμε μπροστα μας ειναι η αληθεια,
και οταν γινοταν ζαντα μας εκανε πασαρελα
λυγερη και ολο ναζι, και πιστεψε με φιλε
εχει να δωσει μαθηματα σε πολλες
“γυναικες” η κουκλαρα.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Σιγα σιγα
γνωριζοντας τη καταλαβα πως δεν ειναι
πιτσιρικι, το ολο σκηνικο δεν ειναι
αποτελεσμα εφηβικης αντιδραστικοτητας,
δεν ειναι φαση. Δεν υποκρινεται πως
ειναι κατι, ακριβως το αντιθετο. Αυτο
που κανει το νιωθει 100% και της βγαινει
φυσικα, η Αντορα δεν θα μπορουσε να ναι
τιποτα περισσοτερο η λιγοτερο απο την
Αντορα.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Χαομενη,
μπερδεμενη και αλκολα αλλα παντα με
κραγιον και με μολυβι η Αντορα. Παντα
σενια, παντα στην τριχα με τα υπερβολικα
αξεσουαρ και το τουπε της, αργα η γρηγορα
γινεται το επικεντρο και σα δορυφοροι
ολοι γυρω της μπαινουνε σε τροχια. Τη
σεβομαι ειλικρινα, πολυ περισσοτερο
απο κατι ταχα τσακαλακια που γνωριζω
κατα καιρους, και το αξιζει.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Τη βρισκω λοιπον να
καθεται με κοριτσοπαρεα, “Ορφεεεεα,
τι κανεις..?”, “Που σαι κουκλαρα μου?”,
ματσ μουτσ, φιλια, να σου συστησω τη
Χρυσα και τη Νατασα και αραδιαζομαστε
με το φιλο επιτοπου, λεμε καμια σαχλαμαρα,
να φερω μπυρες κοριτσια, φερε, φερνω,
και οι μπυρες γινονται κρασια, και ενω
τα κοριτσια ηταν να φευγουν καθονται,
και τα μπουκαλια αδειαζουνε και καρ καρ
καρ οι σουσουραδες ολο γελιο και κακο,
και ποτε ηρθαμε ποτε φευγαμε, γιναμε
μια ωραια ανθοδεσμη σουρωμενα νιατα
που αλλου πατανε κ αλλου βρισκονται.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Ε που να πας,
παει και το περιπτερο εκλεισε, Ποτιστηρι
θα πας να ποτιστεις πυρηνικο τσιπουρο
να μαρσαρεις. Εν το μεταξυ ηταν
ολοι πεζοι και δεν μπορουσα να κουβαλαω
το ποδηλατο, οποτε μου ρθε η φαεινη ιδεα
να το καβατζοσω αναμεσα σε κατι φοινηκες
μπροστα στο πανεπιστημιο, μουφα καβατζα
μου λεγαν θα στο φανε μολις ξεμακρυνουμε μου λεγαν,
εγω επεμενα. “Αφου το βλεπεις, ειναι
χαζο το παιδι, αστο να κανει τη βλακεια
του μπας κ ησυχασει”, ακουω την Αντορα.
Και χωθηκα ο παπαρας μεσα στη ζουγκλα
με φανελα, λεπιδια τα φυλλα, ξεσκιστηκαν
χερια ποδια αλλα χριστο δεν καταλαβαινα,
το τσουπωσα οπως οπως και κινησαμε.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Ισα την Ερμου
λοιπον, τσαρκα με τρια τεσσερα αδεσποτα
συνοδεια, παντα συνοδεια οι κοπροι στο
βολο, γελια και φωνες σαν παρωδια σχολικης
εκδρομης να κλωτσαμε καδους, να τραγουδαμε,
να βγαζουν κατι τσιριδες οι αλλες να
σου σηκωνεται η τριχα. Φτανουμε, στη
γωνια διπλα του μαγαζιου στα σκοταδια
ενα γεροντι μαζι με δυο μαυρες πουτανες,
τους σηκωνει τη φουστα και τους πασπατευει
τα βυζια, ποσα να τους εδωσε αραγε,
ταλιρακι η δεκαρικο?</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Τραπεζονομαστε,
“Που σαι ρε φιλε?”, “Που να μαι ρε
μαλακα, οπου με αφησες”, ρακι να φερω,
ρακι να φερεις και τσακα τσακα αδειασαμε
3 μεγαλα. Το τι μαλακιες εχουν γινει
σαυτο το μαγαζι δε λεγεται, μουσικες,
φωνες, σπαμενα κανατια, τσαμπουκαδες,
να φτυνουμε φλογες, διαμαντακι στο
βουρκο το καπηλιο του Σταυρου, το μονο
κακο πως κλεινει κατα τις 3 λογο φασαριας.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Κατα τις 2μισι
ειχε ηρεμισει η φαση, φυγανε και οι
μικρες, μειναμε εγω, η Αντορα, ο φιλος
και μια παρεα διπλα. Πληρως θολωμενοι
κατεβαζαμε το τελευταιο σφηνακι και
λεγαμε να φυγουμε, οταν ακουω απο διπλα
ενα “ΟΡΦΕΑΑΑ??????” και πριν προλαβω να
κοιταξω καλα καλα δυο χερια με αρπαζουν
και προσπαθουν να με πνιξουν σε ενα
ζευγαρι βυζια. Σαστιζω κανω να δω, δυο
χαζες φιλες μιας μαλακισμενης γκομενας,
αισχη πλην νηφαλιες. Πετανε την Αντορα
και τον αλλο, καθονται μια αριστερα μια
δεξια και αρχιζουνε να μου τρωνε τα αυτια, μπιρι μπιρι μπιρι,
και ποτε ηρθες μπιρι μπιρι μπιρι και τι κανεις,
λεω κοριτσια και γω χαρηκα που σας ειδα
να πιουμε ομως. Και δωστου ρακες, εγω
δεν πινω αλλο, θα πιεις μωρη, και μπιρι
μπιρι μπιρι, τι μαλακιες μπορει να μου
λεγανε ενας θεος ξερει.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Παιζει εν το
μεταξυ οτι οι τυπισες καθοταν διπλα με
ενα ματσο γροθους καγκουρες και
σαλιαριζανε. Προφανως βαρεθηκαν καποτε να
ακουνε για μοντενες και συρσιματα στην
ασφαλτο οποτε τους εκατσα σανιδα σωτηριας
και τους την εκαναν αλα γαλικα. Τις γνωρισα
στους δικους μου, κατσανε μαζι μας, ολα
γκουντ. Ελα τωρα που οι γροθοι ομως
στραβωσανε που τους “φαγαμε” τις
“γκομενες” και θελαν τσαμπουκα. Και
να με ξαφνικα με 5 βλακες απο πανω με
σταυρωμενα τα χερια να με αγριοκοιτανε.
Μου λεει ο φιλος διακριτικα “Ορφεα,
κατι γινεται φιλε.”. Βλεπω και το Σταυρο
να καθεται απεναντι μου μεσα απο το μπαρ
και να με κοιταει σα να λεει τι θα κανεις.
Μπραβο ρε πουστη, θα φαμε και ξυλο απο
πανω για αυτες τις δυο, και δεν τις χωνευω
καν.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Ε τι να κανεις?
Οχι θα κατσω να σκασω. Πηρα ενα αδειο
μπουκαλι στο δεξι, σηκωθηκα απ το σκαμπο
και αρχισα να τραγουδαω στο Σταυρο,
“<span lang="en-US">beat on the brat, beat on the brat, beat on the
brat with a base-ball-bat! </span>ΟΗ ΥΕ-Ε-ΕΕ!<span lang="en-US">”
</span>χτυπωντας το ρυθμικα στο ξυλο<span lang="en-US">,
</span>γελαει αυτος, γελαω και γω, φωναζω,
“<span lang="en-US">WHAT CAN YOU DOO!!!, </span>βαλε να
πιουμε ρε καθαρμα!”. Βγαζει σφηνακια
πινουμε,γελαω και στο φιλο, αν ειναι να
φαμε ξυλο τουλαχιστον ας το διασκεδασουμε.
Ξανακατσα, αναψα τσιγαρο και περιμενα
τη μαλακια, αλλα η μαλακια δεν εγινε
ποτε.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Πως φυγαμε απ
το μαγαζι δεν εχω ιδεα. Ολη η υπολυπη
νυχτα ειναι μια συγκεκχυμενη μαζα
εικονων, σαν μπερδεμενες πλαστελινες.
