Παρασκευή 20 Μαρτίου 2020

Τα Παρτέρια της Θερινής Μπουρζουαζίας


Και να ‘μαι, καθισμένος ξανά στη μαύρη δικτυωτή πολυθρόνα, σετάκι-προσφορά με τις πέντε αδερφές της και το γυάλινο τραπέζι να πίνω το φραπεδάκι μου κάτω απ’ την πέργολα. Με τον γκρίζο, ανοιξιάτικο ουρανό έτοιμο να πέσει στην αυλή να σπάσει, με τον κήπο δουλεμένο ώρες απ’ το πρωί, χωρίς αγριόχορτα να πνίγουν πια τις τριανταφυλλιές, τους θάμνους και τα λοιπά άγνωστα μα κλασσικά καλλωπιστικά.

Να μαι πάλι εδώ, σε μια απ’ αυτές τις προκάτ παραλιακές γειτονιές, σε ένα απ’ τα εξήντα σπίτια που χτίστηκαν ταυτόχρονα μέσα στην προηγούμενη εικοσαετία ως συγκρότημα και πουλήθηκαν ξεχωριστά σε γιάπηδες και μικροαστούς που πάντα ήθελαν ένα εξοχικό δίπλα στη θάλασσα, μα όχι πολύ μακριά απ’ την πόλη.

Τώρα είναι καλά. Το καλοκαίρι όμως γίνεται ο κακός χαμός εδώ. Ταβέρνες και μοτέλ, ρεντ ε μπόατ, ρεντ ε ρουμ, ρεντ ε γκερλ. Θες δε θες γίνεσαι συνεχώς μάρτυρας στην τρέλα τους. Στα χαϊλίκια της σεζόν που σφύζει ο τόπος λουόμενους χρειάζεται χάπια.

Γάματα.

Ακούς τη θεία από δίπλα να δέρνει το σκύλο και θες να πάρεις τη φιλοζωική. Ακούς την άβγαλτη 20χρονη μάνα με την επιλόχειο κατάθλιψη να ουρλιάζει στο παιδί και θες να πάρεις την πρόνοια. Ακούς τους συνομήλικους σου να τα λένε ελαφρώς μεθυσμένοι στις βεράντες και θες να πάρεις τα βουνά.

Η αμμουδιά, μια αηδία. Το νερό μυρίζει αντηλιακό. Παντού γόπες και πτώματα από φρέντους εσπρέσους. Στα λιγοστά τετραγωνικά μέτρα που δεν έχουν κοτσάρει ξαπλώστρες και ομπρέλες οι καφετέριες, αυθάδεις γόνοι νεόπλουτων επαρχιωτών γκρινιάζουν, φτύνουν και ουρλιάζουν σαν τσακάλια, επαγγελματίες ρακετίστ γεμίζουν ασφυκτικά τον χώρο με χιλιάδες τακ-τοκ, ξεκωλιάρες και σφίχτες ξεκωλιάζονται στα όρθια.

Κάθε Πέμπτη λάιβ στην ταβέρνα. Κλαρίνα από το Άλφα του Κενταύρου και συνθεσάιζερ οκτώ διαστάσεων στη ΔΙΑΠΑΣΩΝ, δεν την γλιτώνεις πουθενά. Αλλά όλες τις υπόλοιπες μέρες, η κιθάρα τους ενοχλεί, η μουσική τους ενοχλεί, οι ταινίες τους ενοχλούν. Φοβάσαι να τσουγκρίσεις τη μπύρα σου, φοβάσαι μην κλάσεις λίγο πιο δυνατά και ξυπνήσεις την κυρά Χαρίκλεια που παίρνει τρία ντεπόν τη μέρα από χόμπι. Μόνο όταν πηδιόμαστε κάνουνε μόκο, εκεί τους πιάσαμε. Αυτός ο γελοίος, παραδοσιακός πουριτανισμός που τόσο τους πάει δεν θα τους άφηνε ποτέ να αναγνωρίσουν το σεξ σε οποιαδήποτε μορφή. Είναι κάτι που δεν θέλουν να αναφέρουν, αν και είμαι σίγουρος πως σπάνια βγαίνει απ’ το μυαλό τους. Είναι ντροπή, ιτς ε νόνο. Δεν έχουν πούτσες και μουνιά, έχουν βρακιά. Δεν έχουν βυζιά, έχουν σουτιέν. Δεν έχουν καύλες, αναστατώνονται.

Ευτυχώς έχουμε μήνες ακόμα μέχρι αυτά. Τώρα, καλά περνάμε. Μπυρίτσες στην αυλή από το μεσημέρι, βόλτες μέχρι το διπλανό χωριό μέσα από χωράφια και ελαιώνες, είναι ένα ευχάριστο διάλειμμα απ’ το τσιμέντο. Γουστάρω, απλά, να. Νιώθω λίγο έξω απ’ τα νερά μου. Από σπόντα βρέθηκα εδώ, μέρη σαν αυτό μόνο απ’ έξω τα ‘βλεπα μέχρι τώρα.

Ο φίλος μου ο Μήτσος λέει πως αν δεν χρωστάς τουλάχιστον τρία χιλιάρικα και δεν πίνεις Βατ 69 δεν μπορείς να λες πως είσαι άντρας. Έ, κάπως έτσι και εδώ, νιώθω πως δεν ανήκω. Πως είμαι μια μπυροκοιλιά στον έβδομο μήνα, ένα πενταψήφιο χρέος και δύο διαζύγια πολύ λίγος για ένα μέρος σαν αυτό.

Το καλοκαίρι εδώ, μου φαίνεται σαν μια μικρή, πλαστή πραγματικότητα δίπλα απ’ την απτή. Δεν μπορείς να πεις πως δεν έχει καρδιά όμως. Το χειμώνα δείχνει τα αληθινά της χρώματα αυτή η γειτονίτσα στη μέση του πουθενά. Με τις πάπιες να κρώζουν και τα βατράχια να λαλάζουν στο έλος, με τα λιγοστά κίτρινα φώτα που πιό πολλά κρύβουν παρά κάνουν να φαίνονται και τα ανήσυχα ψωριάρικα αδέσποτα, τους αληθινούς κατοίκους αυτού του τόπου να σου δαγκώνουν τα μπατζάκια.

Χτες βράδυ έπιασα μια ξεκούρδιστη, βραχνή λύρα να αχνοπαίζει μέσα από κλειστά παράθυρα. Βγήκα και την βρήκα. Ένα παππούδι είχε πιάσει το παλιό όργανο και καθισμένος στο ντιβάνι ξαγρυπνούσε και γρατσούναγε. Πριν προλάβω να τον χορτάσω, σταμάτησε. Αγανάκτησε, ή ντράπηκε που έπιασε το γυφτόξυλο τώρα στα γεράματα. Ελπίζω να το ξαναπιάσει.

Μια γλυκιά θεία κόβει βόλτες την παραλία κάθε νύχτα με το πατσαβούρι της απ’ το λουρί και μια δεκαριά μπασταρδάκια συνοδεία. Όλα τη φοβούνται και την σέβονται, είναι η βασίλισσά τους εδώ γύρω. Δυο τρεις φορές που γυρνούσαμε σπίτι νύχτα και μας την πέσανε βγήκε σαν το μπάτμαν μέσα απ’ τις σκιές κι αυτά λουφάξανε αμέσως.

Δίπλα απ’ την πόρτα του σπιτιού και πάνω στον υπόνομο έχει φυτρώσει ένα μικρό πλατανάκι, ένα μέτρο δέντρο. Οι γείτονες λένε πως είναι πάνω από δέκα χρόνια έτσι. Δεν θέλει να μεγαλώσει παραπάνω, ή δεν το αφήνουνε.

Είναι και τα αχόρταγα μάτια όλων των ντόπιων μες στη συνταγή, που μας βλέπουν αγκαζέ και βάζουν μπρος τις φήμες. Ψοφάνε για κουτσομπολιό οι φουκαράδες. Μετά απ' τους χιλιάδες χιλιάδων αγνώστους που παρελαύνουν κάθε χρόνο μέσα απ' τις ζωές τους φαντάζομαι νιώθουν την ανάγκη να χωθούν κι αυτοί στις δικές μας, έτσι, για εκδίκηση.

Τι να τους κάνεις? Μία ακόμη μικρή γωνιά του κόσμου. Με τα κουνούπια της, με τους κιτς νάνους του κήπου, με την ανεξήγητη κραυγή πόνου πέντε η ώρα το πρωί που θα σου κόψει το αίμα. Στον δρόμο παραπέρα, κάποιος αυτόχειρας μαρσάρει τη μπούσα σαν να μην υπάρχει αύριο. Το κλασικό ανοιχτό ραδιόφωνο  παίζει κλασικά λαϊκά πίτα στο παράσιτο, συνοδευόμενο από βαθιά αααααχ και ουυυυχ, και βήχες όλο ροχάλα, και παραιτημένα μίζερα γαμωσταυρίδια.

