Παρασκευή 12 Ιουλίου 2013

Η νύχτα πέφτει στην Αθήνα

Μετά βίας την παλεύω στην Κρήτη. Δεν είναι τα φράγκα, δεν είναι οι γκόμενες, δεν είναι ούτε τα στέκια ούτε οι φίλοι. Δεν είναι τα ξύδια, δεν είναι η ντρόγκα, δεν είναι η σχολή, δεν είναι οι εχθροί. Τίποτα απ' όλα αυτά δεν με αγχώνει. Όλα ήταν και θα είναι πάντα μπερδεμένα και δύσκολα, απο ένα σημείο και πέρα μαθαίνεις να σταματάς να γκρινιάζεις, μπουκώνεσαι τη μιζέρια σου, τη μασάς και την καταπίνεις, μαθαίνεις να συνεχίζεις.
Η ζωή κάθε άλλο παρά ήρεμα κυλάει εδώ. Έφτασα πέρσι τον Οκτώβρη, ξαναρχίσαμε τις μουσικές, παίξαμε και παίξαμε, βάλαμε μπρός και ένα σιντάκι, βρήκα τις παλιές παλιοπαρέες, τα εύκολα φλέρτ, τα στέκια. Every day is holiday, every night is 4th July, ξύδια, ξύδια, ρακές και μπύρες και ουίσκια, μεγάλα τσιγάρα και άδεια πακέτα. Τριψήφιοι λογαριασμοί κάθε μέρα, και η κάρτα του ΑΤΜ να τραβάει και να τραβάει. Πρώτη του μήνα άρχοντας, 10 του μήνα άφραγκος. 15 του μήνα, δανεικά, 20 του μήνα, παράσιτο, 25 του μήνα, υπομονή, και ό,τι ψιλά στην τσέπη ΚΙΝΟ, (“κι αν σου κάτσει??”). Τελευταία του μήνα, “κουράγιο, μέρα είναι θα περάσει”. Και ξανά μανά. Πρώτη του μήνα άρχοντας, 10 του μήνα άφραγκος, και έτσι έχει περάσει σχεδόν ένας χρόνος.

Γιατί γύρισες πίσω?

Μακάρι να 'ξερα.

Γιατί γύρισες πίσω?

Για να τελειώσω τη σχολή? Να πάρω το γαμημένο το κωλόχαρτο? Για να συνεχίσω να τρώω τα φράγκα της μάνας μου? Να μη στεναχωρήσω τον παππού μου?

Γιατί γύρισες πίσω?

Δεν ξέρω γαμώ το χριστό, δεν είχα τίποτα καλύτερο να κάνω. Σταματήστε να με ρωτάτε.

Γιατί γύρισες πίσω?

Γιατί γύρισες πίσω?
Γιατί γύρισες πίσω?
Γιατί γύρισες πίσω?Γιατί γύρισες πίσω?


Το σκηνικό είναι ανησυχητικά συχνά το ίδιο. Κεφάλι βαρύ απ' το χθεσινοβραδυνό φτηνό κρασί. Έχω δυο ώρες που ξύπνησα λουσμένος στον ιδρώτα, η καρδιά μου χτυπάει σαν ταμπόυρλο, αλλά το σώμα μου δεν λέει να πάρει μπρός. Μπρούμυτα κάθομαι ακίνητος, βλέμμα κολλημένο στη ντουλάπα απέναντι, το στώμα μου ξερό, μια σκουριασμένη πρόκα στο στομάχι, η μυρωδιά του εμετού κολυμπάει στο δωμάτιο. Τα όνειρα έντονα και ζωντανά στην αρχή αλλά αγχωμένα και βίαια προς το τέλος. Εκείνα τα πρώτα λεπτά του ξυπνήματος συνήθιζαν να είναι γλυκά και μελαγχολικά, σχεδόν μαγικά, πλεγμένος ακόμα μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας.
Τους τελευταίους μήνες όμως θυμίζουνε σκηνές απο θρίλλερ, το αποκορύφωμα του ονειρικού εφιάλτη γραπώνεται στον καθημερινό εφιάλτη και μαζί συνθέτουν το Τέρας, αυτή την άϋλη σκοτεινιά που σ'ακολουθεί όλη μέρα, αυτό το μαύρο σύννεφο πάνω απ' το κεφάλι σου που κάνει τον ίσκιο σου να ζυγίζει 100 κιλά και σε λυγίζει, σε λυγίζει μέχρι να σε ρίξει κάτω, ανίκανο, αδύναμο, ανυπεράσπιστο, ανέλπιστα αβοήθητο, και σαν μελάνι στο χαρτί σκορπίζει σε ότι αγγίζεις, στον αέρα που αναπνέεις, στους χώρους που κινείσαι και στους ανθρώπους που μιλάς. Και όσο κι αν προσπαθεία να διασκεδάσεις, τους βλέπεις αργά αργά να σμίγουνε κι αυτοί τα φρύδια και να χαμηλώνουνε το βλέμμα σκοτεινιασμένοι, και ξέρεις πως είναι αυτή η γαμημένη η σαπίλα σου που τους πατάει και αυτούς, η ακατανίκητη μιζέρια σου που μιζεριάζει τα πάντα γύρω σου.

Διψάω, πεθαίνω, το νερό ένα μέτρο μακριά. Κάνω να το πιάσω, δεν το φτάνω, το χέρι τρέμει, το κατεβάζω.

Γιατί γύρισες πίσω?

Η καρδιά μου δεν θέλει αν ησυχάσει, βαθιές ανάσες, έλα αγόρι μου το 'χουμε. Τίποτα. Εκεί, βροντοχτυπά ανελέητα, μου φωνάζει, με μαλώνει, κλαίει και οδύρεται.
Γιατί γύρισες πίσω?

Πανικός, το φράγμα σπάει, όλα πέφτουν πάνω μου σαν κύμα, νιώθω μέσα μου να γεννιέται μια μακρόσυρτη κραυγή σαν Μανδραγόρα που τον ξεριζώνουν.

Γιατί γύρισες πίσω?
Γιατί γύρισες πίσω?
Γιατί γύρισες πίσω?
Γιατί γύρισες πίσω?Γιατί γύρ........
Χτυπάει το τηλέφωνο, πρώτα η δόνηση να τρίζει στο πλακάκι, μετά το γνωστό ηλίθιο jingle της samsung, σαστίζω, κάνω να το πιάσω κάτω απ' το κρεβάτι, το βρίσκω, το φέρνω μπροστά στο πρόσωπό μου, προσπαθώ να εστιάσω, το φώς της οθόνης με ψιλοτυφλώνει. Προς στιγμήν με φρίκη διαβάζω “Γιατί γύρισες πίσω?”. Όχι, κούλ, Γιαγιά γράφει. Τι ώρα είναι? Το σηκώνω.

-Ναι? η φωνή βγαίνει απ το βούρκο.
-Έλα παιδάκι μου κοιμόσουνα?
-Όχι γιαγιά μου, ξάπλωνα. Τι γίνεται? Έξω έχει φώς. Πρωί? Απόγευμα?
-Καλά παιδάκι μου, πήρα να σου πω χρόνια πολλά, και ο παππούς εδώ σου στέλνει χαιρετίσματα!
Από το βάθος ακούγεται ο πάπος μου να λέει κάτι σαν “εεεπ που'σαι ρε μπαγάσα!” Χρόνια πολλα? Σχηματίζω ένα χαμόγελο στα γρήγορα για να ακουστεί αλήθινό.
-Να' σαι καλά γιαγιάκα μου, ευχαριστώ πολύ, επίσης! Τι επίσης ρε μαλάκα? Και αν έχεις γενέθλια? Τι μήνα έχουμε?
-Πότε μας έρχεσαι! Εδώ έχουμε το κατσίκι έτοιμο, σε περιμένει να το σουβλίσεις! Πάσχα, σωστά, πλησιάζουν οι διακοπές και τους υποσχέθηκα πως θα 'μαι εκεί.
-Σύντομα γιαγιά μου, έχουμε ακόμα μαθήματα και εξεταστικές και.... σε καμιά βδομάδα θα'μαι εκεί υπολογίζω.
-Άντε άντε, θα σου κάνω και χορτόπιτα που σ'αρέσει, μου 'στειλε η ΚυρΑλεξάνδρα απο τη Ζαγορά κάτι χόρτα, τι να σου λέω!
-Ναι? Τέλεια γιαγιά μου, τέλεια!
-Πώς είσαι, γερός δυνατός?
-Σιδερένιος γιαγιά μου, ακμαίος ωραίος και μοιραίος, όλα πάνε καλά!
-Λεφτά έχεις αγόρι μου, πώς τη βγάζεις?
-Έχω γιαγιά μου, κανένα πρόβλημα, κάναμε και κάτι συναυλίες τώρα και τα κονομήσαμε.
-Άντε, μπράβο! Να βγάζεις και το χαρτζιλίκι σου αλλά τη σχολή, μην την αφήνεις τη σχολή!
-Δεν την αφήνω γιαγιάκα μου, είπαμε, τώρα εδώ, παντρεύτηκα!
-Χαχαχα ζαγάρι, μας έλειψες! Σου βάλαμε με τον παππού και 100 ευρώ να κεραστείς κάτι καλό χρονιάρες μέρες!
-Να 'στε καλά παππούδια μου, να 'στε καλά!
-Αυτά, όλα καλά. Άντε αγόρι μου καλά να περνάς, και νάρθεις να σε δούμε!
-Ναι γιαγιά μου, άντε, φιλιά και στον παππού.
-Γεια σου αγόρι μου, γεια σου!
Κλακ....


Μάσκες. Καταραμένες μάσκες. Μάσκα στο τηλέφωνο, μάσκα στην παρέα, μάσκα στην σχολή, μάσκα στη σκηνή. Μάσκα στον καφέ, μάσκα στο δρόμο, μάσκα στο φλέρτ, μάσκα και μπροστά στον καθρέφτη. Και ποιός να με κατηγορήσει? Έτσι λειτουργεί ο κόσμος. Μέχρι να πέσει η αυλαία ακροβατούμε μεταξύ γκρεμού και ρέματος πάνω στις τεντωμένες μας ελπίδες, με ένα καλά δουλεμένο πλαστικό χαμόγελο μόνιμα μονταρισμένο στα μούτρα. Χειρούργοι της καθημερινότητας, συνεχώς χειριστές λεπτών καταστάσεων, για πάντα. Αφέσου λίγο και έπεσες, όχι στην υπόληψη των γύρω σου, ούτε στα μάτια των κριτών σου, αλλά μπροστά σε σένα τον ίδιο, και το τραύμα που προκαλέις στον εαυτό σου είναι το χειρότερο, γιατί είναι δικό σου.
Και εγώ ακόμα ξάπλα, η ντουλάπα ακόμα απέναντί μου, το νερό ακόμα 1 μέτρο μακριά. Κάνω να το φτάσω, το χέρι τρέμει, δεν το φτάνω, το κατεβάζω. Η πρόκα βράζει, το κεφάλι ασήκωτο. Τώρα έχω και φράγκα, έγινα. Να σηκωθώ.
Να σηκωθώ? Και τι να κάνω? Να πάρω φρέντο, χοτ ντογκ, καρελάκι και να πα' να παίξω κάνα ΚΙΝΟ (“κι αν σου κάτσει??”)? Να πάρω την Νάντια ,τη βασίλισα του πάγου για ένα συνεσταλμένο κατα φαντασίαν παθιασμένο, (δεν θα μου πεί όχι) ξερό γαμήσι? Να πάω στου Νώντα παρέα με τους πεταμένους, το ντριμ τιμ της κατάντιας, να πλακωθώ στις ρακές? Να πάρω μπουκάλι να κεράσω τους πιτσιρικάδες μπας και ανέβει το ηθικό? Να πάω στο μπαρ του Γιάννη να σφηνακωθώ μέχρι αηδίας? Να γίνω φούντα να περάσω τέσσερα μερόνυχτα στο λάπτοπ με πίτσες και τσίτος?