Οταν περνω αυτη τη γαμημενη γραμμη στα
ξυδια γινομαι ο Τονυ Μοντανα κα ο κοσμος
ειναι δικος μου, και αρχιζει η παρανοια
και ο θεος βοηθος.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Φευγαμε για
Παλια μαζι με τις τσουπρες.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Να ξερνανε οι
τσουπρες, εγω κομματια να κοβω οκταρια
πεζος στην ασφαλτο, ποιος εχει τσιγαρα,
εχεις τσιγαρα, εχεις τσιγαρα, μιλα μωρη
τσιγαρα εχεις, αντε φερε, στριβω, ο μισος
καπνος κατω, καβατζωνω τον υπολοιπο
στην κωλοτσεπα, κοριτσια για τι ειμαστε,
φραγκα εχουμε, ποιος εχει φραγκα, κανεις,
ε που παμε ρε κοριτσια χωρις φραγκα νερο
θα πιουμε, ποιος πληρωσε στο μαγαζι,
ΣΚΑΤΑ ΤΟ ΠΟΔΗΛΑΤΟ, διαολε, τι εκανα το
φιξακι, την κουρσαρα μου, α, σωστα, στους
φοινηκες, και χωρις καλα καλα να το
καταλαβω ειμαι εκει μονος και παλευω
παλι με την αγρια φυση, ιδιος ο Ταρζαν,
που ειναι η μπανανα μου?</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Καβαλαω τ'ατι
μου, δυο μετρα παραπερα σκοτωνομαι,
διαολε, το περνω στα χερια, βαριεμαι,
δυο μετρα παραπερα ξανακαβαλαω, μουρχεται
ξερατιλα, να φαω, πεθαινω, Ρεινμπο, πεταω
κατω το σκατοπραμα μπουκαρω, τι θα
παρεις, πενιρλι-πατατες-ουγκαρεζα, τρεις
κι εξηντα, κανω να δω η τσεπη αδεια,
σκατα, βγαινω, καβαλαω, γκαζωνω, πισω
καριοληδες σας δαγκωσα, στριβω Δημητριαδος,
σκοτωνομαι, γαβγιζω, γαμω τις ροδες μου
γαμω, σηκωνομαι γκαζωνω, στριβω Καρταλη,
βαζω νιτρο, ιζι ραιντερ, υψος Ρηγα Φεραιου
δεν εχει λαμπες, μονο το κοκκινο φως απ
το φαναρι, δεν βλεπω, ακουω κορνα, κατι
με χτυπαει απο πισω, η ροδα στριβει,
φωνες, φερνω κωλοτουμπα στον αερα, σκαω
με την πλατη, απειρος πονος, σφαδαζω,
γαμω τη μανα σου μπασταρδε, φιλαρακι
εισαι καλα, φυγε πουστη φυγε γαμω καλα
ειμαι, ανασκελα, το μπαικ 3 μετρα περα,
ενα γκρεμισμενο μηχανακι διπλα μου, τι
εγινε ρε παιδια, να παρουμε το 100, ποιο
100 γαμω, σηκωνομαι, ο ωμος μου με πεθαινει,
περνω το μπαικι, ασε με ρε μαλακα καλα
ειμαι, καβαλαω, γκαζωνω, να φτασω σπιτι,
φωναζω, υποφερω, φτανω σπιτι, ξεκλειδωνω
γδυνομαι, ξαπλωνω, κενο.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
</div>
<div lang="en-US" style="margin-bottom: 0cm;">
* * *</div>
<div>
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
-Θα ξαναπαιξω
πιανο γιατρε?</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
-Α, παιζεις και
πιανο?</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
-Οχι.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Με ψηλαφουσε
και μου κουναγε το χερι πανω κατω, 30αρις,
ψαρα μαλλια, πολυ ψαρα για την ηλικια
του, γατος. Γιωργος Γατος. Με τετοιο
ονομα τι να τα κανεις τα πτυχια.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
-Εδω πονας?</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
-Οχι.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
-Εδω?</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
-Οχι.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
-Εδω?</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
-Οχι.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
-Εδ....</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
-ΝΑΙΝΑΙναιναιναιναιναι
εδω γαμιεμαι. Σπασιμο?</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
-Ραγισμα. Αν
ηταν σπασιμο τωρα θα πηδουσες απ τον
πονο.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
-Μαλιστα.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
-Ακτινογραφια
και ξαναελα.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Απο μεσα εχουνε
τη φαση τους ομως τα νοσοκομεια. Αν εχω
φαει ωρες, μερες, βδομαδες μεσα σ'αυτα
τα μπουρδελα, απο πιτσιρικι ολο κατι
παθαινω. Στα δεκα επαθα αναφυλακτικο
σοκ απο υπερβολικη δοση τσοκαπικ και
κοντεψα να μεινω, γυμνασιο δυο βδομαδες
μεσα με πνευμονια. Γυρνουσα δεκεμβρι
μηνα στο ψωλοκρυο με ποδηλατο και φανελα,
ειχα δει στην τιβι τους σαολιν και ηθελα
να μπω στο κλιμα “το κρυο ειναι μια
κατασταση του μυαλου”, αλλα το κλιμα
διολου αιθριο δεν ητανε και τελικα δεν
το σηκωσα.
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Στο Λυκειο εκανα
σκολικοειδητη αλλα φαινεται ξεχασαν
καμια παντοφλα μεσα οταν με κλεινανε
γιατι ξαναγυρισα τεσσεριες μερες μετα
του θανατα. Να σου ερχεται ο ντοκ, κοιταει
τη σαπια την πληγη, σαστιζει, λεει
νυστερι, λεω οπα ρε, τι νυστερι, μια
ενεσουλα, ενα χαπακι, μια αλοιφη βρε
αδερφε, οχι λεει, “πρεπει να παρατηρησουμε
την αντιδραση του οργανισμου μπλαμπλα”,
κανω ρολο ενα περιοδικο το δαγκωνω, με
κραταει ενας απο δω, ενας απο κει, κανει
μια ΧΡΑΠ, τσιριζω σαν το γουρουνι εγω,
πεταγονται μεσα απ την κοιλια μου κατι
αηδιες, να φωναζει απ εξω η γιαγια μου
“τι ειναι αυτα τα πραγματα, ουτε στον
πολεμο δεν τα κανανε αυτα!”, σκασε ρε
γιαγια να κανει ο ανθρωπος τη δουλεια
του, διαολε! Εχω μια ουλαρα τωρα εκει
κατω σαν να με κοψαν με κατανα. Γλυτωσα
3 μηνες σχολειο ομως, μπινγκο.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Τωρα κλαιν, σιγα
τι εχω, ενα τοσοδουλι κοκκαλακι ραγισε
μωρε, δεν πεθαινω. Καποτε επρεπε να σπασω
και κατι, τι σκατα, για ενα κουτελο ζουμε.
Μου βγαλαν τη ραδιενεργη φοτο, οσο περιμεναμε να
εμφανιστει η μανα μ επαιζε με ενα
γαλανοματικο γυφτακι, η τσιγγανομανα
να χει σκασει απο καμαρι, εγω επιασα
φιλιες με μια νοσοκομα, εκοψα και καμια
βολτα, χαζευα τους μελοθανατους και
σκεφτομουνα “χα, κουφαλες, αργω ακομα”,
χαλαρα.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
“Ειστε ετοιμος,
καλη αναρρωσηηηηη!” λεει “Θεν κιουυυυυ!”
της λεω, περνω την ακτινα τη βαζω στο
φως, σκατα. “Δε μου φενεται για ραγισμα
ρε μανα.” λεω, “Δεν ειναι.”, λεει η μανα.
Γιατι γαμωτο μου η κλειδα διπλα στον
ωμο ειχε ανοιξει στα δυο και κρατιοταν
ισα ισα απο ενα τσοφλι.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Παμε στο Γατο,
του τη δινω, την κοιταει, με κοιταει,</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
-Καταγμα στην
κλειδα. Ενα μηνα ακινισια και βλεπουμε.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
-Χα.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
-Και κομμενο το
τσιγαρο.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
-Κομμενο? Γιατι?</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
-Επιβραδυνει
την πορωση κατα 100%.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
-Πλακα κανεις.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
-Αγιο ειχες.
Ραντεβου σε ενα μηνα.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Του
χαμογελαω, μου χαμογελαει, του κλεινω
το ματι. Οχι που θα χοροπηδουσα απο τον
πονο, γατακο.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
-Θα ξαναπαιξω
πιανο γιατρε?
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="en-US" style="margin-bottom: 0cm;">
* * *</div>
<div>
<br /></div>
<div>
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Περιμενοντας
τη θεια μου να ρθει να μας παρει εβαλα
μια σειρα στα γεγονοτα και νομιζω πως
καταλαβα τι εγινε. Καπως τρακαρα με τον
κατσικοποδαρο το μηχανακια, κατι μου
λεει πως μαλλον εγω εφταιγα, και απο την
πτωση ραγισα την κλειδα. Μεσα στη
αλκοολικη μου ναρκη ομως υποτιμησα τη
ζημια και αντι να παω νοσοκομειο ο ΒΛΑΞ,
καβαλησα και πηγα σπιτι. Μια η καταπονηση
απ το ποδηλατο, ξεκλειδωνε ανοιγε πορτες,
βαλε βγαλε μπλουζες και υπνος ζαντα
πανω στο χερι, τανιθηκε το κοκκαλο,
ανοιξε η σκισμη και εγινε καταγμα.
Διαφορετικα αν ειχε σπασει απ την πτωση
θα χε πεταχτει μεσα απ το κρεας και τωρα
θα τραβουσα ενχειρισεις και λαμες και
τρεχα γυρευε. Φτηνα τη γλυτωσα.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
-Τι εγινε τελικα
ρε Ορφεα? Ειχες πιει ε?</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
-Ε ναι ρε μανα,
ειναι και το ποδηλατο μυστηριο, πηρα
μια στροφη οπως να ναι, και να μαστε.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
-Πινεις πολυ
βρε αγορι μου, εχεις προβλημα.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
-Το ξερω ρε μανα.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
-Κατι πρεπει να
κανεις μ'αυτο, δες τι εγινε τωρα. Ο Θεος
σου στελνει σημαδια.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Ε τι να της πω
της γυναικας. Το ξερει και το ξερω πως
εχει δικιο, δεν ειναι δυνατον να
κοροιδευομαστε μεταξυ μας. Λιβανιζα
εκει το φραπεδακι μου με το κεφαλι κατω
και σκεφτομουν ολες αυτες τις μαλακιες.
Τοσες φορες πηγα να παω, παντα απο
μαλακια, παντα απο τα ξυδια. Μια απο
καρδιακη προσβολη, μια απο ασφυξια, μια
απο τρακα, μια απο αναρροφηση, μια απο
ποδηλατο, αν ειναι δυνατον.
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Ο Αγιος Πετρος
θα μου στησει παρτυ οταν αδειασει η
κλεψυδρα μου, “Που σαι ρε τσογλανι, σε
περιμενουμε τοσο καιρο!” και ο Χαρος
θα με βαρεσει στη πλατη και θα πει “Μες
απ τα χερια μου γλυστρουσες μαλακισμενο,
μπραβο!” και ο Μιστερ Ντιαμπλο οσο θα
βραζω θα ξυνει τις κοκκινες αρχιδαρες
του και θα λεει στους δαιμονες του “Τον
βλεπεις ρε αυτον εκει το γυφτο? Ξερεις
απο τι πηγε ρε μαλακα, οχι ξερεις?” και
θα σκανε στα γελια και θα ανεβαζουν τη
ροδελα της καζανας μου στο τερμα οι
καριοληδες.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Και η αληθεια
ειναι οτι τρομαζω καμια φορα με τα
καμωματα μου, διαολε, δεν ειμαι φτιαγμενος
απο σιδερο. Παντα τη γλυτωνα φτηνα, πρωτη
φορα την παταω ετσι. Τωρα ειναι κανα
τριμηνο το τσιμπουκι, κι αν αυριο ειναι
ποδι η λεκανη? Σκατα, κι αν μεινω αναπηρος?
Κομμενα ολα, τον πουλο κυριε Καππα αυτο
ητανε, παιξατε και χασατε, ουτε ξυδια
ουτε μουσικες ουτε παρτακια ουτε τιποτα,
ΖΙΛΤΖ!</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Και απο σποντα
και μπερδεμενους συνειρμους, εκει
μπροστα στα επειγοντα, μου σκασε κατι
που χα διαβασει σ'ενα περιοδικο για
μηχανες. Λεει, οταν περνεις το πρωτο σου
μοτορι, εχεις ενα γεματο τσουβαλι τυχη
και ενα αδειο τσουβαλι εμπειρια, και
πρεπει να προλαβεις να γεμισεις το
δευτερο πριν σου αδειασει το πρωτο.
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Και μονο τοτε
προσεξα τι γραφει πανω αυτο το γαμημενο
φραπεδακι, που το παιζα τοσες ωρες στα
χερια μου,
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<em><span style="color: #444444;"><span style="font-family: arial, sans-serif;"><span style="font-size: small;"><span lang="en-US"><span style="font-style: normal;"><b>Mikel</b></span></span></span></span></span></em><span style="color: #444444;"><span style="font-family: arial, sans-serif;"><span style="font-size: small;"><span lang="en-US">'
(</span></span></span></span><em><span style="color: #444444;"><span style="font-family: arial, sans-serif;"><span style="font-size: small;"><span lang="en-US"><span style="font-style: normal;"><b>Maybe
Its Knowledge</b></span></span></span></span></span></em><span style="color: #444444;"><span lang="en-US"> </span></span><span style="color: #444444;"><span style="font-family: arial, sans-serif;"><span style="font-size: small;"><span lang="en-US">Entering
Life)</span></span></span></span><span lang="en-US"> </span>
</div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="color: #444444;"><span style="font-family: arial, sans-serif;"><span style="font-size: small;"><span lang="en-US"><br /></span></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="color: #444444;"><span style="font-family: arial, sans-serif;"><span style="font-size: small;"><span lang="en-US"><br /></span></span></span></span></div>
<div style="margin-bottom: 0cm;">
<span style="color: #444444;"><span style="font-family: arial, sans-serif;"><span style="font-size: small;"><span lang="en-US"><br /></span></span></span></span></div>
<div lang="en-US" style="margin-bottom: 0cm;">
* * *
</div>
<div lang="en-US" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="en-US" style="margin-bottom: 0cm;">
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Οκει, ναι,
γαμηθηκαν ολα. Σα μαλακας ολη μερα με το χερι κρεμασμενο, δεν μπορω να πιω γουλια
αλκολ, δε μπορω να βγω, δε μπορω να γαμησω,
δε μπορω να καπνισω, δε μπορω να πιω καφε, τα βραδια ιδρωνω
απ τον πονο και μου περνει ενα τεταρτο
να βολευτω στον καναπε. Νοσοκομεια,
ακτινογραφιες, μαγνητικες, φυσιοθεραπειες,
χαπια, ομοιπαθητικες, εκνευρισμος,
απειρη, <i>απειρη </i>βαρεμαρα<i>,
</i>και εχω κολλησει
καλοκαιριατικα στο σπιτι της μανας μου
με τη θαλασσα 10 λεπτα αποσταση να ψηνομαι
στα ντουβαρια.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Στα
αρχιδια μου!
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Δεκαρα
δε δινω. Κοκκαλο ειναι, που θα παει δεν
θα δεσει το γαμημενο? Σε τρεις βδομαδες
θα σηκοθω και θα χορεψω συρτακι. Ναι,
δεν υποφερεται η κατασταση αλλα τι να
κανεις?</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Καπνιζω
ενα πακετο λακι την ημερα και εμαθα να
γραφω με τ'αριστερο, οχι θα κατσω να
σκασω. </div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Οχι θα κατσω να σκασω!</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Διαολε.</div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br />
</div>
<br />
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Μηνας
ειναι θα περασει. Και το ερμηνευσα το σημαδι του θεου, την ξεδιαλυνα τη συνομωσια του συμπαντος, το πηρα το μαθημα
μου. </div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="margin-bottom: 0cm;">
Πρεπει ν'αλλαξω ποδηλατο.</div>
</div>
Unknownnoreply@blogger.com0