Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2017

Η Τριανδρία της Αγίας Τριάδας

Δεν θυμάμαι τι μήνας ήτανε μα είχε ζέστη, τόση ζέστη που φορούσα μόνο το μποξεράκι. Είχα όλα τα παράθυρα ορθάνοιχτα ακόμα και την πόρτα μπας και κάνει λίγο ρεύμα και δεν λιώσουνε οι τοίχοι.

Θυμάμαι ήταν τόση η κάψα που είχα συνεχώς τιγκαρισμένο το ψυγείο με μπύρες, απ' αυτές τις φτηνές με το ελληνικό όνομα που παρασκευάζονται στη Βουλγαρία και έχουνε γεύση χτεσινό μπουγαδόνερο, τρέχα γύρευε μα ήταν ό,τι πρέπει.

Ήταν ό,τι πρέπει για τη ζέστη σίγουρα, μα ήταν ό,τι πρέπει και για το ανάγνωσμα. Είχε πέσει στα χέρια μου ένα τόμος οκτακοσίων σελίδων με ποιήματα του Μπουκόφσκι στο πρωτότυπο και είχα παραδοθεί στην αγκαλιά του καφρομάστορα αραχτός στο δερμάτινο καναπέ μπροστά απ' την πόρτα, αδειάζοντας και τσαλακώνοντας κουτάκια, πετώντας τα στο πάτωμα όπως απαιτεί το ευγενές κλισέ.

Ήταν μια μια εκστατική περίοδος. O τύπος μιλούσε στην ψυχή μου. Το κάθε ποίημα του μου έλεγε πράγματα που προσπαθούσα να φέρω σε λέξεις επί χρόνια. Το 'κανε να μοιάζει απλό, σχεδόν εύκολο. Το 'κανε με τόση άνεση που σε προκαλούσε να δοκιμάσεις. Το μεταφρασμένα κείμενα που 'χα διαβάσει μέχρι τότε ήταν κυρίως πορνογραφικά, και είχα μείνει με την εντύπωση πως ο παππούς ήταν αυτό και μόνο: ένας αλκοόλας πορνόγερος. Tα ποιήματά του όμως με διέψευσαν. O γέρος είχε ψυχούλα, ο γέρος είχε βάθος, είχε οπτική.

Τον είχα πάρει αμπάριζα τον τόμο. Όσο διάβαζα, τσάκιζα σελίδες. Κάτω για τα ποιήματα που ήθελα να ψάξω περισσότερο , καθώς χανόμουν κάπως στη μετάφραση, και πάνω για αυτά που ένιωθα πως μου δίνουνε ώθηση, που άξιζε να τα διαβάσω όταν χρειαζόμουν καθοδήγηση. Όταν τον διάβαζα για τρίτη φορά, τα τσακίσματα ήταν τόσα πολλά που μου ήταν αδύνατον να βρω αυτό που ψάχνω. Στην πορεία έμαθα μέσες άκρες που βρίσκεται το κάθε τι και απλά το έβρισκα ανοίγοντας το βιβλίο.

Διάβαζα πυρετωδώς. Ξυπνούσα και μελετούσα Μπουκόφσκι. Κοιμόμουν κι ονειρευόμουνα Μπουκόφσκι. Ένιωθα να παίρνω τέτοια δύναμη απ' τα γραπτά του που οι διδαχές του Βούδα φαινόταν μπροστά του δευτεροκλασσάτο μυθιστόρημα. Ήταν το θρησκευτικό ανάγνωσμα που είχα ανάγκη εκείνη την εποχή. Οι διδαχές ενός σαπιοδόντη προφήτη που ζέχνει ουίσκι και νικοτίνη, ενός δασκάλου της σημερινής εποχής. Μπορώ να πω με σιγουριά, αν και ακούγεται ειρωνικό, πως η επιρροή που δέχθηκα απ' τον Μπουκόφσκι ήταν θεμελιώδης στο να σταματήσω να πίνω σαν καριόλης. Φαντάζομαι βέβαια πως δεν θα έχει την ίδια επίδραση σε όλους -γιαυτό υπάρχουν άλλωστε και παραπάνω από 4,300 ενεργές θρησκείες στον πλανήτη-, μα εγώ είδα το φως το αληθινό.

Θα 'ταν πλέον η τρίτη ίσως εβδομάδα σερί που άραζα στον καναπέ μπροστά απ' την πόρτα επιδιδόμενος στον παράδοξο διαλογισμό μου, ρουφώντας φτηνόμπυρες. Θυμάμαι πως μου 'χε κάνει τρομερή εντύπωση η σχέση του παππού με τις γάτες. Τις εκτιμούσε βαθύτατα, σε σημείο να τις αποκαλεί τους δάσκαλούς του. Θυμάμαι πως σκεφτόμουν πως αν μετενσαρκωνόταν ποτέ ο Μπουκόφσκι θα γινόταν αναμφίβολα γάτα.

Και να το.

Ένα μικρό, μαλλιαρό μαλακισμένο στην πόρτα μου. Ασπρόμαυρο, χνουδωτό, με μάτια ακόμη μπλε. Με την ξεμαλλιασμένη ουρά ολόρθη, να διαβαίνει δειλά το κατώφλι μου, να οσμίζεται τον αέρα.

Έμεινα τελείως ακίνητος να μην το τρομάξω και άρχισα να το παρατηρώ. Έκανε το γύρο του δωματίου αργά, προσεκτικά, μυρίζοντας τα έπιπλα και τα σπορτέξ μου. Έπαιξε λίγο με τα κορδόνια, με τα καλώδια που κρεμόταν απ' το τραπέζι. Τίναξε ένα τσαλακωμένο κουτάκι μπύρας με το ποδαράκι του. Χέστηκε απ' το θόρυβο το μικρό παλιατσάκι και δεν άντεξα, γέλασα.

Με είδε, ξαφνιάστηκε και πάγωσε με τις χάντρες καρφωμένες πάνω μου. “Τι λέει αλάνι?” του είπα. Σχεδόν περίμενα απάντηση. Τελικά αποφάσισε πως δεν το ενδιαφέρω και συνέχισε την εξερεύνηση. Βούτηξε στον κάδο των σκουπιδιών, έσκαψε λίγο τη γλάστρα μου, έστειλε τον αναπτήρα μου κάτω απ' τον καναπέ. Όλο ενέργεια το πιτσιρίκι, το έκανα χάζι. Του έτεινα το χέρι που και που  για να έρθει να το κανακέψω μα δε, δεν ήθελε χάδια. Μου νύχιαζε τα δάχτυλα με τα μικροσκοπικά πατουσάκια του και έτρεχε να ασχοληθεί με κάτι άλλο.

Εγώ συνέχισα τα δικά μου, ρίχνοντας κάνα βλέφαρο στο μουσαφίρη όταν άκουγα θόρυβο, μην κάνει καμιά χοντρή ζημιά. Δεν έδειχνε να ενοχλείται όταν σηκωνόμουνα να πάρω μπύρες. Μετά από κάνα δίωρο πετάχτηκα ως το περίπτερο στη γωνία για τσιγάρα. Άφησα την πόρτα πίσω μου επίτηδες μισάνοιχτη, σκεπτόμενος πως μέχρι να γυρίσω ο επισκέπτης μου θα 'χει βαρεθεί και φύγει για άλλες περιπέτειες. Μαζί με τα τσιγάρα πήρα και μια κονσέρβα γατοτροφή. Ακόμη κι αν είχε φύγει το μικιό θα την έτρωγαν οι αδέσποτες. Ή εγώ, ανάλογα πως θα πήγαινε η εβδομάδα.

Το μικιό όμως ήταν εκεί, αραχτό στον καναπέ στο σημείο που 'χε κάνει λακούβα ο κώλος μου, κουλουριασμένο με τα μάτια κλειστά και τα πόδια απλωμένα. Του χάιδεψα δειλά το κορμάκι κι αυτό τεντώθηκε και άρχισε να γουργουρίζει μακάριο.

Ειλικρινά, δεν ήθελα γάτα. Τα συμπαθώ τα μπασταρδάκια, σε χωριό μεγάλωσα και είχα πάντα καλή σχέση μαζί τους. Δεν ήθελα να την έχω όμως μέσα στο σπίτι. Πολύ μπελάς, έξοδα, γιατροί, φόλες, αμάξια, κλάματα, καυγάδες. Η γειτονιά ήταν ήδη ασφυκτικά γεμάτη αδέσποτες, και έδειχναν να πληθαίνουν μέρα τη μέρα. Επίσης ήταν τέτοιο το σημείο που έμενα που η αυλή μου ήταν ουσιαστικά ο δρόμος. Δυο τρεις φορές είχα δει να τις πατάνε μπροστά στα μάτια μου ενώ έπινα καφέ.

Μα ήταν μοιραίο.

Όσο κι αν φοβόμουν πως αν το κρατήσω θα αρχίσει να βρέχει μπελάδες, τόσο το έβλεπα και ησύχαζε η ψυχή μου. Είχε έρθει μόνο του σε μένα. Δεν ήταν μεγάλο το σπίτι μου, μα με γλύκαινε η ιδέα να το μοιράζομαι μαζί του. Να έχω κάποιον να με περιμένει. Ένα λόγο να γυρίζω πίσω πριν τα χαράματα.

Άρχισα να κάνω συμβιβασμούς μέσα μου, του τύπου, οκέι, μα δεν θα κοιμάται στο κρεβάτι, θα το βγάζω έξω όταν λείπω να μην καλομάθει, δεν θα στεναχωρηθώ αν το πατήσει αμάξι, ένα σωρό τέτοια. Και ίσως να λειτούργησε η συνθήκη που έκανα τότε, για κάνα δυο μήνες όμως. Πολύ σύντομα η Μπουκίτσα ήταν η βασίλισσα του σπιτιού.

Το λάτρευα το μαλακισμένο, το λάτρευα. Καθόμουν με τις ώρες και έπαιζα μαζί του, φωνάζοντάς τη συνέχεια με το όνομά της για να το μάθει. Πέρασα μέρες γκουγκλάροντας τιπς και χάου-του, ή ρωτώντας γνωστούς πώς πρέπει να του φερθώ. Ήμουν τελείως νουμπάς με τα γατιά. Στην αρχή νόμιζα πως ήταν αρκετό να το βγάζω έξω δυο-τρεις φορές τη μέρα στην αλάνα από δίπλα να κατουρήσει. Πολύ σύντομα κουράστηκα να μαζεύω σκατά πίσω απ' τον καναπέ και του πήρα λεκάνη με άμμο και τα λοιπά. Οι γατομάνες φίλες μου με βοήθησαν πολύ.

Και που να πάρει ο διάολος, μου 'κανε καλό. 'Άρχισα να γυρνάω τα βράδια λογικές ώρες, να περνάω περισσότερο χρόνο σπίτι. Καθάριζα τακτικά για να μην πάμε και οι δυό από πανούκλα. Όσο ήμουν έξω σκεφτόμουν συνεχώς τι κάνει το γατί. Πιο πολύ τραγικά σενάρια θανάτου για του λόγου το αληθές παρά “α, λες να της λείπω?”. Που της έλειπα δηλαδή. Με είχε ερωτευτεί το μικρό σκατούλι. Κάθε φορά που έμπαινα στο σπίτι και το φώναζα ορμούσε πάνω μου και σκαρφάλωνε από τα πόδια μέχρι την αγκαλιά σαν τον Ταρζάν.

Με είχε ξεσκίσει το μπάσταρδο αλλά τι να το έκανα, το αγαπούσα ο βλαξ. Προφανώς ό,τι κανόνες έθεσα στην αρχή πήρανε το μπούλο. Τα βράδια κοιμόμασταν αγκαλιά , είχε την τάση όμως να ξυπνάει στη μέση της νύχτας και να μου δαγκώνει αυτιά, ρουθούνια και χείλια, ήταν εφιάλτης. Τα κορίτσια που έφερνα το κατασυμπαθούσαν, μα όταν πνίγαμε το κουνέλι μας έκανε ατάκ -αιφνιδιαστική επίθεση στο αρχίδι!- και γαμούσε κάπως τη φάση, μα χαλάλι. Η Μπουκίτσα ήταν μια γλύκα, ήταν βάλσαμο, ήταν ο κόσμος μου όλος.

Είχε και ένα πολύ βλαμμένο χούι. Βλέπεις, την έβαλα σπίτι πάρα πολύ μικρή, όταν ακόμα βύζαινε τη μάνα της. Κανονικά θα πρεπε να της κάνω κόλπα με μπιμπερό και έτσι, μα αφού έτρωγε κανονικά στερεά τροφή είπα να μην μπλέξω. Άρχισε όμως να βυζαίνει εμένα!

Την πρώτη φορά που βρήκε τη ρώγα μου και άρχισε να πιπιλίζει μανιασμένα γουργουρίζοντας, μαλάζοντας αριστερά δεξιά με τα πατουσάκια της έβαλα κάτι γέλια, μου φάνηκε το πιο αστείο πράγμα στον κόσμο. Πήρα τηλέφωνο κατευθείαν την αδερφή μου να της το πω.

