Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου 2018

Οι Λιμενόγατες


"Αυτές δεν ήρθανε για ψάρεμα εδώ" της Άννυ Β.


Καθόμουνα στο λιμάνι, σκοτάδι και ζέστη, σίγουρα πριν τις δώδεκα μα όχι μετά τις δύο. Περίμενα το κορίτσι να σχολάσει, να πάω να το πάρω σαν ιππότης απ' τη δουλειά με το ποδήλατο, να τη φορέσω σα λουλούδι στο μπράτσο μου να κόψουμε σουλάτσα το κέντρο ντυμένοι και οι δυο με τα γαμάω-τάο Σαββατιάτικα ρούχα μας.

Ο κόσμος χαλαρός, απολαμβάνει την βραδινή βολτίτσα του τώρα που 'χει δροσιά, τα πρωινά δεν υποφέρεται. Μπροστά, πίσω απ' τη θάλασσα οι γερανοί υψώνονται σκοτεινοί και ψυχροί δίπλα σε μεγαλειώδεις λόφους από σκουπίδια. Το κίτρινο φως της πόλης τους καλλωπίζει, μπάζα κι ατσάλι γίνονται ζωγραφιά. Σκυλιά τσακώνονται κάπου στο βάθος, φαντάζομαι για το ποιος θα κατουρήσει τελευταίος το μεγαλύτερο δέντρο.

Θείες κι ανήλικα σουλατσάρουν το πλακόστρωτο δίπλα απ' τα ψαροκάικα ευτυχισμένοι. Η δημαρχάρα μας φρόντισε να βάλει και φοίνικες σ' αυτό το σημείο. Αν σταματήσεις να σκέφτεσαι για λίγο μπορεί να πιστέψεις πως είσαι στη Φλώριδα. Ή έστω, στο Βάι.

Γουστάρω που οι περαστικοί είναι ανέμελοι, που έχουν όλες τις άμυνες κάτω. Και τι να φοβηθούνε δηλαδή? Εδώ δεν είναι Αθήνα, Σικάγο, Παλαιστίνη. Εδώ μέρα μέσα νύχτα έξω όλα πάνε καλά, ομαλά, νορμάλ. Τι τραγικό θα μπορεί να συμβεί σε ένα τόσο βαρετό μέρος? Γιαυτό μένουν σ' αυτή την πόλη, για τον ίδιο λόγο που δεν την αντέχω. Κι όμως, με επηρεάζει θετικά όταν υπολογίζω προσεκτικά τις δόσεις.

Πονάει ο κώλος μου σ' αυτά τα παγκάκια. Ποτέ δεν τα χώνεψα τα παγκάκια της παραλίας. Δεν είναι φτιαγμένα για άραγμα, είναι φτιαγμένα για κάθισμα. Όλοι τους το ξέρουν, είναι κοινό μυστικό πως το καλό δεν είναι για πολύ. Μπορείς να καταλάβεις πως έχουν κάτι άλλο στο μυαλό τους αν τους παρατηρήσεις. Φαίνονται άνετοι με τα ραντάκια και τα καινούρια παπούτσια τους και τις κυριλέ δερμάτινες τσαντούλες τους, μα τους προδίδει μια μικρή συστάδα από ρυτίδες στην άκρη των ματιών, ένα σφιξιματάκι δίπλα απ' τα χείλια.

Απ' την άλλη, δυο τύπισσες απέναντί μου είναι εντελώς στα αρχίδια τους. Σαραντάρες και χοντροκομμένες, μιλάνε πιο δυνατά απ' οποιονδήποτε άλλο σε ακτίνα διακοσίων μέτρων. Φωνάζουν και γελάνε, κάθονται στις πτυσσόμενες πολυθρόνες τους και πίνουνε πεντακοσάρες μπύρες απ' τα λίντλ. Έχουν ρίξει στο νερό δυο καλάμια απ' αυτά τα σούπερ ντούπερ με τα φωτάκια και τα κουμπιά και τα όλα τους και ψαρεύουνε σκατόψαρα μεσάνυχτα Αυγουστιάτικου Σαββατόβραδου.

Τα κοριτσούλια βαράνε πασαρέλα μπροστά μου δυο ώρες τώρα με τα αχνούδωτα μπουτάκια τους και τα παριζιάνικα επικίνδυνα τακούνια, με τα μαλλιά ολόισια σαν πράσα, πασαλειμένα στα μούτρα με μπογιές, βρεγμένα με αρωματικά υγρά, ψάχνουν και ψάχνονται. Τραβάνε προς Παλιά, πάνε να κλειστούν σε εκείνα τα κτίρια με τον καπνό, το ελεεινό κρασί, το δήθεν αλάνι μπουζουκτσή και την χαμογελαστή τραγουδιάρα με τα κόκκινα τσιμπουκόχειλα και τα μεγάλα βυζιά. Ξέρεις τι λέω. Αυτά, που πάνε αυτές οι τύπισσες κι εκείνοι οι τύποι, αυτά που έχουν μια ιμιτασιόν αίσθηση χάι κλας γκαλά, που σε φωτογραφίζουν ξεπεσμένοι φωτογράφοι κουμπωμένοι με αρντάν ως το λαρύγγι για να αντέξουνε τη βάρδια, και εσύ ανεβάζεις τις περίλαμπρες στιγμές σου στο φέισμπουκ με το λόγκο του μαγαζιού από κάτω λες και είσαι κάποιος.

¨ΠΑΡΙ ΦΛΑΣ! Η ΝΤΙΝΑ ΑΠ' ΤΟ 3o ΠΟΥ ΤΑ 'ΧΕΙ ΜΕ ΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΤΟΝ ΤΡΕΛΑΚΙΑ ΣΚΑΝΔΑΛΙΖΕΙ ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΚΟΜΗ ΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΠΙΣΤΑ ΤΟΥ TAMPôN!"

Ψωνάρες.

