Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2018

Η Βιτρίνα

Για την Αντόρα

"Η Βιτρίνα" της Κωσταντίνας Δημουλά

Πώς βρέθηκα πάλι σ' αυτό το γαμημένο μπαρ, δεν καταλαβαίνω. Τα πόδια φταίνε, αυτά με φέρανε, εγώ απλά βγήκα απ΄ το σπίτι για μια βόλτα μετά δεν ξέρω τι έγινε. Με σύρανε μέσα από λασπωμένα πάρκα και άδειους δρόμους, για ώρες. Στην αρχή σε κύκλους, μετά εδώ. Το μαγαζί πάντως είναι άδειο, παίζει στη διαπασών χάλια μουσική, μέταλ και φρίκη. H ψυχή μου πνίγεται απόψε. Είναι λες και κρύφτηκα καταλάθος κάπου μέσα μου, σε μεγάλη απόσταση από οτιδήποτε.

Για κάποιο λόγο όλη τη μέρα μου τριβελίζει το μυαλό μια φάση πριν καιρό, που τα ‘χα σκατώσει για τα καλά. Ήταν η πρώτη φορά που καταστρέφω τα πάντα τόσο μεγαλειωδώς. Μετά απ' αυτό σαν να ξεκίνησε κάποια μορφή βραδυφλεγούς αλυσιδωτής αντίδρασης και γινόταν αρκετά συχνά, μα εκείνη ήταν η πρώτη.

Είχα προσπαθήσει, ηλιθιωδώς, να προστατέψω το κορίτσι απ' την παρέα της, η οποία ήταν και η δικιά μου. Εγώ ήμουν τρομερά αμήχανος μαζί της, τόσο που στην αρχή δεν μου σηκωνότανε. Δεν είχα ακόμα την αυτοπεποίθηση που έχω χτίσει τώρα. Αυτή ήταν πολύ πιο ξεβγαλμένη από μένα, και για κάποιο λόγο που τότε μου ήταν αδύνατον να δω, και πολύ τσιμπημένη μαζί μου.

Ήταν απόγευμα Σεπτέμβρη κι ήμασταν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι μου όταν ξεκίνησε ένα μακρύ, συγκινημένο μονόλογο για το πόσο καλά παιδιά είναι, και πόσο γαμάτοι τύποι και πόσο τυχερή νιώθει που είναι φίλη μας. Κούνια που την κούναγε. Οι καλοί της φίλοι, όταν δεν ήτανε μπροστά, πουτάνα την ανεβάζανε, τσουλάρα την κατεβάζανε και στους ενδιάμεσους ορόφους κάνανε σχέδια πώς να την μεθύσουνε για να την γαμήσουνε όλοι μαζί, κάτι που το 'χανε σίγουρο πως θα ψηθεί. Δεν μου άρεσε καθόλου μα δεν έκανα τίποτα. Όπως έχει μάθει κανείς έλεγα στον εαυτό μου. Δεν τρελαινόμουνα γι’ αυτούς τους τύπους, μα ήμουν φρέσκος, κι εκείνη την εποχή δεν μου άρεσε να μένω μόνος μου.

Το να την έχω δίπλα μου όμως να εκθειάζει την κατάσταση ήτανε η σπίθα που χρειαζότανε για να εκραγώ. Ποτέ δεν είχα μεγάλη αντοχή με αυτά τα πράγματα, μου είναι αδύνατον να κρατήσω τοξικά μυστικά ή να δολοπλοκώ. Της τα ξέρασα όλα, χύμα και ωμά. Είχα νευριάσει και μαζί της, και μαζί τους και μαζί μου. Το πήρε πάρα πολύ άσχημα. Κλάμα και κρίσεις πανικού. Απ' ότι φαίνεται, είχε γίνει ακριβώς το ίδιο πράγμα και στην πόλη που μεγάλωσε, και της στοίχησε πολύ που η ιστορία επαναλαμβανότανε.