Στην πορεία βέβαια δεν είχε τόσο πλάκα. Δεν εννοώ πως μου βγήκαν στην επιφάνεια μητρικά παύλα σεξουαλικά συμπλέγματα, ίσα-ίσα, ο ανωμαλάρας μέσα μου το απολάμβανε κάπως, απλώς η μικρή δεν με άφηνε σε ησυχία. Με την πρώτη γαμημένη ευκαιρία ορμούσε πάνω μου και πιπίλιζε με τα σουβλερά, μικρά της δόντια σαν να μην υπάρχει αύριο. Πονούσε μαλάκα. Ξεκίνησα να τη διώχνω και να φοράω φανέλες μες στο σπίτι μα η ζέστη ήταν αφόρητη, και όποτε εντόπιζε γυμνό στήθος έπεφτε πάνω του βολίδα. Η μικρή είχε εθιστεί στο βυζί.

Στην αρχή ίσως να την άφηνα που και που, έβγαζα βιντεάκια και γελούσαμε με τους φίλους, μα μετά από δυό βδομάδες δε γελούσα καθόλου. Οι ρώγες μου είχαν πρηστεί και γύρω γύρω το βυζί ήταν καταγρατσουνισμένο. Τα άγγιζα και βογκούσα, έβαζα μπεταντίν και μπεπανθόλ, είχα καταντήσει μια γαμημένη γατογκουβερνάντα.

Το πράγμα σοβάρεψε ένα δύσκολο πρωινό μετά απο γερό μεθύσι που ξύπνησα απ' τον πόνο, με το στήθος λουσμένο στο αίμα και το γατί να γουργουρίζει ευτυχές ρουφώντας λαίμαργα. Σκηνή από θρίλερ. Την πέταξα από δίπλα φωνάζοντας και αυτή άρχισε να τεντώνεται και να γλύφεται ευτυχισμένη, με το μουτράκι της κόκκινο μέχρι τα φρύδια. Σχεδόν μου 'χε κόψει τη ρώγα. Από τότε αποφάσισα να φοράω συνεχώς φανέλα μέχρι να μεγαλώσει κάπως. Προς στιγμήν, ομολογώ πως πήρα υπόψιν μου το ενδεχόμενο να φοράω το βράδυ ένα δανεικό σουτιέν, μα δεν το έκανα.

Ο καιρός περνούσε και το βρικολακάκι μου μεγάλωνε και γινότανε όλο και πιο όμορφο ενώ τα προβλήματα όλο και λιγότερα, και αγαπιόμασταν, και είχε μάθει να έρχεται όταν τη φωνάζω με το όνομά της, και όλα ήτανε καλά στο βασίλειό μου. Το λευκό κομμάτι γούνας στο στόμα της είχε αρχίσει να μοιάζει πολύ με το σήμα του μπάτμαν, πράγμα που με καταενθουσίαζε, και είχε πολύ άνετο το έξω-μέσα. Με ανησυχούσε κάπως αυτό μα ταυτόχρονα με καθησύχαζε, καθώς ένοιωθα ενοχές να το κρατάω κλεισμένο μέσα.

Eπίσης όσο περνούσε ο καιρός, κάτω απ' τον κώλο της Μπουκίτσας άρχισαν να φυτρώνουνε δυό τεράστιες αρχιδάρες, και εγώ άρχισα να αισθάνομαι εξαπατημένος και πολύ μαλάκας. Πιο πολύ μαλάκας ίσως, παρά εξαπατημένος. Σίγουρα πάντως, μαλάκας.

Το όνομά του το είχε πάντως μάθει ήδη, και δεν ένιωθα καθόλου άνετα πια να τον φωνάζω Μπουκίτσα. “Έλα Μπουκίτσα!”. Ο Μπουκίτσας. Τι σόι μαλακισμένο όνομα γάτου είναι αυτό? Σίγουρα όχι του δικού μου γάτου. Οπότε μια νύχτα του πήρα μια κονσέρβα τόννο σε νερό (λάδι δεν κάνει), έβαλα γραβάτα, άναψα κεριά και τον άφησα κατ' εξαίρεση να φάει πάνω στο τραπέζι. Του ζήτησα συγγνώμη, εξηγώντας του πως είναι ένα λάθος που οποιοσδήποτε θα μπορούσε να έχει κάνει, και πως η ανατομία των αιλουροειδών σε μικρή ηλικία κτλ, κτλ, και πως από δω και πέρα το όνομά του θα είναι Μπουκόφσκι.

Ο Μπουκόφσκι τα άκουσε με πολύ σοβαρότητα όλα αυτά, και όταν τελείωσα ήρθε στην αγκαλιά μου και αποπειράθηκε να βυζάξει τη ρώγα μου πάνω απ' το πουκάμισο, μα δεν τον άφησα. Ο τόννος αρκούσε. Κάποιες φορές πρέπει να είμαστε αυστηροί με τα ζώα.

Ήταν μοιραίο.

Ο Μπουκόφσκι έγινε ο πιο γαμάτος γάτος έβερ, σίγουρα ο πιο γαμάτος που έχω γνωρίσει ποτέ. Από ευτράπελα βεβαίως άλλο τίποτα. Είχε γίνει πλέον γόης με τα όλα του και άρχισε να κυνηγάει μικρούλες και να παίζει ξύλο με τους βαρβάτους της γειτονιάς. Μα ήταν μικρόσωμος ο καημένος και τον ξεσκίζανε. Όσα δεν πήρε απ' το βυζί της μάνας του όμως τα πήρε απ' το δικό μου. Ένιωθα συγγένεια και προσωπική ευθύνη για το γατί που βύζαξε το αίμα μου. Δεν θα άφηνα κανένα καριόλη να τον ξεματιάσει.

Πήγα και πήρα ένα πλαστικό αεροβόλο της πλάκας, με τρία ευρώ, και το 'χα πάντα πρόχειρο. Όποτε αναγνώριζα τα ουρλιαχτά του Μπουκόφσκι, έβγαινα απ' έξω με το πιστόλι στο χέρι και έβρεχε μολύβι. Πλαστικό , δηλαδή, σε όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Και όχι ακριβώς έβρεχε, ήταν πολύ αδύναμο το όπλο, ίσα που τα νιώθανε τα σκάγια οι γάταροι της Αγίας Τριάδας. Κατέβαζα μαζί όμως και καμιά χριστοπαναγία και κάτι γινότανε.

Η γειτονιά δε, είχε πλημμυρίσει με πολύχρωμα μπιλάκια. Ο κόσμος γλιστρούσε και έπεφτε. Ερχότανε τα πιτσιρίκια απ' το δίπλα μαχαλά και γεμίζανε τις τσέπες τους. Όποιος με έβλεπε εκείνη την εποχή στο παράθυρο γυμνό με το πιστόλι στο χέρι να ουρλιάζω στις γάτες πρέπει να με περνούσε για πολύ μαλάκα. Πάντως, ούτε παράπονα μου κάνανε ποτέ ούτε τους μπάτσους μου φέρανε. Νομίζω πως συμπεριλαμβανόμουνα κι εγώ στο ρητό “ άστα, ζώα είναι, δεν καταλαβαίνουνε”.

Το γατί πάντως γέμισε ουλές. Τα μάτια του τα έσωσε, μα κάθε δεύτερη μέρα που μαζευότανε σπίτι ήταν σαν ανάποδο γαμώτο. Κατακρεουργημένος και αδυνατισμένος, όλο πλευρά. Ήταν κάποιες φορές που κι εγώ δεν έδειχνα καλύτερα, και καθόμουνα κρατώντας μια πετσέτα με πάγο στο ένα χέρι να ξεπρηστεί το μάτι, ενώ με το άλλο καθάριζα με χαμομήλι τις πληγές του μικρού. Πρέπει να κάναμε ωραίο πορτραίτο οι δυό μας.

Να του τα κόψω βέβαια, ούτε λόγος. Αυτός δεν θα το 'κανε ποτέ σε μένα, δεν ήταν τέτοιος τύπος. Ούτε κι εγώ ήμουνα.

Πρέπει να 'ταν Οκτώβρης και είχε πάρει βροχή, όταν γυρνώντας σπίτι ένα βράδυ άκουσα απελπισμένα μωρουδιακά νιαουρίσματα από ένα σοκάκι. Κάποιος είχε βάλει σε ένα κουτί παπουτσιών ένα μικρό, αρρωστιάρικο κεραμιδί γατάκι και το 'χε αφήσει στην τύχη του, ο μπάσταρδος. Η μπόρα φαινότανε πως θα εξελιχθεί σε καταιγίδα, και μην μπορώντας να πάρω το μικρό σπίτι μου από φόβο μην το πνίξει ο δικός μου ο μπάσταρδος, το έδωσα στην αδερφή μου που τότε τη φιλοξενούσε ο Πάρης, δυό τετράγωνα δίπλα από μένα.

Η καημένη η σίστερ πέρασε όλη νύχτα στο προσκεφάλι του κλαίγοντας, νομίζοντας πως θα πεθάνει στην αγκαλιά της. Για βδομάδες το έτρεχε στον κτηνίατρο για ενέσεις, ορούς και ξεψύλλισμα. Ήταν ερείπιο το γατάκι. Ένα αδύναμο, μικροσκοπικό ερείπιο.

Νοσούσε από κάτι μεταδοτικό, και το 'χαμε σε καραντίνα για πάρα πολύ καιρό, καθώς στο σπίτι του Πάρη είχαν επίσης γατιά και μάλιστα νεογέννητα. Οποιδήποτε επαφή μαζί τους ήταν ρίσκο. Το φουκαράκι το πιάναμε ελάχιστα, μόνο όταν υπήρχε λόγος και τότε μόνο με ιατρικά γάντια.

Όταν η κατάστασή του βελτιώθηκε αισθητά, ξεκινήσαμε μια εκστρατεία υιοθέτησης, μα χωρίς αποτέλεσμα. Στο μεταξύ η αποθήκη που το είχαμε παρκάρει έπρεπε να αδειάσει σύντομα, και οι κάτοικοι του σπιτιού είχαν αρχίσει να νιώθουν άβολα με το μικρό πανουκλάκι στο άμεσο περιβάλλον τους. Οπότε τι? Να το ξαναρίξουμε στο δρόμο πάνω που το αναστήσαμε? Δε σφάξανε.

Κι έτσι ο Μπουκόφσκι απόκτησε αδερφό. Αφού βρήκα ένα μεγεθυντικό φακό και βεβαιώθηκα πως έχει μπάλες -ή μάλλον μπαλάκια-, τον ονόμασα Λουτσιάνο.

Στην αρχή τον τραμπούκιζε κάπως ο Μπουκόφσκι. Τον κολλούσε στις γωνίες και του έκανε πόλεμο με το φαγητό. Ο φουκαράς ο μικρός απ' την άλλη είχε στερηθεί τόσο πολύ την σωματική επαφή και το χάδι που είχε εξελιχθεί στο πιο γλυκό γατί. Το παραμικρό άγγιγμα ήταν αρκετό για να τον κάνει να γουργουρίζει σαν τρακτέρ για ώρες. ΩΡΕΣ. Δεν κάνω πλάκα, δεν έχω ξανασυναντήσει ποτέ κάτι τέτοιο. Άμα τον άγγιζες ακόμα κι ενώ κοιμότανε, έβαζε μπροστά τη μηχανή χωρίς να ξυπνήσει, και συνέχιζε ακάθεκτος. Το βράδυ ερχόταν και ξάπλωνε ανάσκελα πάνω στο λαιμό μου γουργουρίζοντας τόσο δυνατά που αναγκαζόμουν να τον μετακινήσω στα πόδια μου για να κοιμηθώ. Κι ακόμη και τότε, άγγιζε το κορμάκι του πάνω μου και ξεκινούσε το τραγούδι του ασταμάτητα μέχρι το πρωί. Ήταν φορές που τον χάιδευα πριν βγω απ' το σπίτι, κι όταν γυρνούσα τον έβρισκα να κοιμάται στο ίδιο σημείο γουργουρίζοντας ακόμα. Κρέιζι.

Πάντως, στο τέλος τον κέρδισε τον Μπουκόφσκι. Όσο αυτός τον έδερνε, τόσο ο μικρός τον πλησίαζε και ξάπλωνε δίπλα του. Ήταν ένα γατί χριστιανικό ο μικρός Λουτσιάνο. Πολύ σύντομα τους έβρισκα να κοιμούνται αγκαλιά, κουλουριασμένους τον ένα μέσα στον άλλο, μια ασπρόμαυρη, ξανθοκίτρινη μαλλιαρή μάζα από γούτσου-γούτσου και ανιά. Τα δυό μου γατιά.