Για αυτές τις ψαροπούλες όμως μπροστά μου δεν έχει τακούνι. Δεν έχει κολάν που σφίγγει τους κώλους και πιέρ καρντό. Ποιο Σαββατόβραδο? Τι μέικαπ, ποια μάσκαρα? Όχι, αυτές δεν τα χρειάζονται τέτοια λούσα. Δεν νομίζω πως τις νοιάζει. Έχουν τις μπύρες τους, τα καλάμια τους, φρέσκο δόλωμα σε ένα κουβαδάκι από γιαούρτι και η μία την άλλη. Ίσως κάποιο μικρό σκυλί, ή πέντε γάτες. Ίσως κάποιο παιδί στο σπίτι, ή σε κάποια άλλη πόλη. Μπορεί ασφαλιστικά μέτρα για κάποιον βίαιο πρώην, ή μια κατάκοιτη μάνα στο κρεβάτι ξεχασμένη στη γωνία δίπλα από ένα μικρό λόφο φάρμακα. Άρλεκιν, πλεκτά, ένα πάγκο στη λαϊκή. Ένα πιστό δονητή στο συρτάρι με τα βρακιά και τις φανέλες. Μια αριστερή προβοκατόρικη συνέλευση που τους προσφέρει άφεση αμαρτιών για ένα καταστροφικά αποτυχημένο χτες και φω ελπίδα για ένα αύριο ελαφρώς πιο ντιζαϊνάτο από σήμερα, μα στην ουσία το ίδιο. Για κορίτσια του καλού Χριστού δεν τις κόβω πάντως. Μου φαίνεται πως δεν ξέρουν καν να ψαρεύουν, ακόμα και εγώ που δυο φορές έχω πετάξει πετονιά στη ζωή μου βλέπω πως κάνουν λάθη.

Δεν είναι για ψάρεμα εκεί αυτές. Είναι λιμενόγατες, απ' αυτές που πηδάνε μέσα-έξω απ' τα καΐκια, με τη γούνα σκληρή απ' το αλάτι, ελπίζοντας να τσιμπήσουν κάνα γαύρο και δυο χάδια. Είναι τουρίστριες, μόνο που αντί για Σκιάθο ή Μετέωρα κατεβαίνουν μέχρι την άκρη της πόλης. Και ποιος μπορεί να τους πει τίποτα? Καλύτερα είναι μπροστά απ' το λάπτοπ, εθισμένος στο πίου-πίου του μέσσεντζερ? Τις νοιώθω. 'Εχουνε στήσει το τσίρκο τους στη μέση του κόσμου, μονάχα για πάρτη τους. Γελούν τα μάτια τους λες και 'χουν τον ήλιο στην τσέπη.

Μια τρίτη της παρέας έσκασε μύτη με ταλαιπωρημένο παπί, πάρκαρε ακριβώς από δίπλα μου κάτω απ' το φοίνικα, και οι δύο ρόδες μέσα στο παρτέρι. Με κοίταξε στα μάτια για δύο δευτερόλεπτα, της χαμογέλασα. Αναγνωριστήκαμε, συνεννοηθήκαμε. “Τι λέει αλάνι?” μου χαμογέλασε πίσω. Σήκωσα τους ώμους. Έγνεψε προς το παπί, χωμένο μες στα πράσινα αιχμηρά φύλλα και είπε αλήτικα “για να μην το φάει ο ήλιος”. Οι άλλες δυο την εντόπισαν και αρχίσανε τα σφυρίγματα και τις φωνές. Γύρισε και τις χαιρέτησε λαϊκά και φωνακλάδικα, σαν νταβατζής, ή ταρίφας, ή λιμενεργάτης. Ή, σαν νταβατζής λιμενεργάτης που κάνει και ταξί τα σουκού. Η μία έπιασε μια ακόμα καρέκλα και την άνοιξε, έβγαλε μια μπύρα απ' το ψυγειάκι και της την πέταξε στον αέρα. Αυτή την άρπαξε άνετα, την άνοιξε και άρχισε να ρουφάει, χωρίς τσουγκρίζματα και μαλακίες, χωρίς τίποτα.

Καπνίζουνε και οι τρεις αλυσιδωτά μάλμπορο. Φοράνε βρώμικα τζιν παντελόνια και φαρδιές μπλούζες. Έχουν τα μαλλιά τους κοντά ή κότσο και χειρίζονται τα σώματά τους με όσο λιγότερη θηλυπρέπεια είναι δυνατόν. Αν τις κοιτούσες από την κατάλληλη γωνία θα τις πέρναγες για τρεις Αμερικάνους μπαρμπάδες. Η μια φοράει πράσινο τζόκει καπέλο ΟΤΕ. Κάθε τρείς και λίγο το γυρίζει ανάποδα για να δώσει έμφαση στα λεγόμενά της, και μετά το ξαναγυρνάει μπροστά.

Δεν φαίνεται να τις νοιάζει τι γίνεται γύρω τους. Άσε τις πιτσιρίκες να πουτανιάσουν σου λέει. Άσε τους μικρούς να ξερογλείφονται σαν διψασμένες ύαινες. Άσε τους κάγκουρες να καγκουριάσουν, άσε τις θείες να πνιγούν στην μικροπρέπεια και το λιβάνι. Άσε τους κυριλέ να πλερώ για τα μάτια ρετσίνα με ανθρακικό ντεμέκ σαμπάνια, να σκάνε ένα μηνιάτικο για συκωτάκια κότας εισαγωγή από Τουρκία μασκαρεμένο ως γκουρμέ. Άσε και τους δήθεν στα μαγαζιά από πίσω μας να πίνουν μπόμπα τσίπουρα πιο στριμωγμένοι κι απ' τις σαρδέλες στην κονσέρβα που τους πλασάρουνε για φρέσκο θαλασσινό μεζέ.

Ποιός χέστηκε?

Η μπύρα μου τέλειωσε γρήγορα. Στράγγιξα το μπουκάλι σα βαμπίρι και βάλθηκα να ξεκολλάω νευρικά τα χαρτάκια. Οι λιμενόγατες με αναστάτωσαν, τις ζήλεψα σαν παιδάκι που δεν του πέρνουν παγωτό, γύρισαν το μυαλό μου σε παλιούς εαυτούς. Σε άλλους συντρόφους και μέρη, σε εποχές που τα μάτια γυαλίζανε κόκκινα απ' τον ήλιο και οι πατούσες αγγίζανε χώμα, άμμο και καυτή πέτρα. Άσπρα τα μαλλιά απ' τ' αλάτι, σκούρο το δέρμα, βρώμικα ρούχα, ιδρώτας, οτοστόπ και μυαλό καθαρό, όσο να 'ναι. Ένα χαρούμενο γυφτάκι με το χαμόγελο του λύκου.

Έπεσα απ' αυτό το δέντρο, χρόνια πριν. Ωρίμασα, ή σάπισα. Ήρθε η ώρα μου να φυτρώσω και γω, να βγάλω με τη σειρά μου καρπούς και να σταματήσω επιτέλους να 'μαι φρούτο.

Μα είναι αστείο. Τι θα 'λεγε αυτό το φρούτο αν με έβλεπε τώρα? Δες τι φοράω, που μένω, πώς ζω. Πλέον έχω μηνιαίο πρόγραμμα. Υπολογίζω τις μέρες με την ώρα. Στο σπίτι μου στη Θεσσαλονίκη έχω πάντα γεμάτο ψυγείο. Έχω 36 διαφορετικά είδη τσαγιών και βοτάνων από κάθε άκρη του κόσμου, άλλα τόσα καρυκεύματα και μπαχαρικά. Έχω τέσσερα είδη καφέ, τριών ειδών λάδι. Έχω διπλό κρεβάτι, και κοιμάμαι κάθε νύχτα ανεξαιρέτως με την ίδια γυναίκα αγκαλιά. Μοκέτες, κουρτίνες, θέρμανση, λάμπες οικονομίας, χύτρα ταχύτητας, αντικολλητικό τηγάνι, ανατομικά μαξιλάρια, ηχοσύστημα, πάπλωμα, ηλεκτρική κουβέρτα, ηλεκτρική σκούπα, φυτά στο μπαλκόνι. Έχω πάντα μπέρμπον στο ράφι και ένα μπουκάλι μπορεί να μου κρατήσει και ΤΡΕΙΣ. ΜΗΝΕΣ. Διάολε, έχω αφρό ξυρίσματος, άφτεσεηβ και μπατονέτες. Μπατονέτες!

Συμμορφώθηκα χωρίς να το καταλάβω νομίζω. Κύλισα στη θέση μου, σαν τη μπιλίτσα στους λαβυρίνθους που έχουνε στην κορυφή τα μπουκαλάκια με τις μπουρμπουλήθρες. Καταβάθος, ξέρω πως ήθελα πολύ να φτάσω εδώ, με κούρασε υπερβολικά και η κατάντια και το νομαδιλίκι. Μα είναι παράξενη αίσθηση. Δεν την έχω συνηθίσει ακόμα αυτή τη φωλιά, αυτό το νέο δέρμα.

Έχω ακόμα κάτι μέσα μου, κάτι φλεγόμενο, ασταθές και ανήσυχο. Κάτι μέσα μου θέλει να γκρεμίσει με κλωτσιές κουνγκ φου αυτό το σταθερό οικοδόμημα που έχω χτίσει γύρω μου. Να σαρίσει επιδεικτικά αυτό το τέλεια οργανωμένο γραφείο και να ξαπλώσει πάνω του την κοκκινομάλλα, γκρό πλαν στο τζάκι, φέιντ άουτ, σκηνή. Ένα κομμάτι μου θέλει να πάει στο περίπτερο και να μεταφράσει το μεροκάματο σε φτηνόμπυρες. Να πατήσω άκυρο στο γκερλ και να πάω να αράξω με τα αλάνια τις λιμενόγατες, να τις κεράσω το βάρος τους σε αλκοόλ, να τους προσφέρω ολόκαρδα τα αυτιά μου. Ποιος ξέρει τι διάολο θα ακούσω πάλι? Δεν θέλουνε πολύ τέτοια τυπάκια. Ξεκινάς να λες δυο μπούρδες και πριν το καταλάβεις ψήνετε πανσέτες στην αυλή. Μέχρι να ξημερώσει, γυρίζεις σπίτι ντίρλα με ένα κουτάβι αγκαλιά και δυο κιλά γλυκοπατάτες απ' τον κήπο στο χέρι.

Με το μαστίγιο κρατιέμαι γαμώτι μου, και πίστεψέ με, και πάλι παραπατώ και μπαλατζάρω. Μα είναι αγάπης αυτές οι βουρδουλιές. Γιατί τις ξέρω καλά τις λιμενόγατες. Όχι τα ονόματά τους, μα είμαστε φίλοι από παλιά. Έχω ξαναράξει μαζί τους τόσες πολλές φορές, σε τόσα μέρη, τόσα πολλά τσιγάρα. Λίγο πολύ, νομίζω τα 'παμε όλα. Φοβάμαι πως πλέον μονάχα θα κοιτιόμαστε αμήχανοι, περιμένοντας τη σειρά μας να μιλήσουμε. Κι αν κάνω λάθος, ε, ας πάω να γαμηθώ.

Καλή ψαριά.

Σούταρα το μπουκάλι στον κάδο, καβάλησα το ποδήλατο (ναι, το ίδιο που σακατεύτηκα τότε, ακόμα το ίδιο έχω) και χάθηκα στα αμαρτωλά στενά να βρω το κορίτσι μου. Να πάω να το πάρω σαν τζέντλεμαν απ' τη δουλειά, να τη περάσω σαν άνθος στο χέρι μου να κόψουμε βόλτες το κέντρο ντυμένοι και οι δυο με τα γαμάω-τάο Σαββατιάτικα ρούχα μας.

