Τετάρτη 18 Ιουνίου 2014

Καρτ Ποστάλ

Έσκασα Πειραιά Κυριακή πρωί, 6 η ώρα σαν ψάρακας. Τρεις ώρες ύπνο τρεις μέρες τώρα, κάτι μάτια πρεζαρέα και σακούλες jumbo απο κάτω. Φράγκα μηδέν, ατσίγαρος, με πέντε άπλυτα στη μια τσάντα και το κλαρινάκι στην άλλη. Στήνομαι 8 η ώρα στο μετρό, τάκα – τάκα, σε μισή ώρα 6 ευρώ, γαμάω – τάο. Πακετάκι, εσπρεσάκι φρεντάτο και φύγαμε για Μοναστηράκι. Της Αγίας Καριόλας γινότανε, κόσμος παντού να μη μπορείς να περάσεις, λες και το μετρό ήταν η φωλιά και χυνόταν τα μερμήγκια μιλιούνια – μιλιούνια, κινεζάκια γερμανάκια ότι θες. Με τρελαίνει αυτό στην Αθήνα. Αράζω σε καμιά γωνιά και κόβο φάτσες, ιστορίες ολόκληρες, Οδύσσειες και Ιλιάδες περνάνε πολυβολικά απο μπροστά μου, ίσα που προλαβαίνω να τους διαβάσω.

Στήνομαι στα αρχαία κάτω απ την Ακρόπολη, ξαναδένω το όργανο και πιάνω το vibe του κοινού. Λίγο αραχτοί, πολύ χαλαρά, Κυριακάτικη βόλτα φάση θέλετε κύριοι και αυτό ακριβώς θα σας δόσω. Μουσική απο soundtrack γαλλικού κινηματογράφου, νότες λυγισμένες, μισές, να στάζουν έρωτα, ανεμελιά και γαρνιτούρα μια γλυκιά, γλυκιά μελαγχολία να σου τρυπάει την καρδιά.

Μια ώρα 20 ευρώ. Πακέτο λάκι, σουβλάκι, και δρόμο σταθμό Λαρίσης να βγάλω το εισιτήριο. Στο γκισέ μου λένε 30 το κανονικό, 14 το μεσονύκτιο. Έκλεισα για το δεύτερο.

Η ώρα 3. Βαριέμαι, έχω να σκοτώσω 7 ώρες. Σκάω σε ένα μαγαζί που έπαιξα λαιβ πριν κάτι μήνες, τι λέει μου λένε, κυριλέ τους απαντώ, να κεράσουμε κάτι, λέω έχω πιει τρεις καφέδες, θα απογειωθώ και μετά ποιος με πιάνει, σφηνάκι τζακ καλύτερα. Το πίνω. Λέει σήμερα δουλεύει και ένα φιλαράκι σου στις 6. Γαμώ λέω θα 'ρθω να τον δω. Αφήνω τα μπαγκάζια εκεί και αρχίζω σουλάτσα, πάνω κάτω το κέντρο με μια μπύρα στο χέρι.

Ο δρόμος με βγάζει ακρόπολη, πάω στην είσοδο λέω δεν έχω φράγκο. Λέει αν είστε φοιτητής κύριε μπαίνετε τζαμπαντάν. Λέω φοιτητής είμαι, κύριος σπανίως. Κυριλέ σκυλάκο, μου λέει και μου κλείνει -μπλίνκ!- το μάτι το αριστερό. Κάνω να μπώ, με σταματάει, λέει πάνε στο γκισέ να σου δώσουν εισητήριο ελευθέρας γιατί η Μέρκελ μετράει πόσοι μπαίνουνε στο έτσι. Ά την μπάμπο, την κωλόγρια. Ντροπή της.

Βγάζω μπιλιέτο, αρχίζω να περιφέρομαι στο χώρο. Ωραία τα μάρμαρα παιδιά, αλλά όποιος έχει πάει Παρθενώνα σίγουρα καταλαβαίνει γιατί ήμουν συνεχώς με το καβλί στο μέτωπο. Τζαπανέζες βγαλμένες απο hentai, schoolgirl φάση με πουλόβερ, φουστίτσα και κορδέλες, μαλάκααα φρίκη. Αμερικανέζες τσιρλίντερς με τα μπούτια μόστρα και δώσε. Ξεναγοί να ξεναγούν τους ξεναγώμενους στηn αθάνατη αρχαία ιστορία μας και μένα μόνο μια λέξη στο μυαλό μου: bukkake.

Άραζα πάνω – πάνω, στην άκρη, εκεί που κυματίζει η ένδοξή μας γαλανόλευκη, το καμάρι μας, το σύμβολο του ελληνισμού, η πεμτουσία της γνώσης και του πνεύματος, το δεξί βυζί μας. Κοιτάζοντας τον ορίζοντα με έπιασε ίλλιγκος. Το τοπίο έμοιαζε με κεφάλι καρκινοπαθούς που κάνει χημειοθεραπεια. Παντού τσιμέντο και τούφες – τούφες πράσινο μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι. Με αρρώστησε. Το τοπίο ήταν βιασμένο. Ο τόπος ήταν βιασμένος. Όση ώρα στεκόμουν εκεί, απο κάτω ο κλασσικός γύφτος διατυμπανούσε τα λουλούδια του. Ανάμεσα στα “ορτανσίες, ζουμπούλια, σκυλάκια έχω” τον ακούω να κάνει πονηρά “γεια σου μαράκι όμορφο...”, έκλασα στα γέλια.

Έψαχνα μια γωνιά να κατουρήσω όταν ακούω απο ένα καμαράκι φύλακα “εισιτήριο έχετε κύριε?”. Πλησιάζω, βλέπω ένα σάπιο γέρο με σάπια δόντια σάπια μάτια και σάπιο στυλάκι. Τον πλησιάζω αργά, βγάζω το απόκομμα απ την τσέπη , αυτός απλώνει το χέρι, κάνει να το πιάσει το τραβάω, του γελάω. Λέει κάτι μέσα απ τα δόντια του, τελικά του το δίνω. Το κοιτάζει, “γιατί έχετε ελεύθερη είσοδο κύριε?”, είμαι επίτιμος προσκεκλημένος της Μέρκελ, λέω, ήρθα να δω αν έχετε γυαλίσει τα πόμολα. “Άσε τα καλαμπούρια φιλαράκο” κάνει βαριεστημένα τσατισμένος, η μυτάρα του είναι κατακόκκινη απ' τα ξύδια, μοιάζει αμυδρά με το Μπουκόφσκι. “Δεν νομίζω πως σας έδωσα το δικαίωμα να μου μιλάτε στον ενικό” του γυρίζω με ύφος αρχιπαππά σε λειτουργία, “κύριε”. Τσιμπάω το εισιτήριό μου με τουπέ και φεύγω. Στο σημείο που το κρατούσε ο λίγδας τώρα υπάρχει μια λιπαρή, μαυροκαφέ μουτζούρα. Το πετάω και συνεχίζω τη βόλτα μου.

Κάποτε βαρέθηκα, κατηφορίζω για πιο κεντρικά. Αράζω σε ένα τσιπουράδικο Μοναστηράκι κοντά πλατείας κλεπταποδοχικών, ξέρεις, αυτή με τις αντίκες. Ότι μαλακία μπορείς να φανταστείς. Κοιτάζω ένα ταλαιπωρημένο σαξόφωνο κρεμασμένο ηλιθιοδώς απο ένα γάτζο. Δίπλα μου δυο χιπστεράδες τσεκάρουν ένα τηλέφωνο που έχει τα τριπλάσια χρόνια τους και κατα πάσα πιθανότητα δεν δουλεύει καν. Ρωτάνε πόσο. 80 τους λέει. Κοιτιούνται, κάτι ψιθυρίζουν συνωμοτικά, βγάζουν πορτοφόλια, λένε έχουμε 60. Εντάξει τους κάνει ο άλλος, δικό σου. Ιησούς χριστός νικά.

Το παιδί που δουλεύει το μαγαζί είναι πολύ αλάνι. Μου φέρνει ουζάκι, παίρνει τη μπύρα του αράζει στο τραπέζι μου και τα λέμε μια ψιλή. Μάγειρας είναι λέει, είχε προβλήματα, είναι απο τη Ζάκυνθο, είχε πέντε χρόνια σχέση σόγαμπρος λέει, βγάζει χίλια το μήνα λέει, δεν πιστεύω λέξη. Τα μπράτσα του σκαμμένα, τα μούτρα του ξούρα. Όταν ήταν μικρός ήταν γραμματιζούμενος λέει, διάβαζε βιβλία. Θυμάται μια ιστορία που η ηρωίδα ζούσε σε μια σοφίτα και έγραφε ημερολόγιο. Πόσο χρονών είσαι, του λέω, 23 μου κάνει.

Πίνω τρία ουζάκια, το αλάνι τα γεμίζει μέχρι απάνω, μεθάω. Μπροστά μου παρελαύνουν ιστορίες για αγρίους. Δυο πρεζάκια αγκαλιά, ζούνε το φαρμακομένο τους έρωτα. Δυο θείες αγγαζέ με ένα παχουλό παιδί που κρατάει 3 μεγάλες τσάντες και ζητάει συνέχεια να του πάρουν κάτι, αυτές δεν του χαλάνε χατίρι. Μια θεία ντυμένη σαν ματνάμ του '30, καπελαδούρα με φτερό, γούνα παλτό, διαστημικά γυαλιά, προφυρό κραγιόν στα γερασμένα χείλια, οι άκρες κάνουν τόξο προς τα κάτω. Αγκαλιά της ένα διστυχισμένο ποντικόσκυλο, τα μάτια του παρακαλάνε “σκοτώστε με”. Τρείς καφρομεταλλάδες μιλάνε για ξύλο, κλέφτες πλασάρουν μούφα iphone, μπάτσοι κοζάρουν με στυλ.

Μια θεία 40φεύγα κάθεται στο τραπέζι μου, λέει γεία σου ομορφόπαιδό, τσιμπουκάκι 12 ευρώ. Μου χαμογελά με τρία δόντια, το στόμα της οχετός, και γώ το μόνο που καταφέρνω να σκεφτώ είναι γιατί 12 και όχι 10, να ναι στρογγυλό. Τώρα αυτό είναι καλό ή κακό μάρκετινγκ? Όχι ευχαριστώ λέω, είμαι παντρεμένος και σηκώνω την παλάμη μου. Γελάει, μου λέει έχεις τσιγάρο? Της δίνω, την ανάβω. Κερνάς ουζάκι, λέει? Κοιτάζω τα ψιλά στην τσέπη μου. Βγαίνω. Κάνω σήμα στο αλάνι, φέρνει τα ποτήρια με το θωλό υγρό και μπανίζει την κυρία με σμιγμένα τα φρύδια. Του κλείνω το μάτι αλλά φοράω γυαλιά και δεν το βλέπει. Στη υγειά σου ομορφόπαιδο μου λέει η πόρνη, τσουγκράμε. Το κατεβάζει όλο, καπνίζουμε σιωπηλοί. Καίγομαι να τη ρωτήσω γιατί 12 και όχι 10, πάνω που μαζεύω το θάρρος σηκώνεται και φεύγει χωρίς να πει λέξη. Παρακαλώ, ψιθυρίζω.

Ώρα 7. Αραδιάζω τα ψιλά μου στο τραπέζι, αφήνω ένα πενηντάλεπτο κάτω απο κάθε ποτήρι. Χαιρετάω το αλάνι δυο φορές μα δεν γυρνά επίτηδες. Γυρίζω και μαζεύω τα πουρμπουάρ, τραβάω για Θησείο.

Ο ουρανός συννεφιασμένος αλλά δε μασάω. Στήνω το όργανο, κάθομαι στη γωνιά και παίζω. Πω, μάγκα, είμαι κόκκαλο. Παίζω καλά όταν είμαι κόκκαλο. Έχω πωρωθεί, την έχω δει και την ακούω. Οι μελωδίες είναι εφιαλτικές αλλά ακαταμάχητες, οι νότες μου βγαίνουν σαν σφαίρες, είμαι εκεί, κρατάω τη φάση απ' τα μαλλιά και της χτυπάω τα κωλομέρια, είμαι ο μαν.

Έχω λυγίσει προς τα κάτω. Έχω μαζέψει πλήθος γύρω μου. Τα φράγκα πέφτουνε βροχή στο μικρό κασελάκι. Τώρα πουστιά θα μου πεις -και είναι- αλλά το κασελάκι μου είναι τέτοιο που αν ρίξεις το κέρμα απο ψηλά θα αναπηδήσει και θα κυλήσει απ' έξω. Θα διορθωνόταν εύκολα με ένα μαλακό πανί αλλά γουστάρω να σας βλέπω να κυνηγάτε τα δίευρα στην άσφαλτο κουφάλες. Με διασκεδάζει.

Άρχισε μπόρα, αλλά έχω ήδη κατεβάσει καταιγίδα και δε δίνω δεκάρα. Βάζω την κουκούλα, σηκώνομαι όρθιος να πάρω κλίση προς το όργανο μη βραχεί πολύ. Δεν σταματάω, ρίχνω κεραυνούς, αν σταματήσω θα σταματήσει να περιστρέφεται η γη. Ένας τουρίστας ρίχνει -κλινκ!- κάτι ψιλά, λέει στον δίπλα του “Man, dude's crazy!” χαμογελάω στο τσιμπούκι χωρίς να ανοίξω καν τα μάτια. Όταν παίζω είμαι τυφλός. Έχω μουσκέψει άσχημα, ρίχνει καντάρια και το όργανο άρχισε να βρέχεται επικίνδυνα, έχει πάρει νερό και η θήκη. Μαζεύω όπως-όπως, ψάχνω υπόστεγο, λύνω το όργανο και γυρίζω στο μαγαζί.

Το φιλαράκι είναι εκεί, έχει δουλειά το μαγαζί. Φιλιόμαστε σταυρωτά τρείς φορές όπως κάνουνε τ'αδέρφια. Μου βάζει κονιάκ, η σερβιτόρα μου δίνει στεγνή μπλούζα. Είναι ροζ και γράφει “Hello Kinky”. Ο αφεντικός πίνει τσίπουρο-ρεντ μπουλ στη γωνία παρέα με κάτι σένια γκομενάκια. Δίπλα μου μια τσατσά και ένα πανύψηλος φαλακρός ο οποίος υποπτεύομαι πως μου την πέφτει.

Το μαγαζί είναι να κλείνει σε μια βδομάδα και η κάβα είναι για κλάματα. Ο μπάρμαν φτιάχνει σανγκριές με κρασί της παρέας και γεμίζει παραγγελίες Jameson με Haig και ότι άλλο βρεί μπροστά του. Κόβει για μεζέδες μαραμένα καρότα και σάπια αγγούρια, δίνει ρακί με λεμονάδα αντί για τεκίλες, φτύνουμε μέσα στους καφέδες. Είναι όλοι στα αρχίδια τους και πίνουμε σαν πούστηδες, γελάμε σαν τρελοί. Ο αφεντικός γελάει δυνατά και λέει “θα μου το κλείσετε μαλάκες το μαγαζί!”.

Πιάνω κουβέντα φιλοσοφική με το φαλάκρα, αρχίζουμε τα ούζα. Μου λέει έχεις μέσα σου το δαίμονα, μα βάζεις στόχους μεγάλους και θα δυστυχήσεις. Λέω γιατί? Γιατί είναι άπιαστοι μου λέει. Δες το φίλο σου, είναι σαν εσένα αλλά είναι ευχαριστημένος μ'αυτό που έχει, δεν στοχεύει στη στρατόσφαιρα. Εσύ κυνηγάς μύλους, και στο τέλος θα σε αλέσουνε. Όλα έχουν το τίμημά τους.

Βγάζει ένα βιβλίο χιλιοσημειωμένο, δεν μπορώ να ανακαλέσω το όνομα του συγγραφέα, κάποιος αρχαίος. Ψάχνει και μου δίνει να διαβάσω. Λέει αυτοί που έχουν μέσα τους το δαίμονα πολλές φορές στο κρασί και τη ρακί βυθίζουν το κεφάλι τους να ησυχάσουν, μην ξέροντας πως ησυχία δεν θα βρούν ποτέ. Μόνο στη συνειδητοποίηση αυτής της κατάστασης θα γνωρίσουν πλήρωση.

Βγάζω απο την τσάντα μου ένα βιβλιαράκι με ποιήματα ενός ρώσου αλκόλα μηδενιστή, 'τσο & 'λο απ' την αρχή ως το τέλος, του γράφω αφιέρωση “Έχεις δίκιο καλέ μου φαλάκρα αλλά πολλές μαλακίες για μια μέρα και δεν αντέχω άλλο. Στην υγειά σου.” και του το χαρίζω. Δακρύζει, με φιλά γλυκά στο μέτωπο. Πάω στη χέστρα, ξερνάω.

Έντεκα παρά και είμαι κόκκαλο, δεν βλέπω μπροστά μου. Βγάζω τα ψιλά να πληρώσω, το μαντήλι ανοίγει, πέφτουν όλα κάτω και σκορπίζονται σε ακτίνα 5 μέτρων. Πανικός, αρχίζουμε μαζεύουμε. Μαζέψαμε ένα τριαντάρι, λέω μου φτάνει, όσα βρείτε πορμπουάρ. Ο τσίπουρο-ρεντ μπουλ με κερνάει ένα τσίπουρο-ρεντ μπουλ, το πίνω κούπα, φορτώνομαι τα πράγματα και φεύγω. Σφυρίζω για ταξί όπως κάνουν στις αμερικάνικες ταινίες. Δεν πιάνει. Σηκώνω χέρι. Πιάνει. Σταθμό Λαρίσης φίλε.



~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~~ ~ ~~ ~ ~ ~~~ ~~ ~ ~ ~ ~ ~~ ~ ~~ ~ ~ ~ ~



Το τρένο είναι φίσκα. Στη θέση δίπλα μου κάθεται μια ομορφούλα, Πηνελόπη τη λένε και σπουδάζει σαλόνικα ψυχολογία. Της αρέσει ο Tom Waits, τον έμαθε απο το Dead and Lovely. Της δίνω να ακούσει όλο το σιντί Alice απο το mp3 μου όσο καπνίζω στο ενδιάμεσο των βαγονιών.

Παρέα μου στο καπνιστήριο ένας Λαρισαίος cyberpunk με πορτοκαλί μοικάνα και πολύ φατσούλα, ένας πορτιέρης απο την Κοζάνη με τατουάζ περικεφαλαίες και μαιάνδρους και ένα ζευγάρι τσιγγάνων, όχι πάνω απο 18. Η μικρή είναι με την κοιλιά τούρλα και πονάει. Ο δικός της την κοιτάει με βλέμμα απελπισμένο, πάνε στο Βόλο στη θεία του που είναι μαμή να την ξεγεννήσει, το νοσοκομείο δεν τους παίρνει γιατί δεν έχουνε χαρτιά. Ο φασίστας τους κοιτάει περίεργα, τον κοιτάω σε φάση δεν με ενδιαφέρει ποιος είσαι και τι κάνεις φίλε, δικαίωμα και γούστο σου αλλά ούτε που να το σκέφτεσαι. Θα καπνίσουμε και θα γελάσουμε και μέχρι εκεί. Τον κερνάω τσιγάρο, χαμογελάει και με βαρά στον ώμο. Ωραίο τυπάκι. Μπέιμπι φέις και στρογγυλός, πολύ συμπαθής.

Το ανήλικο soon-to-be-family ζεύγος έχει στρώσει κουβέρτες στο πάτωμα αλλά μπάζει νερό και κρύο απο παντού, η μικρή κλαίει. Λέω στον τσιγγάνο έλα να βάλουμε την κοπέλα στη θέση μου γιατί δεν την βλέπω καλά εδώ. Τη βολεύουμε μέσα, με φιλάει σταυρωτά και λέει ευχαριστώ. Λέω στην Πηνελόπη να τη φροντίσει, την κερνάει μπισκότα και νερό, αρχίζουν συζήτηση, γελάνε. Η διαφορά φάσης είναι μεγάλη αλλά διάολε, στο κάτω-κάτω είναι απλώς δυο κοριτσάκια.

Κουκουλώνομαι, σφίγγω το κασκόλ, σηκώνω το πέτο του παλτού, βάζω στα ακουστικά Μάλαμα και αράζω σε μια γωνιά δίπλα στην πόρτα μπας και καταφέρω να κοιμηθώ. Ο πάνκης και ο πορτιέρης μιλάνε για γκόμενες και γελάνε. Όλα είναι καλά. Όλα είναι κα-

-ξυπνάω μες στον πανικό, δίπλα μου η τσιγγάνα ξαπλωμένη, απο πάνω της 5 άτομα να φωνάζουν σαν τρελοί και να της δίνουνε σφαλιάρες και νερό. Πίσω μας μια θεία κλαίει. Σηκώνομαι, πιάνω τον πάνκη λεω τι σκατά, λέει δεν ένιωθε καλά, βγήκε να πάρει αέρα και λιποθύμησε. Τη σηκώνουμε όρθια, βγάζω το παλτό, τυλίγο το κορμάκι όπως όπως, τη δίνω αγκαλιά στον δικό της και την πάμε πάλι μέσα.

Ξαναβγαίνω, ανάβω τσιγάρο, τα χέρια μου τρέμουν, μου πέφτει. Ο πορτιέρης λέει φώναζα στον ύπνο μου. Ανασηκώθηκα λέει και άρχισα να ουρλιάζω, τον κοίταξα στα μάτια και ξανακοιμηθηκα. Λέω έχω μέσα μου ένα δαίμονα, μάλλον δεν σε συμπάθησε. Λέει επειδή είμαι χοντρός? και γελάει. Λέω επειδή είσαι Τοξότης, δεν ταιριάζετε.

Για ύπνο ούτε λόγος πια. Κερνάμε ο ένας τον άλλο τσιγάρα με τη σειρά μέχρι να αδειάσουν τα πακέτα. Ο πάνκης ντάβιντοφ (ε μα..), ο πόρτας κάμελ, ο τσιγγάνος μάλμπορο και εγώ καρέλια. Μιλάμε για οικογένειες, για γυναίκες, για όνειρα και για καρδιές κουρέλια. Για χρόνια δύσκολα, για αίμα στα χέρια και πόνο. Για υπομονή, για κουράγιο και ελπίδα.
Ο πόρτας έχει δυο μικρά παιδιά, μας δείχνει φωτογραφίες. Η μπέμπα έχει μια σπάνια ασθένεια στο αίμα και παίρνει φάρμακα απο τα γενοφάσκια της. Ο πάνκης είναι hacker, ή crasher όπως θέλει να λέει αν και δεν κατάλαβε κανείς μας τη διαφορά. Μαζεύει λεφτά για MIT αλλά είναι μεγάλος πια, δεν θα τον πάρουνε. Ο daddy στα χωράφια, στα καπνά και στα φρούτα. Σκληρή δουλειά αλλά κάπως πρέπει να τη βγάλει. Η γυναίκα του καθαρίζει σπίτια. Είναι μαζί απο τα 14 και αγαπιούνται, πράγμα πραγματικά σπάνιο και ευτυχές σε τέτοιες περιπτώσεις. Πάνε και οι δυο σχολείο για να πάρουν τα χαρτιά. Ώρες ολόκληρες μιλούσαμε, καφέδες και τσιγάρα και γέλια και συγκαταβατικά χτυπήματα στην πλάτη.

Ποιές οι πιθανότητες ε? Ένας φασίστας πορτιέρης, ένας ανήλικος τσιγγάνος μπαμπάς, ένας πάνκης crasher και εγώ να μιλάμε σαν να κάναμε μαζί θητεία, να ανοίγουμε τις καρδιές μας χωρίς φόβο. Άμα βρισκόμασταν οπουδήποτε αλλού δεν θα κοιτιόμασταν καν στα μάτια. Το ταξίδι μας βρήκε και μας ένωσε, συντρόφευσε αντίθετα στοιχεία και άφησε τις ακραίες διαφορές μας στην άκρη.

Ένας γιατρός απο το διπλανό βαγόνι έχει προσεγγίσει την τσιγγανούλα, λέει θα τους κατεβάσει Βελεστίνο και θα τους πάει στην κέντρο υγείας, είναι μεγάλο κεφάλι και δεν θα χουνε πρόβλημα. Τα παιδιά φοβούνται αλλά δεδομένης της κατάστασης δέχονται. Τους χαιρετάμε, αγγαλιαζόμαστε, ο πόρτας βάζει στην τσέπη της μικρής ένα δεκάρικο και τη φιλα στο μέτωπο, δίνουμε στον μικρό απο δυο τσιγάρα ο ένας.



Μια ζωή ζήσαμε μαζί σε μία νύχτα, σε μια παγωμένη και βρώμικη γωνιά ένα επί ένα, ανάμεσα στα βαγόνια του τρένου, καπνίζοντας στη ζούλα ο ένας τα τσιγάρα του άλλου. Πότε ήμουνα Αθήνα? Ποιος χάζευε τα μάρμαρα? Ποιος έπαιζε στη βροχή? Ποίος ήμουν χτες, δεν ξέρω. Ο ήλιος βγήκε και πιάνουμε σταθμό στο Βόλο. Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του, ολομόναχοι απ' το ξεκίνημα, ολομόναχοι και στην Ιθάκη. Ο πόρτας θα αγκαλιάσει τα παιδιά του, ο πάνκης θα βρει τον εαυτό του. Η μικρή θα κάνει ένα όμορφο και γελαστό μωρό, θα κλάψουν και οι δυο από χαρά. Και εγώ θα είμαι η τσίχλα στην άκρη του ξύλου, που πιάνει τα κέρματα που φύγαν στον υπόνομο.