Κυριακή 16 Μαρτίου 2014

Μπου-χου

Είπα θα φύγω, είπα θα μείνω, είπα ποτέ δεν ξαναπίνω μα να 'μαι πάλι στο ίδιο σπίτι να γράφω στο ίδιο γραφείο να κοιτάω απ' το ίδιο παράθυρο τον ίδιο γαμημένο δρόμο και να έχω χάσει το τελευταίο μου τάλιρο στο ίδιο πρακτορείο ΚΙΝΟ που χάνω τα τελευταία μου ψιλά εδώ και χρόνια. Και θέλω να πιώ. Θέλω να πιω όλη τη Μεσόγειο, όλο το Λιβυκό πέλαγος αλλά δεν έχω φράγκο, έμεινα μυστηριωδώς ταπί μετά απο μια ξεφτιλισμένη νύχτα στα γενέθλιά μου. Τα 'χασα? Με κλέψανε? Τα χάρισα σε κάνα γυφτάκι? Άγνωστο. Το μόνο που ξέρω είναι πως ξύπνησα ελαφρώς δαρμένος στο κρεβάτι μου αγκαλιά με μια κατσαρόλα φακές, δίπλα μου δυο μπουκέτα τριαντάφυλλα και δυο κλειστά πιτόγυρα με διπλή πίτα, παγωμένα σε σημείο γατοτροφής.

Κουλάντρισε το πιώμα σου λίγο ρε φίλε. Σ'έχω καταλάβει εσένα, όταν είσαι νηφάλιος είσαι ήρεμος μα λίγο να πιείς τα βάζεις με όλο τον κόσμο, ψάχνεσαι συνέχεια για τσαμπουκά.”
Αράζαμε στα πεζούλια του πάρκου κουτσοπίνοντας κρασί. Φθινόπωρο, μαύρος και άραχλος Νοέμβρης, μουντός, υγρός και καταθλιπτικός.
Δεν είναι αυτό το θέμα του ρε. Ο Ορφέας γίνεται μουνί μόνο με αυτούς που του φέρονται σα μουνιά. Εμείς ας πούμε γιατί δεν έχουμε τσακωθεί ποτέ?” του αντιγυρίζει ο άλλος.
Τι να σου πω.. δώστου λίγο χρόνο.” είπε μεταξύ αστείου και σοβαρού.
Πάντως μια μέρα θα σε βρούμε σφαγμένο μ'αυτά που κάνεις. Και είναι κρίμα.”


Η μουσική δεν βοηθάει. Όσα με τρώνε κραυγάζουν και ο αντίλαλος μου σκίζει το κρανίο. Διάολε, στροβιλίζονται πλεγμένα με αγχωμένες μελωδίες και ένα πραγματικά σατανικό flashback απο τα μεγαλύτερα λάθη και τις καλύτερες στιγμές των τελευταίων μηνών. Σαν ένα κακόγουστο βίντεο γάμου ή μια επικήδειος, ή και τα δυο μαζί, μαγειρεύουν μια καταιγίδα στο στήθος μου και νιώθω έτοιμος να σκάσω.

Δεν τα νιώθω αυτά που γράφεις, δεν τα πιστεύω. Δεν έχουν νόημα, δεν έχουν να μου πούνε κάτι. Δεν έχουν να μου δώσουν κάτι.” μου λέει.
Είναι η φωτογραφία ρε. Η αίσθηση της όλης κατάστασης. Δεν θέλω να σου δώσω μαθήματα ζωής, θέλω να δείς μέσα απο τα μάτια μου.”
Πόσο καιρό είχαμε να βρεθούμε? Πάντα μου άρεσε αυτό το ρακάδικο, βγάζει κάτι παλιό, γιαγιαδίστικο. Πάντα μου άρεσε και αυτή. Έχει δίκιο και το ξέρει πως το ξέρω αλλά δεν μπορώ να αφήσω τα παιδιά μου ανυπεράσπιστα, και ας είναι εκτρώματα. Με κοιτά χαμογελώντας πονηρά.
Μ'αυτό το ζιβάγκο που φοράς μοιάζεις με αποτυχημένο συγγραφέα.”
Γελάω. Μου γελάει και αυτή.
Όχι κάτσε, τι λέω, αφού είσαι αποτυχημένος συγγραφέας!”

Το ανέχεσαι όσο μπορείς διάολε, μετά περνάς σε πιο πρωτόγονες μεθόδους και ξεσπάς στα έπιπλα. Όταν βλέπεις οτι δεν σε παίρνει άλλο απο μεριά φυσικής κατάστασης συμβιβάζεσαι, ΖΕΝ, θα ηρεμήσω, ανάσες. Βάζεις μια ταινία και κοιτάς την οθόνη υπνωτισμένος σαν παιδάκι που βλέπει teletubies, μάτια κολλημένα αλλά out of focus λες και έχεις πέσει μέσα σου, το μυαλό πετάει. Να διαβάσω ενα βιβλίο. Το ανοίγεις, βρίσκεις τη σελίδα μα τα γράμματα χορεύουν, παραιτήσαι αμέσως, λες θα κοιμηθώ. Ξαπλώνεις, κουκουλώνεσαι και κλείνεις τα μάτια, συγκεντρώνεσαι στο σκοτάδι. Πάλι η γαμημένη επικήδειος πετάγεται απο το πουθενά και σου πυρώνει την παρεγκεφαλίδα. Τινάζεις τα παπλώματα, φωνάζεις, σφίγγεσαι. Να πα να γαμηθούνε όλα, βγαίνεις βόλτα.

Τι βόλτα? Που βόλτα? Τα 'χω περπατήσει χίλιες φορές. Δεν τα αντέχω τα ίδια τοπία, τους ίδιους δρόμους, την ίδια θάλασσα, το ίδιο τσιμέντο.

Αλλά δεν είσαι έξω για να δείς τη θέα. Προσπερνάς περαστικούς χωρίς καν να τους κοιτάξεις, έχεις μπεί στον αυτόματο. Περπατάς γρήγορα, βιαστικά, θες να ξεφύγεις απ΄το Ζόφο, το καταραμένο μαύρο σύννεφο. Κάθε βήμα είναι μια μικρή νίκη, τον νιώθεις να μένει όλο και πιο πίσω.

Κάνει κρύο. Βρέχει. Καθώς ιδρώνεις ηρεμείς, μα δεν τολμάς να πας πιο αργά, το κτήνος μπορεί να σε προλάβει. Μπαίνεις στο κέντρο. Περνάς έξω απο μαγαζιά και βλέπεις τους χαμογελαστούς μέσα, στα ζεστά, καλοντυμένους να απολαμβάνουν ήρεμα το ποτό τους συζητώντας χαλαρά με την παρέα. Διαβάζεις με ζήλια την πλήρωση στα πρόσωπά τους και στο μυαλό σου έρχεται το αιώνιο ερώτημα. Διάολε, γιατί δεν μπορώ να το κάνω και εγώ αυτό? Που είμαι λάθος. Τι έχουν αυτοί που δεν έχω εγώ? Τι έχω εγώ που δεν έχουν αυτοί?

Έχουν υπομονή σπόρε.”.
Καλοκαίρι σε κάποιο νησί του Αιγαίου αραγμένοι στο καπό του Lada με κρύες μπύρες στα χέρια. Μπροστά μας απλώνεται γαλάζιο βαμμένο κόκκινο απ' το ηλιοβασίλεμα.
Και ξέρουν που τους παίρνει.” συνέχισε.
Αυτό είναι το μόνο πράγμα που ξεχωρίζει τους μίζερους απ' τους ευτυχισμένους. Πάνε μέχρι εκεί που ξέρουν, κι όταν βλέπουν τα σκούρα δεν πιάνουν τα σεα.”
Πήρε μια τζούρα απ' το τσιγάρο του και μου είπε μέσα απο ένα καπνισμένο, κίτρινο χαμόγελο, “Ζούνε μέσα στη φούσκα τους. Κρατάνε όσα τους κάνουν χαρούμενους και πετάνε όσα δεν γουστάρουν. Τη γεμίζουν με ανθρώπους και ρούχα και μαλακίες και...” έκανε μια χειρονομία σαν να προσπαθεί να εξηγήσει το πιο αυτονόητο πράγμα στον κόσμο, “...ζούνε.”

Προσπερνάς τα ρακάδικα, βλέπεις τον εαυτό σου μέσα πριν απο καιρό, να πίνει μαζί με φίλους που έχεις να δεις απο τότε. Οι μισοί τώρα πια απλά σε χαιρετάν ευγενικά, κάποιοι άλλοι σε ψάχνουν,και όχι για καλό. Βγαίνεις στην πλατεία. Κάποιοι γνωστοί κάθονται στα σκαλοπάτια, πλησιάζεις. Ξέρεις τους δυο, δίνεις το χέρι στον πρώτο μα αυτός δεν γυρίζει καν να σε κοιτάξει, μένεις με τη χειραψία μετέωρη. Το ξέρεις πως το αξίζεις γιαυτό και σκας. Πας στον δεύτερο, λες δυο πίπες και φεύγεις κυνηγημένος.

Δρόμο, δρόμο, δρόμο, πιο γρήγορα, αφέθηκες και τώρα νιώθεις την ανατριχίλα στο σβέρκο σου καθώς σε ζυγώνει. Δεν περνάς απ' του Μανώλη, δεν ξέρεις τι σε περιμένει και δεν ξέρεις τι τον περιμένει και αυτόν. Δεν είσαι καλή παρέα σήμερα. Σκέφτεσαι τους χαμογελαστούς. Σκέφτεσαι τη Φούσκα, πόσες φορές προσπάθησες να τη φουσκώσεις και πόσες φορές την έσκασες σχεδόν επίτηδες. Κάποιες φορές δεν χωρούσες, ασφυκτιούσες και την έκανες κομμάτια πάνω στη μάχη σου να ανασάνεις. Κάποιες άλλες δεν σε χωρούσε αυτή, ένιωθες παράταιρος, σαν ξένο σώμα και σε έφτυσε. Μονίμως ανικανοποίητος.

Πάμε, τους τα λέμε, τους τα παίρνουμε και φεύγοντας τους πηδάμε και τις γκόμενες. Αυτή είναι η φάση φίλε. Τι κάθεσαι και σκας για το φλώρι?”.
Βρώμικο δωμάτιο φτηνού ξενοδοχείου στα Εξάρχεια βγαλμένο απο μυθιστόρημα του Μπάροουζ. Έστρωνα γραμμές πάνω στην κιθάρα μου όσο ο άλλος τύλιγε ένα δεκάρικο. Παίζαμε σε μια ώρα.
Αυτός είσαι και αυτή είναι η ζωή σου. Αυτό κάνεις καλά και τελειώνει εκεί. Μπουκάρω σ'ένα μπαρ βρίσκω ένα φίλο, τσιμπάω ένα Τζακ και το κεφάλι σκύβω!” πηδάει πάνω στο κρεβάτι και αρχίζει να χορεύει μια βίαιη παρωδία καν-καν ουρλιάζοντας.
....και αν με χτυπάει αλύπητα η ράχη μου αντέχει! Κακό σκυλί..!”
Ξαφνικά κλωτσάει το πορτατίφ που εκτοξεύεται στον απέναντι τοίχο και τα κάνει όλα λίμπα. Ο γείτονας αρχίζει να βαράει απο δίπλα, τον ακούμε να φωνάζει “Κάνε ησυχία ρε πούστη μας γάμησες!”.
....ψόφο δεν έχει.” τελειώνει τη φράση του ψιθυριστά και κάνει να μαζέψει.
Ψόφο δεν έχει φίλε”.

Στρίβεις στην εκκλησία, τώρα είσαι κοντά στο σπίτι της. Κάθε φορά που περπατάς κάτι σε σπρώχνει προς τα κει και πλησιάζεις στα πούστικα, τάχα ασυνείδητα, κάνεις κύκλους γύρω απο τη γειτονιά σαν καρχαρίας, μα το ξες πως δεν θα πας. Ανοίγεις το βήμα, προσπαθείς να τη βγάλεις απ' το μυαλό σου. Δυο στενά πιο κάτω απο διαολεμένη σύμπτωση συναντάς μια φίλη της. Τελευταία φορά που την είδες χορεύατε μαζί. Τώρα σου κάνει επικρτικά και με υφάκι, σχεδόν απειλητικά
“Ορφέα? Τι λέει?”.
Σκάσε. Σκάσε. Μην πεις μαλακία. Σκάσε. Και αυτό το αξίζεις. “Τίποτα.” και συνεχίζεις το δρόμο σου.

Αναρωτιέσαι αν εκείνη την εποχή που τα ονειρευόσουν όλα αυτά για τον εαυτό σου είχες συνείδηση του τι πραγματικά είναι. Sex & Drugs & Rock & Roll, this is all my body wants τραγούδαγες και είχες φανταστεί αυτό τον κόσμο σαν ένα ατέλειωτο τσίρκο χωρίς να υπολογίζεις οτι όλα είναι απλά μια παράσταση, κάτι φτιαχτό και ψεύτικο, κάτι παροδικό. Μόλις πέσει η αυλαία και τελειώσει η μουσική είσαι γυμνός, και όταν το μυαλό σου ξεμουδιάσει μένεις βασανιστικά μόνος. Το μαγικό παραπέτασμα εξαφανίζεται και στέκεις σοκαρισμένος και άναυδος μπροστά στα συντρίμια.
Τι μένει? Τίποτα δεν μένει. Δεν αρκεί να 'σαι καλός σε κάτι, δεν είναι η δικαιολογία. Δεν κάνεις τίποτα αν δεν είσαι σωστός.

Το θέμα φίλε με τα αρχίδια”, μου λέει ενώ αράζει φαρδύς πλατύς και τεντώνει τα χέρια είναι πως κρεμόμαστε εδώ, κάτω απο τον λουστραρισμένο κοινωνικό φαλλό για κάποιο λόγο”. Θεσσαλονίκη. Κυριλέ με γλώσσα μπλέ και δυο Τσαχπίνες στο στομάχι, αραχτοί πάνω σε ένα τριπλό άσπρο καναπέ. Πάνβαρος, λάφυρο απ' τα σκουπίδια. Τον κουβαλούσαμε απ' τον Πύργο μέχρι το σπίτι στην Αγία Σοφία όλη νύχτα κάνοντας στάσεις για τσιγάρο. Το αστείο είναι πως τον αφήσαμε στην είσοδο και μας τον κλέψανε το επόμενο πρωί. “Βλέπεις, χωρίς τον κακό της ιστορίας ο γενναίος ιππότης θα μείνει για πάντα ένα αγροτόπαιδο με το πουλί στο χέρι.” Δέκα μέτρα δίπλα μας στα σκοτάδια μια παρέα είχε βάλει κάτω ένα κακόμοιρο και τον έλιωνε στις κλοτσιές. “Θα βρεθεί γίγαντας για τον ιππότης σου” του λέω, “υπάρχει αρκετό κακό σ'αυτό τον κόσμο. Εμείς τι κάνουμε?” Έκανε το κεφάλι πίσω, γέλασε. “Εμείς είμαστε δυο αρχίδια πάνω σε ένα καναπέ στη Ναυαρίνου. Πολύ κακοί για τους καλούς, πολύ καλοι για τους αδιάφορους και πολύ κόκκαλο για να μας νοιάζει. Και όπως όλα τα καλά αρχίδια, πάμε δυό-δυό!”

Αρχίδια.






Η βροχή δεν λέει να σταματήσει, τα πόδια μου πονάνε και είμαι μούσκεμα. Χώνομαι στα στενά της παλιάς πόλης, η σιωπή και το ημίφως μ' αγκαλιάζουν. Κάθε που μπαίνω στη γειτονιά νιώθω λίγο λιγότερο ξένος σ'αυτή την καρικατούρα μεγαλούπολης. Κάποιοι λένε πως είναι μια μικρογραφία της Αθήνας χωρίς τα καλά χαρακτηριστικά. Εγώ λεω πως είναι μια πόλη φτιαγμένη για χρήστες. Αν θες να ζήσεις εδώ ή πίνεις τον κώλο σου, ή καρβουνιάζεις τα πλεμόνια σου ή σνιφάρεις το θάνατό σου, ή περπατάς. Ώρες και χιλιόμετρα, τους ίδιους μπαρουτοκαπνισμένους δρόμους μέχρι να ιδρώσεις και να αφήσεις πίσω σου ό,τι κι αν σε κυνηγά.

Φτάνω σπίτι, τα Άγρια με περιμένουνε κάτω απο ένα αμάξι. Γκρινιάζουν, είναι και αυτά κρυωμένα και πεινασμένα. Μόλις ανοίγω την πόρτα μπουκάρουνε μέσα και πιάνουν τη θέση τους στο τελευταίο ράφι της παπουτσοθήκης. Κουρνιάζουνε το ΄να πάνω στ' άλλο και γίνονται μια τριχόμπαλα, ένα αυτί εδώ, ένα μάτι εκεί.

Τα γατιά μου γαμάνε. Κατάμαυρα και διαολεμένα, τα Άγρια, η Τσόντα και η Σπόντα. Δυο καφετιά χοντρόγατα, οι Φώκιες, ο ένας πια μονόφθαλμος. Και τα αφεντικά της γειτονιάς, δυο κάτασπρες τσαχπίνες, η μιά φουντωτή και η άλλη pure evil, νυχιάζει τους πάντες. Όταν ανοίγω την πόρτα σκάνε μύτη απο παντού με κλεισμένα μάτια και ματωμένη γούνα, τίγκα στις γρατσουνιές. Δεν έχει κονσέρβα και ραχάτι στον καναπέ, κάθε νύχτα είναι αγώνας για επιβίωση. Άμα βάλουμε τα γατιά μας να παλέψουμε, μάγκα, θα φάνε και εσένα και εμένα. Τα έχω δεί να γκανγκάρουνε μικρά σκυλιά και να τους παίρνουν τα κόκαλα. Όταν έρχετε η εποχή τους βγάζουνε κάτι φωνές λες και ανοίξανε οι πύλες της κολάσεως και οι σατανάδες πιάσαν τα όργανα. Δεν μ'αφήνουν να τ'αγγίξω ποτέ και δεν το επιδιώκω, ξέρω πως θα με ξεσκίσουν. Τα ταίζω και τα βάζω μέσα όταν κάνει κρύο, και αυτά γουργουρίζουνε στη γωνία τους και μου ανοιγοκλείνουνε τα μάτια σαν ευχαριστώ.



Ο Ζόφος έμεινε πίσω.

Ηρέμησα, και τα πράγματα μέσα μου μπήκαν σε κάποια τάξη. Πιάνω τον εαυτό μου φορές φορές να μου χαιδεύει πατρικά τα μαλλιά και να λέει με ζεστή και ήρεμη φωνή, σαν αναστεναγμό, “Αχ ρε Ορφέα, πάλι πουτάνα τα 'κανες...”. Μετά ακολουθεί μια εξίσου πατρική σφαλιάρα στο κεφάλι, σαν αυτές που μας δίναν όταν βρίζαμε στο κυριακάτικο τραπέζι. Πάλι πουτάνα τα 'κανα.

Διάολε. Πολλά δάκρυα, πολλά λόγια. Πολλές λάθος κινήσεις και πολύ κατάχρηση. Πολλά που έκανα και δεν θυμάμαι, κι άλλα τόσα που έκανα και θα 'θελα να μη θυμάμαι. Είναι αυτό το κομβικό σημείο, αυτή η λεπτή, κόκκινη γραμμή που πέρασα και πλέον δεν υπάρχει κάποιος αρκετά καλός συνδυασμός λέξεων για να κατευνάσει τα μίση, δεν υπάρχουν αρκετά ουσιώδεις πράξεις για να απαλύνουν τον πόνο.


Ε και τι έγινε?” γέλασε πίσω απ' το αιώνιο, γκρίζο του μούσι. Καθαρίζαμε το κτήμα απ' τα χαράματα, το λιοπύρι μας είχε χτυπήσει και ξαποστέναμε κάτω απο τον ίσκιο μιας ελιάς. Είχαμε φτιάξει αποβραδύς φασολάκια και τα 'χαμε φέρει μαζί μας μεσα σε δυο μεγάλα βάζα. Όλα τα υλικά ήταν απο τον κήπο και εγώ ήμουν κατάκοπος, δεν έχω απολαύσει γεύμα τόσο πολύ.
Έτσι γίνεται στη ζωή. Για να κερδίσεις κάτι, πρέπει να χάσεις κάτι.”
Άνοιξε το ένα βάζο και πήρε μια μεγάλη κουταλιά.
Αλλά και αντίστροφα. Δεν χάνεις τίποτα χωρίς να κερδίσεις κάτι άλλο.”
Δεν θυμάμαι γιατί του γκρίνιαζα. Αν κρίνω απο την εποχή δεν πρέπει να ήταν κάτι σημαντικό.
Όλοι γονατίζουν, θα γονατίσεις και εσύ. Μα μη μείνεις έτσι για περισσότερο απ' όσο χρειάζεσαι για να ξανασηκωθείς. Όταν έρθει η ώρα προχώρησε, και φτιάξε απ' τα συντρίμμια.”

Δεν είχε κι άδικο ο γέρος. Η συνειδητοποίηση μπορεί να είναι βραδυφλεγής αλλά η έκρηξή της στην πραγματικότητά έχει πάντα την ίδια ισχύ..

Δυστυχώς ή ευτυχώς όταν πλέον καταλαβαίνεις τι πραγματικά πήγε στραβά και που ήσουν λάθος είναι πολύ αργά.
Μα κρίνεται ο χαρακτήρας σε τέτοιες στιγμές, που ανακαλύπτεις πως μπορείς να αλλάξεις κάτι ουσιαστικά ακόμα κι αν αυτό δεν πρόκειται να διορθώσει τίποτα απο όσα έχουν ήδη γίνει.

Μπου-χου. Είμαι ο κάκιστος και μου αξίζουν όλα αυτά. Μπου -φάκιν-χου. Και ξανακυλάς.


'Ή σηκώνεσαι, κι αρχίζεις να προχωράς ξανά.