Γιατί γύρισες πίσω?

Να μένει. Καλύτερα ξάπλα παρέα με την πρόκα μου και τη γλυκόξινη μυρωδιά του εμετού, εδώ στην βρωμερή φωλίτσα μου. Τσιγάρα έχω? Πού είναι το παντελόνι? Ίσως αργότερα να κάνω μια να πιάσω και το νερό. Ίσως να βάλω και ράδιο, έμαθα ένα σταθμό πρόσφατα που παίζει ασταμάτητα μπλούζ. Μπορεί να παίξω και λίγο κιθάρα, τέτοιες ώρες βγαίνουν τα καλύτερα.

Γιατί γύρισες πίσω?

Και στην τελική η Νάντια δεν είναι και τόσο ξεφτίλα. Ίσως να έχει μαγειρέψει κιόλας, μπορεί να έχει και περίοδο, θα μ'αφήσει να τελειώσω μέσα. Λες να την πάω για σφηνάκωμα στου Γιάννη? Στο Νώντα δεν χρωστούσα 20 ευρώ? Λες να του τα πάω, να πιω και καμιά ρακή με τον Λάκη και μετά για σφηνάκωμα με την βασίλισσα του πάγου?

Γιατί γύρισες πίσω?
Γιατί γύρισες πίσω?

Γιατί γύρισες πίσω?

Λες να 'χουν κάνα φοντάν οι πιτσιρικάδες? Αν πάρω μπουκαλάκι τι θα έπαιρνα? Βότκα λεμόνι? Τζιν τόνικ? Τζακ?

Γιατί γύρισες πίσω?
Γιατί γύρισες πίσω?
Γιατί γύρισες πίσω?
Γιατί γύρισες πίσω?
Γιατί γύρισες πίσω?
Γιατί γύρισες πίσω?Γιατί γύρισες πίσω?Γιατί γύρισες πίσω?Γιατί γύ........ΝΤΡΙΝ!!!!!
Το γαμημένο το κινητό. Δεν θα μ'αφήσουν σε ησυχία σήμερα τα μουνόπανα. Το καλό που τους θέλω να είναι κι αυτό για φράγκα. Πού είναι το μπάσταρδο? Α, το κρατάω. Ζάχος? Πού με θυμήθηκε. Απο τότε που με είχε ρίξει σ'ενα λαίβ στην ξεσσαλονίκη του'χω κόψει την κουβέντα. Έκανα πρόβες μήνες ολόκληρους και όταν βγήκε η αφίσα το όνομά μου δεν ήταν πουθενά. Πήρα τηλ τον διοργανωτή και ούτε που ήξερε για τι πράγμα μιλάω, ο τυπάς τα είχε κάνει σκατά, ή ο Ζάχος τα είχε κάνει σκατά, σκατά πάντως, και στράβωσα και δεν του το σήκωνα για μήνες.

-Γιο.
-Ορφεύς, τι κάνεις ρε φίλε?
-Τι να κάνω ρε Ζακ, Φάκιν Κρίτι. Πού είσαι?
-Αθήνα, την έκανα απο σαλόνικα.
-Τι έγινε ρε, όλα καλά?
-Άσε μεγάλη ιστορία.
-Τι φάση ρε, με το σπίτι? 'Η σε κυνηγούσε καμιά γκομενίτσα?
-Χα, όχι τίποτα τέτοιο. Απλά αν έμενα κινδύνευε η ζωή μου.
Πάντα τέτοιος ο Ζάκ. Χωμένος σε όλα, τζάνκι της αδρεναλίνης. Όσο πιο δύσκολη η μόντα τόσο πιο πολύ να γυαλίζει το μάτι του Ζακ. Είχε μπλεξίματα τελευταία, ήταν άσχημα απ' ότι έμαθα από γνωστούς αλλά μάλλον όλα κυριλέ.
-Χαχα, πάντα τέτοιος ήσουνα ρε καριόλη..
-Χα....
-.........
-Πες ρε Ορφ. Είσαι καλά ρε φίλε?

....Και χαμογέλασα χυδαία και άνοιξα το στόμα και πήρα ανάσα έτοιμος να του πω τα κλασσικά, για γκομενάκια, για λάιβ και μεθύσια, για τσαμπουκάδες και περιπέτειες, να φιλτράρω την πραγματικότητα μέσα απ' τη μάσκα του ροκενρόλα και να κρατήσω την αηδία μου για μένα, όπως κάνω πάντα και με όλους. Αλλά αυτή τη φορά δεν μπορούσα. Η ανάσα μάγκωσε μέσα μου και δεν άφησε τον χείμαρρο να κυλήσει. Ένιωθα αυτές τις τρεις γαμημένες λέξεις πυρακτωμένες να βράζουν, να επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά και ξανά, όλο και πιο γρήγορα, σαν τρένο άκουγα το μοιρολόι μου να ξεκινά και σταθερά να αφηνιάζει, σφυρίζοντας και βγάζοντας ατμούς να κοπανά το ταλαιπωρημένο μου κρανίο.
Όχι άλλο ρε πούστη, όχι άλλο. Κουράστηκα.. Φτάνει.

Κόπηκα. Το χαμόγελο έσβησε. Έκλεισα τα μάτια, επέτρεψα για λίγο στο μυαλό μου να χαλαρώσει, να κινηθεί ελεύθερα, χωρίς περιορισμούς, κι άφησα την ανάσα μου να βγεί φορτωμένη με ό,τι λέξεις ήθελε, χωρίς φίλτρα, χωρίς μάσκες, χωρίς τίποτα, ατόφια, σαν νερό.

-Είμαι σκατά, Ζάχο. Σκατά ρε φίλε. Όλα πάνε κατα διαόλου και ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω τι κάνω εδώ πέρα.

Πάγωσα. Τα λόγια που βγήκαν απ' το στόμα μου γίνανε θρύψαλα στη σιωπή και χίλιες αμυχές πέσαν με φόρα και χωθήκαν στο πετσί μου. Η αλήθεια κόβει σαν ξυράφι και με θέρισε, μια χαρακιά απο μένα για μένα, όλη δική μου. Για ένα δευτερόλεπτο είδα τον εαυτό μου όπως τον έχω κάνει, είδα τη ζωή μου, κρυμμένη δειλά μες στη σαπίλα να αντικατοπτρίζεται στο δωμάτιο. Γόπες και ξερατά στο πάτωμα, μπουκάλια πεταμένα παντού, κλειστά παράθυρα, αέρας μουχλιασμένος, το σεντόνι βρώμικο, το μαξιλάρι μια αηδία. Η μυρωδιά της εγκατάλειψης και της φρίκης, τα σημάδια του Τέρατος, του δικού μου Τέρατος παντού γύρω μου. Ένιωσα τον ιδρώτα να κυλάει παγωμένο στο στήθος μου, τα πνευμόνια μου βαριά απ' τα καρελάκια. Το σώμα άρρωστο, η ψυχή άρρωστη. Για ένα δευτερόλεπτο ένιωσα τόσο, μα τόσο απελπιστικά κουρασμένος.

Και ο Ζάχος, αυτό το αρχίδι, σαν να καραδοκούσε όλο αυτόν τον καιρό σε μια γωνιά παρατηρώντας την κατρακύλα μου, περιμένοντας να πιάσω πάτο, ή ακόμα χειρότερα, σαν να ήξερε τόσο καιρό τι τραβάω, πολύ απλά γιατί έτσι λειτουργούνε οι άνθρωποι, με κλώτσησε έξω από τη λούπα μου, με τράβηξε απ' τη φυγόκεντρο δύναμη της μιζέριας μου και με λύτρωσε από το φαύλο κύκλο που ο ίδιος, ηλίθια έβαλα τον εαυτό μου, με μια μικρή, απλή, πρόταση.

-Έπρεπε να πάρεις το χρόνο σου ρε φίλε. Όλοι χρειάζονται το χρόνο τους.
-......
-.......
-Ορφεύς, με ακούς?
-.......
-Ορ....
-.........έρχομαι Αθήνα Ζακ.
-Πότε?
-Τώρα. Τα λέμε αύριο το πρωί.
-Καλά ρε μα.......
ΚΛΑΚ..............!


                               * * *


Η νύχτα πέφτει στην Αθήνα και λογιών λογιών φιγούρες σέρνουν τα ράκη τους μες στις σκιές. Βγαίνουν απο τις μίζερες υγρές τρύπες τους και αναζητούν, σαν αγρίμια, μαντρωμένα σ'ένα απέραντο τσιμεντένιο λιβάδι, σπαρμένο μ' ατσάλινους χτύπους. Εδώ βασιλεύουν δαίμονες και λύκοι, ψυχές μαύρες σαν πίσσα, οργή λευκή απ' τη θερμότητα.
Τρέφω μια σχέση αγάπης και μίσους μ' αυτή την πόλη. Με τρομάζει είναι η αλήθεια, πάντα με τρόμαζε. Οι άπιαστοι ρυθμοί, το δυσάρεστο συναίσθημα του πνιγμού στη λαοθάλασσα, πικρό στο λαιμό σου. Ο πόνος και η εγκατάλειψη στα κτίρια, τ'απομεινάρια μιας άλλης εποχής, στέκουν θλιμμένα, αρρωστημένα, βαστώντας με χέρι τρεμάμενο ό,τι έχει μείνει ζωντανό από το ξεχασμένο μεγαλείο τους.
Βλέπω ένα ζητιάνο εδώ και δυο μέρες, λιανό και πεταμένο στην άκρη του δρόμου, μάτια άδεια, ούτε φόβος, ούτε ελπίδα, ούτε ελευθερία, τίποτα. Το δεξί του πόδι είναι πρησμένο, γεμάτο πύον και νεκρό αίμα, δίπλα στον αστράγαλο απ' την εξωτερική πλευρα χάσκει μια πληγή σαν την παλάμη σου, όλη η κατάντια του αιώνα μας είναι συγκεντρωμένη σ'αυτή την πληγή, κουτσαίνει απ' τη μια μεριά του κέντρου στην άλλη σαν φάντασμα, η προσευχή του “Βοηθήστε με, πονάω”, ξανά και ξανά και ξανά, το δέρμα του σκαμμένο απ' το βελόνι.
Όλα τρέχουν, όλοι τρέχουν κυνηγημένοι, πάντα βιαστικοί, να μείνουν έξω όσο λιγότερο γίνεται, να προλάβουν το τελευταίο φως της μέρας, γιατί με το σκοτάδι ξεκινά ο εφιάλτης. Σαν πέσει ο ήλιος θα ξυπνήσουν τα φαντάσματα και όποιος έχει μυαλό καλά θα κάνει να χουχουλιάζει στο σπιτάκι του μπροστά στην τηλεόραση, παρακολουθώντας το δελτίο των 8, δειλό μπανιστήρι στην σκληρή πραγματικότητα, στον τρόμο που λαμβάνει χώρα δυο στενά πιο κάτω.
Κάποιοι σφιχτά κρατούν στην τσέπη το πορτοφόλι όσο κάποιοι σφιχτά κρατούν στην τσέπη το μαχαίρι, όλοι φοβούνται. Κάποιοι σακουλιάζουν το βρωμίδι στα αρχίδια και κάποιοι χαιδεύουν το πιστόλι στη ζώνη. Κλέφτες κι αστυνόμοι, άρχοντες και αλήτες, νικητές και νικημένοι πατάν αυτή την πόλη με μπότες, λουστρίνια και βρώμικες πατούσες. Κανείς δεν έχει ερωτήματα εδώ, μετά απο λίγο καιρό απλά δε σε νοιάζει, τη δέχεσαι γι' αυτό που είναι, ή μάλλον, αυτή σε δέχεται γι' αυτό που είσαι, δεν το σκέφτεται δεύτερη φορά, σαν σιχαμένη γριά πουτάνα ανοίγει τα ποδάρια της και περιμένει να κάνεις το γούστο σου.


Αλλά η νύχτα πέφτει στην Αθήνα, και στα κατουρημένα της στενά φορές φορές νιώθω σαν στο σπίτι μου, και έχω παρέα και φράγκα και την κιθάρα μου στον ώμο και μια μπουκάλα ξύδι εισαγόμενο στο τζάκετ, γι' αυτό τσουπώνω τη φρίκη της πόλης βαθιά στην κωλότσεπη και φοράω στη μούρη το χυδαίο μου χαμόγελο όπως εσύ φοράς γυαλιά, να πα' να γαμηθεί ο νοσηρός λυρισμός των σκονισμένων δρόμων, να πας να γαμηθείς και εσύ.


Η νύχτα πέφτει στην Αθήνα και όλα επιτρέπονται, στην Ομόνοια χαράματα θα με φερμάρουνε με σάπιο σέο, θα αδειάσω πακέτα και μπουκάλια, θα ξεράσω ρετσίνα στην Πλατεία, θα μουρλαθώ με σκόνες σε βρώμικα φτηνά ξενοδοχεία. Στα σκαλάκια του Στρέφη θα απαντήσω μια παλιά αγάπη και θα χάσω το μυαλό μου, ζάντα κι αγkαλιά θα παραπατήσουμε στο κέντρο, τις καρδιές μας θα κάνω χίλια κομμάτια. Με τον άλανο το Ζάχο θα παίξω τα μπλουζ του Πρίγκηπα από Κηφισιά μέχρι Εξάρχεια, θα τους πάρουμε τα αυτιά και θα ζητάνε κι άλλο, θα μας φάνε και θα μας φτύσουν, θα μας αγαπήσουν. Θα διψάσω, θα πεινάσω, θα παγώσω και θα σκάσω, θα λιώσω από
ηδονή και θα πονέσω, θα ιδρώσω και θα φτύσω αίμα, τίποτα δε με σταματά.
Στο κέντρο θα κάνω επικίνδυνες δουλειές, με ρίσκο θα περάσω ανάμεσα απ' τους ματάδες, στα μούτρα θα τους γελάσω σαν κωλόπαιδο με το κεφάλι πάντα πάνω. Πούστη κόσμε, δεν τρομάζεις κανένα! Γατάκια βλέπω τα θηρία σου, το πιο επικίνδυνο, πάντα, μα πάντα θα είναι ο ίδιος μου ο εαυτός.

Αλλά η νύχτα πέφτει στην Αθήνα, και ένας θεός ξέρει πού θα με βρει το ξημέρωμα. Γιατί γύρισα πίσω? Διάολε, έπαιρνα φόρα για να φύγω μπροστά.

3 σχόλια: