Τρίτη 23 Ιουλίου 2013

Πρέπει ν' αλλάξω ποδήλατο

Θυμαμαι πριν μηνες, ξυπναω μ'ενα αφορητο πονο στη μουρη. Το κεφαλι ηφαιστειο, ξεραμένο αιμα στο μαξιλαρι, διαβολε, τι εγινε παλι? Κανω να κοιταχτω, σκατα, ολο το προσωπο γρατσουνισμενο, η δεξια πλευρα της μυτης ξεσκισμενη και το συστημα να εχει παρει μια γενικοτερη κλιση προς ζερβα. Το μονο που θυμαμαι ειναι να τρωω μια μπουνια απ ενα φιλο, να σκαω ζαλισμενος με τα μουτρα στην ασφαλτο, μετα κοκκινο. Του λεω “μαλακα μου σπασες τη μυτη, θα σε γαμησω!”, και ακουω, “ορφεα πλακα κανεις ρε φιλε, δες που ειμαι”, γυρναω και τον βλεπω χωμενο με τον κωλο κατω και τα ποδια ψηλα σενα χαντακι, πως τα καταφερε ενας θεος ξερει.
Η μυτη ηθελε σιγουρα νοσοκομειο για ισιωμα, τα κοκκαλα εχουνε γινει μπουρδελο εκει μεσα, ανοιξε όμως το αριστρερο διαφραγμα, και αν σκεφτεις πως πριν ηταν και τα δυο κλειστα μαλλον κερδισμενος βγηκα. Θεοστραβη και παντα κοκκινη, ε και?. Ουτε γατα ουτε ζημια, ασε που ειναι και ασορτι με το χαμογελο του λυκου. Το μονο που μου λειπει τωρα εινα ενα αληθωρο ματι κ ενα δαγκωμενο αυτι.

Πριν απο χρονια, επισις ιδιο σκηνικο, ξυπναω δαρμενος, αρρωστος με πυρετο, γεματος λασπες, ολο το κορμι ποναει. Το παραθυρο διπλα μου ανοιχτο να μπαζει κατεψυγμενο ανεμο, το στρωμα μουσκεμα. Μου λειπει μια μποτα, το παλτο και το κινητο, και σαν να μην εφτανε αυτο διπλα μου ειναι το λαπτοπ με την οθωνη τσακισμενη. Που ημουν? Ποιος με κουβαλησε σπιτι? Τι πηρα? Τι εγινε? Τζιφος, μονο αχυρο και συννεφια στο κεφαλι. Σε καποια ακυρη φαση, τον περασμενο χειμωνα, θυμαμαι το Μπομπ να διηγειτε αυτο το σκηνικο στην παρεα χωρις να ξερει πως πρωταγωνιστης ημουν εγω.
-Ρε το παιδι ειχε ξεφυγει. Ειχε γδυθει, τρεκλιζε, φωναζε και εβριζε ολο τον κοσμο, εφτυνε στα μουτρα κατι χιπιδες, αν ηταν αλλοι θα τον ειχανε κρεμασει. Απλωνε το κωλοχερο μες στο μπαρ και επινε απ τα μπουκαλια στην ψυχρα, σα μαλακας. Τον πηρα παραμερα να τον ηρεμησω, του μιλουσα ενα μισαωρο, “ολοι περναμε καλα εδω ρε φιλε, γιατι τα κανεις αυτα? ”, αλλα δεν με ακουγε, ηταν αλλου, τους κοιτουσε ολους σα να του χανε σκοτωσει τη μανα.”
Ελεγε και ελεγε ο Μπομπ, και οι δικοι μου με κοιτουσαν με την ακρη του ματιου χαμογελωντας σαν κωλοπαιδα.
-Ε και τα παιδια τι να κανανε, ειπαν αστονα μια, αστονα δυο, αστονα τρεις... Αλλα η υπομονη εχει και τα ορια της, εσυ τι θα κανες?
Και ισχυει, τι θα κανα, το ιδιο θα εκανα. Δεν θα χα περιμενει και καθολου μαλιστα, οι τυποι με ανεχοταν σαυτο το παραληρημα για πανω απο μια ωρα.
-Μπομπ, εγω ημουνα ρε μαλακα.
-Δεν ησουνα εσυ ρε , για δεν ηταν απο....
-Εγω ημουνα ρε μαλακα σου λεω.
-Εσυ ησουνα?
- Δεν το θυμαμαι αλλα ναι, εγω ημουνα.
Κοιταξε μια τους δικους μου που χαν σκασει στα γελια, κοιταξε μια και μενα να κουτσοπινω τη μπυρα μου σκυφτος, δυσκολευοταν να το πιστεψει, αλλα απο την αλλη το εβλεπα στο προσωπο του, με ειχε ικανο, και το σκηνικο εδενε. Γυρισε και μου ειπε σοβαρα,
-Ε εισαι μαλακας.
-....
-....
-Ναι.

Πιο κοντα στο θανατο απο ποτε ομως εφτασα με τα μπιφτεκια. Τα καταραμενα κατεψυγμενα μπφτεκια της μανας μου. Τι διαολο μουρθε τωρα χωμα, 6 η ωρα το πρωι να τα ψησω τα γαμημενα? Τα βαλα στο φουρνο, γυρισα το διακοπτη τερμα, εστριψα ενα γαρο και ανοιξα να δω καμια σαχλαμαρα στην τηλεοραση “για να μη με παρει ο υπνος”, η μαλακια ηταν σιγουρη.
Ξυπνησα και γω δεν ξερω ποσες ωρες αργοτερα πνιγμενος και ημιλυποθυμος, το δωματιο να γυριζει, τιγκα ντουμανι, τα ματια πρησμενα, να μην μπορω να παρω ανασα. Βλεπω το φουρνακι να αχνοφενεται πυρακτωμενο, την ψιλιαζομαι τη μαλακια. Αυτοματα πεταγομαι, βαζω οτι βρισκω μπροστα μου γυρω απο τη μυτη και σκουντουφλωτας στα επιπλα κλεινω γενικο, ανοιγω παραθυρα, ανοιγω πορτα και πεφτω ξερος στο πεζοδρομιο.
Οταν ξαναβρηκα τις αισθησεις μου το σπιτι ειχε αδειασει απο καπνο. Με σηκωσε μια Ρουμανα γειτονισσα με χαστουκια και χωρις πολλες πολλες ερωτησεις. Μου δωσε νερο, μου πλυνε τα μουτρα, και αφου βεβαιωθηκε οτι δεν ψοφαω, με κοιταξε μ'ενα βλεμμα που λεγε “κριμα τη μανα σου αγορι μου”, και εφυγε.
Μαγκα, για πλακα θα χα φυγει εκει μεσα, κανα δεκαλεπτο ακομα και θα χα καει ζωντανος. Η μαλλον, πρωτα θα χα παθει ασφυξια, μετα θα χα καει και μαζι μου θα επερνα και ολη την πολυκατοικια. Για μια ακομη φορα η τυχη μού σταθηκε περισοτερο απο τη λογικη μου.
Το διαμερισμα βρομωκοπουσε δηλητηριο σε τετοιο βαθμο που αναγκαστηκα να μεταναστευσω σε σπιτια φιλων για τρεις βδομαδες. Η μποχα περασε μεσα απ τα φυλλα της ντουλαπας και ποτισε παλτα, σακακια, φανελες και βρακια. Οσα δεν μπορουσα να πλυνω για να μην τα χαλασω, τα φορουσα εξω μπας και φυγει αυτη η καταραμενη μυρωδια, με αποτελεσμα να κυκλοφορω για μηνες σαν καθυστερημενος ζεχνοντας καμμενη τσιμουχα.

Θεσσαλονικη περσι το χειμωνα,ο Ζαχος μου λεγε πως οταν αλητευαμε τριπιοι και κοκκαλα στην πολη δεν ηταν λιγες οι φορες που με τραβουσε τελευταια στιγμη μπροστα απ τ αμαξια. “ Νεαρος κστα φαντασιαν καλιτεχνης εβρεθη νεκρος πλην ακεραιος, επι της οδου Τσιμισκη. Αι τοξικολογικαι εξετασεις διαπιστωνουν πως στο αιμα του κυκλοφορουσαν θανατηφορα υψηλα ποσοστα ΗΛΙΘΙΟΤΗΤΟΣ!”



                           *    *    *



Αυτες τις μαλακιες σκεφτομουνα χτες το πρωι στο νοσοκομειο οσο περιμενα τη μανα μου να φερει καφε. Τα επειγοντα μονο για επειγοντα δεν ειναι, ωρες ολοκληρες να παρεις αριθμο, ωρες ολοκληρες μεχρι να ρθει η σειρα σου, μωρα να κλαινε και μαναδες να παρηγορουν, μωρα να κλαιγονται και οι γκομενοι τους να ανεβοκατεβαζουν το ποδι σκασμενοι, γεροι να πονανε, τσιγγανομανες, ματωμενοι μαφιοζοετσι με τατουαζαρες φυλακοβιες και μαυρο γυαλι, αν εισαι τυχερος θα μπανισεις και κανα σενιο naughty nurse αλλα μεχρι εκει. Ο σεκιουριτας φανερα και χωρις ντροπη μαστουρωμενος με το στομα ανοιχτο και τα ματια διο λεπτες σχισμες να αγριοκοιταει και πιθανως να βριζει μεσα του τη ωρα και τη στιγμη που επιασε δπουλεια στην “Μπουλντογκ Σεκιουριτι”.
Ο ενας διπλα σου πεθαινει κ ο αλλος διπλα του εχει ερθει γιατι “τον τσιμπησε μελισσα πριν απο τρεις μερες. “ Και γω σα μαλακας καθισμενος στη γωνιτσα μου με σπασμενο τον ωμο να διαολιαζω και να χαχανιζω σαν τρελος για να μην κλαψω απο τον πονο.

Καποτε η μανα μ ηρθε. Εχει τρομερη αντοχη στις δυσκολιες αυτη η γυναικα, κατι που συνδεεται αμεσα με την ανοχη που εχει για τις μαλακιες που κανω μια ζωη.

Οταν της ειπα “καλημερα μανα, φυγαμε νοσοκομειο” δεν ειπε τιποτα. Καλεσε ταξι, με βοηθησε να ντυθω και την καναμε. Κατω ακριβως απο το σπιτι μας εχει λαικι εδω και αρκετα χρονια και εχουμε αναπτυξει καλες σχεσεις με τους ανθρωπους, μας ξερουν. Οταν με ειδαν μες στα αιματα γρατσουνισμενο και βρωμικο ναα κραταω το δεξι χερι σαν ψοφιο ψαρι αρχισαν τα “περαστικα αγορινα μου” και μην ανησυχειτε κυρια!”, ουτε υπερβολες ουτε τιποτα, τα χουν ξαναδει, ζεστοι ανθρωποι καλοτροποι.
Ο ταξιτζης μαλακακος, μας ελεγε για την πετρα στο νεφρο που κατεβασε πριν απο δυο χρονια χρησιμοποιοντας λεξεις οπως “γεννητκα οργανα” και “ουρησα” προσθετοντας παντα μετα “με το συμπαθιο”. Ημουν ακομα ζαντα απο χτες και δεν πολυενιωθα πονο, το αμαξι βρωμοκοπουσε αλκοολ, η πραγματικοτητα διεστραμμενη, διαολε, φαρσοκομωδια καταντησαμε, και να μη μπορω να σταματησω να γελαω.

-Μου στριβεις ενα τσιγαρο βρε μανα?
-Ναι αγορι μου.

Πηρε ενα φραπεδακι απο ενα φαστφουνταδικο απεναντι, ειχαμε σιγουρα πολυ περιμενε μπροστα μας. Παντα σωστη η μανα, εκπαιδευτικος μια ζωη, ξερει πως να μιλαει σε δεκαχρονα.

-Τι εγινε βρε ορφεα? Με κοιταζε μ'αυτο το βλεμμα, το βλεμμα της μανας.
-Νομιζω πως εχει σπασει.
-Καλα και χθες πως γυρισες σπιτι?
-Με το ποδηλατο βρε μανα.
-Που επεσες παιδι μου? Που επεσα αληθεια?
-Κ.καρταλη νομιζω.
-Και απο κει πως ηρθες?
-Με το ποδηλατο ρε μανα.
-Και ηπεσες ετσι για υπνο, δεν πονουσες?
Πονουσα βρε μανα, αλλα που να νιωσω ετσι οπως ημουνα?
-Νομιζα εξαρθρωθηκε, η στραμπουλιχτικε, δεν ξερω. Δεν το πηρα στα σοβαρα.
-....

Ξαναμπηξα τα γελια να ξορκισω την απελπισια. Τι αλλο να κανεις? Στο τελος, το γελιο ειναι πραγματικα ο μοναδικος σου συμμαχος.

-Εισαι καλα παιδι μου?
Με κοιταζε ακομα ετσι. Οχι επικριτικα, οχι με κακια αλλα μ'ανησυχια. Εχω κουραστει γαμωτο να ακουω αυτη τη γαμημενη ερωτηση. Ολοι ρωτανε αργα η γρηγορα, κι αυτοι που σε ξερουν, κι αυτοι που μολις σε γνωρισαν, κι αυτοι που απλα βρεθηκαν μπροστα σου. Τι σκατα περιμενουνε ν'ακουσουν? Αυτη η ερωτηση στην ουσια δεν ειναι καν ερωτηση, ειναι δηλωση. Οταν καποιος σε ρωταει αν εισαι καλα ακουμπωτας σε φιλικα στον ωμο με σμιγμενα τα φρυδια ειναι σα να σου λεει στα μουτρα “δεν εισαι καθολου καλα φιλε, κι εγω το ξερω, οι αλλοι ειναι μαλακες και δεν το καταλαβαν αλλα εγω ειμαι ατσιδας και το πιασα”. Πως με εκνευριζει διαολε!
Αλλη φαση ομως να στο λεει η μανα σου. Εχει αλλη φορτιση βγαινοντας απο το στωμα αυτων που σ'αγαπανε. Την κοιταξα στα ματια και της απαντησα το μοναδικο πραγμα που ξερω.

-Ποιος ειναι καλα ρε μανα?


                           *    *    *



Εχω καιρο τωρα στο Βολο, και δεν εχω λογο να παραπονιεμαι. Χατζιλικωμα και αληθινο φαγητο, οταν ειδα γεματο το ψυγειο της μανας μου μου ρθε να κλαψω. Αλλου και μ'αλλην θα θελα να μαι, αλλα τι να τι κανεις, παρε οτι καλυτερο μπορεις απ αυτο που σου δινεται. Οι μερες κυλανε χαλαρες και οι νυχτες αλκοολικες.
Εχω παλι το Ζοφο γυρω μου, και ωρες ωρες ολα φανταζουν σκιερα και μαυρα λες και μπροστα τους απλωνεται ενα διαφανο πεπλο κυνισμου. Τα μαγευτικα τοπια γινονται καρτ ποσταλ, πλαστικα και αδιαφορα, χωρις νοημα, οι αδειοι δρομοι τα βραδια, σπαρμενοι με δεντρα φανταζουν τρομακτικοι. Στην Κ.Καρταλη, υψος Ρηγα Φεραιου εχουν σπασει τις λαμπες, και το φαναρι δινει μια αλλοκοτη ατμοσφαιρα με τις εναλλαγες των χρωματων, βαφει το τοπιο και λες οτι οι σκιες κρυβουν ματια, τα κτηρια περνουν ζωη. Πρασινο, κιτρινο, κοκκινο.. Κι ο εφιαλτης.... σιωπηλα... παραμονευει...
Το βουνο ειναι οπως παντα στολισμενο σαν χριστουγεννιατικο δεντρο, οι καφετεριες στην παραλια βαρανε ακομα σκατομπιτα, στα τσιπουραδικα γινεται πανικος, ο κλασσικος μακρυμαλλης μεσηλικας βιολιτζης του δρομου δινει και περνει, τα Παλια ειναι ακομα χοτσποτ πηχτρα στα φοιτηταρια, το Μανιτου συνεχιζει να χει περαση, οι μπατσοι κοιμουνται ορθιοι, στα πεζουλια ολοι την πινουν και τα αδεσποτα δαγκωνουν αβερτα. Τιποτα δεν εχει αλλάξει, κανενας δεν εχει αλλαξει.
Και οι παρεες? Ποιες παρεες, καμμενοι τυποι, καποια παλια φλερτ που αποφευγω εσκεμμενα, αδιαφορες πιτσιρικες σπασαρχιδικες, κουβεντες επαναλαμβανομενες, σκηνικα επαναλαμβανομενα, ιδιες κωλοφατσες κανουν τα ιδια σχολεια που κανανε και το πασχα, θαρρεις δεν σηκωθηκανε ποτε απο τα Π. Ποτε εχει ηλιο και ψηνομαστε στην κολαση, ποτε εχει ηλεκτρικη καταιγιδα και νομιζεις θα σου πεσει ο ουρανος στο κεφαλι, παντα αυτη η χλιαρη υγρασια που κολλαει στο δερμα σου. Το ταμειον ειναι μειον, δουλεια δε βρισκω, κλαρινο να παιξω στα μπουζουκια δε γουσταρω, τι να κανεις. Το μονο που εχω να κανω στο βολο ειναι ποδηλατο, και να πιω, να ξορκισω το Ζοφο.

Στο Βολο η ρουτινα ξεκιναει απο “Π”. Θα πιουμε φτηνομπυρες στα Πεζουλια, κατα τις 2 που θα κλεισει το περιπτερο θα παμε Ποτηστηρι για ρακι, θα γινουμε χωμα και θα συρθουμε οπως οπως στα Παλια να κοψουμε κινηση. Αυτο. Πεζουλια, Ποτηστιρι, Παλια, και όλοι οι πιθανοι συνδιασμοι, με τον επιλογο να ιππευω το μπαικ χαομενος, να σκοτωνομαι τουλαχιστον μια 10ρια φορες και να γυρναω στο σπιτι της μανας μου με τα γονατα παντζαρια.

Και την Τεταρτη καπως ετσι λοιπον αρχισαν ολα. Ξυπνησα μεσημερι, φραπεδακι, γυαλια και μπαλκονι, διακοπες εχουμε γαμωτη, τεικ ιτ ιζι.. Τελειωσα 2 σελιδες 9γκαγκ, ειδα κανα επεισοδιο και αφου επεσε ο ηλιος καβαλησα το φιξακι και αρχισα να κοβω βολτες. Το λατρυω αυτο το ποδηλατο, παλιο αγωνιστικο τουλαχιστον 40 χρονων, απ αυτα που εχουν λυγισμενα τα μπροστινα πηρουνια, και τις ταχυτητες στο σκελετο, κληροδοτημα απ τον πατερα μου. Μου πηρε αρκετα φραγκα να το στροσω αλλα τωρα πεταει. Το κακομεταχειριζομαι ειναι η αληθεια. Μια φορα γυρνοντας σπιτι εμεινα με το τιμονι στα χερια, ειναι λιγο αβολο στις μανουβρες αν δεν εχεις αναπτυξει ταχυτητα και δεν εχω σκοτωθει λιγες φορες. Τι να το κανω ομως που ναι η ψωρα μου?

Απο Οξυγωνο κατεβαινω σαν τον ανεμο παραλληλα του Κραυσιδωνα, απ τα Παλια διασχιζω την παραλικη, Αναυρο, σταση στις Πλακες για βουτια, και απο κει Αγρια να απολαυσω το λιογερμα κουτσοπινοντας κανα χυμο κριθαρι. Χαλαρα και ομορφα, Βολος μπαι ντει. Γυρνοντας αραζω στα παγκακια των παιδικων μου χρονων, κοντα στο Ξενια, εκει που εκρυβα καπνους στον φλοιο των φοινικων και καπνιζα στραβοστριμενα αφιλτρα ανχωμενος μεχρι αηδιας μη με παρει κανα ματι.
Θυμαμαι την κοπανουσα απ τα αγγλικα και ωρες ολοκληρες ρεμβαζα τη θαλασσα μαστουρωμενος απ τη νικοτινη, και της εδινα υποσχεσεις πως μια μερα θα τη διασχισω, και θα την κανω μανα και ερωμενη μου, οπως οι πειρατες και οι ναυτικοι στα διηγηματα του Καρκαβιτσα. Και λεγα στον εαυτο μου πως ολα αυτα ειναι προσωρινα, και πως αργα η γρηγορα θα μεγαλωσω και δε θα χω κανενα καριολη να μου λεει τι να κανω, και θα ριξω μαυρη πετρα πισω μου, θα μπαρκαρω και θα την κανω για τα ξενα, θα ανοιξω πανια και θα ξεμακρυνω αργα στο ηλιοβασιλεμα τραγουδωντας, σαν το Λουκυ Λουκ.

Καποτε νυχτωσε και πηγα πεζος προς Αγιο Κωσνταντινο. Κατι παπατζες θειοι παιζαν παλια λαικα και ρεμπετικα μπροστα στην ΕΡΤ, εχουμε και αυτα τωρα. Η ερμηνεια ηταν εκτελεση, τριζανε κοκκαλα στους ταφους. Φαντασου 10 παπουδια στριμωγμενα σε μια μικρη σκηνη να παιζουν ολοι μαζι χωρις καμια συνενοηση, ο ηχος του κωλου. Οι γιορτες στα σχολεια πιο καλες ηταν, αλλα τα κομματια ομορφα και αγαπημενα. Αραξα στο λιμανακι ν ακουσω για κανα μισαωρο, ανοιξα μια μπυρα και περιμενα να παει 10, να αρχισω τη σωστη καταναλωση.
Με βρηκε ενα φιλαρακι απο παλια και αραξε μαζι μου, ειπαμε καμια μαλακια και οταν μου αποφανθηκε “να σου πω, πολυ μαλακες ειναι οι τυποι δεν παμε Π να πιουμε κανα μπαφο?” απ το στομα μου βγηκε αυτοματα ενα αγανακτισμενο “ΝΑΙ ρε φιλε!”. Ειπαμε ρουτινα, σαπιλα, αλλα απο αυτο καλυτερη και η πρεζα.
Εκει ηταν ολοι, οπως παντα, αν κλεισω τα ματια τους βλεπω να καθονται στις ιδιες θεσεις οι ιδιες κωλοπαρεες, οπως στο σχολειο που ειχε η καθε κλικα την καβατζα της. Με κανενα δε μπορω να βγαλω ακρη διαβολε, αλλαξαμε, δεν εκπεμπουμε στα ιδια κυμματα. Κι απο τη μια με εκνευριζει ωρες ωρες αυτη η αδιαφορη ανεμελεια , αυτη η χαζοχαρουμενη ευθυμια, αλλα απ την αλλη κατα καποιο τροπο τη ζηλευω. Ειναι τεχνη να μη δινεις δεκαρα, να τα γραφεις ολα επιμελως στα αρχιδια σου και να περνας καλα. Να πατας οφ κι αυτα να μενουν κλειστα, χωρις να σου τριβελιζουν το κεφαλι.

Οσες μερες κατεβαινω κατω ξημερωνω με τον Πριγκηπα, ενα αλητη φιλο που ολο καπου και με κατι ειναι μπλεγμενος. Τον βλεπω Σαλονικα, τον βλεπω Αθηνα, αερας ο πουστης αλλα που τον βρισκω που τον χανω παντα μπροστα μου ειναι. Ιδανικη συντροφια να λιωσεις ησυχα ησυχα μεχρι το ξημερωμα. Τυπακια σαν αυτον δεν προκειται να σου φαν τα αυτια για μπαλα η για κοματα η για γκομενες, δεν εχουν να σου αποδειξουν τιποτα απλα γιατι δεν τους νοιαζει. Για τον Πριγκηπα τα πραγματα ειναι απλα. Εχω? Πινω. Δεν εχω? Ψαχνω, και μεχρι εκει παει. Η κριτικη ειναι κατηγορηματικη, η εισαι μαλακας η εισαι γαματος, και αν εισαι απο τους δευτερους κατσε να γινουμε παρεα  αλοιφη σαν καλα παιδια.

Μετα ειναι και η Αντορα. Τι να πρωτοπεις για την Αντορα! Πριν χρονια που πηγαιναμε στο ιδιο δημοτικο ηταν ο Γρηγορης, τωρα ειναι η φαμπιουλους Αντορα, “απ το Αντοραμπλ”. Το κοριτσι εχει βουτηξει το ονειρο απ τα μαλλια, εχει μπει για τα καλα στο πετσι του ρολου και ζει την καθε στιγμη σαν βασιλισσα. Και καλοπερναει, και δεν υπαρχει αλανι στο βολο που να μην ξερει την Αντορα. Γλυκια και ανοιχτη με ολους, χρυση καρδια, αν πεις καμια κουβεντα παραπανω ομως θα σου κανει τη μουρη κιμα.
Τη γνωρισα σε μια εκκολαπτωμενη καταληψη πριν χρονια, οταν μου συστηθηκε με την αγριοφωναρα της σαστισα. Εκεινο τον καιρο τραβιομουνα με μια φιλη της, παντα τα πιο τσαχπινικα πιπινια μαζι με την Αντορα, καιγαμε νυχτες ατελειωτες αδεκει. Μεθουσαμε με σαμπουκες, ουισκια και φτηνοκρασα, με οτι βρησκαμε μπροστα μας ειναι η αληθεια, και οταν γινοταν ζαντα μας εκανε πασαρελα λυγερη και ολο ναζι, και πιστεψε με φιλε εχει να δωσει μαθηματα σε πολλες “γυναικες” η κουκλαρα.
Σιγα σιγα γνωριζοντας τη καταλαβα πως δεν ειναι πιτσιρικι, το ολο σκηνικο δεν ειναι αποτελεσμα εφηβικης αντιδραστικοτητας, δεν ειναι φαση. Δεν υποκρινεται πως ειναι κατι, ακριβως το αντιθετο. Αυτο που κανει το νιωθει 100% και της βγαινει φυσικα, η Αντορα δεν θα μπορουσε να ναι τιποτα περισσοτερο η λιγοτερο απο την Αντορα.
Χαομενη, μπερδεμενη και αλκολα αλλα παντα με κραγιον και με μολυβι η Αντορα. Παντα σενια, παντα στην τριχα με τα υπερβολικα αξεσουαρ και το τουπε της, αργα η γρηγορα γινεται το επικεντρο και σα δορυφοροι ολοι γυρω της μπαινουνε σε τροχια. Τη σεβομαι ειλικρινα, πολυ περισσοτερο απο κατι ταχα τσακαλακια που γνωριζω κατα καιρους, και το αξιζει.

Τη βρισκω λοιπον να καθεται με κοριτσοπαρεα, “Ορφεεεεα, τι κανεις..?”, “Που σαι κουκλαρα μου?”, ματσ μουτσ, φιλια, να σου συστησω τη Χρυσα και τη Νατασα και αραδιαζομαστε με το φιλο επιτοπου, λεμε καμια σαχλαμαρα, να φερω μπυρες κοριτσια, φερε, φερνω, και οι μπυρες γινονται κρασια, και ενω τα κοριτσια ηταν να φευγουν καθονται, και τα μπουκαλια αδειαζουνε και καρ καρ καρ οι σουσουραδες ολο γελιο και κακο, και ποτε ηρθαμε ποτε φευγαμε, γιναμε μια ωραια ανθοδεσμη σουρωμενα νιατα που αλλου πατανε κ αλλου βρισκονται.
Ε που να πας, παει και το περιπτερο εκλεισε, Ποτιστηρι θα πας να ποτιστεις πυρηνικο τσιπουρο να μαρσαρεις. Εν το μεταξυ ηταν ολοι πεζοι και δεν μπορουσα να κουβαλαω το ποδηλατο, οποτε μου ρθε η φαεινη ιδεα να το καβατζοσω αναμεσα σε κατι φοινηκες μπροστα στο πανεπιστημιο, μουφα καβατζα μου λεγαν θα στο φανε μολις ξεμακρυνουμε μου λεγαν, εγω επεμενα. “Αφου το βλεπεις, ειναι χαζο το παιδι, αστο να κανει τη βλακεια του μπας κ ησυχασει”, ακουω την Αντορα. Και χωθηκα ο παπαρας μεσα στη ζουγκλα με φανελα, λεπιδια τα φυλλα, ξεσκιστηκαν χερια ποδια αλλα χριστο δεν καταλαβαινα, το τσουπωσα οπως οπως και κινησαμε.

Ισα την Ερμου λοιπον, τσαρκα με τρια τεσσερα αδεσποτα συνοδεια, παντα συνοδεια οι κοπροι στο βολο, γελια και φωνες σαν παρωδια σχολικης εκδρομης να κλωτσαμε καδους, να τραγουδαμε, να βγαζουν κατι τσιριδες οι αλλες να σου σηκωνεται η τριχα. Φτανουμε, στη γωνια διπλα του μαγαζιου στα σκοταδια ενα γεροντι μαζι με δυο μαυρες πουτανες, τους σηκωνει τη φουστα και τους πασπατευει τα βυζια, ποσα να τους εδωσε αραγε, ταλιρακι η δεκαρικο?
Τραπεζονομαστε, “Που σαι ρε φιλε?”, “Που να μαι ρε μαλακα, οπου με αφησες”, ρακι να φερω, ρακι να φερεις και τσακα τσακα αδειασαμε 3 μεγαλα. Το τι μαλακιες εχουν γινει σαυτο το μαγαζι δε λεγεται, μουσικες, φωνες, σπαμενα κανατια, τσαμπουκαδες, να φτυνουμε φλογες, διαμαντακι στο βουρκο το καπηλιο του Σταυρου, το μονο κακο πως κλεινει κατα τις 3 λογο φασαριας.

Κατα τις 2μισι ειχε ηρεμισει η φαση, φυγανε και οι μικρες, μειναμε εγω, η Αντορα, ο φιλος και μια παρεα διπλα. Πληρως θολωμενοι κατεβαζαμε το τελευταιο σφηνακι και λεγαμε να φυγουμε, οταν ακουω απο διπλα ενα “ΟΡΦΕΑΑΑ??????” και πριν προλαβω να κοιταξω καλα καλα δυο χερια με αρπαζουν και προσπαθουν να με πνιξουν σε ενα ζευγαρι βυζια. Σαστιζω κανω να δω, δυο χαζες φιλες μιας μαλακισμενης γκομενας, αισχη πλην νηφαλιες. Πετανε την Αντορα και τον αλλο, καθονται μια αριστερα μια δεξια και αρχιζουνε να μου τρωνε τα αυτια, μπιρι μπιρι μπιρι, και ποτε ηρθες μπιρι μπιρι μπιρι και  τι κανεις, λεω κοριτσια και γω χαρηκα που σας ειδα να πιουμε ομως. Και δωστου ρακες, εγω δεν πινω αλλο, θα πιεις μωρη, και μπιρι μπιρι μπιρι, τι μαλακιες μπορει να μου λεγανε ενας θεος ξερει.
Παιζει εν το μεταξυ οτι οι τυπισες καθοταν διπλα με ενα ματσο γροθους καγκουρες και σαλιαριζανε. Προφανως βαρεθηκαν καποτε να ακουνε για μοντενες και συρσιματα στην ασφαλτο οποτε τους εκατσα σανιδα σωτηριας και τους την εκαναν αλα γαλικα. Τις γνωρισα στους δικους μου, κατσανε μαζι μας, ολα γκουντ. Ελα τωρα που οι γροθοι ομως στραβωσανε που τους “φαγαμε” τις “γκομενες” και θελαν τσαμπουκα. Και να με ξαφνικα με 5 βλακες απο πανω με σταυρωμενα τα χερια να με αγριοκοιτανε. Μου λεει ο φιλος διακριτικα “Ορφεα, κατι γινεται φιλε.”. Βλεπω και το Σταυρο να καθεται απεναντι μου μεσα απο το μπαρ και να με κοιταει σα να λεει τι θα κανεις. Μπραβο ρε πουστη, θα φαμε και ξυλο απο πανω για αυτες τις δυο, και δεν τις χωνευω καν.
Ε τι να κανεις? Οχι θα κατσω να σκασω. Πηρα ενα αδειο μπουκαλι στο δεξι, σηκωθηκα απ το σκαμπο και αρχισα να τραγουδαω στο Σταυρο, “beat on the brat, beat on the brat, beat on the brat with a base-ball-bat! ΟΗ ΥΕ-Ε-ΕΕ!χτυπωντας το ρυθμικα στο ξυλο, γελαει αυτος, γελαω και γω, φωναζω, “WHAT CAN YOU DOO!!!, βαλε να πιουμε ρε καθαρμα!”. Βγαζει σφηνακια πινουμε,γελαω και στο φιλο, αν ειναι να φαμε ξυλο τουλαχιστον ας το διασκεδασουμε. Ξανακατσα, αναψα τσιγαρο και περιμενα τη μαλακια, αλλα η μαλακια δεν εγινε ποτε.

Πως φυγαμε απ το μαγαζι δεν εχω ιδεα. Ολη η υπολυπη νυχτα ειναι μια συγκεκχυμενη μαζα εικονων, σαν μπερδεμενες πλαστελινες. Οταν περνω αυτη τη γαμημενη γραμμη στα ξυδια γινομαι ο Τονυ Μοντανα κα ο κοσμος ειναι δικος μου, και αρχιζει η παρανοια και ο θεος βοηθος.

Φευγαμε για Παλια μαζι με τις τσουπρες.

Να ξερνανε οι τσουπρες, εγω κομματια να κοβω οκταρια πεζος στην ασφαλτο, ποιος εχει τσιγαρα, εχεις τσιγαρα, εχεις τσιγαρα, μιλα μωρη τσιγαρα εχεις, αντε φερε, στριβω, ο μισος καπνος κατω, καβατζωνω τον υπολοιπο στην κωλοτσεπα, κοριτσια για τι ειμαστε, φραγκα εχουμε, ποιος εχει φραγκα, κανεις, ε που παμε ρε κοριτσια χωρις φραγκα νερο θα πιουμε, ποιος πληρωσε στο μαγαζι, ΣΚΑΤΑ ΤΟ ΠΟΔΗΛΑΤΟ, διαολε, τι εκανα το φιξακι, την κουρσαρα μου, α, σωστα, στους φοινηκες, και χωρις καλα καλα να το καταλαβω ειμαι εκει μονος και παλευω παλι με την αγρια φυση, ιδιος ο Ταρζαν, που ειναι η μπανανα μου?
Καβαλαω τ'ατι μου, δυο μετρα παραπερα σκοτωνομαι, διαολε, το περνω στα χερια, βαριεμαι, δυο μετρα παραπερα ξανακαβαλαω, μουρχεται ξερατιλα, να φαω, πεθαινω, Ρεινμπο, πεταω κατω το σκατοπραμα μπουκαρω, τι θα παρεις, πενιρλι-πατατες-ουγκαρεζα, τρεις κι εξηντα, κανω να δω η τσεπη αδεια, σκατα, βγαινω, καβαλαω, γκαζωνω, πισω καριοληδες σας δαγκωσα, στριβω Δημητριαδος, σκοτωνομαι, γαβγιζω, γαμω τις ροδες μου γαμω, σηκωνομαι γκαζωνω, στριβω Καρταλη, βαζω νιτρο, ιζι ραιντερ, υψος Ρηγα Φεραιου δεν εχει λαμπες, μονο το κοκκινο φως απ το φαναρι, δεν βλεπω, ακουω κορνα, κατι με χτυπαει απο πισω, η ροδα στριβει, φωνες, φερνω κωλοτουμπα στον αερα, σκαω με την πλατη, απειρος πονος, σφαδαζω, γαμω τη μανα σου μπασταρδε, φιλαρακι εισαι καλα, φυγε πουστη φυγε γαμω καλα ειμαι, ανασκελα, το μπαικ 3 μετρα περα, ενα γκρεμισμενο μηχανακι διπλα μου, τι εγινε ρε παιδια, να παρουμε το 100, ποιο 100 γαμω, σηκωνομαι, ο ωμος μου με πεθαινει, περνω το μπαικι, ασε με ρε μαλακα καλα ειμαι, καβαλαω, γκαζωνω, να φτασω σπιτι, φωναζω, υποφερω, φτανω σπιτι, ξεκλειδωνω γδυνομαι, ξαπλωνω, κενο.


                           *    *    *


-Θα ξαναπαιξω πιανο γιατρε?
-Α, παιζεις και πιανο?
-Οχι.
Με ψηλαφουσε και μου κουναγε το χερι πανω κατω, 30αρις, ψαρα μαλλια, πολυ ψαρα για την ηλικια του, γατος. Γιωργος Γατος. Με τετοιο ονομα τι να τα κανεις τα πτυχια.
-Εδω πονας?
-Οχι.
-Εδω?
-Οχι.
-Εδω?
-Οχι.
-Εδ....
-ΝΑΙΝΑΙναιναιναιναιναι εδω γαμιεμαι. Σπασιμο?
-Ραγισμα. Αν ηταν σπασιμο τωρα θα πηδουσες απ τον πονο.
-Μαλιστα.
-Ακτινογραφια και ξαναελα.

Απο μεσα εχουνε τη φαση τους ομως τα νοσοκομεια. Αν εχω φαει ωρες, μερες, βδομαδες μεσα σ'αυτα τα μπουρδελα, απο πιτσιρικι ολο κατι παθαινω. Στα δεκα επαθα αναφυλακτικο σοκ απο υπερβολικη δοση τσοκαπικ και κοντεψα να μεινω, γυμνασιο δυο βδομαδες μεσα με πνευμονια. Γυρνουσα δεκεμβρι μηνα στο ψωλοκρυο με ποδηλατο και φανελα, ειχα δει στην τιβι τους σαολιν και ηθελα να μπω στο κλιμα “το κρυο ειναι μια κατασταση του μυαλου”, αλλα το κλιμα διολου αιθριο δεν ητανε και τελικα δεν το σηκωσα.
Στο Λυκειο εκανα σκολικοειδητη αλλα φαινεται ξεχασαν καμια παντοφλα μεσα οταν με κλεινανε γιατι ξαναγυρισα τεσσεριες μερες μετα του θανατα. Να σου ερχεται ο ντοκ, κοιταει τη σαπια την πληγη, σαστιζει, λεει νυστερι, λεω οπα ρε, τι νυστερι, μια ενεσουλα, ενα χαπακι, μια αλοιφη βρε αδερφε, οχι λεει, “πρεπει να παρατηρησουμε την αντιδραση του οργανισμου μπλαμπλα”, κανω ρολο ενα περιοδικο το δαγκωνω, με κραταει ενας απο δω, ενας απο κει, κανει μια ΧΡΑΠ, τσιριζω σαν το γουρουνι εγω, πεταγονται μεσα απ την κοιλια μου κατι αηδιες, να φωναζει απ εξω η γιαγια μου “τι ειναι αυτα τα πραγματα, ουτε στον πολεμο δεν τα κανανε αυτα!”, σκασε ρε γιαγια να κανει ο ανθρωπος τη δουλεια του, διαολε! Εχω μια ουλαρα τωρα εκει κατω σαν να με κοψαν με κατανα. Γλυτωσα 3 μηνες σχολειο ομως, μπινγκο.

Τωρα κλαιν, σιγα τι εχω, ενα τοσοδουλι κοκκαλακι ραγισε μωρε, δεν πεθαινω. Καποτε επρεπε να σπασω και κατι, τι σκατα, για ενα κουτελο ζουμε. Μου βγαλαν τη ραδιενεργη φοτο, οσο περιμεναμε να εμφανιστει η μανα μ επαιζε με ενα γαλανοματικο γυφτακι, η τσιγγανομανα να χει σκασει απο καμαρι, εγω επιασα φιλιες με μια νοσοκομα, εκοψα και καμια βολτα, χαζευα τους μελοθανατους και σκεφτομουνα “χα, κουφαλες, αργω ακομα”, χαλαρα.
“Ειστε ετοιμος, καλη αναρρωσηηηηη!” λεει “Θεν κιουυυυυ!” της λεω, περνω την ακτινα τη βαζω στο φως, σκατα. “Δε μου φενεται για ραγισμα ρε μανα.” λεω, “Δεν ειναι.”, λεει η μανα. Γιατι γαμωτο μου η κλειδα διπλα στον ωμο ειχε ανοιξει στα δυο και κρατιοταν ισα ισα απο ενα τσοφλι.
Παμε στο Γατο, του τη δινω, την κοιταει, με κοιταει,
-Καταγμα στην κλειδα. Ενα μηνα ακινισια και βλεπουμε.
-Χα.
-Και κομμενο το τσιγαρο.
-Κομμενο? Γιατι?
-Επιβραδυνει την πορωση κατα 100%.
-Πλακα κανεις.
-Αγιο ειχες. Ραντεβου σε ενα μηνα.
Του χαμογελαω, μου χαμογελαει, του κλεινω το ματι. Οχι που θα χοροπηδουσα απο τον πονο, γατακο.
-Θα ξαναπαιξω πιανο γιατρε?



                           *    *    *



Περιμενοντας τη θεια μου να ρθει να μας παρει εβαλα μια σειρα στα γεγονοτα και νομιζω πως καταλαβα τι εγινε. Καπως τρακαρα με τον κατσικοποδαρο το μηχανακια, κατι μου λεει πως μαλλον εγω εφταιγα, και απο την πτωση ραγισα την κλειδα. Μεσα στη αλκοολικη μου ναρκη ομως υποτιμησα τη ζημια και αντι να παω νοσοκομειο ο ΒΛΑΞ, καβαλησα και πηγα σπιτι. Μια η καταπονηση απ το ποδηλατο, ξεκλειδωνε ανοιγε πορτες, βαλε βγαλε μπλουζες και υπνος ζαντα πανω στο χερι, τανιθηκε το κοκκαλο, ανοιξε η σκισμη και εγινε καταγμα. Διαφορετικα αν ειχε σπασει απ την πτωση θα χε πεταχτει μεσα απ το κρεας και τωρα θα τραβουσα ενχειρισεις και λαμες και τρεχα γυρευε. Φτηνα τη γλυτωσα.

-Τι εγινε τελικα ρε Ορφεα? Ειχες πιει ε?
-Ε ναι ρε μανα, ειναι και το ποδηλατο μυστηριο, πηρα μια στροφη οπως να ναι, και να μαστε.
-Πινεις πολυ βρε αγορι μου, εχεις προβλημα.
-Το ξερω ρε μανα.
-Κατι πρεπει να κανεις μ'αυτο, δες τι εγινε τωρα. Ο Θεος σου στελνει σημαδια.

Ε τι να της πω της γυναικας. Το ξερει και το ξερω πως εχει δικιο, δεν ειναι δυνατον να κοροιδευομαστε μεταξυ μας. Λιβανιζα εκει το φραπεδακι μου με το κεφαλι κατω και σκεφτομουν ολες αυτες τις μαλακιες. Τοσες φορες πηγα να παω, παντα απο μαλακια, παντα απο τα ξυδια. Μια απο καρδιακη προσβολη, μια απο ασφυξια, μια απο τρακα, μια απο αναρροφηση, μια απο ποδηλατο, αν ειναι δυνατον.
Ο Αγιος Πετρος θα μου στησει παρτυ οταν αδειασει η κλεψυδρα μου, “Που σαι ρε τσογλανι, σε περιμενουμε τοσο καιρο!” και ο Χαρος θα με βαρεσει στη πλατη και θα πει “Μες απ τα χερια μου γλυστρουσες μαλακισμενο, μπραβο!” και ο Μιστερ Ντιαμπλο οσο θα βραζω θα ξυνει τις κοκκινες αρχιδαρες του και θα λεει στους δαιμονες του “Τον βλεπεις ρε αυτον εκει το γυφτο? Ξερεις απο τι πηγε ρε μαλακα, οχι ξερεις?” και θα σκανε στα γελια και θα ανεβαζουν τη ροδελα της καζανας μου στο τερμα οι καριοληδες.
Και η αληθεια ειναι οτι τρομαζω καμια φορα με τα καμωματα μου, διαολε, δεν ειμαι φτιαγμενος απο σιδερο. Παντα τη γλυτωνα φτηνα, πρωτη φορα την παταω ετσι. Τωρα ειναι κανα τριμηνο το τσιμπουκι, κι αν αυριο ειναι ποδι η λεκανη? Σκατα, κι αν μεινω αναπηρος? Κομμενα ολα, τον πουλο κυριε Καππα αυτο ητανε, παιξατε και χασατε, ουτε ξυδια ουτε μουσικες ουτε παρτακια ουτε τιποτα, ΖΙΛΤΖ!

Και απο σποντα και μπερδεμενους συνειρμους, εκει μπροστα στα επειγοντα, μου σκασε κατι που χα διαβασει σ'ενα περιοδικο για μηχανες. Λεει, οταν περνεις το πρωτο σου μοτορι, εχεις ενα γεματο τσουβαλι τυχη και ενα αδειο τσουβαλι εμπειρια, και πρεπει να προλαβεις να γεμισεις το δευτερο πριν σου αδειασει το πρωτο.
Και μονο τοτε προσεξα τι γραφει πανω αυτο το γαμημενο φραπεδακι, που το παιζα τοσες ωρες στα χερια μου,

Mikel' (Maybe Its Knowledge Entering Life)



                           *    *    *

 
Οκει, ναι, γαμηθηκαν ολα. Σα μαλακας ολη μερα με το χερι κρεμασμενο, δεν μπορω να πιω γουλια αλκολ, δε μπορω να βγω, δε μπορω να γαμησω, δε μπορω να καπνισω, δε μπορω να πιω καφε, τα βραδια ιδρωνω απ τον πονο και μου περνει ενα τεταρτο να βολευτω στον καναπε. Νοσοκομεια, ακτινογραφιες, μαγνητικες, φυσιοθεραπειες, χαπια, ομοιπαθητικες, εκνευρισμος, απειρη, απειρη βαρεμαρα, και εχω κολλησει καλοκαιριατικα στο σπιτι της μανας μου με τη θαλασσα 10 λεπτα αποσταση να ψηνομαι στα ντουβαρια.

Στα αρχιδια μου!

Δεκαρα δε δινω. Κοκκαλο ειναι, που θα παει δεν θα δεσει το γαμημενο? Σε τρεις βδομαδες θα σηκοθω και θα χορεψω συρτακι. Ναι, δεν υποφερεται η κατασταση αλλα τι να κανεις?
Καπνιζω ενα πακετο λακι την ημερα και εμαθα να γραφω με τ'αριστερο, οχι θα κατσω να σκασω. 
Οχι θα κατσω να σκασω!
Διαολε.


Μηνας ειναι θα περασει. Και το ερμηνευσα το σημαδι του θεου, την ξεδιαλυνα τη συνομωσια του συμπαντος, το πηρα το μαθημα μου. 

Πρεπει ν'αλλαξω ποδηλατο.

Παρασκευή 12 Ιουλίου 2013

Η νύχτα πέφτει στην Αθήνα

Μετά βίας την παλεύω στην Κρήτη. Δεν είναι τα φράγκα, δεν είναι οι γκόμενες, δεν είναι ούτε τα στέκια ούτε οι φίλοι. Δεν είναι τα ξύδια, δεν είναι η ντρόγκα, δεν είναι η σχολή, δεν είναι οι εχθροί. Τίποτα απ' όλα αυτά δεν με αγχώνει. Όλα ήταν και θα είναι πάντα μπερδεμένα και δύσκολα, απο ένα σημείο και πέρα μαθαίνεις να σταματάς να γκρινιάζεις, μπουκώνεσαι τη μιζέρια σου, τη μασάς και την καταπίνεις, μαθαίνεις να συνεχίζεις.
Η ζωή κάθε άλλο παρά ήρεμα κυλάει εδώ. Έφτασα πέρσι τον Οκτώβρη, ξαναρχίσαμε τις μουσικές, παίξαμε και παίξαμε, βάλαμε μπρός και ένα σιντάκι, βρήκα τις παλιές παλιοπαρέες, τα εύκολα φλέρτ, τα στέκια. Every day is holiday, every night is 4th July, ξύδια, ξύδια, ρακές και μπύρες και ουίσκια, μεγάλα τσιγάρα και άδεια πακέτα. Τριψήφιοι λογαριασμοί κάθε μέρα, και η κάρτα του ΑΤΜ να τραβάει και να τραβάει. Πρώτη του μήνα άρχοντας, 10 του μήνα άφραγκος. 15 του μήνα, δανεικά, 20 του μήνα, παράσιτο, 25 του μήνα, υπομονή, και ό,τι ψιλά στην τσέπη ΚΙΝΟ, (“κι αν σου κάτσει??”). Τελευταία του μήνα, “κουράγιο, μέρα είναι θα περάσει”. Και ξανά μανά. Πρώτη του μήνα άρχοντας, 10 του μήνα άφραγκος, και έτσι έχει περάσει σχεδόν ένας χρόνος.

Γιατί γύρισες πίσω?

Μακάρι να 'ξερα.

Γιατί γύρισες πίσω?

Για να τελειώσω τη σχολή? Να πάρω το γαμημένο το κωλόχαρτο? Για να συνεχίσω να τρώω τα φράγκα της μάνας μου? Να μη στεναχωρήσω τον παππού μου?

Γιατί γύρισες πίσω?

Δεν ξέρω γαμώ το χριστό, δεν είχα τίποτα καλύτερο να κάνω. Σταματήστε να με ρωτάτε.

Γιατί γύρισες πίσω?

Γιατί γύρισες πίσω?
Γιατί γύρισες πίσω?
Γιατί γύρισες πίσω?Γιατί γύρισες πίσω?


Το σκηνικό είναι ανησυχητικά συχνά το ίδιο. Κεφάλι βαρύ απ' το χθεσινοβραδυνό φτηνό κρασί. Έχω δυο ώρες που ξύπνησα λουσμένος στον ιδρώτα, η καρδιά μου χτυπάει σαν ταμπόυρλο, αλλά το σώμα μου δεν λέει να πάρει μπρός. Μπρούμυτα κάθομαι ακίνητος, βλέμμα κολλημένο στη ντουλάπα απέναντι, το στώμα μου ξερό, μια σκουριασμένη πρόκα στο στομάχι, η μυρωδιά του εμετού κολυμπάει στο δωμάτιο. Τα όνειρα έντονα και ζωντανά στην αρχή αλλά αγχωμένα και βίαια προς το τέλος. Εκείνα τα πρώτα λεπτά του ξυπνήματος συνήθιζαν να είναι γλυκά και μελαγχολικά, σχεδόν μαγικά, πλεγμένος ακόμα μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας.
Τους τελευταίους μήνες όμως θυμίζουνε σκηνές απο θρίλλερ, το αποκορύφωμα του ονειρικού εφιάλτη γραπώνεται στον καθημερινό εφιάλτη και μαζί συνθέτουν το Τέρας, αυτή την άϋλη σκοτεινιά που σ'ακολουθεί όλη μέρα, αυτό το μαύρο σύννεφο πάνω απ' το κεφάλι σου που κάνει τον ίσκιο σου να ζυγίζει 100 κιλά και σε λυγίζει, σε λυγίζει μέχρι να σε ρίξει κάτω, ανίκανο, αδύναμο, ανυπεράσπιστο, ανέλπιστα αβοήθητο, και σαν μελάνι στο χαρτί σκορπίζει σε ότι αγγίζεις, στον αέρα που αναπνέεις, στους χώρους που κινείσαι και στους ανθρώπους που μιλάς. Και όσο κι αν προσπαθεία να διασκεδάσεις, τους βλέπεις αργά αργά να σμίγουνε κι αυτοί τα φρύδια και να χαμηλώνουνε το βλέμμα σκοτεινιασμένοι, και ξέρεις πως είναι αυτή η γαμημένη η σαπίλα σου που τους πατάει και αυτούς, η ακατανίκητη μιζέρια σου που μιζεριάζει τα πάντα γύρω σου.

Διψάω, πεθαίνω, το νερό ένα μέτρο μακριά. Κάνω να το πιάσω, δεν το φτάνω, το χέρι τρέμει, το κατεβάζω.

Γιατί γύρισες πίσω?

Η καρδιά μου δεν θέλει αν ησυχάσει, βαθιές ανάσες, έλα αγόρι μου το 'χουμε. Τίποτα. Εκεί, βροντοχτυπά ανελέητα, μου φωνάζει, με μαλώνει, κλαίει και οδύρεται.
Γιατί γύρισες πίσω?

Πανικός, το φράγμα σπάει, όλα πέφτουν πάνω μου σαν κύμα, νιώθω μέσα μου να γεννιέται μια μακρόσυρτη κραυγή σαν Μανδραγόρα που τον ξεριζώνουν.

Γιατί γύρισες πίσω?
Γιατί γύρισες πίσω?
Γιατί γύρισες πίσω?
Γιατί γύρισες πίσω?Γιατί γύρ........
Χτυπάει το τηλέφωνο, πρώτα η δόνηση να τρίζει στο πλακάκι, μετά το γνωστό ηλίθιο jingle της samsung, σαστίζω, κάνω να το πιάσω κάτω απ' το κρεβάτι, το βρίσκω, το φέρνω μπροστά στο πρόσωπό μου, προσπαθώ να εστιάσω, το φώς της οθόνης με ψιλοτυφλώνει. Προς στιγμήν με φρίκη διαβάζω “Γιατί γύρισες πίσω?”. Όχι, κούλ, Γιαγιά γράφει. Τι ώρα είναι? Το σηκώνω.

-Ναι? η φωνή βγαίνει απ το βούρκο.
-Έλα παιδάκι μου κοιμόσουνα?
-Όχι γιαγιά μου, ξάπλωνα. Τι γίνεται? Έξω έχει φώς. Πρωί? Απόγευμα?
-Καλά παιδάκι μου, πήρα να σου πω χρόνια πολλά, και ο παππούς εδώ σου στέλνει χαιρετίσματα!
Από το βάθος ακούγεται ο πάπος μου να λέει κάτι σαν “εεεπ που'σαι ρε μπαγάσα!” Χρόνια πολλα? Σχηματίζω ένα χαμόγελο στα γρήγορα για να ακουστεί αλήθινό.
-Να' σαι καλά γιαγιάκα μου, ευχαριστώ πολύ, επίσης! Τι επίσης ρε μαλάκα? Και αν έχεις γενέθλια? Τι μήνα έχουμε?
-Πότε μας έρχεσαι! Εδώ έχουμε το κατσίκι έτοιμο, σε περιμένει να το σουβλίσεις! Πάσχα, σωστά, πλησιάζουν οι διακοπές και τους υποσχέθηκα πως θα 'μαι εκεί.
-Σύντομα γιαγιά μου, έχουμε ακόμα μαθήματα και εξεταστικές και.... σε καμιά βδομάδα θα'μαι εκεί υπολογίζω.
-Άντε άντε, θα σου κάνω και χορτόπιτα που σ'αρέσει, μου 'στειλε η ΚυρΑλεξάνδρα απο τη Ζαγορά κάτι χόρτα, τι να σου λέω!
-Ναι? Τέλεια γιαγιά μου, τέλεια!
-Πώς είσαι, γερός δυνατός?
-Σιδερένιος γιαγιά μου, ακμαίος ωραίος και μοιραίος, όλα πάνε καλά!
-Λεφτά έχεις αγόρι μου, πώς τη βγάζεις?
-Έχω γιαγιά μου, κανένα πρόβλημα, κάναμε και κάτι συναυλίες τώρα και τα κονομήσαμε.
-Άντε, μπράβο! Να βγάζεις και το χαρτζιλίκι σου αλλά τη σχολή, μην την αφήνεις τη σχολή!
-Δεν την αφήνω γιαγιάκα μου, είπαμε, τώρα εδώ, παντρεύτηκα!
-Χαχαχα ζαγάρι, μας έλειψες! Σου βάλαμε με τον παππού και 100 ευρώ να κεραστείς κάτι καλό χρονιάρες μέρες!
-Να 'στε καλά παππούδια μου, να 'στε καλά!
-Αυτά, όλα καλά. Άντε αγόρι μου καλά να περνάς, και νάρθεις να σε δούμε!
-Ναι γιαγιά μου, άντε, φιλιά και στον παππού.
-Γεια σου αγόρι μου, γεια σου!
Κλακ....


Μάσκες. Καταραμένες μάσκες. Μάσκα στο τηλέφωνο, μάσκα στην παρέα, μάσκα στην σχολή, μάσκα στη σκηνή. Μάσκα στον καφέ, μάσκα στο δρόμο, μάσκα στο φλέρτ, μάσκα και μπροστά στον καθρέφτη. Και ποιός να με κατηγορήσει? Έτσι λειτουργεί ο κόσμος. Μέχρι να πέσει η αυλαία ακροβατούμε μεταξύ γκρεμού και ρέματος πάνω στις τεντωμένες μας ελπίδες, με ένα καλά δουλεμένο πλαστικό χαμόγελο μόνιμα μονταρισμένο στα μούτρα. Χειρούργοι της καθημερινότητας, συνεχώς χειριστές λεπτών καταστάσεων, για πάντα. Αφέσου λίγο και έπεσες, όχι στην υπόληψη των γύρω σου, ούτε στα μάτια των κριτών σου, αλλά μπροστά σε σένα τον ίδιο, και το τραύμα που προκαλέις στον εαυτό σου είναι το χειρότερο, γιατί είναι δικό σου.
Και εγώ ακόμα ξάπλα, η ντουλάπα ακόμα απέναντί μου, το νερό ακόμα 1 μέτρο μακριά. Κάνω να το φτάσω, το χέρι τρέμει, δεν το φτάνω, το κατεβάζω. Η πρόκα βράζει, το κεφάλι ασήκωτο. Τώρα έχω και φράγκα, έγινα. Να σηκωθώ.
Να σηκωθώ? Και τι να κάνω? Να πάρω φρέντο, χοτ ντογκ, καρελάκι και να πα' να παίξω κάνα ΚΙΝΟ (“κι αν σου κάτσει??”)? Να πάρω την Νάντια ,τη βασίλισα του πάγου για ένα συνεσταλμένο κατα φαντασίαν παθιασμένο, (δεν θα μου πεί όχι) ξερό γαμήσι? Να πάω στου Νώντα παρέα με τους πεταμένους, το ντριμ τιμ της κατάντιας, να πλακωθώ στις ρακές? Να πάρω μπουκάλι να κεράσω τους πιτσιρικάδες μπας και ανέβει το ηθικό? Να πάω στο μπαρ του Γιάννη να σφηνακωθώ μέχρι αηδίας? Να γίνω φούντα να περάσω τέσσερα μερόνυχτα στο λάπτοπ με πίτσες και τσίτος?

Γιατί γύρισες πίσω?

Να μένει. Καλύτερα ξάπλα παρέα με την πρόκα μου και τη γλυκόξινη μυρωδιά του εμετού, εδώ στην βρωμερή φωλίτσα μου. Τσιγάρα έχω? Πού είναι το παντελόνι? Ίσως αργότερα να κάνω μια να πιάσω και το νερό. Ίσως να βάλω και ράδιο, έμαθα ένα σταθμό πρόσφατα που παίζει ασταμάτητα μπλούζ. Μπορεί να παίξω και λίγο κιθάρα, τέτοιες ώρες βγαίνουν τα καλύτερα.

Γιατί γύρισες πίσω?

Και στην τελική η Νάντια δεν είναι και τόσο ξεφτίλα. Ίσως να έχει μαγειρέψει κιόλας, μπορεί να έχει και περίοδο, θα μ'αφήσει να τελειώσω μέσα. Λες να την πάω για σφηνάκωμα στου Γιάννη? Στο Νώντα δεν χρωστούσα 20 ευρώ? Λες να του τα πάω, να πιω και καμιά ρακή με τον Λάκη και μετά για σφηνάκωμα με την βασίλισσα του πάγου?

Γιατί γύρισες πίσω?
Γιατί γύρισες πίσω?

Γιατί γύρισες πίσω?

Λες να 'χουν κάνα φοντάν οι πιτσιρικάδες? Αν πάρω μπουκαλάκι τι θα έπαιρνα? Βότκα λεμόνι? Τζιν τόνικ? Τζακ?

Γιατί γύρισες πίσω?
Γιατί γύρισες πίσω?
Γιατί γύρισες πίσω?
Γιατί γύρισες πίσω?
Γιατί γύρισες πίσω?
Γιατί γύρισες πίσω?Γιατί γύρισες πίσω?Γιατί γύρισες πίσω?Γιατί γύ........ΝΤΡΙΝ!!!!!
Το γαμημένο το κινητό. Δεν θα μ'αφήσουν σε ησυχία σήμερα τα μουνόπανα. Το καλό που τους θέλω να είναι κι αυτό για φράγκα. Πού είναι το μπάσταρδο? Α, το κρατάω. Ζάχος? Πού με θυμήθηκε. Απο τότε που με είχε ρίξει σ'ενα λαίβ στην ξεσσαλονίκη του'χω κόψει την κουβέντα. Έκανα πρόβες μήνες ολόκληρους και όταν βγήκε η αφίσα το όνομά μου δεν ήταν πουθενά. Πήρα τηλ τον διοργανωτή και ούτε που ήξερε για τι πράγμα μιλάω, ο τυπάς τα είχε κάνει σκατά, ή ο Ζάχος τα είχε κάνει σκατά, σκατά πάντως, και στράβωσα και δεν του το σήκωνα για μήνες.

-Γιο.
-Ορφεύς, τι κάνεις ρε φίλε?
-Τι να κάνω ρε Ζακ, Φάκιν Κρίτι. Πού είσαι?
-Αθήνα, την έκανα απο σαλόνικα.
-Τι έγινε ρε, όλα καλά?
-Άσε μεγάλη ιστορία.
-Τι φάση ρε, με το σπίτι? 'Η σε κυνηγούσε καμιά γκομενίτσα?
-Χα, όχι τίποτα τέτοιο. Απλά αν έμενα κινδύνευε η ζωή μου.
Πάντα τέτοιος ο Ζάκ. Χωμένος σε όλα, τζάνκι της αδρεναλίνης. Όσο πιο δύσκολη η μόντα τόσο πιο πολύ να γυαλίζει το μάτι του Ζακ. Είχε μπλεξίματα τελευταία, ήταν άσχημα απ' ότι έμαθα από γνωστούς αλλά μάλλον όλα κυριλέ.
-Χαχα, πάντα τέτοιος ήσουνα ρε καριόλη..
-Χα....
-.........
-Πες ρε Ορφ. Είσαι καλά ρε φίλε?

....Και χαμογέλασα χυδαία και άνοιξα το στόμα και πήρα ανάσα έτοιμος να του πω τα κλασσικά, για γκομενάκια, για λάιβ και μεθύσια, για τσαμπουκάδες και περιπέτειες, να φιλτράρω την πραγματικότητα μέσα απ' τη μάσκα του ροκενρόλα και να κρατήσω την αηδία μου για μένα, όπως κάνω πάντα και με όλους. Αλλά αυτή τη φορά δεν μπορούσα. Η ανάσα μάγκωσε μέσα μου και δεν άφησε τον χείμαρρο να κυλήσει. Ένιωθα αυτές τις τρεις γαμημένες λέξεις πυρακτωμένες να βράζουν, να επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά και ξανά, όλο και πιο γρήγορα, σαν τρένο άκουγα το μοιρολόι μου να ξεκινά και σταθερά να αφηνιάζει, σφυρίζοντας και βγάζοντας ατμούς να κοπανά το ταλαιπωρημένο μου κρανίο.
Όχι άλλο ρε πούστη, όχι άλλο. Κουράστηκα.. Φτάνει.

Κόπηκα. Το χαμόγελο έσβησε. Έκλεισα τα μάτια, επέτρεψα για λίγο στο μυαλό μου να χαλαρώσει, να κινηθεί ελεύθερα, χωρίς περιορισμούς, κι άφησα την ανάσα μου να βγεί φορτωμένη με ό,τι λέξεις ήθελε, χωρίς φίλτρα, χωρίς μάσκες, χωρίς τίποτα, ατόφια, σαν νερό.

-Είμαι σκατά, Ζάχο. Σκατά ρε φίλε. Όλα πάνε κατα διαόλου και ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω τι κάνω εδώ πέρα.

Πάγωσα. Τα λόγια που βγήκαν απ' το στόμα μου γίνανε θρύψαλα στη σιωπή και χίλιες αμυχές πέσαν με φόρα και χωθήκαν στο πετσί μου. Η αλήθεια κόβει σαν ξυράφι και με θέρισε, μια χαρακιά απο μένα για μένα, όλη δική μου. Για ένα δευτερόλεπτο είδα τον εαυτό μου όπως τον έχω κάνει, είδα τη ζωή μου, κρυμμένη δειλά μες στη σαπίλα να αντικατοπτρίζεται στο δωμάτιο. Γόπες και ξερατά στο πάτωμα, μπουκάλια πεταμένα παντού, κλειστά παράθυρα, αέρας μουχλιασμένος, το σεντόνι βρώμικο, το μαξιλάρι μια αηδία. Η μυρωδιά της εγκατάλειψης και της φρίκης, τα σημάδια του Τέρατος, του δικού μου Τέρατος παντού γύρω μου. Ένιωσα τον ιδρώτα να κυλάει παγωμένο στο στήθος μου, τα πνευμόνια μου βαριά απ' τα καρελάκια. Το σώμα άρρωστο, η ψυχή άρρωστη. Για ένα δευτερόλεπτο ένιωσα τόσο, μα τόσο απελπιστικά κουρασμένος.

Και ο Ζάχος, αυτό το αρχίδι, σαν να καραδοκούσε όλο αυτόν τον καιρό σε μια γωνιά παρατηρώντας την κατρακύλα μου, περιμένοντας να πιάσω πάτο, ή ακόμα χειρότερα, σαν να ήξερε τόσο καιρό τι τραβάω, πολύ απλά γιατί έτσι λειτουργούνε οι άνθρωποι, με κλώτσησε έξω από τη λούπα μου, με τράβηξε απ' τη φυγόκεντρο δύναμη της μιζέριας μου και με λύτρωσε από το φαύλο κύκλο που ο ίδιος, ηλίθια έβαλα τον εαυτό μου, με μια μικρή, απλή, πρόταση.

-Έπρεπε να πάρεις το χρόνο σου ρε φίλε. Όλοι χρειάζονται το χρόνο τους.
-......
-.......
-Ορφεύς, με ακούς?
-.......
-Ορ....
-.........έρχομαι Αθήνα Ζακ.
-Πότε?
-Τώρα. Τα λέμε αύριο το πρωί.
-Καλά ρε μα.......
ΚΛΑΚ..............!


                               * * *


Η νύχτα πέφτει στην Αθήνα και λογιών λογιών φιγούρες σέρνουν τα ράκη τους μες στις σκιές. Βγαίνουν απο τις μίζερες υγρές τρύπες τους και αναζητούν, σαν αγρίμια, μαντρωμένα σ'ένα απέραντο τσιμεντένιο λιβάδι, σπαρμένο μ' ατσάλινους χτύπους. Εδώ βασιλεύουν δαίμονες και λύκοι, ψυχές μαύρες σαν πίσσα, οργή λευκή απ' τη θερμότητα.
Τρέφω μια σχέση αγάπης και μίσους μ' αυτή την πόλη. Με τρομάζει είναι η αλήθεια, πάντα με τρόμαζε. Οι άπιαστοι ρυθμοί, το δυσάρεστο συναίσθημα του πνιγμού στη λαοθάλασσα, πικρό στο λαιμό σου. Ο πόνος και η εγκατάλειψη στα κτίρια, τ'απομεινάρια μιας άλλης εποχής, στέκουν θλιμμένα, αρρωστημένα, βαστώντας με χέρι τρεμάμενο ό,τι έχει μείνει ζωντανό από το ξεχασμένο μεγαλείο τους.
Βλέπω ένα ζητιάνο εδώ και δυο μέρες, λιανό και πεταμένο στην άκρη του δρόμου, μάτια άδεια, ούτε φόβος, ούτε ελπίδα, ούτε ελευθερία, τίποτα. Το δεξί του πόδι είναι πρησμένο, γεμάτο πύον και νεκρό αίμα, δίπλα στον αστράγαλο απ' την εξωτερική πλευρα χάσκει μια πληγή σαν την παλάμη σου, όλη η κατάντια του αιώνα μας είναι συγκεντρωμένη σ'αυτή την πληγή, κουτσαίνει απ' τη μια μεριά του κέντρου στην άλλη σαν φάντασμα, η προσευχή του “Βοηθήστε με, πονάω”, ξανά και ξανά και ξανά, το δέρμα του σκαμμένο απ' το βελόνι.
Όλα τρέχουν, όλοι τρέχουν κυνηγημένοι, πάντα βιαστικοί, να μείνουν έξω όσο λιγότερο γίνεται, να προλάβουν το τελευταίο φως της μέρας, γιατί με το σκοτάδι ξεκινά ο εφιάλτης. Σαν πέσει ο ήλιος θα ξυπνήσουν τα φαντάσματα και όποιος έχει μυαλό καλά θα κάνει να χουχουλιάζει στο σπιτάκι του μπροστά στην τηλεόραση, παρακολουθώντας το δελτίο των 8, δειλό μπανιστήρι στην σκληρή πραγματικότητα, στον τρόμο που λαμβάνει χώρα δυο στενά πιο κάτω.
Κάποιοι σφιχτά κρατούν στην τσέπη το πορτοφόλι όσο κάποιοι σφιχτά κρατούν στην τσέπη το μαχαίρι, όλοι φοβούνται. Κάποιοι σακουλιάζουν το βρωμίδι στα αρχίδια και κάποιοι χαιδεύουν το πιστόλι στη ζώνη. Κλέφτες κι αστυνόμοι, άρχοντες και αλήτες, νικητές και νικημένοι πατάν αυτή την πόλη με μπότες, λουστρίνια και βρώμικες πατούσες. Κανείς δεν έχει ερωτήματα εδώ, μετά απο λίγο καιρό απλά δε σε νοιάζει, τη δέχεσαι γι' αυτό που είναι, ή μάλλον, αυτή σε δέχεται γι' αυτό που είσαι, δεν το σκέφτεται δεύτερη φορά, σαν σιχαμένη γριά πουτάνα ανοίγει τα ποδάρια της και περιμένει να κάνεις το γούστο σου.


Αλλά η νύχτα πέφτει στην Αθήνα, και στα κατουρημένα της στενά φορές φορές νιώθω σαν στο σπίτι μου, και έχω παρέα και φράγκα και την κιθάρα μου στον ώμο και μια μπουκάλα ξύδι εισαγόμενο στο τζάκετ, γι' αυτό τσουπώνω τη φρίκη της πόλης βαθιά στην κωλότσεπη και φοράω στη μούρη το χυδαίο μου χαμόγελο όπως εσύ φοράς γυαλιά, να πα' να γαμηθεί ο νοσηρός λυρισμός των σκονισμένων δρόμων, να πας να γαμηθείς και εσύ.


Η νύχτα πέφτει στην Αθήνα και όλα επιτρέπονται, στην Ομόνοια χαράματα θα με φερμάρουνε με σάπιο σέο, θα αδειάσω πακέτα και μπουκάλια, θα ξεράσω ρετσίνα στην Πλατεία, θα μουρλαθώ με σκόνες σε βρώμικα φτηνά ξενοδοχεία. Στα σκαλάκια του Στρέφη θα απαντήσω μια παλιά αγάπη και θα χάσω το μυαλό μου, ζάντα κι αγkαλιά θα παραπατήσουμε στο κέντρο, τις καρδιές μας θα κάνω χίλια κομμάτια. Με τον άλανο το Ζάχο θα παίξω τα μπλουζ του Πρίγκηπα από Κηφισιά μέχρι Εξάρχεια, θα τους πάρουμε τα αυτιά και θα ζητάνε κι άλλο, θα μας φάνε και θα μας φτύσουν, θα μας αγαπήσουν. Θα διψάσω, θα πεινάσω, θα παγώσω και θα σκάσω, θα λιώσω από
ηδονή και θα πονέσω, θα ιδρώσω και θα φτύσω αίμα, τίποτα δε με σταματά.
Στο κέντρο θα κάνω επικίνδυνες δουλειές, με ρίσκο θα περάσω ανάμεσα απ' τους ματάδες, στα μούτρα θα τους γελάσω σαν κωλόπαιδο με το κεφάλι πάντα πάνω. Πούστη κόσμε, δεν τρομάζεις κανένα! Γατάκια βλέπω τα θηρία σου, το πιο επικίνδυνο, πάντα, μα πάντα θα είναι ο ίδιος μου ο εαυτός.

Αλλά η νύχτα πέφτει στην Αθήνα, και ένας θεός ξέρει πού θα με βρει το ξημέρωμα. Γιατί γύρισα πίσω? Διάολε, έπαιρνα φόρα για να φύγω μπροστά.