Δεν ξέρω τι είχα στο μυαλό μου. Ίσως να φανταζόμουνα πως θα τους δώσει άκυρο όλους και θα μείνει μαζί μου. Ίσως πως θα ξεκόψουμε μ' αυτούς και θα συνεχίσουμε να ζούμε τον έρωτά μας για όσο κρατήσει. Ήθελα να τη βοηθήσω να προστατέψει τον εαυτό της, μα κοιτώντας πίσω, σίγουρα και να βγάλω τον κώλο μου έξω απ’ αυτή το βρωμοϊστορία. Δυστυχώς δεν ήξερα ακόμα να ζυγίζω πιθανότητες, όπως επίσης δεν ήξερα και πως υπάρχουν συγκεκριμένες ποιότητες αλήθειας για συγκεκριμένες ποιότητες ατόμων.

Προφανώς η μικρή το είπε σε μια φίλη της που το είπε με τη σειρά της στα παιδιά. Τα οποία, ψιλοδικαιολογημένα, απ' όσο ξέρω μέχρι και σήμερα πουστράκι με ανεβάζουνε, Ιούδα με κατεβάζουνε και στους ενδιάμεσους ορόφους μάλλον κάνανε και σχέδια για το πως θα μου ανοίξουν το κεφάλι, κάτι που θα το καλωσόριζα. Θα ήταν πιο απλό. Ένα πατροπαράδοτο ξύλο στην μέση της πλατείας κι όλοι καλά με ένα μπουλωμένο μάτι. Αντ’ αυτού, ο αρχηγός της παρέας με έβγαλε μεσημέρι για ρακί να μου τα πει ήρεμα στη μούρη. Ποτέ δεν περίμενε λέει κάτι τέτοιο. Πρόδωσα λέει την αντρική αλληλεγγύη, δεν έχω παντελόνια, και τέτοια. Ιερή εμπιστοσύνη μεταξύ φίλων, και τέτοια.

Κι είχε δίκιο. Δεν έχει πραγματικά σημασία αν ήταν εντάξει ή εντελώς μαλάκες, όταν είσαι μέλος μιας αγέλης δεν την προδίδεις. Απλά δεν το κάνεις. Υπήρχαν άλλοι οδοί, κι εγώ είχα διαλέξει αυτή του Εφιάλτη. Θα μπορούσα να έχω χειριστεί το θέμα πιο απαλά, μα τότε τα νεύρα μου ήταν ένα μάτσο κομμένα ηλεκτροφόρα καλώδια που σπαρταράνε. Όπως και να ΄χει -ό,τι κι αν με κάνει αυτό- δε νομίζω πως νοιαζόμουνα πραγματικά γι’ αυτή την παρέα.

Στη μικρή είπανε πως τα έβγαζα όλα απ΄ τη στομάχα μου, πως παρεξήγησα κάποια αθώα αντρικά αστεία. Αυτή το πίστεψε. Μου 'κοψε κάθε επαφή, όπως προφανώς και οι υπόλοιποι. Έχασα το κορίτσι, έχασα την παρέα και μου 'μεινε μόνο η πικρή γεύση ενός παράξενου δίκιου στο στόμα, να γλιστράει πίσω απ' τη γλώσσα σαν παχύρευστο οξύ και να μου ξεσκίζει το λαρύγγι. Λίγους μήνες μετά, έμαθα πως τελικά την καταφέρανε και για παρτούζα.

Ήμουνα χάλια-χάλια, δεν είχα μυηθεί ακόμα στη φιλοσοφία του μπλουζ. Κάτι παντελώς φλώρικα τραγουδάκια έγραφα εκείνη την εποχή στην κιθάρα, τα οποία πια πολύ αγαπώ. Δεν είχα ιδέα πως να διαχειριστώ τέτοιες καταστάσεις και συναισθήματα. Λοιπόν, πιο πολύ από παράδοση και λιγότερο από ένστικτο, πήγα στο σούπερ να πάρω ένα μπουκάλι λήθη.

Πήγα στο διάδρομο με τα ποτά. Τα καλύτερά ήταν κλειδωμένα σε μια μικρή βιτρίνα, σαν μπιμπελό. Μα όλα μου φαινόταν υπερβολικά χαρούμενα, εύθυμα. Μου δίνανε την εντύπωση ποτών που θα πιείς σε πάρτυ με γκομενάκια και χαλαρή μουσική. Πάντα μου φαινόταν πως το κάθε μπουκάλι θέλει ιεροτελεστία, και πως το ποτό που επιλέγεις σε χαρακτηρίζει. Το Τζακ ήταν μαστ για την περίπτωση. Το χοντροκομμένο, τετράγωνο μπουκάλι με το ασπρόμαυρο χαρτί μου έκλεισε το μάτι.

Σαν έφτασα σπίτι, κάθισα στον καναπέ, το ακούμπησα μπροστά μου και σκέφτηκα, αυτό, αυτό το χρειάζομαι. Ώστε έτσι είναι. Άρχισα να το κατεβάζω αργά. Ένιωθα σα να κάνω χειραψία με τον ίδιο τον Ντάνιελς. Είχα πει στον εαυτό μου, ώρα να σκληρύνεις δικέ μου. Για καλό ή για κακό, έτσι έχουνε τα πράγματα.

Τώρα, πώς τα φέρνει η ζωή και πρόσεχε τι εύχεσαι, δυo-τρία χρόνια αργότερα κατέληξα να είμαι πιο κάθαρμα απ’ ότι θα μπορούσαν να είναι ποτέ αυτοί οι τύποι. Γατίσιες φαινόταν πια οι καγκουριές τους που τόσο με είχαν εξωθήσει μπροστά στις δικές μου. Δεν έχει πολύ πλάκα να νομίζεις πως τρέχεις μακριά από κάτι μόνο και μόνο για να ανακαλύψεις ότι τελικά τρέχεις κατά πάνω του. Ταυτόχρονα όμως, έχει και λίγο.

Το ρούφηξα όλο σε μία νύχτα, και την επόμενη δεν ένιωθα διόλου καλύτερα. Το μπουκάλι το κράτησα για κάποιο καιρό, σαν αναμνηστικό, να μου θυμίζει κάτι που -αν υπήρχε όντως ποτέ σαν ολοκληρωμένη σκέψη- πλέον έχω ξεχάσει. Και μετά με τη σειρά του, ξεχάστηκε κι αυτό. Και ήρθαν άλλα μπουκάλια, κι άλλες καψούρες και άλλες αναμνηστικές μαλακίες να μαζεύονται στα ράφια των δωματίων μου, κι αυτά με τη σειρά τους να παίρνουνε το μπούλο μόλις αλλάζει η εποχή. Και τώρα είμαι εδώ.

Κάπως έτσι λοιπόν. Πλέον, νο. Πίνω, σι. Ερωτεύομαι, σι. Μα δεν διαλύομαι. Έμαθα να μαθαίνω. Μπορεί η ψυχή μου να 'ναι σχισμένη στα δύο μα δεν πεθαίνω. Δεν έχει σημασία. Αργά ή γρήγορα γνωρίστηκα και με το θεό και με το διάβολο, και λίγα πράγματα με φτάνουν στα όριά μου.

Ο θυμός όμως, μένει. Όπως άλλωστε και η δίψα.

Το ξύλο του μπαρ τρέμει απ' την ένταση. Οι τοίχοι είναι βαμμένοι μαύροι, έχει παντού ζωγραφισμένες πεντάλφες και τράγους με κόκκινη μπογιά. Είναι ένα μπαρ για χαμένες ψυχές αυτό που ήρθα σήμερα, ξανά χωρίς να το καταλάβω, μα είναι το μόνο που μπορώ να διαχειριστώ σ' αυτή την κατάσταση. Η φίλη μου που δουλεύει συνήθως δεν είναι εδώ, μόνο ο τυπάς. Καλύτερα. Το σώμα έχει ήδη ζεσταθεί. Τσιγάρα έχω. Το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι. Τι. Θα. Πιω.

Σαν μαλάκας, για δεκάκις χιλιοστή φορά μπροστά στη βιτρίνα με τα μπουκάλια, με δέκα γιουρά σε ψιλά, μουσκεμένα ακόμα από βρόχινο νερό στην τσέπη. Βλέπω τις μάρκες και τα λόγκο να με χαιρετάνε, να μου μιλάνε. Αυτά τα μπουκάλια είναι φίλοι μου, κάποια είναι εχθροί μου. Τα λόγια της κάθε μποτίλιας είναι χάδια ερωμένης, μια γλυκιά θύμηση. Δέκα γιουρά. Ούτε να φτύσω δεν μπορώ με δέκα γιουρά, κι έχω τη γαμημένη τη βιτρίνα στα δύο μέτρα, αν απλωθώ αρκετά μπορώ να τα αγγίξω.

Απέναντι οι φίλοι μου βγάζουνε μικρά χεράκια από τα πλάγια, μάτια και στόματα φυτρώνουν στους λαιμούς, και φωνάζουνε όλοι μαζί με ψιλές, γλυκές φωνίτσες, “είναι ο φίλος μας, ξαναήρθε!” και “Ορφέα, μας έλειψες!” και “Ορφεάκο ήρθες, σε περιμέναμεεεεε!”.

Είναι όλοι εκεί. Ο Κάπτεν Μόργκαν κραδαίνει το γάτζο του τραγουδώντας μυθικά έπη για τους γλυκούς ανέμους της Καραϊβικής, που μυρίζουν ιώδιο, μπαχαρικά και σκούρο γυναικείο σώμα. Ο Σέιλορ Τζέρι, με τα μπράτσα γεμάτα ναυτικά τατού κρατάει χαλί παίζοντας φυσαρμόνικα, χτυπόντας το πόδι κάτω για ρυθμό, πετώντας μου κάνα αλήτικο κλείσιμο του ματιού.

Είναι ο Τούλαμορ εκεί, με προσκαλεί να φονεύσουμε το θάνατο με σφήνες και τσιγάρα, και ο Τζέιμσον, μα σήμερα δεν έχω κέφια. Ο Χόσε και η παρέα του βαράν κιθάρες αϊ αϊ αϊ και βίβα λα μέχικο, μα μπα. Η μπύρα δεν κάνει καν τον κόπο να με χαιρετήσει. Έχουμε γίνει κώλος και βρακί πια. Το κρασί με έχει γραμμένο στα αρχίδια του και εγώ επίσης.

Και εκεί πίσω, η πατρική φιγούρα που όλοι έχουν ανάγκη, ο παλιός, κλασσικός Θείος Τζακ. Με την καπελαδούρα, τη χοντρή κοιλιά και το απαίσιο μούσι εποχής με καθησυχάζει, με πιάνει απ' τον ώμο και μου λέει, εδώ είμαι αγόρι μου. Είναι παλιός γνωστός. Μου λέει πως όλα θα πάνε καλά για μία ακόμη φορά. Πως θα πιούμε πολύ, θα γελάσουμε, θα φλερτάρουμε με τα γκομενάκια και μετά θα πάμε να δείρουμε ένα τύπο. Δεν έχει σημασία ποιόν, σημασία έχει να τον δείρουμε. Για την ακρίβεια, δεν έχει καν σημασία αν θα τον δείρουμε ή θα μας δείρει. Σημασία έχει να πάμε.

Και στην άκρη, δεξιά κάτω, που το ράφι είναι σκοτεινό και σκονισμένο, κάθεται η Βότκα. Με κοιτάει πλάγια, εντελώς σιωπηλή. Κρατάει ένα μαδέρι με μια σκουριασμένη πρόκα καρφωμένη στην κεφαλή και τo χτυπάει απαλά στο χέρι της. Θέλει το κακό μου. Εσύ να πας να γαμηθείς Βότκα. Δεν είσαι φίλη μου. Όταν είμαστε μαζί, κακά πράγματα συμβαίνουνε γύρω μου. Κακά πράγματα συμβαίνουμε και σε 'μένα. Ναι, το ξέρω, έχει πλάκα. Και 'μένα μ' αρέσει. Απλά έχει αρχίσει να γίνεται κουραστικό, σαν να 'χω μέσα μου έναν αναστεναγμό, ένα κλαψιάρικο “αμάαααν ρε μαλάκαααα”, και κάθε φορά που κάνουμε παρέα να προστίθεται και ένα ακόμα “α”.

Μη λέμε όμως μαλακίες. Ποια δέκα ευρώ? Ήρθα για να πιω και αυτό θα γίνει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Πάντα έτσι πάει. Κάποιος θα με κεράσει, κάπως θα πέσει κάτι στα χέρια μου, πάντα έτσι πάει. Κάποιος παραδοσιακός ελληνικός αλκοολικός θείος θα σκάσει απ' το πουθενά, κάποιο αλάνι που με πάει θα με κάνει λιώμα, πάντα έτσι πάει. Είναι λες και το σύμπαν συνωμοτεί εναντίον μου μόλις κάθομαι στον πάγκο. Ή υπέρ μου, δεν ξέρω.

Η απόφαση έχει ήδη παρθεί, πριν καν διαβώ την πόρτα του μαγαζιού, πολύ πριν αποφασίσω να βγω απ' το σπίτι. Σκάει μύτη ο μπαρμαν, με καρφώνει με τα μάτια. Είναι ψηλός και χοντρός. Γεμάτος άσχημα τατού που για κάποιο λόγο του πάνε, μούσι μέχρι το στήθος πλεγμένο επιμελώς πλεξούδα, με μαλλί ξυρισμένο μοϊκάνα πιασμένο κότσο. Δεν με χαιρετάει. Του τη δίνει που η μικρή που δουλεύει εδώ βγαίνει έξω απ' τη μπάρα και με φλερτάρει όποτε έρχομαι. Του τη δίνει, και αυτό με ευχαριστεί. Γι' αυτό έρχομαι.

“Τι θα πιείς ρε?” μου κάνει. Δεν απαντώ. Δεν ξέρω. Δεν με νοιάζει. Χαμογελάει ύπουλα. Κάτι ξέρει το μουνί. Κάτι βλέπει. Τον σιχαίνομαι αυτό τον τύπο. Πώς βρέθηκα πάλι σ' αυτό το γαμημένο μπαρ, δεν καταλαβαίνω. Τα πόδια φταίνε, αυτά με φέρανε, εγώ απλά βγήκα απ΄ το σπίτι για βόλτα, μετά ποιός ξέρει τι έγινε.

Και εντελώς ξαφνικά, τακ, ο χρόνος σταματάει. Νιώθω λες και κάποιο παγωμένο χέρι με έχει γραπώσει απ’ το σβέρκο. Ο χώρος εξαφανίζεται για λίγο, κρύβεται, και μετά εμφανίζεται ξανά, κάπως διαφορετικός, πιο απλός. Η μουσική ακούγεται υπόκωφα, λες και παίζει μέσα από σπηλιά. Ο τύπος μοιάζει με ευφάνταστο κέρινο ομοίωμα. Ρεαλιστικός, μα όχι αληθινός. Περιεργάζομαι τα σπυριά στο μέτωπό του, τις τρίχες στη μύτη και τα φρύδια του. Τα μπουκάλια κόβουν αμέσως τις τσιρίδες, ξαναγίνονται μπουκάλια, στέκονται άψυχα πάνω στα ράφια.

Κάπως σαν να ξύπνησα, σαν να θυμήθηκα κάτι πάρα πολύ σημαντικό που μου είχε διαφύγει. Κάπως σαν να ‘μουν χαμένος στα χαμένα όλη μέρα κι τώρα επιτέλους κατάφερα να συγκεντρωθώ.

Έτσι, στα ξαφνικά, πολύ απλά, σαν να έπεσε πάνω μου λίγο απ' το φως του Ράμα, του Κρίσνα, του Ερμή, του Μωυσή, του Ορφέα, του Πυθαγόρα, του Πλάτωνα και του Ιησού, είπα να φύγω. Να τσακιστώ από 'κει μέσα ο μαλάκας, και να μην ξαναπατήσω ποτέ. Να φτύσω στη μούρη τον ψηλό, να αφήσω πίσω μου τη φρίκη, να βγω έξω στον καθαρό αέρα και να κόψω βόλτες κουκουλωμένος με το πανωφόρι μου μέχρι να ξημερώσει.

Να πάρω τηλέφωνο κάποιο φίλο σε κάποια άλλη πόλη και να του ζητήσω να με φιλοξενήσει. Να πακετάρω δυο παντελόνια, πέντε μπλούζες, τέσσερα βρακιά, να φιλήσω τη γριά μου και να φύγω. Να αρχίσω να παίζω δρόμο μέχρι να μπορέσω να νοικιάσω σπίτι, κι ας είναι με δεκαεφτά συγκάτοικους. Να βρω καινούριο κορίτσι, να το ερωτευτώ κι ας με διαλύσει. Να φύγω. Να ανατρέψω το ταμπλό, να εκσφενδονιστούνε τα πιόνια ένα γύρω, να ανακατέψω την τράπουλα και να μοιράσω ξανά, κι ας είναι το καινούριο χέρι χειρότερο απ’ το τωρινό.

Γιατί ξέρω, πως όσα πέφτουν πάνω μου τα προσκαλώ. Αφήνω την πόρτα του σπιτιού μου ανοιχτή και τρυπώνουνε μέσα όταν ναρκώνομαι, σαν τα ποντίκια. Φωλιάζουν στην καρδιά μου και σιγά-σιγά τα συνηθίζω, δεν τα διώχνω. Καταλήγω να ζω μαζί τους, και μετά από καιρό πείθομαι πως ήταν από πάντα εκεί. Ναι, ξαφνικά, έτσι όπως κοιτάω στα μάτια το χοντρό, λέω να κάνω μια καινούρια αρχή. Γιατί το χρειάζομαι. Γιατί μπορώ. Και γιατί το αξίζω. Μπορεί τελικά και να μην αξίζω απολύτως τίποτα, μα ποτέ δεν θα σταματήσω να αξίζω μια καινούρια αρχή -κανείς δεν θα σταματήσει.

Γιατί η μαλακία με το κορίτσι δεν ήτανε που της τα ξέρασα όλα. Η μαλακία ήταν που εξ' αρχής έκανα παρέα με αυτούς τους τύπους. Που, παρόλο που δεν ενέκρινα ούτε ασπαζόμουν τις πισώπλατες πουστιές και τις στρατόκαυλες συμπεριφορές τους δεν έλεγα τίποτα. Που φοβήθηκα τη μοναξιά και δε σηκώθηκα να φύγω. Ήμουν κουρασμένος και ήταν βολικά, και απλά στρογγυλοκάθισα εκεί, νομίζοντας πως με τον καιρό θα συνηθίσω ή θα συνειδητοποιήσω κάτι που αδυνατούσα να δω μέχρι τότε. Με ακριβώς τον ίδιο τρόπο που στρογγυλοκάθομαι τώρα σ' αυτό το σκαμπό.

Μα αν έμαθα κάτι όσο σερνόμουν στα πατώματα είναι πως δεν μπορείς να είσαι εντάξει με τα αρχίδια. Μαζί τους ή αρχίδι θα είσαι ή τίποτα. Εντάξει ποτέ. Δεν γίνεται, κι αυτό με κάνει να ντρέπομαι. Και είναι η ντροπή που με πυρώνει και μου καρβουνιάζει το είναι, κι ας έχουν περάσει από τότε δέκα κεφάλαια. Η ντροπή μένει, δεν ξεπλένεται. Όπως η δίψα κι ο θυμός, μένει εκεί και γίνεται κομμάτι.

Όλο το δράμα ήταν η αφορμή. Αν είχα τα κότσια να ξεκόψω από νωρίς όλα αυτά θα είχαν αποφευχθεί. Κρίμα τα δάκρυα, κρίμα οι βρισιές, κρίμα εκείνο το θρυλικό πρώτο μπουκάλι Τζακ. Κρίμα και το κορίτσι. Θα ΄θελα μετά από τόσα χρόνια να την βρω να μιλήσουμε. Να δω τι κάνει. Αν βρήκε κάποια μορφή δικαιοσύνης στη ζωή. Αν κατάφερε να προστατεύει τον εαυτό της. Να μου πει και αυτή τη γνώμη της για όλη εκείνη την καταραμένη φάση, που ήταν στην ουσία της ο πυροβολισμός που με έχει στείλει εδώ που βρίσκομαι μέχρι και σήμερα. Ποτέ δεν έμαθα τι απέγινε. Ούτε και την έψαξα όμως. Απ' όσο ξέρω θα μπορούσε να σερβίρει κοκτέιλ στη Μύκονο, ή να τρακάρει ψιλά στη Ναυαρίνου.

Το όνειρο δεν κράτησε πολύ. Σταδιακά, ο κόσμος επανήλθε στους κανονικούς του ρυθμούς. Και αυτό το μουνί είναι ακόμα από πάνω μου. Με τα δύο μέτρα ύψος και τον όγκο ολυμπιονίκη παλαιστή. Με το γελοίο πλεγμένο μουσάκι του. Ακόμα με κοιτάει και περιμένει να δει τι θα πιω. Το αίμα σου θα πιω ρε μαλάκα. Σε σφηνάκια. Για το γαμώτο. Όχι γιατί σε μισώ, όχι γιατί είσαι γλοιώδης. Απλά γιατί μου κάνει κέφι. Γιατί το κόκκινο και το μαύρο και το ντεθ μέταλ και οι πεντάλφες λες και μου καρφώνουν αυτή την ιστορία σαν βίδα στην ψυχή, σφυριά τη σφυριά. Και με πονάει. Γιατί διψάω και δεν έχω φράγκα. Γιατί έχω νεύρα. Γιατί έχω πάντα νεύρα και ποτέ αρκετά λεφτά να ξεδιψάσω.

Δεν ξέρω πως τον κοιτούσα, μα με διάβασε. Ακούμπησε τα μπράτσα στο μπαρ, χαμογέλασε και έβγαλε απ’ τη μύτη ένα βαρύ, βαθύ αναστεναγμό που έστειλε τις στάχτες μέσα απ' το τασάκι να πετάνε απαλά ολόγυρα μας σαν χιονονιφάδες. Αιφνιδιάστηκα. Το πρόσεξε και χαμογέλασε πιο πλατιά. Νομίζω πως έχω κάνει το λάθος και έχω έρθει πολλές φορές σ' αυτό το μαγαζί. Με ξέρει. Χριστέ μου, ακόμα χειρότερα. Με καταλαβαίνει. Προς στιγμήν, μέσα στα μαστουρωμένα μάτια του αναγνώρισα κάτι δικό μου, κάτι που δεν είχα συνειδητοποιήσει ποτέ μέχρι τότε πως έχω. Δεν ξέρω τι. Ίσως και τίποτα.

Κλείνει το μάτι και με ρωτά με νόημα, “τι λέει η καρδιά?” και γνέφει στη βιτρίνα. Και η καρδιά μου τρέμει, και λέει stay away. Μα το χέρι ακουμπά στον πάγκο μια χούφτα βρεγμένα, μίζερα ψιλά, και το στόμα μιλά σχεδόν αυτόματα. “Βότκα”.



https://www.facebook.com/okosmosapokatw