Να πάμε να πιούμε τα ίδια ποτά στη μπάρα των ίδιων μπαρ, τσίπουρα απ' τα ίδια τρύπια ποτήρια στις ίδιες τρύπιες ταβέρνες με τους ίδιους τρύπιους ταβερνιάρηδες που πίνουμε χρόνια τώρα. Να πούμε τα ίδια σκέτα καλαμπούρια με τους ίδιους σκέτους τύπους που τα λέμε από το '12. Κάνα τσιγάρο στη γωνία, κεράσματα, μουρμούρα, ανταμώματα, σταυρωτά φιλιά και γέλια, βραχνά και πηγαία. Ποιος ζει, ποιος πέθανε, ποιόν μαχαιρώσαν σ' ενα πάρτυ. Σφηνάκια ρακί λίγο πριν φύγουμε, δεν θέλω άλλο, πούστη θα πιεις. Και μετά κατούρημα δίπλα απ' τους κάδους, και δυο αδέσποτα επίσημη συνοδεία, και να της κρατάω τα μαλλιά όσο ξερνάει. Κλείδωμα τα ποδήλατα, συνετό περπάτημα ως το σπίτι ξημερώματα. Και θερινή καταιγίδα, η πόλη πεδίο μάχης και μεις να πλατσουρίζουμε σαν τα βλαμμένα, μουσκίδι ως το βρακί. Να βγαίνει ο ήλιος και εσύ να κλείνεις τις κουρτίνες. Και καθαρό σεντόνι, ιδρωμένη αγκαλιά, φιλιά, φιλιά και όνειρα, μέχρι το επόμενο Σάββατο, ή την επόμενη ευκαιρία.

Δεν ξέρω αν θα ανέβω ποτέ σε ένα βουνό αρκετά ψηλό για να ερωτευτώ το μεγαλείο του κόσμου, ή αν θα διασχίσω κάποιο ωκεανό τόσο απέραντο που θα μου αδειάσει την καρδιά απ' όσα έχω αγαπήσει. Μα ακόμα και τότε, κάπου κοντά στα ίδια με βλέπω να γυρνάω, κι ας είναι αυτό το κάπου οπουδήποτε. Και θα ΄ναι εύκολο, ναι. Σαν να ΄λειπα δυο βδομάδες διακοπές και ν' ανοίγω πάλι την πόρτα του σπιτιού μου. Σαν να ξεκινάω το ίδιο λατρεμένο βιβλίο για πολλοστή φορά και να μαγεύομαι για μία ακόμα. Σαν ένα ακόμα ανόητο σκυλί της πόλης.

Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2018

Η Βιτρίνα

Για την Αντόρα

"Η Βιτρίνα" της Κωσταντίνας Δημουλά

Πώς βρέθηκα πάλι σ' αυτό το γαμημένο μπαρ, δεν καταλαβαίνω. Τα πόδια φταίνε, αυτά με φέρανε, εγώ απλά βγήκα απ΄ το σπίτι για μια βόλτα μετά δεν ξέρω τι έγινε. Με σύρανε μέσα από λασπωμένα πάρκα και άδειους δρόμους, για ώρες. Στην αρχή σε κύκλους, μετά εδώ. Το μαγαζί πάντως είναι άδειο, παίζει στη διαπασών χάλια μουσική, μέταλ και φρίκη. H ψυχή μου πνίγεται απόψε. Είναι λες και κρύφτηκα καταλάθος κάπου μέσα μου, σε μεγάλη απόσταση από οτιδήποτε.

Για κάποιο λόγο όλη τη μέρα μου τριβελίζει το μυαλό μια φάση πριν καιρό, που τα ‘χα σκατώσει για τα καλά. Ήταν η πρώτη φορά που καταστρέφω τα πάντα τόσο μεγαλειωδώς. Μετά απ' αυτό σαν να ξεκίνησε κάποια μορφή βραδυφλεγούς αλυσιδωτής αντίδρασης και γινόταν αρκετά συχνά, μα εκείνη ήταν η πρώτη.

Είχα προσπαθήσει, ηλιθιωδώς, να προστατέψω το κορίτσι απ' την παρέα της, η οποία ήταν και η δικιά μου. Εγώ ήμουν τρομερά αμήχανος μαζί της, τόσο που στην αρχή δεν μου σηκωνότανε. Δεν είχα ακόμα την αυτοπεποίθηση που έχω χτίσει τώρα. Αυτή ήταν πολύ πιο ξεβγαλμένη από μένα, και για κάποιο λόγο που τότε μου ήταν αδύνατον να δω, και πολύ τσιμπημένη μαζί μου.

Ήταν απόγευμα Σεπτέμβρη κι ήμασταν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι μου όταν ξεκίνησε ένα μακρύ, συγκινημένο μονόλογο για το πόσο καλά παιδιά είναι, και πόσο γαμάτοι τύποι και πόσο τυχερή νιώθει που είναι φίλη μας. Κούνια που την κούναγε. Οι καλοί της φίλοι, όταν δεν ήτανε μπροστά, πουτάνα την ανεβάζανε, τσουλάρα την κατεβάζανε και στους ενδιάμεσους ορόφους κάνανε σχέδια πώς να την μεθύσουνε για να την γαμήσουνε όλοι μαζί, κάτι που το 'χανε σίγουρο πως θα ψηθεί. Δεν μου άρεσε καθόλου μα δεν έκανα τίποτα. Όπως έχει μάθει κανείς έλεγα στον εαυτό μου. Δεν τρελαινόμουνα γι’ αυτούς τους τύπους, μα ήμουν φρέσκος, κι εκείνη την εποχή δεν μου άρεσε να μένω μόνος μου.

Το να την έχω δίπλα μου όμως να εκθειάζει την κατάσταση ήτανε η σπίθα που χρειαζότανε για να εκραγώ. Ποτέ δεν είχα μεγάλη αντοχή με αυτά τα πράγματα, μου είναι αδύνατον να κρατήσω τοξικά μυστικά ή να δολοπλοκώ. Της τα ξέρασα όλα, χύμα και ωμά. Είχα νευριάσει και μαζί της, και μαζί τους και μαζί μου. Το πήρε πάρα πολύ άσχημα. Κλάμα και κρίσεις πανικού. Απ' ότι φαίνεται, είχε γίνει ακριβώς το ίδιο πράγμα και στην πόλη που μεγάλωσε, και της στοίχησε πολύ που η ιστορία επαναλαμβανότανε.

Δεν ξέρω τι είχα στο μυαλό μου. Ίσως να φανταζόμουνα πως θα τους δώσει άκυρο όλους και θα μείνει μαζί μου. Ίσως πως θα ξεκόψουμε μ' αυτούς και θα συνεχίσουμε να ζούμε τον έρωτά μας για όσο κρατήσει. Ήθελα να τη βοηθήσω να προστατέψει τον εαυτό της, μα κοιτώντας πίσω, σίγουρα και να βγάλω τον κώλο μου έξω απ’ αυτή το βρωμοϊστορία. Δυστυχώς δεν ήξερα ακόμα να ζυγίζω πιθανότητες, όπως επίσης δεν ήξερα και πως υπάρχουν συγκεκριμένες ποιότητες αλήθειας για συγκεκριμένες ποιότητες ατόμων.

Προφανώς η μικρή το είπε σε μια φίλη της που το είπε με τη σειρά της στα παιδιά. Τα οποία, ψιλοδικαιολογημένα, απ' όσο ξέρω μέχρι και σήμερα πουστράκι με ανεβάζουνε, Ιούδα με κατεβάζουνε και στους ενδιάμεσους ορόφους μάλλον κάνανε και σχέδια για το πως θα μου ανοίξουν το κεφάλι, κάτι που θα το καλωσόριζα. Θα ήταν πιο απλό. Ένα πατροπαράδοτο ξύλο στην μέση της πλατείας κι όλοι καλά με ένα μπουλωμένο μάτι. Αντ’ αυτού, ο αρχηγός της παρέας με έβγαλε μεσημέρι για ρακί να μου τα πει ήρεμα στη μούρη. Ποτέ δεν περίμενε λέει κάτι τέτοιο. Πρόδωσα λέει την αντρική αλληλεγγύη, δεν έχω παντελόνια, και τέτοια. Ιερή εμπιστοσύνη μεταξύ φίλων, και τέτοια.

Κι είχε δίκιο. Δεν έχει πραγματικά σημασία αν ήταν εντάξει ή εντελώς μαλάκες, όταν είσαι μέλος μιας αγέλης δεν την προδίδεις. Απλά δεν το κάνεις. Υπήρχαν άλλοι οδοί, κι εγώ είχα διαλέξει αυτή του Εφιάλτη. Θα μπορούσα να έχω χειριστεί το θέμα πιο απαλά, μα τότε τα νεύρα μου ήταν ένα μάτσο κομμένα ηλεκτροφόρα καλώδια που σπαρταράνε. Όπως και να ΄χει -ό,τι κι αν με κάνει αυτό- δε νομίζω πως νοιαζόμουνα πραγματικά γι’ αυτή την παρέα.

Στη μικρή είπανε πως τα έβγαζα όλα απ΄ τη στομάχα μου, πως παρεξήγησα κάποια αθώα αντρικά αστεία. Αυτή το πίστεψε. Μου 'κοψε κάθε επαφή, όπως προφανώς και οι υπόλοιποι. Έχασα το κορίτσι, έχασα την παρέα και μου 'μεινε μόνο η πικρή γεύση ενός παράξενου δίκιου στο στόμα, να γλιστράει πίσω απ' τη γλώσσα σαν παχύρευστο οξύ και να μου ξεσκίζει το λαρύγγι. Λίγους μήνες μετά, έμαθα πως τελικά την καταφέρανε και για παρτούζα.

Ήμουνα χάλια-χάλια, δεν είχα μυηθεί ακόμα στη φιλοσοφία του μπλουζ. Κάτι παντελώς φλώρικα τραγουδάκια έγραφα εκείνη την εποχή στην κιθάρα, τα οποία πια πολύ αγαπώ. Δεν είχα ιδέα πως να διαχειριστώ τέτοιες καταστάσεις και συναισθήματα. Λοιπόν, πιο πολύ από παράδοση και λιγότερο από ένστικτο, πήγα στο σούπερ να πάρω ένα μπουκάλι λήθη.

Πήγα στο διάδρομο με τα ποτά. Τα καλύτερά ήταν κλειδωμένα σε μια μικρή βιτρίνα, σαν μπιμπελό. Μα όλα μου φαινόταν υπερβολικά χαρούμενα, εύθυμα. Μου δίνανε την εντύπωση ποτών που θα πιείς σε πάρτυ με γκομενάκια και χαλαρή μουσική. Πάντα μου φαινόταν πως το κάθε μπουκάλι θέλει ιεροτελεστία, και πως το ποτό που επιλέγεις σε χαρακτηρίζει. Το Τζακ ήταν μαστ για την περίπτωση. Το χοντροκομμένο, τετράγωνο μπουκάλι με το ασπρόμαυρο χαρτί μου έκλεισε το μάτι.

Σαν έφτασα σπίτι, κάθισα στον καναπέ, το ακούμπησα μπροστά μου και σκέφτηκα, αυτό, αυτό το χρειάζομαι. Ώστε έτσι είναι. Άρχισα να το κατεβάζω αργά. Ένιωθα σα να κάνω χειραψία με τον ίδιο τον Ντάνιελς. Είχα πει στον εαυτό μου, ώρα να σκληρύνεις δικέ μου. Για καλό ή για κακό, έτσι έχουνε τα πράγματα.

Τώρα, πώς τα φέρνει η ζωή και πρόσεχε τι εύχεσαι, δυo-τρία χρόνια αργότερα κατέληξα να είμαι πιο κάθαρμα απ’ ότι θα μπορούσαν να είναι ποτέ αυτοί οι τύποι. Γατίσιες φαινόταν πια οι καγκουριές τους που τόσο με είχαν εξωθήσει μπροστά στις δικές μου. Δεν έχει πολύ πλάκα να νομίζεις πως τρέχεις μακριά από κάτι μόνο και μόνο για να ανακαλύψεις ότι τελικά τρέχεις κατά πάνω του. Ταυτόχρονα όμως, έχει και λίγο.

Το ρούφηξα όλο σε μία νύχτα, και την επόμενη δεν ένιωθα διόλου καλύτερα. Το μπουκάλι το κράτησα για κάποιο καιρό, σαν αναμνηστικό, να μου θυμίζει κάτι που -αν υπήρχε όντως ποτέ σαν ολοκληρωμένη σκέψη- πλέον έχω ξεχάσει. Και μετά με τη σειρά του, ξεχάστηκε κι αυτό. Και ήρθαν άλλα μπουκάλια, κι άλλες καψούρες και άλλες αναμνηστικές μαλακίες να μαζεύονται στα ράφια των δωματίων μου, κι αυτά με τη σειρά τους να παίρνουνε το μπούλο μόλις αλλάζει η εποχή. Και τώρα είμαι εδώ.

Κάπως έτσι λοιπόν. Πλέον, νο. Πίνω, σι. Ερωτεύομαι, σι. Μα δεν διαλύομαι. Έμαθα να μαθαίνω. Μπορεί η ψυχή μου να 'ναι σχισμένη στα δύο μα δεν πεθαίνω. Δεν έχει σημασία. Αργά ή γρήγορα γνωρίστηκα και με το θεό και με το διάβολο, και λίγα πράγματα με φτάνουν στα όριά μου.

Ο θυμός όμως, μένει. Όπως άλλωστε και η δίψα.

Το ξύλο του μπαρ τρέμει απ' την ένταση. Οι τοίχοι είναι βαμμένοι μαύροι, έχει παντού ζωγραφισμένες πεντάλφες και τράγους με κόκκινη μπογιά. Είναι ένα μπαρ για χαμένες ψυχές αυτό που ήρθα σήμερα, ξανά χωρίς να το καταλάβω, μα είναι το μόνο που μπορώ να διαχειριστώ σ' αυτή την κατάσταση. Η φίλη μου που δουλεύει συνήθως δεν είναι εδώ, μόνο ο τυπάς. Καλύτερα. Το σώμα έχει ήδη ζεσταθεί. Τσιγάρα έχω. Το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι. Τι. Θα. Πιω.

Σαν μαλάκας, για δεκάκις χιλιοστή φορά μπροστά στη βιτρίνα με τα μπουκάλια, με δέκα γιουρά σε ψιλά, μουσκεμένα ακόμα από βρόχινο νερό στην τσέπη. Βλέπω τις μάρκες και τα λόγκο να με χαιρετάνε, να μου μιλάνε. Αυτά τα μπουκάλια είναι φίλοι μου, κάποια είναι εχθροί μου. Τα λόγια της κάθε μποτίλιας είναι χάδια ερωμένης, μια γλυκιά θύμηση. Δέκα γιουρά. Ούτε να φτύσω δεν μπορώ με δέκα γιουρά, κι έχω τη γαμημένη τη βιτρίνα στα δύο μέτρα, αν απλωθώ αρκετά μπορώ να τα αγγίξω.

Απέναντι οι φίλοι μου βγάζουνε μικρά χεράκια από τα πλάγια, μάτια και στόματα φυτρώνουν στους λαιμούς, και φωνάζουνε όλοι μαζί με ψιλές, γλυκές φωνίτσες, “είναι ο φίλος μας, ξαναήρθε!” και “Ορφέα, μας έλειψες!” και “Ορφεάκο ήρθες, σε περιμέναμεεεεε!”.

Είναι όλοι εκεί. Ο Κάπτεν Μόργκαν κραδαίνει το γάτζο του τραγουδώντας μυθικά έπη για τους γλυκούς ανέμους της Καραϊβικής, που μυρίζουν ιώδιο, μπαχαρικά και σκούρο γυναικείο σώμα. Ο Σέιλορ Τζέρι, με τα μπράτσα γεμάτα ναυτικά τατού κρατάει χαλί παίζοντας φυσαρμόνικα, χτυπόντας το πόδι κάτω για ρυθμό, πετώντας μου κάνα αλήτικο κλείσιμο του ματιού.

Είναι ο Τούλαμορ εκεί, με προσκαλεί να φονεύσουμε το θάνατο με σφήνες και τσιγάρα, και ο Τζέιμσον, μα σήμερα δεν έχω κέφια. Ο Χόσε και η παρέα του βαράν κιθάρες αϊ αϊ αϊ και βίβα λα μέχικο, μα μπα. Η μπύρα δεν κάνει καν τον κόπο να με χαιρετήσει. Έχουμε γίνει κώλος και βρακί πια. Το κρασί με έχει γραμμένο στα αρχίδια του και εγώ επίσης.

Και εκεί πίσω, η πατρική φιγούρα που όλοι έχουν ανάγκη, ο παλιός, κλασσικός Θείος Τζακ. Με την καπελαδούρα, τη χοντρή κοιλιά και το απαίσιο μούσι εποχής με καθησυχάζει, με πιάνει απ' τον ώμο και μου λέει, εδώ είμαι αγόρι μου. Είναι παλιός γνωστός. Μου λέει πως όλα θα πάνε καλά για μία ακόμη φορά. Πως θα πιούμε πολύ, θα γελάσουμε, θα φλερτάρουμε με τα γκομενάκια και μετά θα πάμε να δείρουμε ένα τύπο. Δεν έχει σημασία ποιόν, σημασία έχει να τον δείρουμε. Για την ακρίβεια, δεν έχει καν σημασία αν θα τον δείρουμε ή θα μας δείρει. Σημασία έχει να πάμε.

Και στην άκρη, δεξιά κάτω, που το ράφι είναι σκοτεινό και σκονισμένο, κάθεται η Βότκα. Με κοιτάει πλάγια, εντελώς σιωπηλή. Κρατάει ένα μαδέρι με μια σκουριασμένη πρόκα καρφωμένη στην κεφαλή και τo χτυπάει απαλά στο χέρι της. Θέλει το κακό μου. Εσύ να πας να γαμηθείς Βότκα. Δεν είσαι φίλη μου. Όταν είμαστε μαζί, κακά πράγματα συμβαίνουνε γύρω μου. Κακά πράγματα συμβαίνουμε και σε 'μένα. Ναι, το ξέρω, έχει πλάκα. Και 'μένα μ' αρέσει. Απλά έχει αρχίσει να γίνεται κουραστικό, σαν να 'χω μέσα μου έναν αναστεναγμό, ένα κλαψιάρικο “αμάαααν ρε μαλάκαααα”, και κάθε φορά που κάνουμε παρέα να προστίθεται και ένα ακόμα “α”.

Μη λέμε όμως μαλακίες. Ποια δέκα ευρώ? Ήρθα για να πιω και αυτό θα γίνει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Πάντα έτσι πάει. Κάποιος θα με κεράσει, κάπως θα πέσει κάτι στα χέρια μου, πάντα έτσι πάει. Κάποιος παραδοσιακός ελληνικός αλκοολικός θείος θα σκάσει απ' το πουθενά, κάποιο αλάνι που με πάει θα με κάνει λιώμα, πάντα έτσι πάει. Είναι λες και το σύμπαν συνωμοτεί εναντίον μου μόλις κάθομαι στον πάγκο. Ή υπέρ μου, δεν ξέρω.

Η απόφαση έχει ήδη παρθεί, πριν καν διαβώ την πόρτα του μαγαζιού, πολύ πριν αποφασίσω να βγω απ' το σπίτι. Σκάει μύτη ο μπαρμαν, με καρφώνει με τα μάτια. Είναι ψηλός και χοντρός. Γεμάτος άσχημα τατού που για κάποιο λόγο του πάνε, μούσι μέχρι το στήθος πλεγμένο επιμελώς πλεξούδα, με μαλλί ξυρισμένο μοϊκάνα πιασμένο κότσο. Δεν με χαιρετάει. Του τη δίνει που η μικρή που δουλεύει εδώ βγαίνει έξω απ' τη μπάρα και με φλερτάρει όποτε έρχομαι. Του τη δίνει, και αυτό με ευχαριστεί. Γι' αυτό έρχομαι.

“Τι θα πιείς ρε?” μου κάνει. Δεν απαντώ. Δεν ξέρω. Δεν με νοιάζει. Χαμογελάει ύπουλα. Κάτι ξέρει το μουνί. Κάτι βλέπει. Τον σιχαίνομαι αυτό τον τύπο. Πώς βρέθηκα πάλι σ' αυτό το γαμημένο μπαρ, δεν καταλαβαίνω. Τα πόδια φταίνε, αυτά με φέρανε, εγώ απλά βγήκα απ΄ το σπίτι για βόλτα, μετά ποιός ξέρει τι έγινε.

Και εντελώς ξαφνικά, τακ, ο χρόνος σταματάει. Νιώθω λες και κάποιο παγωμένο χέρι με έχει γραπώσει απ’ το σβέρκο. Ο χώρος εξαφανίζεται για λίγο, κρύβεται, και μετά εμφανίζεται ξανά, κάπως διαφορετικός, πιο απλός. Η μουσική ακούγεται υπόκωφα, λες και παίζει μέσα από σπηλιά. Ο τύπος μοιάζει με ευφάνταστο κέρινο ομοίωμα. Ρεαλιστικός, μα όχι αληθινός. Περιεργάζομαι τα σπυριά στο μέτωπό του, τις τρίχες στη μύτη και τα φρύδια του. Τα μπουκάλια κόβουν αμέσως τις τσιρίδες, ξαναγίνονται μπουκάλια, στέκονται άψυχα πάνω στα ράφια.

Κάπως σαν να ξύπνησα, σαν να θυμήθηκα κάτι πάρα πολύ σημαντικό που μου είχε διαφύγει. Κάπως σαν να ‘μουν χαμένος στα χαμένα όλη μέρα κι τώρα επιτέλους κατάφερα να συγκεντρωθώ.

Έτσι, στα ξαφνικά, πολύ απλά, σαν να έπεσε πάνω μου λίγο απ' το φως του Ράμα, του Κρίσνα, του Ερμή, του Μωυσή, του Ορφέα, του Πυθαγόρα, του Πλάτωνα και του Ιησού, είπα να φύγω. Να τσακιστώ από 'κει μέσα ο μαλάκας, και να μην ξαναπατήσω ποτέ. Να φτύσω στη μούρη τον ψηλό, να αφήσω πίσω μου τη φρίκη, να βγω έξω στον καθαρό αέρα και να κόψω βόλτες κουκουλωμένος με το πανωφόρι μου μέχρι να ξημερώσει.

Να πάρω τηλέφωνο κάποιο φίλο σε κάποια άλλη πόλη και να του ζητήσω να με φιλοξενήσει. Να πακετάρω δυο παντελόνια, πέντε μπλούζες, τέσσερα βρακιά, να φιλήσω τη γριά μου και να φύγω. Να αρχίσω να παίζω δρόμο μέχρι να μπορέσω να νοικιάσω σπίτι, κι ας είναι με δεκαεφτά συγκάτοικους. Να βρω καινούριο κορίτσι, να το ερωτευτώ κι ας με διαλύσει. Να φύγω. Να ανατρέψω το ταμπλό, να εκσφενδονιστούνε τα πιόνια ένα γύρω, να ανακατέψω την τράπουλα και να μοιράσω ξανά, κι ας είναι το καινούριο χέρι χειρότερο απ’ το τωρινό.

Γιατί ξέρω, πως όσα πέφτουν πάνω μου τα προσκαλώ. Αφήνω την πόρτα του σπιτιού μου ανοιχτή και τρυπώνουνε μέσα όταν ναρκώνομαι, σαν τα ποντίκια. Φωλιάζουν στην καρδιά μου και σιγά-σιγά τα συνηθίζω, δεν τα διώχνω. Καταλήγω να ζω μαζί τους, και μετά από καιρό πείθομαι πως ήταν από πάντα εκεί. Ναι, ξαφνικά, έτσι όπως κοιτάω στα μάτια το χοντρό, λέω να κάνω μια καινούρια αρχή. Γιατί το χρειάζομαι. Γιατί μπορώ. Και γιατί το αξίζω. Μπορεί τελικά και να μην αξίζω απολύτως τίποτα, μα ποτέ δεν θα σταματήσω να αξίζω μια καινούρια αρχή -κανείς δεν θα σταματήσει.

Γιατί η μαλακία με το κορίτσι δεν ήτανε που της τα ξέρασα όλα. Η μαλακία ήταν που εξ' αρχής έκανα παρέα με αυτούς τους τύπους. Που, παρόλο που δεν ενέκρινα ούτε ασπαζόμουν τις πισώπλατες πουστιές και τις στρατόκαυλες συμπεριφορές τους δεν έλεγα τίποτα. Που φοβήθηκα τη μοναξιά και δε σηκώθηκα να φύγω. Ήμουν κουρασμένος και ήταν βολικά, και απλά στρογγυλοκάθισα εκεί, νομίζοντας πως με τον καιρό θα συνηθίσω ή θα συνειδητοποιήσω κάτι που αδυνατούσα να δω μέχρι τότε. Με ακριβώς τον ίδιο τρόπο που στρογγυλοκάθομαι τώρα σ' αυτό το σκαμπό.

Μα αν έμαθα κάτι όσο σερνόμουν στα πατώματα είναι πως δεν μπορείς να είσαι εντάξει με τα αρχίδια. Μαζί τους ή αρχίδι θα είσαι ή τίποτα. Εντάξει ποτέ. Δεν γίνεται, κι αυτό με κάνει να ντρέπομαι. Και είναι η ντροπή που με πυρώνει και μου καρβουνιάζει το είναι, κι ας έχουν περάσει από τότε δέκα κεφάλαια. Η ντροπή μένει, δεν ξεπλένεται. Όπως η δίψα κι ο θυμός, μένει εκεί και γίνεται κομμάτι.

Όλο το δράμα ήταν η αφορμή. Αν είχα τα κότσια να ξεκόψω από νωρίς όλα αυτά θα είχαν αποφευχθεί. Κρίμα τα δάκρυα, κρίμα οι βρισιές, κρίμα εκείνο το θρυλικό πρώτο μπουκάλι Τζακ. Κρίμα και το κορίτσι. Θα ΄θελα μετά από τόσα χρόνια να την βρω να μιλήσουμε. Να δω τι κάνει. Αν βρήκε κάποια μορφή δικαιοσύνης στη ζωή. Αν κατάφερε να προστατεύει τον εαυτό της. Να μου πει και αυτή τη γνώμη της για όλη εκείνη την καταραμένη φάση, που ήταν στην ουσία της ο πυροβολισμός που με έχει στείλει εδώ που βρίσκομαι μέχρι και σήμερα. Ποτέ δεν έμαθα τι απέγινε. Ούτε και την έψαξα όμως. Απ' όσο ξέρω θα μπορούσε να σερβίρει κοκτέιλ στη Μύκονο, ή να τρακάρει ψιλά στη Ναυαρίνου.

Το όνειρο δεν κράτησε πολύ. Σταδιακά, ο κόσμος επανήλθε στους κανονικούς του ρυθμούς. Και αυτό το μουνί είναι ακόμα από πάνω μου. Με τα δύο μέτρα ύψος και τον όγκο ολυμπιονίκη παλαιστή. Με το γελοίο πλεγμένο μουσάκι του. Ακόμα με κοιτάει και περιμένει να δει τι θα πιω. Το αίμα σου θα πιω ρε μαλάκα. Σε σφηνάκια. Για το γαμώτο. Όχι γιατί σε μισώ, όχι γιατί είσαι γλοιώδης. Απλά γιατί μου κάνει κέφι. Γιατί το κόκκινο και το μαύρο και το ντεθ μέταλ και οι πεντάλφες λες και μου καρφώνουν αυτή την ιστορία σαν βίδα στην ψυχή, σφυριά τη σφυριά. Και με πονάει. Γιατί διψάω και δεν έχω φράγκα. Γιατί έχω νεύρα. Γιατί έχω πάντα νεύρα και ποτέ αρκετά λεφτά να ξεδιψάσω.

Δεν ξέρω πως τον κοιτούσα, μα με διάβασε. Ακούμπησε τα μπράτσα στο μπαρ, χαμογέλασε και έβγαλε απ’ τη μύτη ένα βαρύ, βαθύ αναστεναγμό που έστειλε τις στάχτες μέσα απ' το τασάκι να πετάνε απαλά ολόγυρα μας σαν χιονονιφάδες. Αιφνιδιάστηκα. Το πρόσεξε και χαμογέλασε πιο πλατιά. Νομίζω πως έχω κάνει το λάθος και έχω έρθει πολλές φορές σ' αυτό το μαγαζί. Με ξέρει. Χριστέ μου, ακόμα χειρότερα. Με καταλαβαίνει. Προς στιγμήν, μέσα στα μαστουρωμένα μάτια του αναγνώρισα κάτι δικό μου, κάτι που δεν είχα συνειδητοποιήσει ποτέ μέχρι τότε πως έχω. Δεν ξέρω τι. Ίσως και τίποτα.

Κλείνει το μάτι και με ρωτά με νόημα, “τι λέει η καρδιά?” και γνέφει στη βιτρίνα. Και η καρδιά μου τρέμει, και λέει stay away. Μα το χέρι ακουμπά στον πάγκο μια χούφτα βρεγμένα, μίζερα ψιλά, και το στόμα μιλά σχεδόν αυτόματα. “Βότκα”.



https://www.facebook.com/okosmosapokatw