Μα έχεις και αστέρια αληθινά εδώ, όλο το φουστάνι του γαλαξία απλωμένο από πάνω σου, όχι τα δώδεκα που αχνοφαίνονται στην πόλη. Κοιτάς και χάνεις το μπούσουλα. Το νερό, πάγος, και για βουτιές μόνο από αληθινά γενναίους μα η παραλία μια μαγεία, ερημική κι ατημέλητη. Γεμάτη η άμμος από κατεστραμμένους θησαυρούς ξεβρασμένους απ’ το κύμα, φαγωμένους απ’ τ’αλάτι. Ένας κορμός, μια κυρτή σανίδα από ναυαγημένη βάρκα, ένα γυάλινο μπουκάλι βουλωμένο, χωρίς μήνυμα. Μια ακέφαλη μπάρμπι, τρύπιες πέτρες, πέτρινες τρύπες, 24 μπουκαλάκια με αγιασμό, μια θηλιά δεμένη με χοντρή τριχιά. Δεν πάει το μυαλό σου. Εδώ πετάει η θάλασσα τα αποφάγια της για μας, τους περιεργάκηδες ρακοσυλλέκτες που διαβάζουμε Οδύσσειες σε κομμάτια φθαρμένου πλαστικού.

Κι όταν σουρουπώνει και σε χτυπάει ο δροσερός άνεμος μέσα απ’ τις καλαμιές, με τους γλάρους από πάνω να σερφάρουνε τα ρεύματα, με τις μακρινές ακτές πέρα απ’ τη θάλασσα βαθύ μελαγχολικό μπλε, με λιγοστά αχνά φωτάκια σκαρφαλωμένα στις ράχες τους. Να γεύεσαι το αλάτι στα χείλη σου, να χώνεσαι βαθιά στο πουλόβερ όσο πλησιάζει η νύχτα. Τα παράθυρα των εξοχικών ερμητικά κλειστά, μπικίνια και πετσέτες περιμένουν υπομονετικά μες στα συρτάρια. Οι ομπρέλες από φύλλα φοίνικα ξεμαλλιασμένες, καφετέριες και ρεστοράν με αμπαρωμένες πόρτες, άδειες και γεμάτες άμμο οι άνετες αυλές.

Μου θυμίζει αμυδρά κάποια σκηνή από ελληνική ταινία εποχής 2000. Δεν ξέρω πλέον ποια. Αυτή η αγριεμένη ερημιά του τιθασευμένου τόπου, η φυσική κατάσταση που επανέρχεται όταν τον αφήνουμε ήσυχο έστω και για λίγο. Η εικόνα με είχε αγγίξει στην παιδική μου ηλικία κι είναι ακόμα μαζί μου.

Γλυκιά μπουρζουαζία. Όλοι παιδιά σου είμαστε. Σε λίγους μήνες θα γίνει η επέλαση των ασυνείδητων βαρβάρων μα τώρα είσαι ήσυχη γη, με τον τρόπο σου όμορφη .

Μες στη δηθενιά ναι, μα ούτε μια φορά δεν έχω νιώσει να κλείνει γύρω μου η πέργολα να με πλακώσει, κι οι μέρες δεν μου φτάνουνε.

Ναι, είναι καλά εδώ. Στο ορκίζομαι όμως, θα βγω παγανιά ένα απ’ αυτά τα βράδια, αναπαυτικά μουδιασμένος, και θα χέσω στα πεντάμορφα παρτέρια του κάθε μπουρζουαζέου παραθεριστή, για το γαμώτο. Γιατί μπορώ. Γιατί έτσι. Σκατά και τριαντάφυλλα, σκέτη ποίηση. Θα πούνε πως το κάνανε οι αλβανοί -πάντα έτσι λένε- μα εγώ θα ξέρω.

Και τα πρωινά, πηγαίνοντας στην plage, θα τους χαιρετάω  λίγο πιο αυθάδικα, λίγο πιο γλεντζέδικα, πιό άνετα, με μπρίο. Kαι θα με χαιρετάνε πίσω κι αυτοί, γιατί δεν έχουν επιλογή, γιατί απλά έτσι κάνουν.

1 σχόλιο: