Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2017

Κερασμένο με Αγάπη

"..οπότε αυτό, ειναι ένα αρχίδι." της Άννυ Β.

Είναι αλήθεια πως κάποτε ήθελα και εγώ να πεθάνω στα γρήγορα, τσάκα μπαμ, να τελειώνουμε.. Θα 'μουνα δέκα ή έντεκα, και το θυμάμαι σαν χτες, που αποφάσισα εντελώς στα σοβαρά πως αν είναι να πεθάνω κάποτε, καλύτερα να είναι νωρίς μπας και γλυτώσω όλη αυτή την αισχρή μιζέρια που διακρίνει τους μεγάλους. Να ζήσω μάνι-μάνι τα καλά τώρα που ο βίος είναι βολικός και το σώμα φρέσκο, και μετά να την κάνω, να δω επιτέλους τι σκατά κρύβεται πίσω απ' αυτό το λευκό παραπέτασμα. Όλοι πεθαίνουν, έτσι και εγώ μια νύχτα, ε, τουλάχιστον ας διαλέξω πότε θα είναι.


Όταν γνωρίστηκα όμως για πρώτη φορά με την ιδέα της μετεμψύχωσης απέκτησα μια εντελώς διαφορετική σκοπιά για τη ζωή. Θυμάμαι καθόμασταν στο σαλόνι στο χωριό και έτυχε να ακούμε Καζαντζίδη, και η αδερφούλα μου πετάγεται και λέει στον πατέρα μου, "Μπαμπά, ο Στέλιος όταν λέει Θεέ μου τη δεύτερη φορά που θα 'ρθω για να ζήσω μιλάει για μετεμψύχωση, έτσι δεν είναι?". Σέκος ο πατέρας. Μα είχε απόλυτο δίκιο.


Δύο σκέψεις έκανα εκείνη τη μέρα τις οποίες κρατάω μέχρι και σήμερα. Πρώτον, πως αν πεθάνω νωρίς, θα είναι χοντρή μαλακία και μεγάλο παλούκι να πρέπει να ξαναζήσω ξανά μανά όλη την παιδική ηλικία ώστε να μπορέσω να αγαπήσω ως ενήλικας τόσο βαθιά όσο κι ο Στέλιος. Και φαντάσου, στη δεύτερη ζωή να αποφασίσω ξανά να πεθάνω νέος χωρίς να θυμάμαι ότι ποτέ δεν ενηλικιώθηκα στην προηγούμενη. Θα ήμουν ένας μικρός αυτόχειρας, παγιδευμένος σε ένα φριχτό φαύλο κύκλο.


Η δεύτερη σκέψη, ήταν πως η μετά θάνατον ζωή μπορεί να είναι μια παπάτζα και μισή και να τον πιω. Και εκεί που θα περιμένω να λυθεί το μυστήριο, να γίνω ξαφνικά τίποτα, χωρίς τη γλυκιά και βασανιστική συνειδητότητα, ανίκανος ακόμα και για απλή σκέψη. Ακούγεται κάπως μακάβριο, μα αν το δεις απ' τη μεριά ενός εξαιρετικά περίεργου παιδιού φίσκα στα ερωτήματα, δεν είναι.


Δεν άλλαξε πολύ λοιπόν ο τρόπος που βλέπω τα μυστήρια από τότε, μόνο που τώρα πια έχω τα γεράματα στο νου μου σαν στοίχημα. Σαν πρόκληση. Πόσο δύσκολο είναι πια γεράσεις? Γεμάτος είναι ο τόπος κωλόγερους. Τα κατάφερα μέχρι τα είκοσι, τώρα σχεδόν πιάνω τα τριάντα. Έχω ένα κάρο φίλους που δεν θα δούνε ποτέ τέτοιες ηλικίες. Θα καταφέρω όμως να χτυπήσω τα ογδόντα και να μην είμαι ένα κομμάτι κρέας στον καναπέ? Μιλάμε για μια χοντρή πενηνταετία ακόμα. Μισό αιώνα. Θα δούμε.


Για την ώρα πάντως, προτιμώ να ζήσω πάρα πολλά χρόνια. Παιδιά και έτσι, όλη τη μόντα. Σαν σκατόγερος όμως, το μόνο σίγουρο είναι πως θα 'χω ένα μάτσο πιτσιρίκια γύρω μου. Θα είναι φοβερά ενοχλητικά και τρομακτικά μαλακισμένα, θα έχουν κι αυτά το διάολο μέσα τους. Γιατί, ως γνωστόν, ο διάολος περνάει κάθε δεύτερη γενιά. Εγώ τώρα έχω μέσα μου τους διαόλους των παππούδων μου. Τα παιδιά μου θα έχουν των γονιών μου, και τα εγγόνια μου θα κληρονομήσουν τους δικούς μου. Δηλαδή, γάμησέ τα δηλαδή. Θα με πεθάνουνε.


Θα κάθομαι στην κουνιστή μου πολυθρόνα, με όσα άσπρα μαλλιά βγαίνουν ακόμα κότσο, το κούτελο φαλάκρα και μούσια ως την κοιλιά, θα 'χω μια ξύλινη, μακριά μαγκούρα με γάντζο στην άκρη να τα κοπανάω στο κωλί όταν κάνουνε μαλακίες και να τα βουτάω απ' τα πόδια σαν κατσίκια όταν θέλω να τα κανακέψω. Και θα με ρωτάνε ένα σωρό βλακείες, Χριστέ μου, τόσες πολλές βλακείες... Παππού τι είναι πούτσα, παππού τι είναι καλόγερος, παππού τι είναι πίπα. Και μα το Θεό, μα τον καυτό πυρήνα του πλανήτη και τα παγωμένα δαχτυλίδια του Κρόνου, δεν θα τους κρύψω απολύτως τίποτα. Ο κόσμος έχει γίνει πιο άγριος απ' ότι ήταν κάποτε. Πούτσα είναι το πουλί του άντρα, καλόγερος είναι ένας άντρας που αρνείται το πουλί του, πίπα είναι η πούτσα στο στόμα.


Και θα με ρωτάνε κι αυτά τα βαθιά φιλοσοφικά και καμμένα που ρωτάν τα πιτσιρίκια πριν πάνε σχολείο και τους κλαδέψουν τη φαντασία με πειθαρχία, τάξη και κοινωνικά ταμπού. Θα βάλω τα δυνατά μου τους πω όσα λιγότερα ψέματα γίνεται χωρίς να τα τραυματίσω, και θα τα 'χω συνέχεια με ένα βιβλίο στο χέρι.


Και ιστορίες. Μαλάκα, ατέλειωτες ιστορίες, αληθινές και απίστευτες, καφρίλες που μάλλον δεν θα πιστεύουν ούτε τα παιδιά μου. Με την παραμικρή ευκαιρία θα τα μαγεύω με μύθους για μυστήριους αλήτες, ταξίδια σε θάλασσες μαύρες, θαύματα, άγρια μαγεία και περιπέτειες. Για κάθε ερώτηση θα έχω και μια ιστορία. Ήδη από τώρα δεν βλέπω την ώρα να μαζευτούν στα πόδια μου σαν υπερκινητικά κουτάβια, να μου φέρουν κρυφά τσιγάρο κλεμμένο απ' το πακέτο των μεγάλων και να με ρωτήσουνε φουλ συνωμοτικά και σκανταλιάρικα με μάτια που γυαλίζουν, “παππού, τι είναι αρχίδι?”. Και εγώ μέσα μου θα ξαναζωντανέψω. Θα δακρύσω κρυφά από συγκίνηση, θα ψελλίσω μέσα απ΄ τα σαλιωμένα μουστάκια μου “επιτέλους...”, και θα τους πω για το πώς ένα πρωί κέρασα άθελα μου μια ολόκληρη πόλη ένα αρχίδι.


Θα τους πω “Όταν ο παππούς σας αγαπημένα μου κωλόπαιδα ήταν πιτσιρίκος, λίγο μεγαλύτερος από σας, όχι πολύ εξυπνότερος, μα σίγουρα πολύ πιο γοητευτικός, ήταν ένα ρεμάλι και μισό, μα όχι μαλάκας. Δεν είχε δουλειά γιατί ήταν αφάνταστα τεμπέλης. Αν μπορούσε όλη μέρα να αράζει και να ξύνεται θα το 'κανε, μα ήταν και δαιμονισμένος οπότε δεν καθότανε πολύ στ' αυγά του. Τον έκαιγε ο κώλος.


Για να ζήσω λοιπόν έπαιζα κλαρίνο στους δρόμους. Έβρισκα κι άλλα πιτσιρίκια με κοφτερά μυαλά και πονηρά μάτια και παίζαμε μαζί τη μουσική μας στους περαστικούς, κι άλλος πέταγε ένα κέρμα, άλλος ένα χαρτονόμισμα, άλλος όλο το πορτοφόλι κι άλλος με αγκάλιαζε σαν παιδί του και μού’λεγε με δάκρυα στα μάτια πως τον ανέστησα, πως τον μάγεψα, πως τον αγάπησα, και όλοι μου λέγανε ποτέ να μην το παρατήσω αυτό που κάνω, πως θα 'ναι κρίμα.

Μα όλοι όσοι με νοιαζόταν και θέλανε το καλό μου, με πιάνανε να μιλήσουμε σοβαρά και μου λέγανε πως η μουσική δεν έχει ψωμί, και πως κάποτε θα γεράσω και δεν θα 'χω φράγκο τσακιστό και θα υποφέρω. Να μάθω μια τέχνη κυριλέ, υδραυλικός, μάγειρας, κάτι που να 'χει λεφτά. Ε, αυτούς τους είχα γραμμένους. Εγώ ήξερα τι ήρθα να κάνω σ' αυτό τον κόσμο. Αλλά επειδή ήμουν και ευαίσθητος και δεν μπορούσα να αφήσω άνθρωπο με κρίμα μέσα του για 'μένα, μετά τους έπαιζα και ένα κομμάτι να γλυκαθούνε, και στο τέλος κλαίγανε και αυτοί, και μου λέγανε, "καλά, 'ντάξει, κάνε αυτό, μα βάλε και κάνα φράγκο στην άκρη ε!".

Και συνέχιζα να παίζω στους δρόμους, Δευτέρες και Τετάρτες, Σάββατα και Κυριακές. Άνοιξη, φθινόπωρο, γιορτές και πένθη, εγώ καθόμουν στα πεζοδρόμια με τα αλάνια μου να παίζουμε. Και ήμασταν όμορφα παιδιά, τσαχπίνικα αλητάκια, κι αν βγάζαμε μια τριανταρού, τα μισά ήταν για τον ήχο και τα άλλα μισά για το θέαμα.

Ένα Σάββατο το λοιπόν, ξύπνησα όπως-όπως, και φόρεσα ότι να 'ναι, ότι βρήκα μπροστά μου. Είχαμε πει να παίξουμε στις έντεκα και ήτανε δώδεκα παρά, ούτε κατούρημα ούτε πλύσιμο ούτε τσιγάρο, παπούτσια χωρίς κάλτσες, παντελόνι χωρίς βρακί και μπουκάμισο χωρίς φανέλα, το κλαρίνο στον ώμο, καβάλα το ποδήλατο και δρόμο.

Κάτσαμε στο γνωστό παγκάκι μας, πήραμε καφέ. Καλημερίσαμε τη γειτονιά, βγάλαμε έξω τα όργανα και αρχίσαμε. Μαζεύτηκε ο κόσμος σαν το ποίμνιο. Κοντοστεκότανε μπροστά μας να ακούσει, πέταγαν λεφτά στη θήκη, μας μιλούσανε. Σαν διψασμένοι ήτανε κι εμείς να μοιράζουμε το δροσερό νερό. Και εγώ όταν έπαιζα είχα πάντα τα μάτια κλειστά, γιατί είναι πιο εύκολο να ονειρευτείς όταν δεν βλέπεις, και πάντα αυτό ήτανε το μυστικό μου: να παίζω σαν να βλέπω κάποιο όνειρο· τίποτα δεν έχει σημασία, κανείς δεν είναι αληθινός και όλα είναι λίγο πιο γλυκά απ' ότι στην αληθινή ζωή.

Και εκείνο το Σάββατο πηγαίναμε καλά, πάρα πολύ καλά. Όλες οι νοικοκυρές οι αγκαζέ με τις εγγονές και τις κόρες τους σταματούσανε για λίγο τα ψώνια να θαυμάσουνε τους μουσικούς του δρόμου, που δεν τους χωράν τα πάλκα και οι σκηνές, κι ας ήμασταν εκεί εμείς για το εύκολο μεροκάματο. Αυτοί το πιστεύανε, και έτσι το πιστεύαμε κι εμείς μαζί τους.

Κι όποτε άνοιγα λίγο τα μάτια στα κλεφτά να δω τι γίνεται ένα γύρω, πάντα θα έβρισκα μια πιτσιρίκα με γυαλιά να κάθεται απέναντι και να δαγκώνεται. Ή μια νοικοκυρά πιο πέρα να χαζεύει με τα χέρια της πλεγμένα. Μια άλλη να σφίγγει το φόρεμα. Ήταν και μια χαρακτηριστική εξηντάρα ποδηλάτισσα που την είδα να περνάει μία, να μας κοιτάει καλά-καλά, μετά να έρχεται με το ποδήλατο μπροστά-μπροστά στη θήκη και να κάθεται εκεί, όσο πιο κοντά γίνεται μέχρι να τελειώσει το κομμάτι.

“Ευχαριστούμε!” λέγαμε εμείς, “Να ’στε καλά!” λέγαμε, “Καλημέρα!” και τέτοια, και μέσα μας, “Μα τι ωραία παίζουμε οι πούστηδες!”. Μα κι άλλα γίνανε εκείνη τη μέρα, περίεργα. Μια μάνα πήρε το παιδί της που μαγνητίστηκε απ' τον ήχο και το έσυρε στο παραδίπλα στενό όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Κάποια άλλη σιγοψιθύρισε “Χριστέ μου!”, ανασκουμπώθηκε νευρικά και χάθηκε χωρίς να πει τίποτα. Και άλλα, περίεργα χαμόγελα, να οι κυράτσες στημένες ουρά, όλες μαζί, και τα κέρματα βροχή, να τα κορίτσια τα απείραχτα ακόμα, αγκαζέ να γελάνε και να βγάζουνε φωτογραφίες.

Θα 'χανε περάσει δυο ώρες πια, όταν μια κοπελίτσα με πράσινα μαλλιά, όχι πάνω από είκοσι χρονών, έρχεται και στέκεται ντουγρού απέναντί μου. Ήτανε σίγουρα η τρίτη φορά που την έβλεπα εκείνη τη μέρα. Και έτσι όπως έπαιζα, ανοίγω λίγο παραπάνω τα μάτια, την κοιτάω, με κοιτάει. Κρατάει το βλέμμα της πάνω μου, το κρατάω και εγώ. Και τότε ανοίγει το στόμα της, γλείφει το πάνω χείλι λες και είναι πασαλειμμένο με μέλι, και μετά δαγκώνει το κάτω λες και το μισεί. Και έχοντάς το δαγκωμένο, γέρνει τη ματιά της απ' το πρόσωπο στον καβάλο μου.

Μπράβο, λέω εγώ μέσα μου, έχει θάρρος η μικρή. Πιο χοντρό πέσιμο μόνο τουρίστρια στη Σκιάθο μου 'χει κάνει. Μα παραξενεύτηκα κιόλας. Δεν ήταν συνηθισμένη συμπεριφορά. Μου μπήκαν ψύλλοι στ' αυτιά. Αφήνω μια στιγμή το όργανο, κοιτάω κάτω, τι να δω. Κρεμόταν ένα ολόκληρο αρχίδι και μια υποψία πούτσας μαζί του από μια τρύπα στο παντελόνι. Παναγία μου λέω, δραπετεύσανε. Και πώς να τα μαζέψω χωρίς να καρφωθώ. Γιατί όταν παίζεις, αν κάνεις μαλακία είσαι μια φορά μαλάκας, αν το δείξεις όμως είσαι εκατό. Στην περίπτωσή μου, χεσ’ το, ο πολλαπλασιαστής πέταξε στο διάστημα. Τι, να σταμάταγα το Μητσάκο τύπου, “Μητσάκο, πάμε παύση λίγο ρε να μαζέψω τα παπάρια μου που πετάχτηκαν απ' έξω και ξαναμπαίνουμε ρεφρέν”? Μήπως να 'κανα μαγκιά ένα χέρι παίζει, ένα χέρι μαζεύει? Μπα, κάρφωμα κι αυτό.

Λέω μέσα μου, να πάει να γαμηθεί. Τα 'βαλα κάτω. Σκέφτομαι. Σάββατο είναι, πήχτρα η Ερμού, περνάνε κοντά εκατό περαστικοί το λεπτό. Από τους εκατό οι είκοσι μου δίνουν σημασία, επί δύο ώρες που είμαστε εδώ, έχω ήδη κεράσει ένα αρχίδι -ούτε λίγο ούτε πολύ- δυόμισι χιλιάδες Βολιώτες. Την κοινωνική μου υπόληψη τώρα, την πήγα βόλτα στα βουνά και την παράτησα δεμένη σε ένα δέντρο χρόνια πριν, όσο μ’αφορά μάλλον το κουφάρι της το χέσανε οι αρκούδες προ πολλού. Οπότε παίζουμε. Τελειώνουμε τουλάχιστον το κομμάτι σαν κύριοι και μετά βλέπουμε.

Κοίταξα πάλι την πιτσιρίκα. Κατάλαβα αμέσως απ' το γέλιο της πως κατάλαβε πως κατάλαβα και σήκωσε το φρύδι με τουπέ, περιμένοντας ίσως να κάνω κάτι σπαστικό και αγχωμένο. Μα μπα. Τι νόμιζες μωρή, πως θα ντραπώ? Χαμογέλασα με το όργανο ακόμα στο στόμα, το σήκωσα ψηλά να μην κρύβει καθόλου τη θέα και της έκλεισα το μάτι. Μα τότε, το κεφάλι της πετάχτηκε σαν να την τσίμπησε μπάμπουρας, το χαμόγελό της ξεφούσκωσε αργά, μετά πήγε λίγο πάλι να ξαναγεμίσει, μετά έγινε γκριμάτσα στραμπούλας και τέλος εξαφανίστηκε εντελώς, και μαζί του και αυτή.

Τελειώσαμε το κομμάτι, γυρνάω στο Μητσάκο, του λέω, "Μαλάκα κοίτα". Βλέπει το σταφύλι, κάνει με υφάκι, “Με κλιματισμό βλέπω σήμερα κύριε Ορφέα!”. Παίξαμε μια ώρα ακόμα. Στην αρχή είχα τα πόδια κλειστά σαν καλόγρια μα με πονούσανε τα αρχίδια, ήταν στενό το τζιν, οπότε συνέχισα να παίζω σε μια στάση ότι να 'ναι, λες και με έχει πιάσει κόψιμο.

Όλα καλά. Βέβαια, από τους τρεις χιλιάδες που χαζεύανε και βγάζανε φωτογραφίες το παπάρι μου ένας δεν ήρθε να μου πει, “Κύριε Κάππα, κρέμεται το αρχίδι σας, μαζεύτε το μη σας κρυολογήσει”, ή έστω κάποιο νόημα, ένα “Ψιτ μαζέψου” διακριτικά στο αυτί, ή ένα συνθηματικό σαν “Τα αυγά λιάζονται και το φίδι σκάει μύτη”. Δεν χρειάζονται ντροπές σ' αυτά, αλληλεγγύη χρειάζεται.

Οπότε αυτό είναι το αρχίδι, κάτι σαν το βυζί, μα δίπλα στην πούτσα. Είναι όργανο σαν το μάτι και το αυτί και τη γλώσσα, μα αυτό είναι απ' τα κρυφά. Όταν το βλέπει ο κόσμος κάτι παθαίνει, γλείφεται ή σφίγγεται ή σταυροκοπιέται, καμιά φορά και τα τρία μαζί, οπότε το κρατάμε για τον εαυτό μας, ή για τους αγαπητικούς μας. Δεν είναι δίκαιο για τα μάτια και τα αυτιά και τις γλώσσες, το ξέρω, μα δυστυχώς ή ευτυχώς, αυτοί είναι κανόνες."

Αυτά θα τους πω. Ίσως όχι κατά γράμμα, μα θα προσπαθήσω. Είπαμε, θα 'μαι ογδόντα. Φαντάζομαι πως θα 'χουνε μια καρότσα ερωτήσεις μετά, και μάλλον θα με διακόπτουνε εκνευριστικά πολύ συχνά τα μπασταρδάκια. Βασικά, μάλλον θα έχουνε περισσότερες απορίες απ' ότι είχαν όταν ξεκινήσαμε, μα κι αυτό καλό είναι. Έτσι πρέπει. Και πάλι, η ιστορία μου συνεχίζει να είναι κλάσεις ανώτερη απ' τη νευροκαθυστερημένη την Κοκκινοσκουφίτσα, ή την ούγκανη τη Σταχτομπούτα, το μεγαλύτερο γαμημένο θύμα όλων των εποχών.

Κάπως έτσι. Κι ο θάνατος? E, o θάνατος είναι θάνατος. Θα έρθει. Η μόνη ίσως δύσκολη πλευρά είναι ότι έρχεται σταδιακά και δύσκολα, κι εκεί που θαρρείς πως είσαι μια ξεχωριστή δύναμη της φύσης, χρόνο το χρόνο, εποχή την εποχή ανακαλύπτεις πως τελικά είσαι όσο άνθρωπος όσο κι επόμενος. Με τα κουσούρια του χόμο σάπιενς και τις αδυναμίες του και τα πανίσχυρα αναπαραγωγικά ένστικτα, και όλες οι βιβλιοθήκες που έχεις καταβροχθίσει δεν σε γλιτώνουν απ’ τη θνητότητα. Που είναι βασικά κάπως καθησυχαστικό.

Δεν γελιέμαι πάντως. Όταν εμείς κάνουμε σχέδια οι θεοί κλάνουν στα χάχανα. Σε τέτοιες ηλικίες, το να σκέφτεσαι εγγόνια είναι ίσως όσο ακραίο όσο και το να υπολογίζεις πότε θα βγεις στη σύνταξη για ν’ αρχίσεις να ζεις. Είναι γλυκό όμως, πιο γλυκό απ’ το να προσκολλάσαι στην άδικη μιζέρια που βαλτώνει τους ανθρώπους και να βλαστημάς πρωί μεσημέρι βράδυ.

Γιατί στην πραγματικότητα εκεί έγκειται ο φόβος, στο αν θα προλάβεις να κάνεις ό,τι είναι αυτό που θες να κάνεις πριν πέσει η αυλαία. Έτσι όπως το βλέπω, όλα όσα στριμώχνουμε βιαστικά και άπληστα μεταξύ ζωής και θανάτου δεν είναι ακριβώς δικά μας. Και έτσι προσπαθώ να τα αντιμετωπίζω. Σαν δανεικές χαρές και δώρα. Έτσι, η μοιραία προθεσμία γίνεται λιγότερο πιεστική. Κι ότι κι αν γίνει, όσο δύσκολα κι αν έρθουν τα πράγματα, θα ‘χω πάντα δοξάρι και σπαθί ένα σεντούκι τρυφερές ονειροπολήσεις.

Τα γλυκά μου εγγόνια μπορεί να μην έρθουνε ποτέ, κι εγώ ίσως να μην προλάβω να ασπρίσω. Μα στο βασίλειο των λευκών σελίδων μπορώ να τα γνωρίσω, να τα κανακέψω, να τα πάω βόλτες στο βουνό για να τους μάθω τα βότανα, κι όταν κουραστούνε και σκάσουν επιτέλους, να τα νανουρίσω.

Κι αν απέτυχα να τα διασκεδάσω, όταν ξυπνήσουν θα τους πω για το Ζούκο και το ράντσο με τις γαϊδάρες, ή για τα άγρια άλογα του Ολύμπου. Για τους φοίνικες της Πρέβελης και τα κατσίκια του Αγιοφάραγγου. Για τσιγγανούλες που σιούνται και λυγιούνται στο κλάμα του γυφτόξυλου, για τις φλόγες στα μάτια τους. Για τρελούς Αμερικάνους που γυρίζουν την υφήλιο σαν να βγήκαν για απογευματινή βόλτα. Για τους ανθρώπους που ζούνε πλάγια του δικού μας κόσμου και κάποιες φορές μοιάζουν με άγρια ζώα.

Θα τους πω για ταξίδια στ’ άγρια νησιά του Αιγαίου και για τον παγωμένο άνεμο του Ιωνίου, για τα βουνά της Ηπείρου και τους κενταύρους του Πηλίου. Ή, μπορεί να τους παίξω λίγο κλαρίνο. Ή να τους κάνω τίποτα να φάνε. Ίσως βρεγμένη φρυγανιά πασπαλισμένη με ζάχαρη, ή ψωμί με βούτυρο και μέλι, ή ρυζόγαλο, ή μουσταλευριά. Τέτοια μου έκανε κι εμένα ο παππούς μου όταν ήμουν πιτσιρίκι, και τρελαινόμουνα.