Ο Λουτσιάνο δεν είχε αναρρώσει πλήρως και χρειαζόταν αρκετή φροντίδα. Τα μάτια του τσίμπλιαζαν, κι όταν άρχισε να έχει συμπτώματα και ο Μπουκόφσκι ξεκίνησα να τους πηγαίνω τακτικά βόλτες στο γιατρό. Όταν μου ζήτησαν να συμπληρώσω τα ιατρικά καρτελάκια ένιωσα λες και βαφτίζω τα παιδιά μου. Ήταν μια συγκινητική στιγμή. Και επειδή προφανώς ένα μονολεκτικό όνομα δεν ήταν σε καμία περίπτωση αρκετό για τέτοιους γαμάτους γάτους, αλλά και επίσης σιχαίνομαι τους ανθρώπους που κολλάνε στα ζώα το δικό τους επίθετο, αποφάσισα να τους βγάλω ονόματα που ν'  ανταποκρίνονται στον χαρακτήρα τους.

Ήταν μοιραίο.

Ο Μπουκόφσκι Πιάνο Κρίσμας, ο Λουτσιάνο Ντίσκο Πάρανταϊς κι εγώ, ήμασταν πλέον οικογένεια. Μια ηρωική τριανδρία για σφαλιάρες και χάδια, μια ταξιαρχία τριών φαντάρων με ακμαίο ηθικό πλην σώας τας φρένας, και το σπιτάκι μου στην Αγία Τριάδα, μια φωλιά.

Οι λίγοι μήνες που πέρασα με τα δυό μου γατιά ήταν οι καλύτεροι της μέχρι τώρα ζωής μου. Δεν ξέρω τι ακριβώς λέει αυτό για μένα ως άνθρωπο, μα δε με νοιάζει και πολύ. Όλο το χαρτί στο γραφείο μου δεν φτάνει για να περιγράψω πόσο βαθιά αγάπησα αυτά τα δύο πλασματάκια. Ήταν εκείνη η εποχή, οι συγκυρίες που με οδήγησαν στο να ανακαλύψω πως υπάρχει χώρος στη ζωή μου και για άλλους εκτός από μένα, κάτι που με ταλαιπωρούσε για πάρα πολύ καιρό.

Τόσες βλακείες, τόσες περιπέτειες. Δυο-τρεις φορές τα έσωσα απ' του χάρου τα δόντια. Άλλη μια με σώσανε αυτά. Όταν πήγαινα για τσιγάρα με ακολουθούσανε μέχρι το περίπτερο και πίσω. Όλα τα πιτσιρίκια της γειτονιάς ξέρανε τα ονόματά τους. Οι γέροι τα κάνανε χάζι όταν αράζανε στον ήλιο. Όλοι τα ταϊζανε. Κάποιες θείες τα βράδια τα μαζεύανε σπίτι τους εν αγνοία μου, και 'γω τα φώναζα αγχωμένος σε ολόκληρη τη γειτονιά, μέχρι να βγούνε αυτές στο παράθυρο και να μου πούνε πως είναι εκεί. Τώρα που το σκέφτομαι, οι περισσότεροι γείτονες ξέρανε τα ονόματα των γατιών μου    μα όχι το δικό μου.

Πηγαίνανε πάντα μαζί, μπροστά ο Μπουκόφσκι και στο πλευρό του ο μικρός Λουτσιάνο, κολλημένος πάνω του σαν το ψαράκι στον καρχαρία. Όταν οι βαρβάτοι την μπαίνανε στον μικρό, καθάριζε ο μεγάλος. Όταν τα έβρισκε σκούρα ο μεγάλος, έβγαινα τρέχοντας έξω με το πιστόλι σαν τον ούνο και έβρεχε μπίλιες.

Τις μέρες έβγαζα καρέκλα στην αλάνα και έπαιζα μουσική όσο αυτοί κόβανε βόλτες ή ξεροψηνότανε στον ήλιο. Ποτέ δεν τρέχανε στο δρόμο όπως τα άλλα τα βλαμμένα, πάντα προσεκτικοί και κύριοι. Αριστόγατοι.

Κι ήρθε καλοκαίρι κι έπρεπε να φύγω. Δεν είμαι σίγουρος για που και γιατί, έχω κάνει τόσες πολλές μετακινήσεις τα τελευταία χρόνια που μου είναι αδύνατον να κρατήσω ακριβή λογαριασμό. Είχε να κάνει πάντως με ταξίδι για δουλειά, που δεν μου επέτρεπε να πάρω μαζί μου τα γατιά. Έβαλα στο σπίτι ένα πολύ καλό μα ελαφρώς μαλάκα φίλο, να τα ταΐζει και να τα προσέχει ώστε να μην την κοπανήσουνε. Όχι οτι θα με πείραζε δηλαδή κι άμα την κάνανε. Θα με πλήγωνε, μα αυτό ήταν δικό μου θέμα, εγωιστικό. Αν θέλανε να πάρουν των ομματιών τους ήταν πάντα ελεύθερα. Του έδωσα πολύ σαφείς εντολές για το πως να φέρεται στα γατιά, μα προφανώς με έγραψε στα αρχίδια του και έκανε ό,τι του κατέβαινε.

Όταν γύρισα μετά από λίγους μήνες, βρήκα ένα σπίτι μπουρδέλο και τα γατιά σε μαύρο χάλι. Ο φίλος ήταν στο σπίτι με μια γκομενίτσα, και άφηνε τα ζώα κλεισμένα έξω όλη μέρα. Επίσης τα τάιζε έξω, πράγμα που σημαίνει πως δεν τρώγανε σχεδόν τίποτα αφού ορμούσανε στην τροφή τριάντα γάτες. Μια ολόκληρη μέρα καθάριζα πριν προλάβω να ασχοληθώ μαζί τους. Όταν τους έπιασα να δω σε τι κατάσταση βρίσκονται, ανακάλυψα πως ο Μπουκόφσκι είχε χτυπηθεί από αμάξι και κούτσαινε, ενώ  η αρρώστια του Λουτσιάνο είχε επανέλθει και φαινόταν πολύ αδύναμος. Ήταν και οι δύο θεοβρώμικοι και υποσιτισμένοι, με πολύ άσχημες πληγές και τίγκα στους ψύλλους. Πώς επιβίωσαν εκείνο το καλοκαίρι ένας θεός ξέρει, σίγουρα όχι όμως χάρη στο Γιάννη.

Τους έτρεξα στο γιατρό, που μου είπε πως τους σώζουμε στο τσακ. Τους έκανε ό,τι περνούσε απ' το χέρι του, τους πήρε αίμα, τους έβαλε ορούς, αντιβιώσεις, πάστες, χάπια, χίλια δυο. Για να μην τρέχω κάθε τρεις και λίγο, μου έδωσε κάποιες ενέσεις και μου έδειξε πως να τους τις κάνω, αν και όπως είπε, είναι “αντικανονικό”. Τα βασάνισα αρκετά τα καημένα, μα στο τέλος την βγάλανε καθαρή. Πάντως μέσα σε ένα χρόνο τα μικρά είχανε κάνει περισσότερα ιατρικά έξοδα απ' ότι είχα κάνει εγώ σε μια πενταετία.

Από αρρώστιες λοιπόν ήταν εντάξει, όχι όμως και από ψύλλους. Δεν πάει το μυαλό μου που σκατά μπορεί να κυλιότανε όσο έλειπα, είχαν μαζέψει όμως στη γούνα τους παράσιτα-κομμάντο. Τις επίλεκτες μονάδες κρούσης. Τη αντίστοιχη Λεγεώνα των Ξένων. Ότι κι αν δοκίμασα δεν είχε επίδραση. Ούτε αμπούλες, ούτε σπρέι, ούτε γιατροσόφια, τίποτα. Επί ένα μήνα τα γατιά, το σπίτι κι εγώ ήμασταν γεμάτοι ψύλλους.

Ψύλλους, όχι μαλακίες. ΠΟΛΛΟΥΣ. Γιατί λίγο πολύ, οι περισσότεροι που έχετε ζώα θα σας έχει τσιμπήσει κάνα δυό φορές, άντε να έχετε ξηλώσει και κανένα απ' τη γούνα τους και φοβάμαι πως θα παρεξηγηθούνε τα λεγόμενά μου. Μιλάμε για στρατό. Διμοιρίες. Μιλιούνια. Ολόκληρο το γαμημένο σώμα του κράτους. Και ανθεκτικούς. Πρακτικά αθάνατους. Να πας να τους κάνεις κλατς και να σου πηδάνε στο μάτι.

Για να γίνω πιο σαφής, αυτή ήταν η καθημερινή μου ρουτίνα για ένα μήνα και κάτι ψιλά:

Ξυπνάω το πρωί κουλουριασμένος στην κορυφή του κρεβατιού με τα γατιά στην άκρη, σε όσο μεγαλύτερη απόσταση γίνεται για να μην πηδάει πάνω μου η μάστιγα. Σηκώνομαι, τεντώνομαι. Τινάζω από τα πόδια μου στο πάτωμα καμιά εικοσαριά μαυράκια που αρχίζουν να πηδάνε προς κάθε κατεύθυνση. Κάνω το ίδιο και στα χέρια, και στο στήθος και... βασικά παντού, είμαι γεμάτος τρίχες ο μπάσταρδος.

Αφού τινάζω όσο περισσότερα μπορώ, απομακρύνομαι τρέχοντας για να μην ξαναπηδήξουνε πάνω μου. Ταΐζω τα γατιά από απόσταση ασφαλείας. Τα βγάζω έξω και τα ψεκάζω με ειδικό ματζούνι δικής μου παραγωγής γιατί αν τα ψεκάζω κάθε μέρα με αντιψυλλικό θα ψοφήσουν. Τα χτενίζω σχολαστικά και τα κλείνω έξω. Για τις επόμενες ώρες ψεκάζω όλες τις επιφάνειες και τις πιθανές εστίες με μείγμα ισχυρών χημικών. Σκουπίζω τα πτώματα, σφουγγαρίζω με ξύδι. Είχα ένα μικρό τσουβάλι δαφνόφυλλα τα οποία είχα σκορπίσει σε όλο το σπίτι, τα αντικαθιστώ με φρέσκα.

Αφού τελειώσω, κάνω καυτό ντους με τρίτο φυτικό μείγμα. Κάνω καφέ, αράζω στο γραφείο με τα πόδια πάνω παρατηρώντας τα μικρά μαυράκια να κόβουν βόλτες μαστουρωμένα στο γαμημένο το δάσος των τριχών μου, πηδώντας χαριτωμένα πέρα δώθε. Τα πιάνω και τα σκοτώνω ένα προς ένα. Φέρνω στο μυαλό μου χαρούμενες μέρες. Καταπίνω την κρίση πανικού. Προσπαθώ να μην κλάψω.

Αυτό, σε επανάληψη, επί μέρες, βδομάδες. Μου φάνηκε χρόνια, μα τελικά, πέρασε και αυτό. Επιβιώσαμε. Δεν διέθετα τα 500 γιουρά που ήθελε ο εξολοθρευτής, άσε που και να τα 'χα, ποιός θα μας φιλοξενούσε για δέκα μέρες και τους τριακόσιους? Είχα κόψει επαφές με όλους μέχρι να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα. Είχα σκεφτεί σοβαρά να ξυρίσω όλο μου το σώμα και μαζί και τα γατιά, ήμουνα σε ένα πολύ σκοτεινό μέρος. Οι ψύλλοι είναι σίγουρα το δεύτερο χειρότερο παράσιτο με το οποίο έχω έρθει αντιμέτωπος, μα αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Σύντομα ήρθε η ώρα να αποχαιρετήσω την Κρήτη, και όπως απαιτεί το τζενέρικ στερεότυπο του χαμένου κορμιού, να μετακομίσω στο υπόγειο της μάνας μου, μαζί με τα δυό μου γατιά.

Ήτανε πολύ απλό στο μυαλό μου. Θα τα χαπάκωνα, θα τα έχωνα σε ένα ευρύχωρο κένελ και θα τα έφερνα στο Βόλο. Δώδεκα ώρες ταξίδι με το πλοίο. Τέσσερις με το λεοφωρείο μέχρι τη Λάρισα. Εκεί θα τα έβγαζα να βοσκήσουνε στο πάρκο δεμένα με λουράκι δικής μου ευρεσιτεχνίας ώστε να μην βουτήξουν στις ρόδες του πρώτου αμαξιού, μετά τρένο για Βόλο και βουαλά!

Όμως η μοίρα εδώ με γάμησε. Τίποτα δεν πήγε όπως το είχα σχεδιάσει. Πήρα το κένελ μέρες πριν και τα έβαζα συχνά μέσα να το συνηθίσουνε για να μην τους πέσεις βαρύς στο ταξίδι ο εγκλεισμός. Και ο Μπουκόφσκι κομπλέ, κύριος. Ο Λουτσιάνο όμως ρε πούστη μου, να μην το μπορεί καθόλου. Μα καθόλου. Μόλις τον έβαζα μέσα ούρλιαζε σαν να το σφάζουνε και γούρλωνε τα μάτια, έβγαζε αφρούς και δάγκωνε τα κάγκελα μέχρι να ματώσουνε τα ούλα του. Δεν μπορούσα να τον ηρεμήσω με τίποτα. Ο φουκαράς μου είχε φάει πολύ γερό τραμπάκουλο μέσα σε εκείνο το κουτί παπουτσιών την μέρα που τον βρήκα. Του είχε μείνει τραύμα. Ποιός ξέρει πόσες ώρες ούρλιαζε εκεί μέσα. Μπορεί και μέρες. Και όλα αυτά τα πέρα δώθε στους γιατρούς όντας ετοιμοθάνατος.. Ήταν χαλασμένο το γατί.

Δεν μπορούσα να το ρισκάρω και να τους βάλω μαζί στο κλουβάκι. Φοβόμουνα πως θα ξεσκιζόταν μεταξύ τους καθ' οδόν. Άντε κυνήγα γατιά μετά μέσα στο πλοίο. Άντε ξαναβάλτα μέσα. Αποφάσισα να αφήσω τον μικρό στο σπίτι μιας φίλης μου και να πάρω μόνο τον Μπουκόφσκι. Τον Λουτσιάνο θα γύρναγα να τον πάρω σε κάποιο μελλοντικό ταξίδι.

Την μέρα πριν φύγουμε την περάσαμε οι τρεις μας. Τους πήρα βόλτα στη γειτονιά, αράξαμε στην αλάνα. Τους πήγα να χαϊδευτούνε για τελευταία φορά στους γέρους και τα πιτσιρίκια, μανουριάσαμε τις αδέσποτες. Μαγείρεψα δύο κιλά γαύρο, έβαλα γραβάτα, άναψα κεριά. Τους άφησα να φάνε πάνω στο τραπέζι, όλοι απ' την ίδια πιατέλα. Είδαμε ταινία αγκαλιά, και το βράδυ άφησα το Λουτσιανίτο να κοιμηθεί πάνω στο λαιμό μου. Γουργούριζε ασταμάτητα μέχρι το πρωί.

Λίγες ώρες πριν φύγει το καράβι, χαπάκωσα τον μικρό. Όταν γλάρωσε αρκετά τον έβαλα όσο πιο γλυκά μπορούσα μέσα στο κλουβάκι μαζί με το πατσαβούρι που συνήθιζε να κοιμάται και ξεκίνησα για το σπίτι της φίλης μου.

Που να με πάρει ο διάολος. Το τι πανικό έκανε το καημένο το γατί δεν λέγεται. Δυό βήματα αφού βγήκα απ' την πόρτα άρχισε να ουρλιάζει δαιμονισμένα. Πάλευε με το κουρέλι του και έκοβε γύρες σαν μπέιμπλεϊντ, λες και το πνίγανε.

Πήγαινα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Ο Μπουκόφσκι στο μεταξύ μας είχε πάρει απο πίσω με την τρίχα σηκωμένη μοϊκάνα μυρίζοντας το κλουβί, μπλεκότανε συνέχεια μες στα πόδια μου και έβγαζε ανήσυχες λεπτές φωνίτσες, μέχρι τον κεντρικό. Δεν είχε ξαναέρθει ποτέ τόσο μακριά.

Είχα πανικοβληθεί. Λίγο πριν μπω στην κυκλοφορία τον έδιωξα με τις κλωτσιές από φόβο μην τον πατήσει κάνα αμάξι. Ο μικρός χτυπιότανε πέρα δώθε στα τοιχώματα μανιασμένα, το κένελ μου 'πεσε δυό φορές από τα χέρια. Πώς ένα τόσο μικρό πλάσμα έκανε τόσο πανικό δεν το χωράει ο νους μου. Σπάραξε η καρδιά μου εκείνο το εικοσάλεπτο μέχρι να φτάσω.

Ταξί δεν με έπαιρνε. Οι βρωμιάρηδες οι ταρίφες δεν μας καταδεχότανε, και στο μεταξύ ο Λουτσιάνο είχε κυριολεκτικά χεστεί από το φόβο του, πασαλείβοντας το κλουβί και τον εαυτό του πατόκορφα. Λίγα μέτρα πριν το σπίτι της φίλης μου είχε πέσει σε μια ημικατατονική κατάσταση. Το μόνο που ακουγόταν ήτανε μια σειρά από αδύναμους, παροδικούς λυγμούς, και μετά τίποτα. Φοβόμουν πως είχε πάθει καρδιακή προσβολή.

Το πρόσωπο της κοπέλας όταν άνοιξε την πόρτα δεν περιγράφεται. Εγώ ήμουν τρομοκρατημένος. Έβγαλα προσεκτικά το γατί, άφησα το κλουβί απ' έξω και τον πήγα κατευθείαν στο μπάνιο. Τον έπλυνα όσο καλύτερα μπορούσα, τον στέγνωσα, τον κανάκεψα λίγο να ηρεμήσει και τον άφησα στο κυρίως δωμάτιο. Αυτός έτρεξε βολίδα και κρύφτηκε κάτω απ' τον καναπέ ακόμα σε κατάσταση σοκ.

Ήθελα να κάτσω γαμώτο, να τον ηρεμήσω, να γνωριστεί καλύτερα με την κοπέλα. Να μην τον αφήσω έτσι. Μα το κλουβί ήταν γεμάτο σκατά, το πλοίο έφευγε σε λιγότερο από μία ώρα και ανησυχούσα πως γυρνώντας σπίτι δεν θα έβρισκα τον Μπουκόφσκι. Δεν ήθελα διάολε η τελευταία φορά που βλέπω το καλό γατί να είναι έτσι. Μιά κιτρινόασπρη βρεγμένη μπαλίτσα φόβου κάτω απ' τον καναπέ. Μα δεν είχα περιθώρια, ούτε επιλογή.

Γύρισα τρέχοντας σπίτι και ευτυχώς βρήκα τον γάτο αραχτό στον καναπέ. Τον χαπάκωσα, έπλυνα το κένελ όσο καλύτερα μπορούσα, πέζεψα τα μπαγκάζια μου και έφυγα φουριόζος για λιμάνι. Το βράδυ δεν έκλεισα μάτι στο πλοίο.

Ο Μπουκόφσκι αποδείχθηκε πολύ κυριλέ ταξιδιώτης. Στο πλοίο τον άφησα λίγο και τον χαϊδολογούσανε κάτι φοιτήτριες. Στο λεωφορείο πήγε μονάχα να κάνει λίγο πανικό, μα όταν τον έβγαλα στην Λάρισα ηρέμησε. Φτάσαμε Βόλο χωρίς επεισόδια. 

Συνήθισε το χώρο με τη μία. Η γειτονιά ήταν παράδεισος σε σχέση με το πεδίο πολέμου της Αγίας Τριάδας. Σύντομα έκοβε βόλτες χαλαρός, με πήγαινε μέχρι το περίπτερο και πίσω. Γυρνούσε γεμάτος γρατσουνιές, πετσί και κόκκαλο μετά από σεξουαλικές εξορμήσεις ημερών. Οι άλλοι γάτοι σιγά-σιγά την κοπάνησαν, και μέσα σε λίγο καιρό όλες οι γειτόνισσες μάθανε τον Κρητικό γάτο με το δύσκολο όνομα. Οι περισσότερες -μαζί και η μάνα μου- τον φωνάζανε Μπουμπούκο. Τουλάχιστον δεν τον φωνάζανε Μπουκίτσα.

Όμως δεν ήτανε ποτέ το ίδιο. Μπορεί να ήταν καθαρά κάτι ανθρώπινο, εντελώς δικό μου, μα είχα την εντύπωση πως ο Μπουκόφσκι ήταν μελαγχολικός, πως του έλειπε ο αδερφός του. Η Τριανδρία μας είχε σπάσει. Μου φαινόταν παράξενο να βλέπω τον ασπρόμαυρο γάτο να κόβει βόλτες χωρίς το μικρό κεραμιδί κολλημένο στο πλευρό του. Να κοιμάται πάνω στο γραφείο μου μόνος του, χωρίς κάποιον να του σπάει τα νεύρα με την πρώτη ευκαιρία. Κατά πάσα πιθανότητα είχε βρει επιτέλους την ηρεμία του το γατί, μα εγώ πνιγόμουνα απ΄ τις ενοχές.

Όσο και να ήθελα όμως τον Λουτσιανίτο μαζί μου στο Βόλο, ήξερα πως του ήταν αδύνατον να κάνει αυτό το ταξίδι. Το γλυκό κεραμιδόγατο ήταν γραφτό να περάσει την υπόλοιπη ζωή του στο νησί.

Με την κοπέλα τα πήγανε πολύ καλά και θέλω να πιστεύω πως αγαπηθήκανε και είναι χαρούμενοι. Λέω θέλω να πιστεύω, γιατί, αν και επέστρεψα στην Κρήτη μου ήταν αδύνατον να τους επισκεφτώ. Ένιωθα πως τον πρόδωσα, κι αυτόν κι εμένα και τον Μπουκόφσκι, την Τριανδρία μας, τη μυστική συμφωνία που κάναμε εγώ κι οι δυό μου γάτοι να πάρουμε τη ζωή καβάλα, μαζί. Έχασα επίτηδες κάθε επαφή. Πλέον δεν θυμάμαι ούτε το όνομά της. Ίσως κάποτε να τους ξαναδώ, ίσως και όχι.

Το υπόγειο της μάνας μου δεν με κράτησε. Η τύχη το 'φερε έτσι που στην εξίσωση της ζωής μου προστέθηκαν για λίγο καιρό μία κοπέλα κι ένας σκύλος, ο οποίος, αν και πολύ λίγο μεγαλύτερος από γάτα, δεν τα πήγαινε καθόλου καλά με τις γάτες. Ο Μπουκόφσκι δυσανασχετούσε. Στην αρχή με απέφευγε και μου ΄κανε χου. Μετά άρχισε να λείπει για μέρες, περισσότερες απ' ότι συνήθως.

Με την κοπέλα και το σκύλο μετακομίσαμε σε άλλη πόλη και πίστεψα πως θα 'βρισκε την ησυχία του. Όταν όμως γύρισα σπίτι πλέον μόνος μου, ο Μπουκόφσκι δεν ήταν πια εκεί. Η ξαδέρφη μου λέει πως τον είδε στο σπίτι μιας γιαγιάκας πέντε τετράγωνα πιο πάνω, κι όταν τον φώναξε την αγνοούσε. Ο γάτος μου την είχε κάνει. Και δεν τον κατηγορώ. Εγώ, που του πρόσφερα σπίτι και συντροφικότητα, πρώτα του έφερα ένα άλλο γάτο, αφού συνήθισε του τον στέρησα, τον μετακόμισα, και στο καινούριο σπίτι πρώτα του έφερα ένα σκύλο και μετά τον εγκατέλειψα. Ποτέ δεν ήμουν κακός αδερφός, μα δεν ήμουν σωστός αδερφός, και το πλήρωσα.

Ίσως αν είχα προσπαθήσει περισσότερο να είχα καταφέρει τον μικρό με το κλουβάκι, να τον έφερνα στο Βόλο. Ίσως αν είχα κάνει κάποιες διαφορετικές επιλογές, κάποιες μικρές θυσίες, να κατάφερνα να κρατήσω την Τριανδρία μας ενωμένη.

Μα ήταν μοιραίο. Δεν ξαναείδα ποτέ ούτε τον Μπουκόφσκι, ούτε το Λουτσιάνο.

Και τώρα εγώ είμαι εδώ, για ακόμη μια φορά στην Θεσσαλονίκη, ξανά φιλοξενούμενος σε ένα σπίτι με τρία γατιά. Τη Τζέλα, που τη βρήκε η αδερφή μου ετοιμοθάνατη στο δρόμο, τη Μινού, την κόρη της από την πρώτη γέννα και το Νούμερο Τρία, το τελευταίο γατί από τη δεύτερη γέννα που -όπως κι εγώ- ψάχνει σπίτι.

Και είναι γλυκό γατί το Νούμερο Τρία, και κάθε νύχτα που 'μαι εδώ τρυπώνει κάτω απ' τα σκεπάσματα, ακουμπάει πάνω στο σώμα μου και κοιμάται. Μα δεν γουργουρίζει σαν τον Λουτσιανίτο. Δεν με κοιτάει στα μάτια όπως ο Μπουκόφσκι.

Πέρασαν χρόνια από τότε που τους είδα τελευταία φορά, ο καθένας μας πήρε το δρόμο του. Πέρασαν πολλά ζώα απ' τη ζωή μου μα κανένα δεν έμεινε, και η αλήθεια είναι πως δεν μπόρεσα να αγαπήσω κανένα όσο αγάπησα τα δυό μου αγόρια. Νομίζω πως κάποιες αγάπες είναι πιο δυνατές από τις άλλες, καταδικάζουν τις επόμενες να ανθίζουν στη σκιά τους.

Τα δυό μου αγόρια. Μέσα στα αίματα, αρρωστιάρικα, τίγκα στους ψύλλους. Μακάρι να μπορούσα να κλείσω το χρόνο σε μια γυάλα. Μπουκόφσκι Πιάνο Κρίσμας, Λουτσιάνο Ντίσκο Πάρανταϊς, ατέλειωτες νύχτες καθισμένοι στο περβάζι, μπροστά απ' το έρημο σταυροδρόμι της γειτονιάς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου