Παρασκευή 20 Μαρτίου 2020

Τα Παρτέρια της Θερινής Μπουρζουαζίας


Και να ‘μαι, καθισμένος ξανά στη μαύρη δικτυωτή πολυθρόνα, σετάκι-προσφορά με τις πέντε αδερφές της και το γυάλινο τραπέζι να πίνω το φραπεδάκι μου κάτω απ’ την πέργολα. Με τον γκρίζο, ανοιξιάτικο ουρανό έτοιμο να πέσει στην αυλή να σπάσει, με τον κήπο δουλεμένο ώρες απ’ το πρωί, χωρίς αγριόχορτα να πνίγουν πια τις τριανταφυλλιές, τους θάμνους και τα λοιπά άγνωστα μα κλασσικά καλλωπιστικά.

Να μαι πάλι εδώ, σε μια απ’ αυτές τις προκάτ παραλιακές γειτονιές, σε ένα απ’ τα εξήντα σπίτια που χτίστηκαν ταυτόχρονα μέσα στην προηγούμενη εικοσαετία ως συγκρότημα και πουλήθηκαν ξεχωριστά σε γιάπηδες και μικροαστούς που πάντα ήθελαν ένα εξοχικό δίπλα στη θάλασσα, μα όχι πολύ μακριά απ’ την πόλη.

Τώρα είναι καλά. Το καλοκαίρι όμως γίνεται ο κακός χαμός εδώ. Ταβέρνες και μοτέλ, ρεντ ε μπόατ, ρεντ ε ρουμ, ρεντ ε γκερλ. Θες δε θες γίνεσαι συνεχώς μάρτυρας στην τρέλα τους. Στα χαϊλίκια της σεζόν που σφύζει ο τόπος λουόμενους χρειάζεται χάπια.

Γάματα.

Ακούς τη θεία από δίπλα να δέρνει το σκύλο και θες να πάρεις τη φιλοζωική. Ακούς την άβγαλτη 20χρονη μάνα με την επιλόχειο κατάθλιψη να ουρλιάζει στο παιδί και θες να πάρεις την πρόνοια. Ακούς τους συνομήλικους σου να τα λένε ελαφρώς μεθυσμένοι στις βεράντες και θες να πάρεις τα βουνά.

Η αμμουδιά, μια αηδία. Το νερό μυρίζει αντηλιακό. Παντού γόπες και πτώματα από φρέντους εσπρέσους. Στα λιγοστά τετραγωνικά μέτρα που δεν έχουν κοτσάρει ξαπλώστρες και ομπρέλες οι καφετέριες, αυθάδεις γόνοι νεόπλουτων επαρχιωτών γκρινιάζουν, φτύνουν και ουρλιάζουν σαν τσακάλια, επαγγελματίες ρακετίστ γεμίζουν ασφυκτικά τον χώρο με χιλιάδες τακ-τοκ, ξεκωλιάρες και σφίχτες ξεκωλιάζονται στα όρθια.

Κάθε Πέμπτη λάιβ στην ταβέρνα. Κλαρίνα από το Άλφα του Κενταύρου και συνθεσάιζερ οκτώ διαστάσεων στη ΔΙΑΠΑΣΩΝ, δεν την γλιτώνεις πουθενά. Αλλά όλες τις υπόλοιπες μέρες, η κιθάρα τους ενοχλεί, η μουσική τους ενοχλεί, οι ταινίες τους ενοχλούν. Φοβάσαι να τσουγκρίσεις τη μπύρα σου, φοβάσαι μην κλάσεις λίγο πιο δυνατά και ξυπνήσεις την κυρά Χαρίκλεια που παίρνει τρία ντεπόν τη μέρα από χόμπι. Μόνο όταν πηδιόμαστε κάνουνε μόκο, εκεί τους πιάσαμε. Αυτός ο γελοίος, παραδοσιακός πουριτανισμός που τόσο τους πάει δεν θα τους άφηνε ποτέ να αναγνωρίσουν το σεξ σε οποιαδήποτε μορφή. Είναι κάτι που δεν θέλουν να αναφέρουν, αν και είμαι σίγουρος πως σπάνια βγαίνει απ’ το μυαλό τους. Είναι ντροπή, ιτς ε νόνο. Δεν έχουν πούτσες και μουνιά, έχουν βρακιά. Δεν έχουν βυζιά, έχουν σουτιέν. Δεν έχουν καύλες, αναστατώνονται.

Ευτυχώς έχουμε μήνες ακόμα μέχρι αυτά. Τώρα, καλά περνάμε. Μπυρίτσες στην αυλή από το μεσημέρι, βόλτες μέχρι το διπλανό χωριό μέσα από χωράφια και ελαιώνες, είναι ένα ευχάριστο διάλειμμα απ’ το τσιμέντο. Γουστάρω, απλά, να. Νιώθω λίγο έξω απ’ τα νερά μου. Από σπόντα βρέθηκα εδώ, μέρη σαν αυτό μόνο απ’ έξω τα ‘βλεπα μέχρι τώρα.

Ο φίλος μου ο Μήτσος λέει πως αν δεν χρωστάς τουλάχιστον τρία χιλιάρικα και δεν πίνεις Βατ 69 δεν μπορείς να λες πως είσαι άντρας. Έ, κάπως έτσι και εδώ, νιώθω πως δεν ανήκω. Πως είμαι μια μπυροκοιλιά στον έβδομο μήνα, ένα πενταψήφιο χρέος και δύο διαζύγια πολύ λίγος για ένα μέρος σαν αυτό.

Το καλοκαίρι εδώ, μου φαίνεται σαν μια μικρή, πλαστή πραγματικότητα δίπλα απ’ την απτή. Δεν μπορείς να πεις πως δεν έχει καρδιά όμως. Το χειμώνα δείχνει τα αληθινά της χρώματα αυτή η γειτονίτσα στη μέση του πουθενά. Με τις πάπιες να κρώζουν και τα βατράχια να λαλάζουν στο έλος, με τα λιγοστά κίτρινα φώτα που πιό πολλά κρύβουν παρά κάνουν να φαίνονται και τα ανήσυχα ψωριάρικα αδέσποτα, τους αληθινούς κατοίκους αυτού του τόπου να σου δαγκώνουν τα μπατζάκια.

Χτες βράδυ έπιασα μια ξεκούρδιστη, βραχνή λύρα να αχνοπαίζει μέσα από κλειστά παράθυρα. Βγήκα και την βρήκα. Ένα παππούδι είχε πιάσει το παλιό όργανο και καθισμένος στο ντιβάνι ξαγρυπνούσε και γρατσούναγε. Πριν προλάβω να τον χορτάσω, σταμάτησε. Αγανάκτησε, ή ντράπηκε που έπιασε το γυφτόξυλο τώρα στα γεράματα. Ελπίζω να το ξαναπιάσει.

Μια γλυκιά θεία κόβει βόλτες την παραλία κάθε νύχτα με το πατσαβούρι της απ’ το λουρί και μια δεκαριά μπασταρδάκια συνοδεία. Όλα τη φοβούνται και την σέβονται, είναι η βασίλισσά τους εδώ γύρω. Δυο τρεις φορές που γυρνούσαμε σπίτι νύχτα και μας την πέσανε βγήκε σαν το μπάτμαν μέσα απ’ τις σκιές κι αυτά λουφάξανε αμέσως.

Δίπλα απ’ την πόρτα του σπιτιού και πάνω στον υπόνομο έχει φυτρώσει ένα μικρό πλατανάκι, ένα μέτρο δέντρο. Οι γείτονες λένε πως είναι πάνω από δέκα χρόνια έτσι. Δεν θέλει να μεγαλώσει παραπάνω, ή δεν το αφήνουνε.

Είναι και τα αχόρταγα μάτια όλων των ντόπιων μες στη συνταγή, που μας βλέπουν αγκαζέ και βάζουν μπρος τις φήμες. Ψοφάνε για κουτσομπολιό οι φουκαράδες. Μετά απ' τους χιλιάδες χιλιάδων αγνώστους που παρελαύνουν κάθε χρόνο μέσα απ' τις ζωές τους φαντάζομαι νιώθουν την ανάγκη να χωθούν κι αυτοί στις δικές μας, έτσι, για εκδίκηση.

Τι να τους κάνεις? Μία ακόμη μικρή γωνιά του κόσμου. Με τα κουνούπια της, με τους κιτς νάνους του κήπου, με την ανεξήγητη κραυγή πόνου πέντε η ώρα το πρωί που θα σου κόψει το αίμα. Στον δρόμο παραπέρα, κάποιος αυτόχειρας μαρσάρει τη μπούσα σαν να μην υπάρχει αύριο. Το κλασικό ανοιχτό ραδιόφωνο  παίζει κλασικά λαϊκά πίτα στο παράσιτο, συνοδευόμενο από βαθιά αααααχ και ουυυυχ, και βήχες όλο ροχάλα, και παραιτημένα μίζερα γαμωσταυρίδια.

Μα έχεις και αστέρια αληθινά εδώ, όλο το φουστάνι του γαλαξία απλωμένο από πάνω σου, όχι τα δώδεκα που αχνοφαίνονται στην πόλη. Κοιτάς και χάνεις το μπούσουλα. Το νερό, πάγος, και για βουτιές μόνο από αληθινά γενναίους μα η παραλία μια μαγεία, ερημική κι ατημέλητη. Γεμάτη η άμμος από κατεστραμμένους θησαυρούς ξεβρασμένους απ’ το κύμα, φαγωμένους απ’ τ’αλάτι. Ένας κορμός, μια κυρτή σανίδα από ναυαγημένη βάρκα, ένα γυάλινο μπουκάλι βουλωμένο, χωρίς μήνυμα. Μια ακέφαλη μπάρμπι, τρύπιες πέτρες, πέτρινες τρύπες, 24 μπουκαλάκια με αγιασμό, μια θηλιά δεμένη με χοντρή τριχιά. Δεν πάει το μυαλό σου. Εδώ πετάει η θάλασσα τα αποφάγια της για μας, τους περιεργάκηδες ρακοσυλλέκτες που διαβάζουμε Οδύσσειες σε κομμάτια φθαρμένου πλαστικού.

Κι όταν σουρουπώνει και σε χτυπάει ο δροσερός άνεμος μέσα απ’ τις καλαμιές, με τους γλάρους από πάνω να σερφάρουνε τα ρεύματα, με τις μακρινές ακτές πέρα απ’ τη θάλασσα βαθύ μελαγχολικό μπλε, με λιγοστά αχνά φωτάκια σκαρφαλωμένα στις ράχες τους. Να γεύεσαι το αλάτι στα χείλη σου, να χώνεσαι βαθιά στο πουλόβερ όσο πλησιάζει η νύχτα. Τα παράθυρα των εξοχικών ερμητικά κλειστά, μπικίνια και πετσέτες περιμένουν υπομονετικά μες στα συρτάρια. Οι ομπρέλες από φύλλα φοίνικα ξεμαλλιασμένες, καφετέριες και ρεστοράν με αμπαρωμένες πόρτες, άδειες και γεμάτες άμμο οι άνετες αυλές.

Μου θυμίζει αμυδρά κάποια σκηνή από ελληνική ταινία εποχής 2000. Δεν ξέρω πλέον ποια. Αυτή η αγριεμένη ερημιά του τιθασευμένου τόπου, η φυσική κατάσταση που επανέρχεται όταν τον αφήνουμε ήσυχο έστω και για λίγο. Η εικόνα με είχε αγγίξει στην παιδική μου ηλικία κι είναι ακόμα μαζί μου.

Γλυκιά μπουρζουαζία. Όλοι παιδιά σου είμαστε. Σε λίγους μήνες θα γίνει η επέλαση των ασυνείδητων βαρβάρων μα τώρα είσαι ήσυχη γη, με τον τρόπο σου όμορφη .

Μες στη δηθενιά ναι, μα ούτε μια φορά δεν έχω νιώσει να κλείνει γύρω μου η πέργολα να με πλακώσει, κι οι μέρες δεν μου φτάνουνε.

Ναι, είναι καλά εδώ. Στο ορκίζομαι όμως, θα βγω παγανιά ένα απ’ αυτά τα βράδια, αναπαυτικά μουδιασμένος, και θα χέσω στα πεντάμορφα παρτέρια του κάθε μπουρζουαζέου παραθεριστή, για το γαμώτο. Γιατί μπορώ. Γιατί έτσι. Σκατά και τριαντάφυλλα, σκέτη ποίηση. Θα πούνε πως το κάνανε οι αλβανοί -πάντα έτσι λένε- μα εγώ θα ξέρω.

Και τα πρωινά, πηγαίνοντας στην plage, θα τους χαιρετάω  λίγο πιο αυθάδικα, λίγο πιο γλεντζέδικα, πιό άνετα, με μπρίο. Kαι θα με χαιρετάνε πίσω κι αυτοί, γιατί δεν έχουν επιλογή, γιατί απλά έτσι κάνουν.

Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2019

Αποδομητικά Παπιά


Γεια σου φίλε. Τι κάνεις? Σου ‘πα ψέματα τις προάλλες πως θα γράφω κάθε μήνα. Προς υπεράσπισή μου, είπα αυτολεξεί «κάθε μήνα, μέσες άκρες», αφήνοντας έτσι περιθώριο για μαλακία. Ή, δεν ξέρω. Μπορεί να ήξερα τι έκανα, κι ας μην ήξερα τι έκανα. Σπάνια ξέρω νομίζω, τι κάνω.

Αυτό το κάνω συχνά όμως. Χάνομαι εννοώ. Ένας φίλος απ’ τα παλιά με είχε πάρει τηλ εξάφνου, και του πα, έλα Χάμπο, που ‘σαι, περίμενε γιατί με έπιασες στη μέση του μεσημεριανού, θα σε πάρω μόλις φάω. Τελικά τον ξέχασα. Και μετά που τον θυμήθηκα, τον άφησα, τον έχασα. Είχα σκοπό να τον πάρω μετά από καιρό και να του πω, έλα Χάμπο, έφαγα. Τι κάνεις! Μα πέρασαν πια τέσσερα χρόνια. Το αστείο ξέφτισε, δεν νομίζω πως το θυμάται πια. Μπορεί καν να μη ζει.

Σου 'χω πει, δεν ξέρω γιατί είμαι έτσι. Οι φίλοι μου λένε πως είμαι μπάσταρδος. Λένε πως είμαι εγωίσταρος, νάρκισσος και εγωκεντρικός. Λοιπόν, δεν είναι λάθος. Μα αυτό δεν τους δίνει και δίκιο. Δεν ξέρω, απλά απολαμβάνω τη βόλτα. Δεν θα κρατήσει για πάντα, το έχεις σκεφτεί ποτέ αυτό?  Εγώ το έχω. Με αγχώνει.

Εδώ που λες. Κυριλέ πρωινή οκτάωρη δουλειά. Σπιτάρα γύφτικο παλάτι. Γυναίκα, μπάντες, μουσικές. Ζω το Αμερικάνικο Όνειρο. Ή μάλλον, το Βαλκανικό Χανγκόβερ. Ή μάλλον, σβήστο, ζω την Ελληνική Πραγματικότητα.

Δεν είναι τόσο άσχημα. Είχα καιρό να βρίσκομαι εκτός βρόμικων, μουχλιασμένων ημιυπόγειων, ή φιλοξενούμενος / τσιμπούρι σε παρατρεχάμενους φίλους. Και θέλω να γράψω, «φίλους» ή, φίλους, αλλά βρίσκομαι εδώ και καιρό σε μια διαδικασία που υιοθετώ άλλη στάση ζωής, πιο, εχμ, θετική. Οπότε θα πω. Φίλους. Ή μάλλον, θετική.

Είχα επίσης καιρό να έχω το δωμάτιό μου. Με το γραφείο μου, το γλυκό χάος απ’ τις σημειώσεις μου, τα όργανα και τα λάφυρά μου. Τον κήπο μου. Έναν άνθρωπο να μιλήσω, να πηδηχτώ και να αγαπήσω. Φράγκα. 250 στο παντελόνι κάθε δυο βδομάδες. Τι λες τώρα! Μαλάκα, μετά από τόσες ατέλειωτες απανωτές περιόδους αφραγκίας νιώθω σαν τον Ωνάση.

Μα κυρίως, νιώθω πραγματικά ευτυχισμένος που έχω μια δικαιολογία να ξυπνήσω ΝΩΡΙΣ. Νωρίς φίλε, έξι η ώρα τα χαράματα. Όταν ο ήλιος δεν έχει καλά-καλά ξετσουτσουνιάσει απ’ την ανατολή, όχι αστεία. Την ώρα που σχολάνε οι νυχτοφύλακες. Την ώρα που κοιμούνται οι γάτες. Στην αρχή-αρχή της μέρας, κάρπε ντίεμ. Πριν πάρει καν χρώμα ο ουρανός, πριν σβήσουν τα φώτα του δρόμου, πριν οτιδήποτε. Εγώ είμαι εκεί.

Δεν ήταν εύκολο στην αρχή. Ξυπνούσα με το γαμοσταυρίδι στο στόμα. Τραβούσα τα μαλλιά μου από τις ρίζες περιμένοντας τον καφέ να βράσει. Πάντα χυνόταν. Πότε ξυπνούσα πιο νωρίς, πότε ξυπνούσα πιο αργά απ’ ότι έπρεπε. Τον πρώτο μήνα δεν με έπαιρνε ο ύπνος απ’ το άγχος. Πάντα ξεχνούσα κάτι φεύγοντας, ή τα κλειδιά, ή το κινητό, ή το τοστάκι. Ένα πρωί ξεκίνησα με τις παντόφλες. Πήγα διακόσια μέτρα μέχρι να το πάρω γραμμή. Βρισίδια, ατέλειωτα βρισίδια και θλίψη, απελπισία.

Μα το χρειαζόμουν αυτό. Είναι παράξενος ο κακός κύκλος ύπνου. Δίνει μεγάλη διάσταση στην σκοτείνια και την τρέλα. Είχα χρόνια που κάθε χειμώνα ξυπνούσα νύχτα, και μια ζοφερή θάλασσα με χτυπούσε με ατέλειωτα κύματα απόγνωσης, με κοπάναγε μέχρι το ξημέρωμα, κάθε μέρα, κάθε νύχτα, και την επόμενη μετά απ’ αυτή. Δεν το χρειαζόμουν αυτό.

Αλλά συνήθισα. Σκέφτηκα πολύ το ένδοξο προλεταριάτο. Και δεν το πήγα μακριά. Σκέφτηκα τη γιαγιά μου, που η φάμπρικα ήταν ότι καλύτερο της συνέβη ποτέ μετά τα αίσχη του πολέμου. Τραγουδούσε σαν το αηδόνι στην φαρδιά αίθουσα, και σαράντα γυναίκες και δυο επιστάτες κάνανε μόκο να την ακούσουνε. Σκέφτηκα πολύ τον παππού μου, που γλύτωσε τη ζωή του απ’ τις σφαίρες και τη φυλακή για να του κάψει τα μάτια, τα χέρια και τα σωθικά το βρωμερό τσιμέντο του Βόλου. Ήταν μια ακόμα αρχή, συνήθισα πια. Έμαθα να το απολαμβάνω.

Ανάβω τη σόμπα, κάνω τον καφέ μου. Ακούω μουσική, διαβάζω τα ποιήματα του θείου Τσάρλι. Ντύνομαι, χέζω, φιλάω το μωρό και φεύγω για δουλειά. Κλειδώνω την καγκελόπορτα, ανάβω τσιγάρο, βάζω κάτι χαρούμενο στα ακουστικά και προχωρώ. Ο Ίσκιος του Ορφέα, αυτό το μαύρο μπάσταρδο είναι κάθε μέρα εκεί, στη γωνία, δίπλα στους κάδους. Μόλις με βλέπει ξεκόβει απ’ την αλητοπαρέα και έρχεται να μου κάνει πρρ και νιάου και μίου και γρρρ γρρ. Είναι μεγάλος καριόλης. Του χουν ψαλιδίσει το αυτάκι, πράγμα που σημαίνει πως του χουν κλιπάρει τα αρχιδάκια. Είναι ο μόνος που κάθεται να χαϊδευτούμε. Όλοι οι υπόλοιποι της παρέας είναι βαριά και ασήκωτα χοντρόγατα.

Η δουλειά είναι στο κέντρο, μισή ώρα περπάτημα απ’ την κορυφή της Άνω Πόλης. Στην πλατεία Τσιτσάνη, στο μεγάλο δέντρο, συχνά πυκνά αράζουνε παπαγαλάκια και τρώνε τους στρογγυλούς κίτρινους καρπούς. Δεκάδες καταπράσινα, εξωτικά παπαγαλάκια. Χειμώνα καλοκαίρι, αν και πιο πολύ το καλοκαίρι.

Στην αρχή νόμιζα πως το σκάσανε από κάποιο ζωολογικό κήπο, έκανα απίστευτα διασκεδαστικά σενάρια. Τελικά έμαθα πως είναι μόνιμοι κάτοικοι εδώ και οκτώ-δέκα χρόνια. Ποιος ξέρει? Ίσως να το 'σκασαν απ’ τα κλουβιά και να κάναν τη φωλιά τους εδώ, σε κάποιο απ’ τα πάμπολλα θλιβερά, εγκαταλελειμμένα κτήρια. Εδώ είναι οι παπαγάλοι σου, Γαμάτε. Τους βρήκα. Όλο το καλοκαίρι μου πήρες τα αυτιά που πήγαν και που πήγανε οι παπαγάλοι. Τελικά είναι δίπλα στο σπίτι μου.

Και κατηφορίζω ακόμα πιο κάτω, με την πόλη και τη θάλασσα και κάποιες φορές τον Όλυμπο να φαίνεται αραιά και πού πίσω απ’ τα κτήρια στα αριστερά μου, κτήρια αρκετά ψηλά για να μονοπωλούν τη φαντασμαγορική θέα. Όλος ο κόλπος στο πιάτο απ’ το μπαλκόνι. Τυχεροί άνθρωποι. Ή μάλλον, πλούσιοι. Εγώ όμως είμαι χαρούμενος να την κοιτάω και απ’ τις μικρές χαραμάδες, όταν ανοίγει λίγο το τσιμέντο στα κατηφορικά σκαλιά, είναι πιο ωραία έτσι. Είναι κατά κάποιο τρόπο πιο γλυκά, πιο αληθινά. Ένα μικρό κομμάτι του κέικ. Λίγο θάλασσα, λίγο βουνό. Ένα ακόμη μικρό κομμάτι ουρανό.

Και η πόλη. Η άναρχη πόλη. Υγρασία, ομίχλη, ψυχή στους δρόμους. Καμιά φορά δεν φτάνει καν μέχρι τη Ροτόντα. Άλλες, τα χρώματα βάφουν λίγο-λίγο το στερέωμα μέχρι να πυρώσει ο ουρανός, και μετά να ξανασβήσει. Από κάτω προς τα πάνω, πράσινα δέντρα, λευκά σκαλιά, κόκκινες σκεπές, γκρίζα πόλη, χρυσή πόλη, κόκκινος ουρανός, μπλε βουνό, λευκή κορυφή, γαλάζιος ουρανός, άσπρα σύννεφα. Και όσο περνάει η ώρα αρχίζει να διακρίνεται δειλά-δειλά κάποια κίνηση. Ένα αμάξι. Ένα λεωφορείο. Περαστικοί. Ένα παράθυρο ανοίγει, κάποιος καπνίζει ένα τσιγάρο. Μετά από λίγο τους βλέπεις και στα σοκάκια δίπλα σου, κάθε μέρα οι ίδιοι. Εργάτες με ρούχα από βρώμικα, χοντρά υφάσματα, μαθητές με τσάντες τόσο ογκώδεις και βαριές που θα ‘λεγες πως πρόκειται για κάποιο καψόνι, τιμωρία ή βασανιστήριο.

Ο κοτσονάτος συνταξιούχος με το κανίς, πάντα χαιρετιόμαστε, ποτέ δεν συστηθήκαμε. Το σκυλάκι μου έχει έρωτα. Μόλις με βλέπει πάει να σπάσει το λουρί κι ουρλιάζει παλαβομένο. Η θεία με τη βαριά βαλκανική προφορά που κάθε δεύτερη μέρα ταΐζει τα αδέσποτα γατιά και τους μιλάει σαν να ναι φίλοι, ή παιδιά της. Το ίδιο γκρίζο, ταλαιπωρημένο γκολφ που ανεβαίνει γαμιώντας την Πολιορκιτού λες κι αν κόψει ταχύτητα δεν θα μπορέσει να βγάλει την ανηφόρα, με τον ίδιο γκρίζο, ταλαιπωρημένο, κατσούφη τύπο στο τιμόνι, χωρίς ζώνη, το πρόσωπό του προδίδει πως έχει να ξυπνήσει στην ώρα του τα τελευταία δεκατέσσερα χρόνια. Μια πιτσιρίκα με την ίδια διαδρομή με εμένα κι ωραίο κώλο, που πότε πιάνω από πίσω μου, πότε από μπροστά μου. Την πιτσιρίκα δηλαδή, όχι τον κώλο της. Και οι πάπιες.

Θεέ μου… Οι πάπιες! Δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες, σ’αυτούς τους απίστευτους σχηματισμούς. Σε αυτά τα παράξενα τόξα, τα αεροδυναμικά τρίγωνα. Σε σμήνη των δέκα, των τριάντα, των εκατό. Όποιος δεν τις έχει δει στον πρωινό ουρανό της πόλης δεν μπορεί να καταλάβει για τί πράγμα μιλάω. Ξεκινάνε από χαμηλά στο βάθος της καλαμαριάς, ή μέσα από τον κόλπο και όσο πλησιάζουν τον λόφο της Άνω Πόλης παίρνουνε ύψος, αλλά όχι πολύ. Παρατηρώντας τες απ΄το κατάλληλο σημείο, έρχονται ακριβώς κατά πάνω σου, και όταν σε φτάνουν, πετάνε ακριβώς από πάνω σου. Νομίζεις αν σηκωθείς στις μύτες των ποδιών σου θα τους αγγίξεις τις κοιλιές καθώς περνάνε.

Πότε κράζουν, πότε είναι σιωπηλές. Πάντα αυτό το αλαφιασμένο, ψιθυριστό φτερούγισμα. Πάντα κάποια μπροστά, πάντα κάποια τελευταία. Γεμίζουν τον ουρανό, γεμίζουν τον ουρανό. Εμείς είμαστε εδώ χωμένοι στο αλλοπρόσαλλο τσιμέντο μας, μπολιασμένοι στις παράξενες, φρενήρεις ρουτίνες μας, μα αυτές ακολουθούν το ένστικτο. Ακολουθούν την καρδιά. Ο καιρός ζεσταίνει και το βάζουν για νότο. Για Κρήτη, και πιο κάτω. Εκεί που ναι ακόμα ζεστά.

Προσπαθώ πάντα τόσο πολύ να βρω ομορφιά εδώ μέσα, εφόσον έχω επιλέξει να είμαι εδώ μέσα. Μέσα στην πλήρη παράνοια της κοινωνίας, της μυρμηγκοφωλιάς. Αυτού του κυκλώματος, του ανώμαλου οργανισμού που κάθε σώμα πρέπει να εξυπηρετεί. Συγκλονίστηκα απ’ το γεγονός πως υπάρχουν ακόμα ζώα που ακολουθούν το δρόμο της φύσης τους εδώ, κι ας είναι ο τόπος της καθημερινότητάς μου μονάχα ένα μικρό κομμάτι της ατέλειωτης διαδρομής τους. Τις κοιτούσα κάθε πρωί μεθυσμένος, αλλοπαρμένος. Mε γλυκιά θλίψη στο στήθος και φλόγα ζήλειας στα μάτια. Αναστενάζοντας βαθιά και χαιρετώντας τες, χαρούμενος που μπορούν να είναι ελεύθερες, μα ένοχος που δεν έχω δώσει την ίδια μοίρα στον εαυτό μου. Μου δίνανε πολύτιμη ψυχική δύναμη αυτές τις μέρες που πήγαινα να πουλήσω τις οκτώ πρώτες ώρες της μέρας μου πάρα πολύ φτηνά.

Και ο μόνος λόγος που δεν γνώριζα την ύπαρξή τους είναι επειδή δεν ξύπναγα ποτέ αρκετά νωρίς για να τις δω.

Το είπα στους φίλους μου μια απ’ τις πρώτες μέρες που τις είδα, όλο σοκ, ενθουσιασμό και δέος. Μαλάκες, πάπιες. Χιλιάδες πάπιες, στον ουρανό, νωρίς το πρωί, πάνω απ’ την πόλη. Αν είναι δυνατόν! Προς έκπληξή μου, η άμεση αντίδρασή τους ήταν η αμφισβήτηση. Μπορεί να μην ήταν πάπιες ρε, μπορεί να ήταν κοράκια? Περιστέρια? Ναι? Είσαι σίγουρος? Τι πίνεις?

Μου έκανε απίστευτη εντύπωση. Δεν μπορείς να μπερδέψεις μια πάπια, έχουν χαρακτηριστικό πέταγμα, χαρακτηριστικό σώμα. Μόνο ένας άνθρωπος που δεν έχει δει ποτέ στη ζωή του πάπια θα νόμιζε ότι κάποιος θα μπορούσε να μπερδέψει ένα οποιοδήποτε πτηνό με μια πάπια. Στην αρχή, νόμιζα πως κάνανε ειρωνικά πως δεν το πιστεύουν επειδή είναι κλασσικοί Σαλονικείς μηδενιστές μπάσταρδοι.

Μετά από λίγο καιρό κατάλαβα πως κατά βάθος νιώθανε ένα βαθύ συναίσθημα στο φάσμα της ντροπή που δεν τις είχαν προσέξει τόσα χρόνια. Με τον ίδιο τρόπο που θα μειώσεις χιουμοριστικά κάποιο πρόσωπο ή κάποια κατάσταση που ξέρεις πως απέχει πολύ απο 'σένα. Προτίμησαν να πιστέψουν πως βλέπω οπτασίες, παρά πως το θαύμα της φύσης αγγίζει ακόμα αυτή την μολυσμένη πόλη, και τους προσπερνά κατ’ εξακολούθηση εδώ και τρεις δεκαετίες.

Ξεκίνησα να ξυπνάω ακόμα νωρίτερα για να παρατηρώ τις πάπιες. Σόμπα, πρωινό, ντύσιμο, χέσιμο, καφέ στο χέρι και πάπιες. Δυο τρεις φορές προσπάθησα να τις δελεάσω με ψίχουλα μα με αγνόησαν. Είχαν σκοπό, ήταν αλλού. Ήμουν ένα ακόμα μικρό πιθηκάκι που κουνάει τα χέρια και πετάει ψωμιά. Μάλλον ούτε εγώ θα σταμάταγα. Όσες φορές προσπάθησα να τις φωτογραφίσω το μετάνιωσα. Ο φακός δεν έπιανε με τίποτα αυτό που έβλεπα, ή, ίσως εγώ δεν ξέρω να βγάζω φωτογραφίες.

Όμως το μικρόβιο είχε εισχωρήσει στο μυαλό μου. Κάτι δεν μπορούσα να χωνέψω. Η απόμακρη σχέση ανθρώπου-πάπιας μου τριβέλιζε το είναι. Σύντομα το σκεφτόμουν όλη μέρα στη δουλειά, στις πρόβες, το έβλεπα στα όνειρά μου. Άρχισα να ξυπνάω νωρίτερα για να παρατηρώ τους ανθρώπους σε σχέση με τις πάπιες. Τους παρατηρούσα στα πεζοδρόμια, στα μπαλκόνια, στη λαϊκή. Άρχισα να κάνω διαφορετικές διαδρομές για να τους παρατηρήσω στις πλατείες, στο κέντρο, όταν περιμένουν κατά δεκάδες στα φανάρια να περάσουν τις αρτηρίες.

Και είπαμε, προσπαθώ να είμαι θετικός. Θέλω να δίνω κατάλληλη φόρτιση στην καθημερινότητά μου ώστε να ανταπεξέλθω στο οκτάωρο ρομποτισμό και την γενικευμένη κοινωνική τρέλα.

Αλλά ρε γαμώτο. Ρε γαμώτο, μερικές φορές είναι τόσο δύσκολο. Γιατί δεν τις βλέπανε. Κάνεις δεν τις έβλεπε. Περνούσαν από πάνω μας μυριάδες σαν τα βέλη των Περσών, πανέμορφες και τολμηρές. Με χιόνι, βροχή, ομίχλη και ήλιο με κυνόδοντες, αυτές μαχήτριες, εκεί, να χτυπάνε τις φτερούγες ενάντια στον άνεμο για να διανύσουν την απόσταση, να φτάσουν στη γη της επαγγελίας.

Και οι άνθρωποι γουρούνια, ανίκανοι να σηκώσουν το κεφάλι ψηλά. Ανίκανοι να θαυμάσουν. Να εκτιμήσουν, να χαρούν.

Ελάχιστες εξαιρέσεις, κυρίως παιδιά, ή τουρίστες. Κι ακόμα κι αυτοί, με μέτριο ενθουσιασμό.

Ξεκίνησα τα γκάλοπ. Έπιασα τον κοτσονάτο συνταξιούχο με το κανίς. Ήταν απ’ αυτές τις μέρες που το χιόνι είχε κόψει και ο ήλιος έλιωνε τον πάγο και μας ζέσταινε γλυκά το αίμα. Όσο το μικρό χοροπηδούσε τρελαμένο στην αγκαλιά μου και μου έγλυφε τα αφτιά τον ρώτησα, δεν είναι τρομερές? Και του έδειξα πάνω, το σμήνος. Τις κοίταξε, με κοίταξε και είπε, ναι ναι, μαζί με ένα μικρό νευρικό ψεύτικο χάχανο. Ναι, ναι είπε ξανά, τράβηξε το μικρό απ’ το λουρί κι άρχισε να απομακρύνεται.

Η Βαλκάνισσα γατομάνα είχε μία πιο θερμή αντίδραση, μα η αγάπη και το ενδιαφέρον της ήταν για τα αιλουροειδή. Έδειξε να χαίρεται αυθεντικά που μου άρεσαν τόσο, μα μετά άρχισε να μου συστήνει τις γάτες της. Ναι ναι είπα, χαχάνισα ψεύτικα και κοίταξα την ώρα στο κινητό. Ναι, ναι είπα, κι απομακρύνθηκα ευγενικά.

Η πιτσιρίκα δεν μου μίλησε. Την καλημέρισα, της έδειξα πάνω, τίποτα. Καμία αντίδραση. Την επόμενη φορά που την είδα, το ίδιο. Τίποτα. Ούτε καν ένα ναι, ναι, συνοδευόμενο με ένα γελάκι-απόκρουση. Ένα πρωί που ήμουν λίγο πιο εκνευρισμένος απ’ ότι συνήθως, και ίσως ακόμα λίγο πιωμένος, της φώναξα «ΟΙ ΠΑΠΙΕΣ ΜΩΡΗ, ΔΕΣ ΤΙΣ ΠΑΠΙΕΣ!», και έδειξα πάνω και με τα δυο χέρια. Αυτή κοντοστάθηκε, και, μάλλον μοιραία, συγκέντρωσε την προσοχή της στα χέρια μου και όχι σ’ αυτό που δείχνω.

Στη λαϊκή οι άνθρωποι ήταν πολύ βιαστικοί το πρωί για να ασχοληθούν μαζί μου. Πρέπει να στήσουν τους πάγκους, να βολέψουν τα ζαρζαβατικά. Να ζωγραφίσουν τις πινακίδες κατάλληλα ώστε να νομίζεις ότι αγοράζεις ντομάτες με ένα ευρώ ενώ στην ουσία το μηδενικό από δίπλα είναι εννιά, απλά λίγο μόρτικα γραμμένο, και καταλήγεις να έχεις πάρει εννιά ευρώ ντομάτες και είναι πλέον πολύ αργά για να τις γυρίσεις πίσω, έχει ήδη κόψει την απόδειξη και λέει, άντε θα σου κόψω ένα ευρώ, και τελικά τις παίρνεις και μετά νιώθεις μαλάκας αλλά είναι ωραία η αγγουροντομάτα το χειμώνα γαμώτο δεν είναι?

Τον χασάπη έκανα το λάθος και ρώτησα. Τα μάτια του γυάλισαν, έστριψε το μουστάκι και με ρώτησε αν είμαι κι εγώ κυνηγός, κάτι που δεν είχα μπει στη διαδικασία να σκεφτώ πολύ, και ούτε θέλω. Θέλω να αφήσω το θαύμα ως έχει, στη γλυκιά σφαίρα της φαντασίας, ανεπηρέαστο από μαζούτ, φυσίγγια, φουαγκρά και πτηνοτροφεία.

Δεν ξέρω διάολε. Δύσκολες εποχές για ρομαντικούς μαλάκες.

Αλλά δεν θέλω να ξεχάσω. Ούτε να σταματήσω να βλέπω, να εκτιμώ. Και είναι απ’ ότι φαίνεται στο χέρι μου, όχι? Στο χέρι του καθένα, έτσι δεν είναι? Έτσι θέλω να πιστεύω ρε συ. Με κρατάει δυνατό.

Δεν θέλω να ξεχάσω την πρώτη φορά που τις αντίκρισα. Πολιορκιτού και Μπουμπουλίνας, σκασμένος απ’ το βίαιο ξύπνημα, με ένα αηδιαστικό συνδυασμό νικοτίνης, μελιού κι οδοντόκρεμας στο στόμα, με την τσίμπλα στο μάτι και το σώμα σφιγμένο σε μια γροθιά απ’ την τσατίλα.

Τις είδα με την άκρη του ματιού μου και κοντοστάθηκα. Στο βάθος, εκεί, πάνω απ’ την ατέλειωτη πόλη, πάνω απ’ τα θλιβερά κτήρια, να ανηφορίζουνε τον λόφο αιωρούμενες, να έρχονται απ’ τον ορίζοντα καρφί κατά πάνω μου. Μια μακριά, σκούρα, φτερωτή γραμμή στον άγουρο ουρανό, να πλησιάζει και να πλησιάζει. Να ανοίγει. Να απλώνεται. Να παρελαύνει ακριβώς μπροστά και από πάνω μου αυτό το υπέροχο, υπέροχο σμήνος, αυτές οι γενναίες, γενναίες καριόλες, οι αρχόντισσες του ουρανού μπροστά απ’ τον αιματοβαμμένο ουρανό. Θεέ μου πως ανατρίχιασα. Πως λύθηκα με μια ανάσα. Δεν θέλω να ξεχάσω την περηφάνια, το καμάρι που ένιωσα κι ακόμη νιώθω κάθε πρωί που περνάν από πάνω μου, θαρρείς θα τους αγγίξεις την πουπουλένια κοιλιά με τ’ ακροδάχτυλα αν τεντωθείς στις μύτες των ποδιών. Αυτό, θέλω να το κρατήσω για πάντα μαζί μου.

Αυτά που λες.

Θα συνεχίσω να ‘μαι εδώ, φαντάζομαι. Μπορεί να βρεθούμε κάπου στο κέντρο. Θα προσπαθήσω να μην σε ξεχάσω, αλλά μην περιμένεις και πολλά. Ίσως να σου γράφω πιο συχνά πια. Αλήθεια θα προσπαθήσω.

Αυτά.

Η ζωή συνεχίζεται. Τότε, ήταν Νοέμβρης κι ήμουν κάποιος. Τώρα, είναι σχεδόν Μάρτης κι οι πάπιες δεν φεύγουνε πια, έφυγαν όλες, και είμαι κάποιος άλλος. Κι ο ουρανός τα πρωινά μοιάζει πια άδειος. Κι οι ώρες περνάνε στη δουλειά  κάπως πιο δύσκολα, μα πότε δεν περνούσαν δύσκολα? Η ζωή συνεχίζεται.

Δε θέλω μόνο να ξεχάσω τους στίχους από κείνο το τραγούδι.


Αποδομητικά πουλιά,

σκίζουν τους ουρανούς της πόλης.

Κι αν πεις πως ήμουνα καριόλης,

κάτι δεν έπιασες σωστά.



Αποδομητικά πουλιά,

σημαίνει αγάπη στο περίπου.

Κι αν ήθελες το ακριβώς,

κουκλίτσα μου διαφωτισμός,



Διαφωτισμός!

Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου 2018

Οι Λιμενόγατες


"Αυτές δεν ήρθανε για ψάρεμα εδώ" της Άννυ Β.


Καθόμουνα στο λιμάνι, σκοτάδι και ζέστη, σίγουρα πριν τις δώδεκα μα όχι μετά τις δύο. Περίμενα το κορίτσι να σχολάσει, να πάω να το πάρω σαν ιππότης απ' τη δουλειά με το ποδήλατο, να τη φορέσω σα λουλούδι στο μπράτσο μου να κόψουμε σουλάτσα το κέντρο ντυμένοι και οι δυο με τα γαμάω-τάο Σαββατιάτικα ρούχα μας.

Ο κόσμος χαλαρός, απολαμβάνει την βραδινή βολτίτσα του τώρα που 'χει δροσιά, τα πρωινά δεν υποφέρεται. Μπροστά, πίσω απ' τη θάλασσα οι γερανοί υψώνονται σκοτεινοί και ψυχροί δίπλα σε μεγαλειώδεις λόφους από σκουπίδια. Το κίτρινο φως της πόλης τους καλλωπίζει, μπάζα κι ατσάλι γίνονται ζωγραφιά. Σκυλιά τσακώνονται κάπου στο βάθος, φαντάζομαι για το ποιος θα κατουρήσει τελευταίος το μεγαλύτερο δέντρο.

Θείες κι ανήλικα σουλατσάρουν το πλακόστρωτο δίπλα απ' τα ψαροκάικα ευτυχισμένοι. Η δημαρχάρα μας φρόντισε να βάλει και φοίνικες σ' αυτό το σημείο. Αν σταματήσεις να σκέφτεσαι για λίγο μπορεί να πιστέψεις πως είσαι στη Φλώριδα. Ή έστω, στο Βάι.

Γουστάρω που οι περαστικοί είναι ανέμελοι, που έχουν όλες τις άμυνες κάτω. Και τι να φοβηθούνε δηλαδή? Εδώ δεν είναι Αθήνα, Σικάγο, Παλαιστίνη. Εδώ μέρα μέσα νύχτα έξω όλα πάνε καλά, ομαλά, νορμάλ. Τι τραγικό θα μπορεί να συμβεί σε ένα τόσο βαρετό μέρος? Γιαυτό μένουν σ' αυτή την πόλη, για τον ίδιο λόγο που δεν την αντέχω. Κι όμως, με επηρεάζει θετικά όταν υπολογίζω προσεκτικά τις δόσεις.

Πονάει ο κώλος μου σ' αυτά τα παγκάκια. Ποτέ δεν τα χώνεψα τα παγκάκια της παραλίας. Δεν είναι φτιαγμένα για άραγμα, είναι φτιαγμένα για κάθισμα. Όλοι τους το ξέρουν, είναι κοινό μυστικό πως το καλό δεν είναι για πολύ. Μπορείς να καταλάβεις πως έχουν κάτι άλλο στο μυαλό τους αν τους παρατηρήσεις. Φαίνονται άνετοι με τα ραντάκια και τα καινούρια παπούτσια τους και τις κυριλέ δερμάτινες τσαντούλες τους, μα τους προδίδει μια μικρή συστάδα από ρυτίδες στην άκρη των ματιών, ένα σφιξιματάκι δίπλα απ' τα χείλια.

Απ' την άλλη, δυο τύπισσες απέναντί μου είναι εντελώς στα αρχίδια τους. Σαραντάρες και χοντροκομμένες, μιλάνε πιο δυνατά απ' οποιονδήποτε άλλο σε ακτίνα διακοσίων μέτρων. Φωνάζουν και γελάνε, κάθονται στις πτυσσόμενες πολυθρόνες τους και πίνουνε πεντακοσάρες μπύρες απ' τα λίντλ. Έχουν ρίξει στο νερό δυο καλάμια απ' αυτά τα σούπερ ντούπερ με τα φωτάκια και τα κουμπιά και τα όλα τους και ψαρεύουνε σκατόψαρα μεσάνυχτα Αυγουστιάτικου Σαββατόβραδου.

Τα κοριτσούλια βαράνε πασαρέλα μπροστά μου δυο ώρες τώρα με τα αχνούδωτα μπουτάκια τους και τα παριζιάνικα επικίνδυνα τακούνια, με τα μαλλιά ολόισια σαν πράσα, πασαλειμένα στα μούτρα με μπογιές, βρεγμένα με αρωματικά υγρά, ψάχνουν και ψάχνονται. Τραβάνε προς Παλιά, πάνε να κλειστούν σε εκείνα τα κτίρια με τον καπνό, το ελεεινό κρασί, το δήθεν αλάνι μπουζουκτσή και την χαμογελαστή τραγουδιάρα με τα κόκκινα τσιμπουκόχειλα και τα μεγάλα βυζιά. Ξέρεις τι λέω. Αυτά, που πάνε αυτές οι τύπισσες κι εκείνοι οι τύποι, αυτά που έχουν μια ιμιτασιόν αίσθηση χάι κλας γκαλά, που σε φωτογραφίζουν ξεπεσμένοι φωτογράφοι κουμπωμένοι με αρντάν ως το λαρύγγι για να αντέξουνε τη βάρδια, και εσύ ανεβάζεις τις περίλαμπρες στιγμές σου στο φέισμπουκ με το λόγκο του μαγαζιού από κάτω λες και είσαι κάποιος.

¨ΠΑΡΙ ΦΛΑΣ! Η ΝΤΙΝΑ ΑΠ' ΤΟ 3o ΠΟΥ ΤΑ 'ΧΕΙ ΜΕ ΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΤΟΝ ΤΡΕΛΑΚΙΑ ΣΚΑΝΔΑΛΙΖΕΙ ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΚΟΜΗ ΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΠΙΣΤΑ ΤΟΥ TAMPôN!"

Ψωνάρες.

Για αυτές τις ψαροπούλες όμως μπροστά μου δεν έχει τακούνι. Δεν έχει κολάν που σφίγγει τους κώλους και πιέρ καρντό. Ποιο Σαββατόβραδο? Τι μέικαπ, ποια μάσκαρα? Όχι, αυτές δεν τα χρειάζονται τέτοια λούσα. Δεν νομίζω πως τις νοιάζει. Έχουν τις μπύρες τους, τα καλάμια τους, φρέσκο δόλωμα σε ένα κουβαδάκι από γιαούρτι και η μία την άλλη. Ίσως κάποιο μικρό σκυλί, ή πέντε γάτες. Ίσως κάποιο παιδί στο σπίτι, ή σε κάποια άλλη πόλη. Μπορεί ασφαλιστικά μέτρα για κάποιον βίαιο πρώην, ή μια κατάκοιτη μάνα στο κρεβάτι ξεχασμένη στη γωνία δίπλα από ένα μικρό λόφο φάρμακα. Άρλεκιν, πλεκτά, ένα πάγκο στη λαϊκή. Ένα πιστό δονητή στο συρτάρι με τα βρακιά και τις φανέλες. Μια αριστερή προβοκατόρικη συνέλευση που τους προσφέρει άφεση αμαρτιών για ένα καταστροφικά αποτυχημένο χτες και φω ελπίδα για ένα αύριο ελαφρώς πιο ντιζαϊνάτο από σήμερα, μα στην ουσία το ίδιο. Για κορίτσια του καλού Χριστού δεν τις κόβω πάντως. Μου φαίνεται πως δεν ξέρουν καν να ψαρεύουν, ακόμα και εγώ που δυο φορές έχω πετάξει πετονιά στη ζωή μου βλέπω πως κάνουν λάθη.

Δεν είναι για ψάρεμα εκεί αυτές. Είναι λιμενόγατες, απ' αυτές που πηδάνε μέσα-έξω απ' τα καΐκια, με τη γούνα σκληρή απ' το αλάτι, ελπίζοντας να τσιμπήσουν κάνα γαύρο και δυο χάδια. Είναι τουρίστριες, μόνο που αντί για Σκιάθο ή Μετέωρα κατεβαίνουν μέχρι την άκρη της πόλης. Και ποιος μπορεί να τους πει τίποτα? Καλύτερα είναι μπροστά απ' το λάπτοπ, εθισμένος στο πίου-πίου του μέσσεντζερ? Τις νοιώθω. 'Εχουνε στήσει το τσίρκο τους στη μέση του κόσμου, μονάχα για πάρτη τους. Γελούν τα μάτια τους λες και 'χουν τον ήλιο στην τσέπη.

Μια τρίτη της παρέας έσκασε μύτη με ταλαιπωρημένο παπί, πάρκαρε ακριβώς από δίπλα μου κάτω απ' το φοίνικα, και οι δύο ρόδες μέσα στο παρτέρι. Με κοίταξε στα μάτια για δύο δευτερόλεπτα, της χαμογέλασα. Αναγνωριστήκαμε, συνεννοηθήκαμε. “Τι λέει αλάνι?” μου χαμογέλασε πίσω. Σήκωσα τους ώμους. Έγνεψε προς το παπί, χωμένο μες στα πράσινα αιχμηρά φύλλα και είπε αλήτικα “για να μην το φάει ο ήλιος”. Οι άλλες δυο την εντόπισαν και αρχίσανε τα σφυρίγματα και τις φωνές. Γύρισε και τις χαιρέτησε λαϊκά και φωνακλάδικα, σαν νταβατζής, ή ταρίφας, ή λιμενεργάτης. Ή, σαν νταβατζής λιμενεργάτης που κάνει και ταξί τα σουκού. Η μία έπιασε μια ακόμα καρέκλα και την άνοιξε, έβγαλε μια μπύρα απ' το ψυγειάκι και της την πέταξε στον αέρα. Αυτή την άρπαξε άνετα, την άνοιξε και άρχισε να ρουφάει, χωρίς τσουγκρίζματα και μαλακίες, χωρίς τίποτα.

Καπνίζουνε και οι τρεις αλυσιδωτά μάλμπορο. Φοράνε βρώμικα τζιν παντελόνια και φαρδιές μπλούζες. Έχουν τα μαλλιά τους κοντά ή κότσο και χειρίζονται τα σώματά τους με όσο λιγότερη θηλυπρέπεια είναι δυνατόν. Αν τις κοιτούσες από την κατάλληλη γωνία θα τις πέρναγες για τρεις Αμερικάνους μπαρμπάδες. Η μια φοράει πράσινο τζόκει καπέλο ΟΤΕ. Κάθε τρείς και λίγο το γυρίζει ανάποδα για να δώσει έμφαση στα λεγόμενά της, και μετά το ξαναγυρνάει μπροστά.

Δεν φαίνεται να τις νοιάζει τι γίνεται γύρω τους. Άσε τις πιτσιρίκες να πουτανιάσουν σου λέει. Άσε τους μικρούς να ξερογλείφονται σαν διψασμένες ύαινες. Άσε τους κάγκουρες να καγκουριάσουν, άσε τις θείες να πνιγούν στην μικροπρέπεια και το λιβάνι. Άσε τους κυριλέ να πλερώ για τα μάτια ρετσίνα με ανθρακικό ντεμέκ σαμπάνια, να σκάνε ένα μηνιάτικο για συκωτάκια κότας εισαγωγή από Τουρκία μασκαρεμένο ως γκουρμέ. Άσε και τους δήθεν στα μαγαζιά από πίσω μας να πίνουν μπόμπα τσίπουρα πιο στριμωγμένοι κι απ' τις σαρδέλες στην κονσέρβα που τους πλασάρουνε για φρέσκο θαλασσινό μεζέ.

Ποιός χέστηκε?

Η μπύρα μου τέλειωσε γρήγορα. Στράγγιξα το μπουκάλι σα βαμπίρι και βάλθηκα να ξεκολλάω νευρικά τα χαρτάκια. Οι λιμενόγατες με αναστάτωσαν, τις ζήλεψα σαν παιδάκι που δεν του πέρνουν παγωτό, γύρισαν το μυαλό μου σε παλιούς εαυτούς. Σε άλλους συντρόφους και μέρη, σε εποχές που τα μάτια γυαλίζανε κόκκινα απ' τον ήλιο και οι πατούσες αγγίζανε χώμα, άμμο και καυτή πέτρα. Άσπρα τα μαλλιά απ' τ' αλάτι, σκούρο το δέρμα, βρώμικα ρούχα, ιδρώτας, οτοστόπ και μυαλό καθαρό, όσο να 'ναι. Ένα χαρούμενο γυφτάκι με το χαμόγελο του λύκου.

Έπεσα απ' αυτό το δέντρο, χρόνια πριν. Ωρίμασα, ή σάπισα. Ήρθε η ώρα μου να φυτρώσω και γω, να βγάλω με τη σειρά μου καρπούς και να σταματήσω επιτέλους να 'μαι φρούτο.

Μα είναι αστείο. Τι θα 'λεγε αυτό το φρούτο αν με έβλεπε τώρα? Δες τι φοράω, που μένω, πώς ζω. Πλέον έχω μηνιαίο πρόγραμμα. Υπολογίζω τις μέρες με την ώρα. Στο σπίτι μου στη Θεσσαλονίκη έχω πάντα γεμάτο ψυγείο. Έχω 36 διαφορετικά είδη τσαγιών και βοτάνων από κάθε άκρη του κόσμου, άλλα τόσα καρυκεύματα και μπαχαρικά. Έχω τέσσερα είδη καφέ, τριών ειδών λάδι. Έχω διπλό κρεβάτι, και κοιμάμαι κάθε νύχτα ανεξαιρέτως με την ίδια γυναίκα αγκαλιά. Μοκέτες, κουρτίνες, θέρμανση, λάμπες οικονομίας, χύτρα ταχύτητας, αντικολλητικό τηγάνι, ανατομικά μαξιλάρια, ηχοσύστημα, πάπλωμα, ηλεκτρική κουβέρτα, ηλεκτρική σκούπα, φυτά στο μπαλκόνι. Έχω πάντα μπέρμπον στο ράφι και ένα μπουκάλι μπορεί να μου κρατήσει και ΤΡΕΙΣ. ΜΗΝΕΣ. Διάολε, έχω αφρό ξυρίσματος, άφτεσεηβ και μπατονέτες. Μπατονέτες!

Συμμορφώθηκα χωρίς να το καταλάβω νομίζω. Κύλισα στη θέση μου, σαν τη μπιλίτσα στους λαβυρίνθους που έχουνε στην κορυφή τα μπουκαλάκια με τις μπουρμπουλήθρες. Καταβάθος, ξέρω πως ήθελα πολύ να φτάσω εδώ, με κούρασε υπερβολικά και η κατάντια και το νομαδιλίκι. Μα είναι παράξενη αίσθηση. Δεν την έχω συνηθίσει ακόμα αυτή τη φωλιά, αυτό το νέο δέρμα.

Έχω ακόμα κάτι μέσα μου, κάτι φλεγόμενο, ασταθές και ανήσυχο. Κάτι μέσα μου θέλει να γκρεμίσει με κλωτσιές κουνγκ φου αυτό το σταθερό οικοδόμημα που έχω χτίσει γύρω μου. Να σαρίσει επιδεικτικά αυτό το τέλεια οργανωμένο γραφείο και να ξαπλώσει πάνω του την κοκκινομάλλα, γκρό πλαν στο τζάκι, φέιντ άουτ, σκηνή. Ένα κομμάτι μου θέλει να πάει στο περίπτερο και να μεταφράσει το μεροκάματο σε φτηνόμπυρες. Να πατήσω άκυρο στο γκερλ και να πάω να αράξω με τα αλάνια τις λιμενόγατες, να τις κεράσω το βάρος τους σε αλκοόλ, να τους προσφέρω ολόκαρδα τα αυτιά μου. Ποιος ξέρει τι διάολο θα ακούσω πάλι? Δεν θέλουνε πολύ τέτοια τυπάκια. Ξεκινάς να λες δυο μπούρδες και πριν το καταλάβεις ψήνετε πανσέτες στην αυλή. Μέχρι να ξημερώσει, γυρίζεις σπίτι ντίρλα με ένα κουτάβι αγκαλιά και δυο κιλά γλυκοπατάτες απ' τον κήπο στο χέρι.

Με το μαστίγιο κρατιέμαι γαμώτι μου, και πίστεψέ με, και πάλι παραπατώ και μπαλατζάρω. Μα είναι αγάπης αυτές οι βουρδουλιές. Γιατί τις ξέρω καλά τις λιμενόγατες. Όχι τα ονόματά τους, μα είμαστε φίλοι από παλιά. Έχω ξαναράξει μαζί τους τόσες πολλές φορές, σε τόσα μέρη, τόσα πολλά τσιγάρα. Λίγο πολύ, νομίζω τα 'παμε όλα. Φοβάμαι πως πλέον μονάχα θα κοιτιόμαστε αμήχανοι, περιμένοντας τη σειρά μας να μιλήσουμε. Κι αν κάνω λάθος, ε, ας πάω να γαμηθώ.

Καλή ψαριά.

Σούταρα το μπουκάλι στον κάδο, καβάλησα το ποδήλατο (ναι, το ίδιο που σακατεύτηκα τότε, ακόμα το ίδιο έχω) και χάθηκα στα αμαρτωλά στενά να βρω το κορίτσι μου. Να πάω να το πάρω σαν τζέντλεμαν απ' τη δουλειά, να τη περάσω σαν άνθος στο χέρι μου να κόψουμε βόλτες το κέντρο ντυμένοι και οι δυο με τα γαμάω-τάο Σαββατιάτικα ρούχα μας.

Να πάμε να πιούμε τα ίδια ποτά στη μπάρα των ίδιων μπαρ, τσίπουρα απ' τα ίδια τρύπια ποτήρια στις ίδιες τρύπιες ταβέρνες με τους ίδιους τρύπιους ταβερνιάρηδες που πίνουμε χρόνια τώρα. Να πούμε τα ίδια σκέτα καλαμπούρια με τους ίδιους σκέτους τύπους που τα λέμε από το '12. Κάνα τσιγάρο στη γωνία, κεράσματα, μουρμούρα, ανταμώματα, σταυρωτά φιλιά και γέλια, βραχνά και πηγαία. Ποιος ζει, ποιος πέθανε, ποιόν μαχαιρώσαν σ' ενα πάρτυ. Σφηνάκια ρακί λίγο πριν φύγουμε, δεν θέλω άλλο, πούστη θα πιεις. Και μετά κατούρημα δίπλα απ' τους κάδους, και δυο αδέσποτα επίσημη συνοδεία, και να της κρατάω τα μαλλιά όσο ξερνάει. Κλείδωμα τα ποδήλατα, συνετό περπάτημα ως το σπίτι ξημερώματα. Και θερινή καταιγίδα, η πόλη πεδίο μάχης και μεις να πλατσουρίζουμε σαν τα βλαμμένα, μουσκίδι ως το βρακί. Να βγαίνει ο ήλιος και εσύ να κλείνεις τις κουρτίνες. Και καθαρό σεντόνι, ιδρωμένη αγκαλιά, φιλιά, φιλιά και όνειρα, μέχρι το επόμενο Σάββατο, ή την επόμενη ευκαιρία.

Δεν ξέρω αν θα ανέβω ποτέ σε ένα βουνό αρκετά ψηλό για να ερωτευτώ το μεγαλείο του κόσμου, ή αν θα διασχίσω κάποιο ωκεανό τόσο απέραντο που θα μου αδειάσει την καρδιά απ' όσα έχω αγαπήσει. Μα ακόμα και τότε, κάπου κοντά στα ίδια με βλέπω να γυρνάω, κι ας είναι αυτό το κάπου οπουδήποτε. Και θα ΄ναι εύκολο, ναι. Σαν να ΄λειπα δυο βδομάδες διακοπές και ν' ανοίγω πάλι την πόρτα του σπιτιού μου. Σαν να ξεκινάω το ίδιο λατρεμένο βιβλίο για πολλοστή φορά και να μαγεύομαι για μία ακόμα. Σαν ένα ακόμα ανόητο σκυλί της πόλης.

Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2018

Η Βιτρίνα

Για την Αντόρα

"Η Βιτρίνα" της Κωσταντίνας Δημουλά

Πώς βρέθηκα πάλι σ' αυτό το γαμημένο μπαρ, δεν καταλαβαίνω. Τα πόδια φταίνε, αυτά με φέρανε, εγώ απλά βγήκα απ΄ το σπίτι για μια βόλτα μετά δεν ξέρω τι έγινε. Με σύρανε μέσα από λασπωμένα πάρκα και άδειους δρόμους, για ώρες. Στην αρχή σε κύκλους, μετά εδώ. Το μαγαζί πάντως είναι άδειο, παίζει στη διαπασών χάλια μουσική, μέταλ και φρίκη. H ψυχή μου πνίγεται απόψε. Είναι λες και κρύφτηκα καταλάθος κάπου μέσα μου, σε μεγάλη απόσταση από οτιδήποτε.

Για κάποιο λόγο όλη τη μέρα μου τριβελίζει το μυαλό μια φάση πριν καιρό, που τα ‘χα σκατώσει για τα καλά. Ήταν η πρώτη φορά που καταστρέφω τα πάντα τόσο μεγαλειωδώς. Μετά απ' αυτό σαν να ξεκίνησε κάποια μορφή βραδυφλεγούς αλυσιδωτής αντίδρασης και γινόταν αρκετά συχνά, μα εκείνη ήταν η πρώτη.

Είχα προσπαθήσει, ηλιθιωδώς, να προστατέψω το κορίτσι απ' την παρέα της, η οποία ήταν και η δικιά μου. Εγώ ήμουν τρομερά αμήχανος μαζί της, τόσο που στην αρχή δεν μου σηκωνότανε. Δεν είχα ακόμα την αυτοπεποίθηση που έχω χτίσει τώρα. Αυτή ήταν πολύ πιο ξεβγαλμένη από μένα, και για κάποιο λόγο που τότε μου ήταν αδύνατον να δω, και πολύ τσιμπημένη μαζί μου.

Ήταν απόγευμα Σεπτέμβρη κι ήμασταν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι μου όταν ξεκίνησε ένα μακρύ, συγκινημένο μονόλογο για το πόσο καλά παιδιά είναι, και πόσο γαμάτοι τύποι και πόσο τυχερή νιώθει που είναι φίλη μας. Κούνια που την κούναγε. Οι καλοί της φίλοι, όταν δεν ήτανε μπροστά, πουτάνα την ανεβάζανε, τσουλάρα την κατεβάζανε και στους ενδιάμεσους ορόφους κάνανε σχέδια πώς να την μεθύσουνε για να την γαμήσουνε όλοι μαζί, κάτι που το 'χανε σίγουρο πως θα ψηθεί. Δεν μου άρεσε καθόλου μα δεν έκανα τίποτα. Όπως έχει μάθει κανείς έλεγα στον εαυτό μου. Δεν τρελαινόμουνα γι’ αυτούς τους τύπους, μα ήμουν φρέσκος, κι εκείνη την εποχή δεν μου άρεσε να μένω μόνος μου.

Το να την έχω δίπλα μου όμως να εκθειάζει την κατάσταση ήτανε η σπίθα που χρειαζότανε για να εκραγώ. Ποτέ δεν είχα μεγάλη αντοχή με αυτά τα πράγματα, μου είναι αδύνατον να κρατήσω τοξικά μυστικά ή να δολοπλοκώ. Της τα ξέρασα όλα, χύμα και ωμά. Είχα νευριάσει και μαζί της, και μαζί τους και μαζί μου. Το πήρε πάρα πολύ άσχημα. Κλάμα και κρίσεις πανικού. Απ' ότι φαίνεται, είχε γίνει ακριβώς το ίδιο πράγμα και στην πόλη που μεγάλωσε, και της στοίχησε πολύ που η ιστορία επαναλαμβανότανε.

Δεν ξέρω τι είχα στο μυαλό μου. Ίσως να φανταζόμουνα πως θα τους δώσει άκυρο όλους και θα μείνει μαζί μου. Ίσως πως θα ξεκόψουμε μ' αυτούς και θα συνεχίσουμε να ζούμε τον έρωτά μας για όσο κρατήσει. Ήθελα να τη βοηθήσω να προστατέψει τον εαυτό της, μα κοιτώντας πίσω, σίγουρα και να βγάλω τον κώλο μου έξω απ’ αυτή το βρωμοϊστορία. Δυστυχώς δεν ήξερα ακόμα να ζυγίζω πιθανότητες, όπως επίσης δεν ήξερα και πως υπάρχουν συγκεκριμένες ποιότητες αλήθειας για συγκεκριμένες ποιότητες ατόμων.

Προφανώς η μικρή το είπε σε μια φίλη της που το είπε με τη σειρά της στα παιδιά. Τα οποία, ψιλοδικαιολογημένα, απ' όσο ξέρω μέχρι και σήμερα πουστράκι με ανεβάζουνε, Ιούδα με κατεβάζουνε και στους ενδιάμεσους ορόφους μάλλον κάνανε και σχέδια για το πως θα μου ανοίξουν το κεφάλι, κάτι που θα το καλωσόριζα. Θα ήταν πιο απλό. Ένα πατροπαράδοτο ξύλο στην μέση της πλατείας κι όλοι καλά με ένα μπουλωμένο μάτι. Αντ’ αυτού, ο αρχηγός της παρέας με έβγαλε μεσημέρι για ρακί να μου τα πει ήρεμα στη μούρη. Ποτέ δεν περίμενε λέει κάτι τέτοιο. Πρόδωσα λέει την αντρική αλληλεγγύη, δεν έχω παντελόνια, και τέτοια. Ιερή εμπιστοσύνη μεταξύ φίλων, και τέτοια.

Κι είχε δίκιο. Δεν έχει πραγματικά σημασία αν ήταν εντάξει ή εντελώς μαλάκες, όταν είσαι μέλος μιας αγέλης δεν την προδίδεις. Απλά δεν το κάνεις. Υπήρχαν άλλοι οδοί, κι εγώ είχα διαλέξει αυτή του Εφιάλτη. Θα μπορούσα να έχω χειριστεί το θέμα πιο απαλά, μα τότε τα νεύρα μου ήταν ένα μάτσο κομμένα ηλεκτροφόρα καλώδια που σπαρταράνε. Όπως και να ΄χει -ό,τι κι αν με κάνει αυτό- δε νομίζω πως νοιαζόμουνα πραγματικά γι’ αυτή την παρέα.

Στη μικρή είπανε πως τα έβγαζα όλα απ΄ τη στομάχα μου, πως παρεξήγησα κάποια αθώα αντρικά αστεία. Αυτή το πίστεψε. Μου 'κοψε κάθε επαφή, όπως προφανώς και οι υπόλοιποι. Έχασα το κορίτσι, έχασα την παρέα και μου 'μεινε μόνο η πικρή γεύση ενός παράξενου δίκιου στο στόμα, να γλιστράει πίσω απ' τη γλώσσα σαν παχύρευστο οξύ και να μου ξεσκίζει το λαρύγγι. Λίγους μήνες μετά, έμαθα πως τελικά την καταφέρανε και για παρτούζα.

Ήμουνα χάλια-χάλια, δεν είχα μυηθεί ακόμα στη φιλοσοφία του μπλουζ. Κάτι παντελώς φλώρικα τραγουδάκια έγραφα εκείνη την εποχή στην κιθάρα, τα οποία πια πολύ αγαπώ. Δεν είχα ιδέα πως να διαχειριστώ τέτοιες καταστάσεις και συναισθήματα. Λοιπόν, πιο πολύ από παράδοση και λιγότερο από ένστικτο, πήγα στο σούπερ να πάρω ένα μπουκάλι λήθη.

Πήγα στο διάδρομο με τα ποτά. Τα καλύτερά ήταν κλειδωμένα σε μια μικρή βιτρίνα, σαν μπιμπελό. Μα όλα μου φαινόταν υπερβολικά χαρούμενα, εύθυμα. Μου δίνανε την εντύπωση ποτών που θα πιείς σε πάρτυ με γκομενάκια και χαλαρή μουσική. Πάντα μου φαινόταν πως το κάθε μπουκάλι θέλει ιεροτελεστία, και πως το ποτό που επιλέγεις σε χαρακτηρίζει. Το Τζακ ήταν μαστ για την περίπτωση. Το χοντροκομμένο, τετράγωνο μπουκάλι με το ασπρόμαυρο χαρτί μου έκλεισε το μάτι.

Σαν έφτασα σπίτι, κάθισα στον καναπέ, το ακούμπησα μπροστά μου και σκέφτηκα, αυτό, αυτό το χρειάζομαι. Ώστε έτσι είναι. Άρχισα να το κατεβάζω αργά. Ένιωθα σα να κάνω χειραψία με τον ίδιο τον Ντάνιελς. Είχα πει στον εαυτό μου, ώρα να σκληρύνεις δικέ μου. Για καλό ή για κακό, έτσι έχουνε τα πράγματα.

Τώρα, πώς τα φέρνει η ζωή και πρόσεχε τι εύχεσαι, δυo-τρία χρόνια αργότερα κατέληξα να είμαι πιο κάθαρμα απ’ ότι θα μπορούσαν να είναι ποτέ αυτοί οι τύποι. Γατίσιες φαινόταν πια οι καγκουριές τους που τόσο με είχαν εξωθήσει μπροστά στις δικές μου. Δεν έχει πολύ πλάκα να νομίζεις πως τρέχεις μακριά από κάτι μόνο και μόνο για να ανακαλύψεις ότι τελικά τρέχεις κατά πάνω του. Ταυτόχρονα όμως, έχει και λίγο.

Το ρούφηξα όλο σε μία νύχτα, και την επόμενη δεν ένιωθα διόλου καλύτερα. Το μπουκάλι το κράτησα για κάποιο καιρό, σαν αναμνηστικό, να μου θυμίζει κάτι που -αν υπήρχε όντως ποτέ σαν ολοκληρωμένη σκέψη- πλέον έχω ξεχάσει. Και μετά με τη σειρά του, ξεχάστηκε κι αυτό. Και ήρθαν άλλα μπουκάλια, κι άλλες καψούρες και άλλες αναμνηστικές μαλακίες να μαζεύονται στα ράφια των δωματίων μου, κι αυτά με τη σειρά τους να παίρνουνε το μπούλο μόλις αλλάζει η εποχή. Και τώρα είμαι εδώ.

Κάπως έτσι λοιπόν. Πλέον, νο. Πίνω, σι. Ερωτεύομαι, σι. Μα δεν διαλύομαι. Έμαθα να μαθαίνω. Μπορεί η ψυχή μου να 'ναι σχισμένη στα δύο μα δεν πεθαίνω. Δεν έχει σημασία. Αργά ή γρήγορα γνωρίστηκα και με το θεό και με το διάβολο, και λίγα πράγματα με φτάνουν στα όριά μου.

Ο θυμός όμως, μένει. Όπως άλλωστε και η δίψα.

Το ξύλο του μπαρ τρέμει απ' την ένταση. Οι τοίχοι είναι βαμμένοι μαύροι, έχει παντού ζωγραφισμένες πεντάλφες και τράγους με κόκκινη μπογιά. Είναι ένα μπαρ για χαμένες ψυχές αυτό που ήρθα σήμερα, ξανά χωρίς να το καταλάβω, μα είναι το μόνο που μπορώ να διαχειριστώ σ' αυτή την κατάσταση. Η φίλη μου που δουλεύει συνήθως δεν είναι εδώ, μόνο ο τυπάς. Καλύτερα. Το σώμα έχει ήδη ζεσταθεί. Τσιγάρα έχω. Το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι. Τι. Θα. Πιω.

Σαν μαλάκας, για δεκάκις χιλιοστή φορά μπροστά στη βιτρίνα με τα μπουκάλια, με δέκα γιουρά σε ψιλά, μουσκεμένα ακόμα από βρόχινο νερό στην τσέπη. Βλέπω τις μάρκες και τα λόγκο να με χαιρετάνε, να μου μιλάνε. Αυτά τα μπουκάλια είναι φίλοι μου, κάποια είναι εχθροί μου. Τα λόγια της κάθε μποτίλιας είναι χάδια ερωμένης, μια γλυκιά θύμηση. Δέκα γιουρά. Ούτε να φτύσω δεν μπορώ με δέκα γιουρά, κι έχω τη γαμημένη τη βιτρίνα στα δύο μέτρα, αν απλωθώ αρκετά μπορώ να τα αγγίξω.

Απέναντι οι φίλοι μου βγάζουνε μικρά χεράκια από τα πλάγια, μάτια και στόματα φυτρώνουν στους λαιμούς, και φωνάζουνε όλοι μαζί με ψιλές, γλυκές φωνίτσες, “είναι ο φίλος μας, ξαναήρθε!” και “Ορφέα, μας έλειψες!” και “Ορφεάκο ήρθες, σε περιμέναμεεεεε!”.

Είναι όλοι εκεί. Ο Κάπτεν Μόργκαν κραδαίνει το γάτζο του τραγουδώντας μυθικά έπη για τους γλυκούς ανέμους της Καραϊβικής, που μυρίζουν ιώδιο, μπαχαρικά και σκούρο γυναικείο σώμα. Ο Σέιλορ Τζέρι, με τα μπράτσα γεμάτα ναυτικά τατού κρατάει χαλί παίζοντας φυσαρμόνικα, χτυπόντας το πόδι κάτω για ρυθμό, πετώντας μου κάνα αλήτικο κλείσιμο του ματιού.

Είναι ο Τούλαμορ εκεί, με προσκαλεί να φονεύσουμε το θάνατο με σφήνες και τσιγάρα, και ο Τζέιμσον, μα σήμερα δεν έχω κέφια. Ο Χόσε και η παρέα του βαράν κιθάρες αϊ αϊ αϊ και βίβα λα μέχικο, μα μπα. Η μπύρα δεν κάνει καν τον κόπο να με χαιρετήσει. Έχουμε γίνει κώλος και βρακί πια. Το κρασί με έχει γραμμένο στα αρχίδια του και εγώ επίσης.

Και εκεί πίσω, η πατρική φιγούρα που όλοι έχουν ανάγκη, ο παλιός, κλασσικός Θείος Τζακ. Με την καπελαδούρα, τη χοντρή κοιλιά και το απαίσιο μούσι εποχής με καθησυχάζει, με πιάνει απ' τον ώμο και μου λέει, εδώ είμαι αγόρι μου. Είναι παλιός γνωστός. Μου λέει πως όλα θα πάνε καλά για μία ακόμη φορά. Πως θα πιούμε πολύ, θα γελάσουμε, θα φλερτάρουμε με τα γκομενάκια και μετά θα πάμε να δείρουμε ένα τύπο. Δεν έχει σημασία ποιόν, σημασία έχει να τον δείρουμε. Για την ακρίβεια, δεν έχει καν σημασία αν θα τον δείρουμε ή θα μας δείρει. Σημασία έχει να πάμε.

Και στην άκρη, δεξιά κάτω, που το ράφι είναι σκοτεινό και σκονισμένο, κάθεται η Βότκα. Με κοιτάει πλάγια, εντελώς σιωπηλή. Κρατάει ένα μαδέρι με μια σκουριασμένη πρόκα καρφωμένη στην κεφαλή και τo χτυπάει απαλά στο χέρι της. Θέλει το κακό μου. Εσύ να πας να γαμηθείς Βότκα. Δεν είσαι φίλη μου. Όταν είμαστε μαζί, κακά πράγματα συμβαίνουνε γύρω μου. Κακά πράγματα συμβαίνουμε και σε 'μένα. Ναι, το ξέρω, έχει πλάκα. Και 'μένα μ' αρέσει. Απλά έχει αρχίσει να γίνεται κουραστικό, σαν να 'χω μέσα μου έναν αναστεναγμό, ένα κλαψιάρικο “αμάαααν ρε μαλάκαααα”, και κάθε φορά που κάνουμε παρέα να προστίθεται και ένα ακόμα “α”.

Μη λέμε όμως μαλακίες. Ποια δέκα ευρώ? Ήρθα για να πιω και αυτό θα γίνει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Πάντα έτσι πάει. Κάποιος θα με κεράσει, κάπως θα πέσει κάτι στα χέρια μου, πάντα έτσι πάει. Κάποιος παραδοσιακός ελληνικός αλκοολικός θείος θα σκάσει απ' το πουθενά, κάποιο αλάνι που με πάει θα με κάνει λιώμα, πάντα έτσι πάει. Είναι λες και το σύμπαν συνωμοτεί εναντίον μου μόλις κάθομαι στον πάγκο. Ή υπέρ μου, δεν ξέρω.

Η απόφαση έχει ήδη παρθεί, πριν καν διαβώ την πόρτα του μαγαζιού, πολύ πριν αποφασίσω να βγω απ' το σπίτι. Σκάει μύτη ο μπαρμαν, με καρφώνει με τα μάτια. Είναι ψηλός και χοντρός. Γεμάτος άσχημα τατού που για κάποιο λόγο του πάνε, μούσι μέχρι το στήθος πλεγμένο επιμελώς πλεξούδα, με μαλλί ξυρισμένο μοϊκάνα πιασμένο κότσο. Δεν με χαιρετάει. Του τη δίνει που η μικρή που δουλεύει εδώ βγαίνει έξω απ' τη μπάρα και με φλερτάρει όποτε έρχομαι. Του τη δίνει, και αυτό με ευχαριστεί. Γι' αυτό έρχομαι.

“Τι θα πιείς ρε?” μου κάνει. Δεν απαντώ. Δεν ξέρω. Δεν με νοιάζει. Χαμογελάει ύπουλα. Κάτι ξέρει το μουνί. Κάτι βλέπει. Τον σιχαίνομαι αυτό τον τύπο. Πώς βρέθηκα πάλι σ' αυτό το γαμημένο μπαρ, δεν καταλαβαίνω. Τα πόδια φταίνε, αυτά με φέρανε, εγώ απλά βγήκα απ΄ το σπίτι για βόλτα, μετά ποιός ξέρει τι έγινε.

Και εντελώς ξαφνικά, τακ, ο χρόνος σταματάει. Νιώθω λες και κάποιο παγωμένο χέρι με έχει γραπώσει απ’ το σβέρκο. Ο χώρος εξαφανίζεται για λίγο, κρύβεται, και μετά εμφανίζεται ξανά, κάπως διαφορετικός, πιο απλός. Η μουσική ακούγεται υπόκωφα, λες και παίζει μέσα από σπηλιά. Ο τύπος μοιάζει με ευφάνταστο κέρινο ομοίωμα. Ρεαλιστικός, μα όχι αληθινός. Περιεργάζομαι τα σπυριά στο μέτωπό του, τις τρίχες στη μύτη και τα φρύδια του. Τα μπουκάλια κόβουν αμέσως τις τσιρίδες, ξαναγίνονται μπουκάλια, στέκονται άψυχα πάνω στα ράφια.

Κάπως σαν να ξύπνησα, σαν να θυμήθηκα κάτι πάρα πολύ σημαντικό που μου είχε διαφύγει. Κάπως σαν να ‘μουν χαμένος στα χαμένα όλη μέρα κι τώρα επιτέλους κατάφερα να συγκεντρωθώ.

Έτσι, στα ξαφνικά, πολύ απλά, σαν να έπεσε πάνω μου λίγο απ' το φως του Ράμα, του Κρίσνα, του Ερμή, του Μωυσή, του Ορφέα, του Πυθαγόρα, του Πλάτωνα και του Ιησού, είπα να φύγω. Να τσακιστώ από 'κει μέσα ο μαλάκας, και να μην ξαναπατήσω ποτέ. Να φτύσω στη μούρη τον ψηλό, να αφήσω πίσω μου τη φρίκη, να βγω έξω στον καθαρό αέρα και να κόψω βόλτες κουκουλωμένος με το πανωφόρι μου μέχρι να ξημερώσει.

Να πάρω τηλέφωνο κάποιο φίλο σε κάποια άλλη πόλη και να του ζητήσω να με φιλοξενήσει. Να πακετάρω δυο παντελόνια, πέντε μπλούζες, τέσσερα βρακιά, να φιλήσω τη γριά μου και να φύγω. Να αρχίσω να παίζω δρόμο μέχρι να μπορέσω να νοικιάσω σπίτι, κι ας είναι με δεκαεφτά συγκάτοικους. Να βρω καινούριο κορίτσι, να το ερωτευτώ κι ας με διαλύσει. Να φύγω. Να ανατρέψω το ταμπλό, να εκσφενδονιστούνε τα πιόνια ένα γύρω, να ανακατέψω την τράπουλα και να μοιράσω ξανά, κι ας είναι το καινούριο χέρι χειρότερο απ’ το τωρινό.

Γιατί ξέρω, πως όσα πέφτουν πάνω μου τα προσκαλώ. Αφήνω την πόρτα του σπιτιού μου ανοιχτή και τρυπώνουνε μέσα όταν ναρκώνομαι, σαν τα ποντίκια. Φωλιάζουν στην καρδιά μου και σιγά-σιγά τα συνηθίζω, δεν τα διώχνω. Καταλήγω να ζω μαζί τους, και μετά από καιρό πείθομαι πως ήταν από πάντα εκεί. Ναι, ξαφνικά, έτσι όπως κοιτάω στα μάτια το χοντρό, λέω να κάνω μια καινούρια αρχή. Γιατί το χρειάζομαι. Γιατί μπορώ. Και γιατί το αξίζω. Μπορεί τελικά και να μην αξίζω απολύτως τίποτα, μα ποτέ δεν θα σταματήσω να αξίζω μια καινούρια αρχή -κανείς δεν θα σταματήσει.

Γιατί η μαλακία με το κορίτσι δεν ήτανε που της τα ξέρασα όλα. Η μαλακία ήταν που εξ' αρχής έκανα παρέα με αυτούς τους τύπους. Που, παρόλο που δεν ενέκρινα ούτε ασπαζόμουν τις πισώπλατες πουστιές και τις στρατόκαυλες συμπεριφορές τους δεν έλεγα τίποτα. Που φοβήθηκα τη μοναξιά και δε σηκώθηκα να φύγω. Ήμουν κουρασμένος και ήταν βολικά, και απλά στρογγυλοκάθισα εκεί, νομίζοντας πως με τον καιρό θα συνηθίσω ή θα συνειδητοποιήσω κάτι που αδυνατούσα να δω μέχρι τότε. Με ακριβώς τον ίδιο τρόπο που στρογγυλοκάθομαι τώρα σ' αυτό το σκαμπό.

Μα αν έμαθα κάτι όσο σερνόμουν στα πατώματα είναι πως δεν μπορείς να είσαι εντάξει με τα αρχίδια. Μαζί τους ή αρχίδι θα είσαι ή τίποτα. Εντάξει ποτέ. Δεν γίνεται, κι αυτό με κάνει να ντρέπομαι. Και είναι η ντροπή που με πυρώνει και μου καρβουνιάζει το είναι, κι ας έχουν περάσει από τότε δέκα κεφάλαια. Η ντροπή μένει, δεν ξεπλένεται. Όπως η δίψα κι ο θυμός, μένει εκεί και γίνεται κομμάτι.

Όλο το δράμα ήταν η αφορμή. Αν είχα τα κότσια να ξεκόψω από νωρίς όλα αυτά θα είχαν αποφευχθεί. Κρίμα τα δάκρυα, κρίμα οι βρισιές, κρίμα εκείνο το θρυλικό πρώτο μπουκάλι Τζακ. Κρίμα και το κορίτσι. Θα ΄θελα μετά από τόσα χρόνια να την βρω να μιλήσουμε. Να δω τι κάνει. Αν βρήκε κάποια μορφή δικαιοσύνης στη ζωή. Αν κατάφερε να προστατεύει τον εαυτό της. Να μου πει και αυτή τη γνώμη της για όλη εκείνη την καταραμένη φάση, που ήταν στην ουσία της ο πυροβολισμός που με έχει στείλει εδώ που βρίσκομαι μέχρι και σήμερα. Ποτέ δεν έμαθα τι απέγινε. Ούτε και την έψαξα όμως. Απ' όσο ξέρω θα μπορούσε να σερβίρει κοκτέιλ στη Μύκονο, ή να τρακάρει ψιλά στη Ναυαρίνου.

Το όνειρο δεν κράτησε πολύ. Σταδιακά, ο κόσμος επανήλθε στους κανονικούς του ρυθμούς. Και αυτό το μουνί είναι ακόμα από πάνω μου. Με τα δύο μέτρα ύψος και τον όγκο ολυμπιονίκη παλαιστή. Με το γελοίο πλεγμένο μουσάκι του. Ακόμα με κοιτάει και περιμένει να δει τι θα πιω. Το αίμα σου θα πιω ρε μαλάκα. Σε σφηνάκια. Για το γαμώτο. Όχι γιατί σε μισώ, όχι γιατί είσαι γλοιώδης. Απλά γιατί μου κάνει κέφι. Γιατί το κόκκινο και το μαύρο και το ντεθ μέταλ και οι πεντάλφες λες και μου καρφώνουν αυτή την ιστορία σαν βίδα στην ψυχή, σφυριά τη σφυριά. Και με πονάει. Γιατί διψάω και δεν έχω φράγκα. Γιατί έχω νεύρα. Γιατί έχω πάντα νεύρα και ποτέ αρκετά λεφτά να ξεδιψάσω.

Δεν ξέρω πως τον κοιτούσα, μα με διάβασε. Ακούμπησε τα μπράτσα στο μπαρ, χαμογέλασε και έβγαλε απ’ τη μύτη ένα βαρύ, βαθύ αναστεναγμό που έστειλε τις στάχτες μέσα απ' το τασάκι να πετάνε απαλά ολόγυρα μας σαν χιονονιφάδες. Αιφνιδιάστηκα. Το πρόσεξε και χαμογέλασε πιο πλατιά. Νομίζω πως έχω κάνει το λάθος και έχω έρθει πολλές φορές σ' αυτό το μαγαζί. Με ξέρει. Χριστέ μου, ακόμα χειρότερα. Με καταλαβαίνει. Προς στιγμήν, μέσα στα μαστουρωμένα μάτια του αναγνώρισα κάτι δικό μου, κάτι που δεν είχα συνειδητοποιήσει ποτέ μέχρι τότε πως έχω. Δεν ξέρω τι. Ίσως και τίποτα.

Κλείνει το μάτι και με ρωτά με νόημα, “τι λέει η καρδιά?” και γνέφει στη βιτρίνα. Και η καρδιά μου τρέμει, και λέει stay away. Μα το χέρι ακουμπά στον πάγκο μια χούφτα βρεγμένα, μίζερα ψιλά, και το στόμα μιλά σχεδόν αυτόματα. “Βότκα”.



https://www.facebook.com/okosmosapokatw

Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2017

Κερασμένο με Αγάπη

"..οπότε αυτό, ειναι ένα αρχίδι." της Άννυ Β.

Είναι αλήθεια πως κάποτε ήθελα και εγώ να πεθάνω στα γρήγορα, τσάκα μπαμ, να τελειώνουμε.. Θα 'μουνα δέκα ή έντεκα, και το θυμάμαι σαν χτες, που αποφάσισα εντελώς στα σοβαρά πως αν είναι να πεθάνω κάποτε, καλύτερα να είναι νωρίς μπας και γλυτώσω όλη αυτή την αισχρή μιζέρια που διακρίνει τους μεγάλους. Να ζήσω μάνι-μάνι τα καλά τώρα που ο βίος είναι βολικός και το σώμα φρέσκο, και μετά να την κάνω, να δω επιτέλους τι σκατά κρύβεται πίσω απ' αυτό το λευκό παραπέτασμα. Όλοι πεθαίνουν, έτσι και εγώ μια νύχτα, ε, τουλάχιστον ας διαλέξω πότε θα είναι.


Όταν γνωρίστηκα όμως για πρώτη φορά με την ιδέα της μετεμψύχωσης απέκτησα μια εντελώς διαφορετική σκοπιά για τη ζωή. Θυμάμαι καθόμασταν στο σαλόνι στο χωριό και έτυχε να ακούμε Καζαντζίδη, και η αδερφούλα μου πετάγεται και λέει στον πατέρα μου, "Μπαμπά, ο Στέλιος όταν λέει Θεέ μου τη δεύτερη φορά που θα 'ρθω για να ζήσω μιλάει για μετεμψύχωση, έτσι δεν είναι?". Σέκος ο πατέρας. Μα είχε απόλυτο δίκιο.


Δύο σκέψεις έκανα εκείνη τη μέρα τις οποίες κρατάω μέχρι και σήμερα. Πρώτον, πως αν πεθάνω νωρίς, θα είναι χοντρή μαλακία και μεγάλο παλούκι να πρέπει να ξαναζήσω ξανά μανά όλη την παιδική ηλικία ώστε να μπορέσω να αγαπήσω ως ενήλικας τόσο βαθιά όσο κι ο Στέλιος. Και φαντάσου, στη δεύτερη ζωή να αποφασίσω ξανά να πεθάνω νέος χωρίς να θυμάμαι ότι ποτέ δεν ενηλικιώθηκα στην προηγούμενη. Θα ήμουν ένας μικρός αυτόχειρας, παγιδευμένος σε ένα φριχτό φαύλο κύκλο.


Η δεύτερη σκέψη, ήταν πως η μετά θάνατον ζωή μπορεί να είναι μια παπάτζα και μισή και να τον πιω. Και εκεί που θα περιμένω να λυθεί το μυστήριο, να γίνω ξαφνικά τίποτα, χωρίς τη γλυκιά και βασανιστική συνειδητότητα, ανίκανος ακόμα και για απλή σκέψη. Ακούγεται κάπως μακάβριο, μα αν το δεις απ' τη μεριά ενός εξαιρετικά περίεργου παιδιού φίσκα στα ερωτήματα, δεν είναι.


Δεν άλλαξε πολύ λοιπόν ο τρόπος που βλέπω τα μυστήρια από τότε, μόνο που τώρα πια έχω τα γεράματα στο νου μου σαν στοίχημα. Σαν πρόκληση. Πόσο δύσκολο είναι πια γεράσεις? Γεμάτος είναι ο τόπος κωλόγερους. Τα κατάφερα μέχρι τα είκοσι, τώρα σχεδόν πιάνω τα τριάντα. Έχω ένα κάρο φίλους που δεν θα δούνε ποτέ τέτοιες ηλικίες. Θα καταφέρω όμως να χτυπήσω τα ογδόντα και να μην είμαι ένα κομμάτι κρέας στον καναπέ? Μιλάμε για μια χοντρή πενηνταετία ακόμα. Μισό αιώνα. Θα δούμε.


Για την ώρα πάντως, προτιμώ να ζήσω πάρα πολλά χρόνια. Παιδιά και έτσι, όλη τη μόντα. Σαν σκατόγερος όμως, το μόνο σίγουρο είναι πως θα 'χω ένα μάτσο πιτσιρίκια γύρω μου. Θα είναι φοβερά ενοχλητικά και τρομακτικά μαλακισμένα, θα έχουν κι αυτά το διάολο μέσα τους. Γιατί, ως γνωστόν, ο διάολος περνάει κάθε δεύτερη γενιά. Εγώ τώρα έχω μέσα μου τους διαόλους των παππούδων μου. Τα παιδιά μου θα έχουν των γονιών μου, και τα εγγόνια μου θα κληρονομήσουν τους δικούς μου. Δηλαδή, γάμησέ τα δηλαδή. Θα με πεθάνουνε.


Θα κάθομαι στην κουνιστή μου πολυθρόνα, με όσα άσπρα μαλλιά βγαίνουν ακόμα κότσο, το κούτελο φαλάκρα και μούσια ως την κοιλιά, θα 'χω μια ξύλινη, μακριά μαγκούρα με γάντζο στην άκρη να τα κοπανάω στο κωλί όταν κάνουνε μαλακίες και να τα βουτάω απ' τα πόδια σαν κατσίκια όταν θέλω να τα κανακέψω. Και θα με ρωτάνε ένα σωρό βλακείες, Χριστέ μου, τόσες πολλές βλακείες... Παππού τι είναι πούτσα, παππού τι είναι καλόγερος, παππού τι είναι πίπα. Και μα το Θεό, μα τον καυτό πυρήνα του πλανήτη και τα παγωμένα δαχτυλίδια του Κρόνου, δεν θα τους κρύψω απολύτως τίποτα. Ο κόσμος έχει γίνει πιο άγριος απ' ότι ήταν κάποτε. Πούτσα είναι το πουλί του άντρα, καλόγερος είναι ένας άντρας που αρνείται το πουλί του, πίπα είναι η πούτσα στο στόμα.


Και θα με ρωτάνε κι αυτά τα βαθιά φιλοσοφικά και καμμένα που ρωτάν τα πιτσιρίκια πριν πάνε σχολείο και τους κλαδέψουν τη φαντασία με πειθαρχία, τάξη και κοινωνικά ταμπού. Θα βάλω τα δυνατά μου τους πω όσα λιγότερα ψέματα γίνεται χωρίς να τα τραυματίσω, και θα τα 'χω συνέχεια με ένα βιβλίο στο χέρι.


Και ιστορίες. Μαλάκα, ατέλειωτες ιστορίες, αληθινές και απίστευτες, καφρίλες που μάλλον δεν θα πιστεύουν ούτε τα παιδιά μου. Με την παραμικρή ευκαιρία θα τα μαγεύω με μύθους για μυστήριους αλήτες, ταξίδια σε θάλασσες μαύρες, θαύματα, άγρια μαγεία και περιπέτειες. Για κάθε ερώτηση θα έχω και μια ιστορία. Ήδη από τώρα δεν βλέπω την ώρα να μαζευτούν στα πόδια μου σαν υπερκινητικά κουτάβια, να μου φέρουν κρυφά τσιγάρο κλεμμένο απ' το πακέτο των μεγάλων και να με ρωτήσουνε φουλ συνωμοτικά και σκανταλιάρικα με μάτια που γυαλίζουν, “παππού, τι είναι αρχίδι?”. Και εγώ μέσα μου θα ξαναζωντανέψω. Θα δακρύσω κρυφά από συγκίνηση, θα ψελλίσω μέσα απ΄ τα σαλιωμένα μουστάκια μου “επιτέλους...”, και θα τους πω για το πώς ένα πρωί κέρασα άθελα μου μια ολόκληρη πόλη ένα αρχίδι.


Θα τους πω “Όταν ο παππούς σας αγαπημένα μου κωλόπαιδα ήταν πιτσιρίκος, λίγο μεγαλύτερος από σας, όχι πολύ εξυπνότερος, μα σίγουρα πολύ πιο γοητευτικός, ήταν ένα ρεμάλι και μισό, μα όχι μαλάκας. Δεν είχε δουλειά γιατί ήταν αφάνταστα τεμπέλης. Αν μπορούσε όλη μέρα να αράζει και να ξύνεται θα το 'κανε, μα ήταν και δαιμονισμένος οπότε δεν καθότανε πολύ στ' αυγά του. Τον έκαιγε ο κώλος.


Για να ζήσω λοιπόν έπαιζα κλαρίνο στους δρόμους. Έβρισκα κι άλλα πιτσιρίκια με κοφτερά μυαλά και πονηρά μάτια και παίζαμε μαζί τη μουσική μας στους περαστικούς, κι άλλος πέταγε ένα κέρμα, άλλος ένα χαρτονόμισμα, άλλος όλο το πορτοφόλι κι άλλος με αγκάλιαζε σαν παιδί του και μού’λεγε με δάκρυα στα μάτια πως τον ανέστησα, πως τον μάγεψα, πως τον αγάπησα, και όλοι μου λέγανε ποτέ να μην το παρατήσω αυτό που κάνω, πως θα 'ναι κρίμα.

Μα όλοι όσοι με νοιαζόταν και θέλανε το καλό μου, με πιάνανε να μιλήσουμε σοβαρά και μου λέγανε πως η μουσική δεν έχει ψωμί, και πως κάποτε θα γεράσω και δεν θα 'χω φράγκο τσακιστό και θα υποφέρω. Να μάθω μια τέχνη κυριλέ, υδραυλικός, μάγειρας, κάτι που να 'χει λεφτά. Ε, αυτούς τους είχα γραμμένους. Εγώ ήξερα τι ήρθα να κάνω σ' αυτό τον κόσμο. Αλλά επειδή ήμουν και ευαίσθητος και δεν μπορούσα να αφήσω άνθρωπο με κρίμα μέσα του για 'μένα, μετά τους έπαιζα και ένα κομμάτι να γλυκαθούνε, και στο τέλος κλαίγανε και αυτοί, και μου λέγανε, "καλά, 'ντάξει, κάνε αυτό, μα βάλε και κάνα φράγκο στην άκρη ε!".

Και συνέχιζα να παίζω στους δρόμους, Δευτέρες και Τετάρτες, Σάββατα και Κυριακές. Άνοιξη, φθινόπωρο, γιορτές και πένθη, εγώ καθόμουν στα πεζοδρόμια με τα αλάνια μου να παίζουμε. Και ήμασταν όμορφα παιδιά, τσαχπίνικα αλητάκια, κι αν βγάζαμε μια τριανταρού, τα μισά ήταν για τον ήχο και τα άλλα μισά για το θέαμα.

Ένα Σάββατο το λοιπόν, ξύπνησα όπως-όπως, και φόρεσα ότι να 'ναι, ότι βρήκα μπροστά μου. Είχαμε πει να παίξουμε στις έντεκα και ήτανε δώδεκα παρά, ούτε κατούρημα ούτε πλύσιμο ούτε τσιγάρο, παπούτσια χωρίς κάλτσες, παντελόνι χωρίς βρακί και μπουκάμισο χωρίς φανέλα, το κλαρίνο στον ώμο, καβάλα το ποδήλατο και δρόμο.

Κάτσαμε στο γνωστό παγκάκι μας, πήραμε καφέ. Καλημερίσαμε τη γειτονιά, βγάλαμε έξω τα όργανα και αρχίσαμε. Μαζεύτηκε ο κόσμος σαν το ποίμνιο. Κοντοστεκότανε μπροστά μας να ακούσει, πέταγαν λεφτά στη θήκη, μας μιλούσανε. Σαν διψασμένοι ήτανε κι εμείς να μοιράζουμε το δροσερό νερό. Και εγώ όταν έπαιζα είχα πάντα τα μάτια κλειστά, γιατί είναι πιο εύκολο να ονειρευτείς όταν δεν βλέπεις, και πάντα αυτό ήτανε το μυστικό μου: να παίζω σαν να βλέπω κάποιο όνειρο· τίποτα δεν έχει σημασία, κανείς δεν είναι αληθινός και όλα είναι λίγο πιο γλυκά απ' ότι στην αληθινή ζωή.

Και εκείνο το Σάββατο πηγαίναμε καλά, πάρα πολύ καλά. Όλες οι νοικοκυρές οι αγκαζέ με τις εγγονές και τις κόρες τους σταματούσανε για λίγο τα ψώνια να θαυμάσουνε τους μουσικούς του δρόμου, που δεν τους χωράν τα πάλκα και οι σκηνές, κι ας ήμασταν εκεί εμείς για το εύκολο μεροκάματο. Αυτοί το πιστεύανε, και έτσι το πιστεύαμε κι εμείς μαζί τους.

Κι όποτε άνοιγα λίγο τα μάτια στα κλεφτά να δω τι γίνεται ένα γύρω, πάντα θα έβρισκα μια πιτσιρίκα με γυαλιά να κάθεται απέναντι και να δαγκώνεται. Ή μια νοικοκυρά πιο πέρα να χαζεύει με τα χέρια της πλεγμένα. Μια άλλη να σφίγγει το φόρεμα. Ήταν και μια χαρακτηριστική εξηντάρα ποδηλάτισσα που την είδα να περνάει μία, να μας κοιτάει καλά-καλά, μετά να έρχεται με το ποδήλατο μπροστά-μπροστά στη θήκη και να κάθεται εκεί, όσο πιο κοντά γίνεται μέχρι να τελειώσει το κομμάτι.

“Ευχαριστούμε!” λέγαμε εμείς, “Να ’στε καλά!” λέγαμε, “Καλημέρα!” και τέτοια, και μέσα μας, “Μα τι ωραία παίζουμε οι πούστηδες!”. Μα κι άλλα γίνανε εκείνη τη μέρα, περίεργα. Μια μάνα πήρε το παιδί της που μαγνητίστηκε απ' τον ήχο και το έσυρε στο παραδίπλα στενό όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Κάποια άλλη σιγοψιθύρισε “Χριστέ μου!”, ανασκουμπώθηκε νευρικά και χάθηκε χωρίς να πει τίποτα. Και άλλα, περίεργα χαμόγελα, να οι κυράτσες στημένες ουρά, όλες μαζί, και τα κέρματα βροχή, να τα κορίτσια τα απείραχτα ακόμα, αγκαζέ να γελάνε και να βγάζουνε φωτογραφίες.

Θα 'χανε περάσει δυο ώρες πια, όταν μια κοπελίτσα με πράσινα μαλλιά, όχι πάνω από είκοσι χρονών, έρχεται και στέκεται ντουγρού απέναντί μου. Ήτανε σίγουρα η τρίτη φορά που την έβλεπα εκείνη τη μέρα. Και έτσι όπως έπαιζα, ανοίγω λίγο παραπάνω τα μάτια, την κοιτάω, με κοιτάει. Κρατάει το βλέμμα της πάνω μου, το κρατάω και εγώ. Και τότε ανοίγει το στόμα της, γλείφει το πάνω χείλι λες και είναι πασαλειμμένο με μέλι, και μετά δαγκώνει το κάτω λες και το μισεί. Και έχοντάς το δαγκωμένο, γέρνει τη ματιά της απ' το πρόσωπο στον καβάλο μου.

Μπράβο, λέω εγώ μέσα μου, έχει θάρρος η μικρή. Πιο χοντρό πέσιμο μόνο τουρίστρια στη Σκιάθο μου 'χει κάνει. Μα παραξενεύτηκα κιόλας. Δεν ήταν συνηθισμένη συμπεριφορά. Μου μπήκαν ψύλλοι στ' αυτιά. Αφήνω μια στιγμή το όργανο, κοιτάω κάτω, τι να δω. Κρεμόταν ένα ολόκληρο αρχίδι και μια υποψία πούτσας μαζί του από μια τρύπα στο παντελόνι. Παναγία μου λέω, δραπετεύσανε. Και πώς να τα μαζέψω χωρίς να καρφωθώ. Γιατί όταν παίζεις, αν κάνεις μαλακία είσαι μια φορά μαλάκας, αν το δείξεις όμως είσαι εκατό. Στην περίπτωσή μου, χεσ’ το, ο πολλαπλασιαστής πέταξε στο διάστημα. Τι, να σταμάταγα το Μητσάκο τύπου, “Μητσάκο, πάμε παύση λίγο ρε να μαζέψω τα παπάρια μου που πετάχτηκαν απ' έξω και ξαναμπαίνουμε ρεφρέν”? Μήπως να 'κανα μαγκιά ένα χέρι παίζει, ένα χέρι μαζεύει? Μπα, κάρφωμα κι αυτό.

Λέω μέσα μου, να πάει να γαμηθεί. Τα 'βαλα κάτω. Σκέφτομαι. Σάββατο είναι, πήχτρα η Ερμού, περνάνε κοντά εκατό περαστικοί το λεπτό. Από τους εκατό οι είκοσι μου δίνουν σημασία, επί δύο ώρες που είμαστε εδώ, έχω ήδη κεράσει ένα αρχίδι -ούτε λίγο ούτε πολύ- δυόμισι χιλιάδες Βολιώτες. Την κοινωνική μου υπόληψη τώρα, την πήγα βόλτα στα βουνά και την παράτησα δεμένη σε ένα δέντρο χρόνια πριν, όσο μ’αφορά μάλλον το κουφάρι της το χέσανε οι αρκούδες προ πολλού. Οπότε παίζουμε. Τελειώνουμε τουλάχιστον το κομμάτι σαν κύριοι και μετά βλέπουμε.

Κοίταξα πάλι την πιτσιρίκα. Κατάλαβα αμέσως απ' το γέλιο της πως κατάλαβε πως κατάλαβα και σήκωσε το φρύδι με τουπέ, περιμένοντας ίσως να κάνω κάτι σπαστικό και αγχωμένο. Μα μπα. Τι νόμιζες μωρή, πως θα ντραπώ? Χαμογέλασα με το όργανο ακόμα στο στόμα, το σήκωσα ψηλά να μην κρύβει καθόλου τη θέα και της έκλεισα το μάτι. Μα τότε, το κεφάλι της πετάχτηκε σαν να την τσίμπησε μπάμπουρας, το χαμόγελό της ξεφούσκωσε αργά, μετά πήγε λίγο πάλι να ξαναγεμίσει, μετά έγινε γκριμάτσα στραμπούλας και τέλος εξαφανίστηκε εντελώς, και μαζί του και αυτή.

Τελειώσαμε το κομμάτι, γυρνάω στο Μητσάκο, του λέω, "Μαλάκα κοίτα". Βλέπει το σταφύλι, κάνει με υφάκι, “Με κλιματισμό βλέπω σήμερα κύριε Ορφέα!”. Παίξαμε μια ώρα ακόμα. Στην αρχή είχα τα πόδια κλειστά σαν καλόγρια μα με πονούσανε τα αρχίδια, ήταν στενό το τζιν, οπότε συνέχισα να παίζω σε μια στάση ότι να 'ναι, λες και με έχει πιάσει κόψιμο.

Όλα καλά. Βέβαια, από τους τρεις χιλιάδες που χαζεύανε και βγάζανε φωτογραφίες το παπάρι μου ένας δεν ήρθε να μου πει, “Κύριε Κάππα, κρέμεται το αρχίδι σας, μαζεύτε το μη σας κρυολογήσει”, ή έστω κάποιο νόημα, ένα “Ψιτ μαζέψου” διακριτικά στο αυτί, ή ένα συνθηματικό σαν “Τα αυγά λιάζονται και το φίδι σκάει μύτη”. Δεν χρειάζονται ντροπές σ' αυτά, αλληλεγγύη χρειάζεται.

Οπότε αυτό είναι το αρχίδι, κάτι σαν το βυζί, μα δίπλα στην πούτσα. Είναι όργανο σαν το μάτι και το αυτί και τη γλώσσα, μα αυτό είναι απ' τα κρυφά. Όταν το βλέπει ο κόσμος κάτι παθαίνει, γλείφεται ή σφίγγεται ή σταυροκοπιέται, καμιά φορά και τα τρία μαζί, οπότε το κρατάμε για τον εαυτό μας, ή για τους αγαπητικούς μας. Δεν είναι δίκαιο για τα μάτια και τα αυτιά και τις γλώσσες, το ξέρω, μα δυστυχώς ή ευτυχώς, αυτοί είναι κανόνες."

Αυτά θα τους πω. Ίσως όχι κατά γράμμα, μα θα προσπαθήσω. Είπαμε, θα 'μαι ογδόντα. Φαντάζομαι πως θα 'χουνε μια καρότσα ερωτήσεις μετά, και μάλλον θα με διακόπτουνε εκνευριστικά πολύ συχνά τα μπασταρδάκια. Βασικά, μάλλον θα έχουνε περισσότερες απορίες απ' ότι είχαν όταν ξεκινήσαμε, μα κι αυτό καλό είναι. Έτσι πρέπει. Και πάλι, η ιστορία μου συνεχίζει να είναι κλάσεις ανώτερη απ' τη νευροκαθυστερημένη την Κοκκινοσκουφίτσα, ή την ούγκανη τη Σταχτομπούτα, το μεγαλύτερο γαμημένο θύμα όλων των εποχών.

Κάπως έτσι. Κι ο θάνατος? E, o θάνατος είναι θάνατος. Θα έρθει. Η μόνη ίσως δύσκολη πλευρά είναι ότι έρχεται σταδιακά και δύσκολα, κι εκεί που θαρρείς πως είσαι μια ξεχωριστή δύναμη της φύσης, χρόνο το χρόνο, εποχή την εποχή ανακαλύπτεις πως τελικά είσαι όσο άνθρωπος όσο κι επόμενος. Με τα κουσούρια του χόμο σάπιενς και τις αδυναμίες του και τα πανίσχυρα αναπαραγωγικά ένστικτα, και όλες οι βιβλιοθήκες που έχεις καταβροχθίσει δεν σε γλιτώνουν απ’ τη θνητότητα. Που είναι βασικά κάπως καθησυχαστικό.

Δεν γελιέμαι πάντως. Όταν εμείς κάνουμε σχέδια οι θεοί κλάνουν στα χάχανα. Σε τέτοιες ηλικίες, το να σκέφτεσαι εγγόνια είναι ίσως όσο ακραίο όσο και το να υπολογίζεις πότε θα βγεις στη σύνταξη για ν’ αρχίσεις να ζεις. Είναι γλυκό όμως, πιο γλυκό απ’ το να προσκολλάσαι στην άδικη μιζέρια που βαλτώνει τους ανθρώπους και να βλαστημάς πρωί μεσημέρι βράδυ.

Γιατί στην πραγματικότητα εκεί έγκειται ο φόβος, στο αν θα προλάβεις να κάνεις ό,τι είναι αυτό που θες να κάνεις πριν πέσει η αυλαία. Έτσι όπως το βλέπω, όλα όσα στριμώχνουμε βιαστικά και άπληστα μεταξύ ζωής και θανάτου δεν είναι ακριβώς δικά μας. Και έτσι προσπαθώ να τα αντιμετωπίζω. Σαν δανεικές χαρές και δώρα. Έτσι, η μοιραία προθεσμία γίνεται λιγότερο πιεστική. Κι ότι κι αν γίνει, όσο δύσκολα κι αν έρθουν τα πράγματα, θα ‘χω πάντα δοξάρι και σπαθί ένα σεντούκι τρυφερές ονειροπολήσεις.

Τα γλυκά μου εγγόνια μπορεί να μην έρθουνε ποτέ, κι εγώ ίσως να μην προλάβω να ασπρίσω. Μα στο βασίλειο των λευκών σελίδων μπορώ να τα γνωρίσω, να τα κανακέψω, να τα πάω βόλτες στο βουνό για να τους μάθω τα βότανα, κι όταν κουραστούνε και σκάσουν επιτέλους, να τα νανουρίσω.

Κι αν απέτυχα να τα διασκεδάσω, όταν ξυπνήσουν θα τους πω για το Ζούκο και το ράντσο με τις γαϊδάρες, ή για τα άγρια άλογα του Ολύμπου. Για τους φοίνικες της Πρέβελης και τα κατσίκια του Αγιοφάραγγου. Για τσιγγανούλες που σιούνται και λυγιούνται στο κλάμα του γυφτόξυλου, για τις φλόγες στα μάτια τους. Για τρελούς Αμερικάνους που γυρίζουν την υφήλιο σαν να βγήκαν για απογευματινή βόλτα. Για τους ανθρώπους που ζούνε πλάγια του δικού μας κόσμου και κάποιες φορές μοιάζουν με άγρια ζώα.

Θα τους πω για ταξίδια στ’ άγρια νησιά του Αιγαίου και για τον παγωμένο άνεμο του Ιωνίου, για τα βουνά της Ηπείρου και τους κενταύρους του Πηλίου. Ή, μπορεί να τους παίξω λίγο κλαρίνο. Ή να τους κάνω τίποτα να φάνε. Ίσως βρεγμένη φρυγανιά πασπαλισμένη με ζάχαρη, ή ψωμί με βούτυρο και μέλι, ή ρυζόγαλο, ή μουσταλευριά. Τέτοια μου έκανε κι εμένα ο παππούς μου όταν ήμουν πιτσιρίκι, και τρελαινόμουνα.

Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2017

Ο Ανυπόνομος

"Λαδόκολλαλα" της Άννυ Β.


Το λάιβ γάμησε. Ήταν το τελευταίο του τουρ οπότε γίναμε όλοι ελεύθερα σκουπίδια, χωρίς φόβο, πάθος, ενοχές ή το σκεπτικό ότι τουλάχιστον ένας μας πρέπει να μείνει σχετικά νηφάλιος και να το παίξει μπαμπάς. Θυμάμαι είχα πει τον Μπατίρη, “Μπατίρη, είσαι μεθυσμένος?” κι εκείνος έπιασε το καραφάκι το τσίπουρο, το κατέβασε ολόκληρο με μια γουλιά, σαν αφέντης, και μου απάντησε “ξαναρώτα με σε λίγο”.

Συνήθως σε κωμοπόλεις τόσο βόρεια του χάρτη δύσκολα βρίσκεις σωστό μαγαζί που να ανταποκρίνεται στην αισθητική και τη χυμαδιόρικη αμπελοφιλοσοφία που διακρίνει φιλήδονα καθάρματα σαν εμένα και τους ομοϊδεάτες συνοδοιπόρους, μα εκεί ήμασταν νταν. Τα παιδιά είχανε στήσει στέκι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα τους, και στα δικά μας, και το ‘χανε κάνει καλά. Το τοπικό Άλαμο. Ένα χτυπητό ζαφειράκι κρεμασμένο στο λαιμό μιας γριάς καριόλας.

Καταλήξαμε πολύ γρήγορα στο μπαρ του μαγαζιού. Κυρίως γιατί θέλαμε να είμαστε κοντά στην πηγή, μα κι επειδή το πολύ περί ανέμων και υδάτων με τον κόσμο καταντάει πολύ σύντομα να είναι η ίδια κουβέντα με όλους, οι ίδιες απαντήσεις στις ίδιες ερωτήσεις σχεδόν από ανθρώπους σχεδόν ίδιους. Στην αρχή έχει πλάκα μα μετά όχι πολύ.

Ο Κότας τις προάλλες μου έλεγε πως όταν ήτανε μικρός και πειραματιζόταν με τρόπους εγκεφαλικής απενεργοποίησης, έπινε το λάστιχο. Το περιεχόμενο δηλαδή της πλαστικής μαλακίας που έχουνε στους πάγκους των μπαρ και βάζουνε πάνω τα ποτά ώστε να μην χύνονται απ’ έξω και κολλάει το ξύλο. Στο τέλος της νύχτας, κι αφού έχουν πέσει εκεί μέσα τζούρες απ’ ότι μπορείς να φανταστείς, ξύδια στάχτες κι αηδίες, του το βάζανε σε ένα ποτήρι κι αυτός το έπινε. Γενναίος, δε λέω.

Το είπα λοιπόν στο Μιγκάτο που άραζε δίπλα μου, και η άμεση αντίδρασή του ήταν να ρίξει μια γεμάτη ροχάλα μέσα στο πλαστικό. Όταν τον ρώτησα τι κάνεις ώ μαλάκα, απάντησε πως το ‘κανε σε περίπτωση που αποφασίσει ο Κότας να θυμηθεί τα παλιά.

Μετά από λίγη ώρα, φυσιολογικά, είχα μπει μέσα απ’ το μπαρ, είχα πάρει εργολαβία μια μισογεμάτη μποτίλια σέρκοβα καθώς και τον έλεγχο της μουσικής, όλα αυτά σε σαθρή συνεννόηση με τα παιδιά· δεν μου ‘παν δηλαδή “ναι, κάντα λαμπόγυαλο Ορφεάκο, είσαι γαμάτος, όλα δικά σου, χέσε και στη γωνία άμα θες”. Αλλά δεν μου ‘πανε και όχι.

Απ’ την άλλη μεριά του πάγκου τώρα καθόταν όλα τα καλά μου αλάνια, ο Ρεμέτζο, Ο Μπατίρης και ο Μιγκάτο. Τους πότιζα ξέχειλα σφηνάκια κάνοντας άτσαλα ζογκλερικά αλά γαμάω-τάο πτυχιούχος μπάρμαν με το μπουκάλι, και τους έβαζα κομμάτια που αγαπήσαμε παρέα κάτι μίζερους χειμώνες στα υπόγεια και κάτι ξελογιασμένα καλοκαίρια στα νησιά.

Ήταν ένα υγρό όνειρο, ένα σκηνικό που έπρεπε να γίνει κάποτε, λες και μας το χρωστούσε το σύμπαν για όλα τα ξυστά που δεν κερδίσαμε, για όλες τις σφαλιάρες που δεν μπορέσαμε να αποφύγουμε και για όλα τα κόκαλα που μας κάτσαν στο λαιμό ενώ νομίζαμε πως τρώγαμε φιλέτο.

Στην ουσία, όταν ζεις τη ζωή με το εξάσφαιρο στο χέρι (ή μάλλον το κλαρίνο) σαν το Τζέσσε Τζέημς (ή ίσως το Γιώργο Μάγκα) από κάτι τέτοια πληρώνεσαι. Αυτά σε γεμίζουνε και μένουν. Όλα τα υπόλοιπα είναι απλά ψιλά, θα τα φας και θα τα χέσεις, θα τα καταπιείς αμάσητα ή θα τα φτύσεις, και αργά ή γρήγορα τα περισσότερα θα κυλίσουν μέσα απ’ την κρυφή τρύπα στην τσέπη σου και καρφί στον υπόνομο.

Και εγώ υπήρξα πάντα ανυπόμονος. Πάντα ήθελα το τέρμα, ή την κορυφή τώρα κι αμέσως. Την αρετή της υπομονής άρχισα πολύ αργά να τη σπουδάζω. Τις μέσες λύσεις τις βαριέμαι θανάσιμα και η ισορροπία, ε, απλά ποτέ δεν θέλησε να στεριώσει στη ζωή μου. Άλλωστε κι αυτή η καψερή είναι τόσο λίγη, γρήγορη. Κάποιες μέρες με πιάνει και τρέμω, πως έχω χάσει πολύ χρόνο, δεν θα προλάβω να γεμίσω τα καλούπια. Κατά βάθος όμως ξέρω -πάντα ήξερα- πως το πιο καλό και ειλικρινές που θα μπορέσω να κάνω ποτέ γ’ αυτό τον κόσμο είναι να παίξω αληθινά. Να πω μια όμορφη ιστορία. Να χαρίσω στραβά χαμόγελα, να τα μεταδώσω. Οπότε είχα απ’ την αρχή τα μάτια μου δώδεκα όχι για την καλή, αλλά για την καλή φάση. Και μα το άγιο γαμώτο, δεν μου ‘χει πάει καθόλου άσχημα.

Σύντομα μας διώξανε. Και καλά κάνανε δηλαδή, γιατί η μποτίλια τελείωνε και γαργαλιόμουν να πιάσω μία ακόμα, να τη σκίσω, να τη στύψω μες στα ποτήρια μας να δούμε το άγιο φως ή τα τυφλωθούμε για πάντα. Και πάλι όμως δεν μας διώξανε με τις κλωτσιές, πιο πολύ με το γάντι θα έλεγα, παιδιά κλείνουμε και έτσι. Να ‘ναι καλά τα τσακάλια να γινόμαστε χάλια.

Μια κλασική περίπτωση τοπικού αλανιού που έχει εντοπίσει τα καλά και θέλει να μοιραστεί την ωραία τους φάση, μας πήγε στο πατσατζίδικο της γειτονιάς να στρώσουμε τα μέσα μας. Ο πατσατζο-μαν ήταν όλα τα λεφτά, σαρανταφεύγα και αδύνατος, με βαριά βαλκανική προφορά και ένα μοναδικό, πράσινο τσουλούφι για λοφίο. Τα πατσατζίδικα που είχα επισκεφθεί μέχρι τότε τα ‘χανε γλιτσεροί πότες που νόμιζαν πως βρήκανε την μαγική αναλογία στο σκορδοστούμπι και έχουν ξεμείνει εκεί να γεμίζουν τις κοιλιές τους θαρρείς με την τρόμπα, κερνώντας και καμιά πουτσότριχα στη σούπα σου, έτσι για το καλό.

Ο πατσατζομάν όμως ήταν κάτι άλλο. Το μαγαζί του έμοιαζε με λαϊκό σαϊκεντελάδικο. Πολύχρωμοι τοίχοι, φανταχτερά πανό, κλαρίνα στο ράδιο, κοιλίτσες, ποδαράκια, λιβελούλες, λαδόξιδο και φεύγα. Ανεμοδούρα κουλτούρα, μπαλωμένη απ’ ότι βρήκε στην πορεία. Καθόταν σ’ ένα τραπέζι με τη θεία ή τη μάνα ή τη γυναίκα του και σερφάρανε το διαδίκτυο σε ένα προπολεμικό, βρώμικο λάπτοπ.

Του ζήτησα ότι πιο καυτερό υπάρχει, του είπα συγκεκριμένα, “μαν, θέλω κάτι να πονάει σήμερα, αύριο, μεθαύριο και λίγο τη Δευτέρα”. Μου ‘φερε ένα μικρό μπουκαλάκι που είχε πάνω τυρκουάζ κεραυνούς και έγραφε απλά, λιτά και προειδοποιητικά, I FEEL THE PAIN! Μου ‘πε βαριεστημένα “καλά να πάθεις”.

Και καλά να πάθω. Κάηκα τόσο πολύ ο καριόλης που ξεμέθυσα εντελώς. Ένιωθα να ιδρώνω από κάθε πόρο του σώματός μου, η μύτη μου που είναι όλο το χρόνο κλειστή άνοιξε σαν την γαλαρία των Τεμπών. Το στόμα μου πέρασε σε κάποια καινούρια διάσταση πόνου που το ένιωθα όλο σαν υγρό μέταλλο και ένα ύπουλο γαργαλητό με περπατούσε στο σβέρκο. Ήμουν σχεδόν σίγουρος πως τα μαλλιά μου σηκώθηκαν καρφάκια σαν του Σογκόκου, και αναμφίβολα έτοιμος για την επόμενη πίστα.

Είχαμε δώσει ραντεβού με τους άλλους στου Νώντα. Αυτό, στου Νώντα, ούτε που είναι, ούτε τι είναι, εκεί ήταν η φωλιά. Άμα δεν ήξερες τί και πού δεν χρειαζότανε να πας, και κατά πάσα πιθανότητα δεν θα σ’ άρεσε.

Δεν αργήσαμε να φτάσουμε, όλα ήτανε δίπλα σε όλα, μπορούσες να γυρίσεις το κέντρο σε ένα τέταρτο. Του Νώντα λοιπόν, ήτανε πέντε τραπέζια γεμάτα κόσμο από το λάιβ έξω από ένα σκοτεινό καφενέ, με τον “καφενέ” να είναι η λέξη που του ταιριάζει γάντι. Μέσα, άλλα πέντε τραπέζια στο μήκος του σκοτεινού, ορθογώνιου μαγαζιού, γεμάτα μπαϊλντισμένους μεσήλικες με μούτρα σαν να τα οργώνει η νύχτα δυο ζωές. Στα αριστερά, ψηλό, μακρόστενο, μαρμάρινο μπαρ και στο βάθος –δίπλα απ’ το τραπέζι που καθόταν οι δικοί μας– μεγάλο, στρόγγυλο τραπέζι με τσόχα για τρελή πόκα και μπαρμπούτι.

Στο μαγαζί επικρατούσε μια ντροπαλή σιωπή. Τα φώτα ήταν τόσο χαμηλωμένα που με τα βίας ξεχώριζες πρόσωπα. Οι θαμώνες σιγανομουρμούριζαν. Δεν υπήρχε καθόλου μουσική και ακόμα και οι αφηνιασμένοι στο τελευταίο τραπέζι ήταν φανερά πιο συνεσταλμένοι απ’ ότι συνήθως. Ήτανε λες και κηδεύανε τη μέρα εκεί μέσα, λες και πίνανε ρακί και τσίπουρο στο όνομα του ήλιου που πνίγηκε και απόψε στα βουνά.

Γνώρισα και τον Νώντα, ένα κτήνος δυο μέτρα που θα μπορούσε άνετα να είναι και τρεις πιτσιρίκοι κρυμμένοι στα ρούχα ενός γίγαντα. Στην αρχή έκατσα και εγώ ήρεμος να πιω, μα καταβάθος τρωγόμουνα κι είχα αποφασίσει απ’ την αρχή να του παίξω κλαρίνο. Κλαρίνο-κλαρίνο, βρώμικο, χυδαίο και πρόστυχο, όχι αυτά που παίζω συνήθως. Να τους παίξω όλους κλαρίνο, το ‘νιωθα μέσα μου σαν προσταγή παρά σαν παρόρμηση, έπρεπε απλά να παίξω κλαρίνο.

Η τσίτα του λάιβ, του τουρ, του καινούριου, της βότκας, του πατσά και του πυρηνικού ταμπάσκου με έκαιγε, και έπρεπε πάση θυσία να τη μεταδώσω σ’ αυτούς τους εικοσπέντε μιζεριάριδες, να ανάψω φλόγα στο μαγαζί και να καώ μαζί τους.

Πήγα και του ‘πα, “Nώντα, θα σου παίξω κλαρίνο”. Μου λέει, “It’s O.K. αλλά όχι πολύ δυνατά γιατί θα ξυπνήσει η μαμά μου.” Δεν έδωσα βάση. Πήγα στο τραπέζι μας, έβγαλα έξω το μαύρο φίδι. Tο έδεσα. Η συμμορία κατάλαβε τι έρχεται κι άρχισε να γλείφεται. Σάλιωσα το καλαμάκι. Έφερα το όργανο στα χείλη και άφησα να ξεχυθούνε από μέσα μου βέβηλες, γύφτικες μελωδίες.

Η αντίδραση ήταν άμεση. Άκουγα να σέρνονται σιγά-σιγά φωνές, ποτήρια να τσουγκρίζουνε, δάχτυλα, χέρια να χτυπάνε μεταξύ τους. Δυο τρία γέλια και ένα όπα στο βάθος. Με κλεφτές ματιές έβλεπα τα λυγισμένα σώματα, μπράτσα να ανασηκώνονται, έπιανα κίτρινα χαμόγελα και ασπράδι από μάτια γελαστά και γουρλωμένα. Είχα ανάψει. Ένιωθα την φλόγα μου να γεμίζει απότομα τον άδειο χώρο, να τσουρουφλίζει τα ματοτσίνορα των δίπλα μου. Να ξυπνάει το μυαλό τους με σφαλιάρες και να γραπώνει την προσοχή τους απ’ το λαιμό.

Τους φώναξα, δεν ξέρω τι τους είπα. Μπορεί να ‘ταν απλά μια κραυγή. Καιγόμουνα. Έβγαλα τη μπλούζα, τη στριφογύρισα στον ουρανό και την αμόλησα μέσα απ’ το μπαρ. Σήκωσα κλαρίνο στο θεό και άρχισα να τρέχω τον καφενέ πάνω-κάτω σαν να με κυνηγάει ο διάολος. Ήμουν ο διάολος. Ο δικός τους, προσωπικός διάολος.

Ποιος ξέρει τι μπορεί να τους έπαιζα. Τα θυμάμαι όλα σαν όνειρο, όλα σε τρίτο πρόσωπο λες κι ήμουν κάποιος άλλος. Λες κι ήμουν και εγώ μια πεντακοσαριά διαβολάκια, μικρά, μαυρισμένα, κερασφόρα και τσιριχτά, ντυμένα στο πετσί του Ορφέα Κάππα.

Μυούσα τους μισοπεθαμένους στο μυστήριο της γύφτικης έκστασης. Σαν ένας πρωτόγονος ιεροφάντης που κρατούσε δαυλιά και ντέφια ντυμένος με βρώμικες προβιές, ούρλιαζα κουνώντας το κοντάρι μου ψηλά μέσα σ’ αυτή τη σπηλιά με τους λυγισμένους απ’ τον ήλιο φουκαράδες, να τους σηκώσω λιγάκι τις πλάτες, να τους φυτέψω σπόρια για καινούριες ιδέες, να τους ποτίσω με τη λαχτάρα μου για θόρυβο , φωτιά και παραζάλη, για διοχετευμένη υπαρξιακή φρίκη και θυμό, βαρύ και πύρινο θυμό για τη ζωή που είναι ακατανόητη, για το θάνατο που είναι ξένος, για το σύμπαν που είναι τόσο μακρινό και άπιαστο. Για τον έρωτα που είναι αλήτης και για την αγάπη που είναι δύσκολη.

Τέτοια τους έπαιζα, όπως τα χόρευε ο Ζορμπάς. Και κάποιοι τα κατάλαβαν. Άλλοι είπανε ρε το μαλάκα. Μα κάποιοι, κάποιο το πιάσανε και γίνανε αδέρφια μου για λίγο. Καφετζήδες, κακομοίρηδες, μπουζουξήδες και τσογλάνια, για πολύ λίγο, αναστηθήκαμε παρέα, σαν λουλούδια που ανθίζουνε ανθίσαμε και εμείς, εξαρτημένοι εγώ απ’ τα χέρια τους κι αυτοί απ’ την πνοή μου.

Είχα τα μάτια κλειστά και την πλάτη γυρισμένη στην είσοδο. Και άξαφνα, απόλυτη σιωπή. Κατέβασα το κλαρίνο και τους κοίταξα με απορία. Όλο εξ ολοκλήρου το μαγαζί είχε λουφάξει, οι χοντροκομμένοι θαμώνες είχαν κατεβάσει κεφάλι σαν δαρμένα σκυλιά, ήταν λες και κάποιος μας πάτησε παύση. Αυτή, με πλησίασε από πίσω χωρίς να την πάρω πρέφα. Με άγγιξε στον ώμο και είπε, “Σώπα παιδί μου, είναι αργά θα μας γράψουνε!”. Φορούσε μακριά, ροζ νυχτικιά και ρόλλεϊ στα μαλλιά. Αυστηρή μα γλυκιά, μια γριούλα που σίγουρα δεν κόλωνε, μα και ήξερε πώς να μιλήσει σε ένα μαυριδερό, ημίγυμνο κλαρινογραμπρό.

Με αφόπλισε εντελώς, όλος ο τσαμπουκάς μου κύλισε στο πάτωμα και κάτω απ’ το χαλί. Ένιωσα σαν να κάνω έρωτα στο σπίτι της κοπέλας και ο πατέρας της να μπαίνει απότομα στο δωμάτιο χωρίς να χτυπήσει την πόρτα. Και λίγο-πολύ, αυτή ήταν η περίπτωση. Κάτι μου λέει πως η μαμά του Νώντα κάνει περισσότερο κουμάντο απ’ αυτόν στο μαγαζί.

Τι να ‘κανα, κάθισα, ντύθηκα, έλυσα το όργανο. Ήπια κι εγώ ήσυχα- ήσυχα τσίπουρο, μπύρα ό,τι είχε το τραπέζι. Λιώσαμε όλοι μαζί, παρέα με το γίγαντα. Έφευγε σιγά-σιγά ο λαός, μείναμε τελευταίοι να λέμε ιστορίες για καινούρια και παλιά.

Ξημέρωσε γλυκά, πρώτα μωβ, μετά φουξ, μετά πύρινο, μετά γαλάζιο, μετά άσπρο. Μας χτύπησε ο ήλιος στα μάτια, πειραχτήκαμε, σαν να μας κατσάδιαζε κάποιος πατέρας ή κάποιος διευθυντής με σουφρωμένα χείλια, “τσκ-τσκ-τσκ, τι αρχίδια είστε εσείς ρε, εγώ σας δίνω ζέστη και φως και ζωή και εσείς μου τρυπώνεται στα ανήλιαγα λαγούμια σαν τυφλοπόντικες να δηλητηριάζεστε, ντροπή!”.

Φύγαμε κάπως ενοχλημένοι, τσατισμένοι. Σίγουρα ταλαιπωρημένοι. Μας βάλανε σε ξένα σπίτια. Πλυθήκαμε όπως, όπως. Ξαπλώσαμε σε ξένα κρεβάτια, σκεπαστήκαμε με ξένα σεντόνια. Μα γητευμένοι πια, αληθείς. Έχοντας δώσει ότι αντέχαμε, έχοντας πάρει ότι μπορούσαμε. Ξάπλωσα τελευταίος δίπλα στον Μπατίρη που είχε ήδη βγει εκτός. Ήρεμοι, σε ένα ξένο τόπο ξένοι, με την καλή μας την καρδιά ξεπλυμένη και πράα. Σαν βρέφος που κοιμάται αθώο τον πρώτο του ύπνο, χωρίς να ξέρει στα σίγουρα αν θα ξυπνήσει ξανά.



Πέμπτη 4 Μαΐου 2017

Μπέρλιν Μπέιμπι

Το περπάτησα πολύ το Βερολίνο. Πέντε, οκτώ, δέκα ώρες πέρα δώθε κάθε μέρα με τα πόδια για λίγο παραπάνω από μια βδομάδα, ακολουθώντας τη μύτη μου σαν το αδέσποτο. Δεν ξέρω τι έψαχνα. Ίσως κάποια απ' αυτά τα κρυφά μέρη, τα μοναχικά παγκάκια στις άκρες ξεχασμένων, σκοτεινών πάρκων, όπου μπορείς να νιώσεις την πόλη να σου γνέφει να την πλησιάσεις σαν πουτάνα στο πεζοδρόμιο. Στα μπαρ δεν το ένιωσα το πνεύμα της μεγαλούπολης, στα κλαμπ δε γουστάρω. Στις πλατείες μου σπάσανε τα νεύρα να αγοράσω φούντα, πρέζα και κάτι άλλα σερβιρισμένα με αργκό που δεν έχω ξανακούσει.

Στο δρόμο λοιπόν βρήκα κάτι απ' αυτό που αναζητούσα, με τις σόλες απ' τις μπότες μου να γδέρνονται πάνω στην άσφαλτο, τα μάτια να ρουφάνε τα κτήρια αχόρταγα και το βαρύ παλτό του παππού μου -ειρωνεία, αυτός ήρθε αιχμάλωτος και εγώ τουρίστας- γερά σφιγμένο στο λαιμό να μη μπουκάρει το κρύο στο στήθος. Εκεί μπόρεσα να χαρώ το αστικό τοπίο, να νιώσω τα τσιμέντα και το χώμα και τα δέντρα και τους ανθρώπους με τη βάρβαρη, γοητευτική γλώσσα.

Κάθε φορά που προσγειώνομαι σε φρέσκο έδαφος, ας είναι και της πατρίδας, βάζω τα δυνατά μου να συγκεντρωθώ για να νιώσω τον παλμό του τόπου. Είναι μια αίσθηση παρά μια εικόνα, ένα περίεργο συναίσθημα ιδιαίτερο και ξεχωριστό όσο και η μυρωδιά του κάθε ανθρώπου. Κάποιες φορές έρχεται μέσα από συζητήσεις με ντόπιους, άλλες από περιπλανήσεις, μέσα από τοπία ή χρώματα. Άλλες δεν έρχεται καθόλου, ή άλλες, το δακτυλικό αποτύπωμα είναι τόσο θλιβερό και δύσκολο που με καταβάλλει με αποτέλεσμα να μουτζουρώνομαι και εγώ άθελά μου απ' τη σκουριά του και να το κουβαλάω μαζί μου πίσω.

Η πόλη με την αρκούδα στη σημαία της ήταν τόσο ασφυκτικά γεμάτη από διαφορετικά χνώτα που μου 'ταν σχεδόν αδύνατον να ξεχωρίσω κάτι και να εστιάσω πάνω του για αρκετή ώρα ώστε να σχηματίσω άποψη. Ιδανικά, θα 'θελα ίσως να τη ζήσω σε κάποια λιγότερο ταραγμένη εποχή, ίσως κάμποσες εκατοντάδες χρόνια πριν, που τα ντουβάρια της ήταν λιγότερο ποτισμένα με την ένταση της ένοχης ιστορίας της. Αλλά απ' την άλλη όμως πάλι, για ποια πόλη δεν μπορείς να πεις κάτι παρόμοιο?

Οι μέρες ήταν λίγες, πολύ λίγες, και οι μέρες πέρασαν γρήγορα, πάρα πολύ γρήγορα, και χωρίς να το καταλάβω, ήμουν ήδη μέσα στο τρένο για αεροδρόμιο. Η πτήση μου έφευγε στις έξι το πρωί οπότε -όντας πάντα υπερβολικά ανασφαλής με τα χρονικά όρια- πήρα τη νύχτα σερί με κοκτέιλ και τσιγάρα, και δυόμισι η ώρα καβάλησα ζαλισμένος σαν κοτόπουλο την ταχεία.

Με πήρε κάπως ο ύπνος δυο-τρεις φορές πάνω στο κάθισμα και ξυπνούσα αλαφιασμένος με το χάρτη του μετρό τσαλακωμένο στο χέρι κοιτάζοντας από συνήθεια αριστερά-δεξιά απ' τα παράθυρα, μπας και αναγνωρίσω κάτι, παρόλο που δεν είχα ούτε καν ένα στοιχειώδη μπούσουλα για το πως είναι το τοπίο κοντά στο αεροδρόμιο.

Κάποτε φτάσαμε, περπάτησα μέχρι το τσεκ ιν παρέα με τους υπόλοιπους τουρίστες, ταξιδιώτες, μπίζνεσμεν, μετανάστες και περαστικούς. Έδωσα το εισιτήριό μου στην κοπέλα. Το κοιτάει. Με κοιτάει. Το ξανακοιτάει, σφίγγει τα χείλια με ζορισμένη συγκαταβατικότητα και μου λέει, αλάνι μου, μπερδεύτηκες, αυτό είναι για αύριο. Τι λες μωρή, της λέω, σήμερα είναι. Όχι φίλος, μου κάνει, για αύριο είναι, να δες. Το κοίταξα. Όντως, τελικά ήταν για την επόμενη μέρα. Τι να της πω, δεν είπα τίποτα, ζορίστηκα λίγο, τα μπουκώθηκα, τα κατάπια και ξαναγύρισα στο σταθμό να περιμένω το τρένο για πίσω στο σπίτι που φιλοξενούμουνα, να κοιμηθώ στο χαλάκι της πόρτας τους σαν τον γάτο μέχρι να πάει δέκα-έντεκα ώστε να τους ξυπνήσω με λιγότερες ενοχές.

Δεν χολοέσκασα βέβαια, γιατί μία ακόμη μέρα διακοπές είναι μία ακόμη μέρα διακοπές όπως και να το πάρεις, και εγώ το είχα πάρει ζεστά. Αφού βιώσεις τις πρώτες διακόσιες γκάφες τέτοιου τύπου, ή μαθαίνεις να βλέπεις την θετική πλευρά των πραγμάτων ή γίνεσαι ένα μίζερο, καραφλό κάθαρμα με τα χείλια να τοξώνουν προς τα κάτω. Διάολε, θα 'πινα καφέδες, θα ΄πινα ενεργειακά ποτά με σπέρμα ταύρου ή τάρανδου δεν ξέρω, και θα ξαναξεχυνόμουνα στους δρόμους, με τις μπότες μου να μετράνε για μια μέρα ακόμη βήμα-βήμα τα πλατιά, παγωμένα πλακόστρωτα. Και το βράδυ πάλι σερί, δύο η ώρα τρένο και όλα γκουντ, όλα καλά, σενιέ πενιέ και ένα πακέτο τσιγάρα στην τσέπη.

Έτσι όπως περίμενα λοιπόν ξενυχτισμένος, σκουντουφλώντας, με ένα κεφάλι καζάνι που βράζει στο σταθμό για το τρένο μου, την είδα. Την είδα με την άκρη του ματιού μου να εκτινάσσεται άτσαλα απ' το παγκάκι με μπάσες, ξαφνιασμένες κραυγές, προσπαθώντας να πιάσει κάτι πολύχρωμα χαρτάκια που της πήρε απ' το χέρι μια ξαφνική ριπή ανέμου. Στην αρχή δεν έδωσα σημασία. Η πρωτεύουσα ήταν γεμάτη με αλκοολικές φιγούρες τέτοιου τύπου και είχα φορτώσει τόσες πολλές που δεν μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση.

Η στρογγυλοπρόσωπη τύπισα ξαναγύρισε στο παγκάκι με το ζόρι, σέρνοντας τα βήματά της, ρίχνοντας στο κάθε πόδι περισσότερο βάρος απ' ότι απαιτείται για να κρατήσεις ισορροπία ο μέσος άνθρωπος. Ξεκίνησα να την παρατηρώ. Το μπλουτζίν, τα κυριλέ παπούτσια και το κοντό, μπουρζουαζέ καλοχτενισμένο μαλλί δεν μου έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση. Σαρανταφεύγα. Ξανθιά και ασπριδερή, με πρησμένο σώμα και πρόσωπο, με ένα χοντρό λαμέ μπουφάν σφιγμένο πάνω της και μια μικρή γυφτοκυριλέ, εκρού τσάντα. Αυτό που μου τράβηξε πραγματικά την προσοχή ήταν το χαρτονένιο, τρίλιτρο κρασί που είχε ακουμπισμένο δίπλα της και κατέβαζε λαίμαργα με γεμάτες γουλιές ανά πέντε λεπτά. Είχε το μέγεθος κουτιού για απορρυπαντικό και ένα μικρό, πράσινο, πλαστικό χερουλάκι από πάνω. Το εξωτερικό του ήταν στολισμένο με λαμπερά σταφύλλια, ασπροντυμένες κοπέλες με στρογγυλές καπελαδούρες και ηλιόλουστους αγρούς.

Κόλλησα πάνω της σαν πεταλίδα. Την έφαγα αμέσως πως βρίσκεται στο σημείο του πιτώματος που έχει βάλει μπρος τον αυτόματο πιλότο και οι συνειδητές της ενέργειες είναι ελάχιστες. Πράγματι, κάθε τρεις και λίγο πατίκωνε μηχανικά τα μαλλιά της, έψαχνε κάτι μέσα στην τσάντα της, έσφιγγε το μπουφάν της και έπινε μια γουλιά απ' το σκατόκρασο. Με αυτή τη σειρά, ανά πέντε περίπου λεπτά για ένα μισάωρο και βάλε. Η όξινη μυρωδιά του κρασιού ανακατεμένη με λακ και μια γλυκερή, βαριά κολόνια έφτανε στα ρουθούνια μου κι ας είχα κάποια απόσταση.

Όταν έφτασε το τρένο την περίμενα να μπει πρώτη και μετά κάθισα στο απέναντι κουβούκλιο, σε σημείο κατάλληλο για να μπορώ να την παρατηρώ μέσα απ' την αντανάκλαση του παράθυρου χωρίς να καρφώνομαι, τάχα μου πως ρεμβάζω το τοπίο.

Συνέχισε ανενόχλητη τη ρουτίνα της. Σε κάποια φάση, ανοίγει την τσάντα και βγάζει από μέσα ένα χοντρό, τσαλακωμένο πάκο με κατοστάρικα, πενηντάρικα, εικοσάρικα και δεκάρικα, τον ακουμπάει πάνω στο διπλανό κάθισμα και αρχίζει να τα μετράει. Μου 'φυγε η μαγκιά. Υπολόγισα στα πεταχτά πως ήταν να ήταν πάνω από δύο χιλιάρικα. Είχε κλειστό το ένα μάτι και περνούσε τα χαρτονομίσματα από το ένα χέρι στο άλλο αργά, με το χείλια της να ανοιγοκλείνουν ρυθμικά και ίνες κόκκινου απ' το κρασί σάλιου να φεύγουν πάνω στα μπούτια της απ΄ την δεξιά άκρη. Δεν έμπαινε στον κόπο να τα σκουπίσει, νομίζω δεν το καταλάβαινε καν.

Όταν τελείωσε το μέτρημα, τα έβαλε πάλι μέσα στην τσάντα, την έκλεισε, ξαναπήρε το υπερμεγέθες κουτί, ρούφηξε, πέρασε την παλάμη πάνω απ' τα μαλλιά της δυο φορές, απ' την κορυφή του κεφαλιού προς το σβέρκο, έσφιξε το μπουφάν της και έκλεισε τα μάτια, λικνιζόμενη αργά και δύσκολα πέρα δώθε με ένα έντονο μορφασμό δυσφορίας. Μετά πάλι το χέρι στην τσάντα, πάλι τον πάκο με τους πέντε ελληνικούς βασικούς μισθούς πάνω στο κάθισμα και ούτω καθ' εξής. Επανέλαβε αυτή την ίδια διαδικασία οκτώ φορές μέσα στη μιάμιση ώρα που την παρατηρούσα, κάθε φορά ίδια και απαράλλαχτα, λες και πρόβαρε μια σκηνή από κάποιο παράξενο θεατρικό.

Το μυαλό μου πέταξε χιλιόμετρα όσο χάζευα την αντανάκλασή της. Είδα ενενήντα φορές την ιστορία της ζωής της να περνάει μπροστά απ' τα μάτια μου σαν προθανάτιο φλας μπακ, κάθε φορά με διαφορετική εξέλιξη, αρχή, μέση, τέλος και κομβικά σημεία. Τα ερωτηματικά ήταν πολλά και η επικοινωνία αδύνατη. Ακόμα κι αν οι ισχνές πιθανότητες να ξέρει αγγλικά ήτανε με το μέρος μου, δεν υπήρχε η παραμικρή περίπτωση να βγει άκρη μέσα σε εκείνο τον υποβρύχιο κόσμο που κολυμπούσε με το καρτόνι το κρασί να φαίνεται όλο και πιο ελαφρύ στο χέρι της, και το κεφάλι να πηγαίνει όλο και πιο πίσω με κάθε γουλιά για να στραγγίξει το βαθυκόκκινο περιεχόμενο.

Τα πιο ακραία σενάρια που μπόρεσα να σχηματίσω είχαν να κάνουν με κοινωνικό τρόμο. Εξτρίμ πορνεία, σωματεμπόριο, παιδοκτονία, σναφ, πρωινή ληστεία, απαγωγές, ντήλια, λύτρα, με ό,τι πιο άρρωστο μπορούσε να οπλιστεί το δηλητηριασμένο απ΄ το χόλιγουντ μυαλό μου. Είχα ανησυχήσει σε μεγάλο βαθμό, αναστατωθεί απ΄τον απίστευτο βαθμό παραίτησης που λάμβανα απ' αυτή την άσχημη, δαυλιασμένη μα φαινομενικά νορμάλ γυναίκα.

Η συνειδητοποίηση όμως της πραγματικότητας ήρθε αργά και φυσικά, σαν λάμπα οικονομίας που αργεί να φτάσει το ζενίθ της, και με έφερε αντίκρυ σε μια αλήθεια πιο μαύρη και ύπουλη απ΄ οτιδήποτε θα μπόρεσα να σκαρφιστώ με την τραγική μου φαντασία. Γιατί η πραγματικότητα είναι σχεδόν σίγουρα το πρώτο πράγμα που προσπαθώ μια ζωή να αποφύγω με κάθε μέσο, και από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου καταφεύγω σε συμπεράσματα επιστημονικής φαντασίας προκειμένου να μην χρειαστεί να δω κατάματα το διάβολο.

Ήταν απλό. Ήταν δευτέρα, επτά το πρωί. Ήταν τέλη του μήνα και η κυρία που 'χα δίπλα μου είχε ξυπνήσει από νωρίς για να κάνει τις δουλειές της, κατά πάσα πιθανότητα να πληρώσει κάποια δόση πριν λήξει και την τρέχουν. Ίσως μετά να πήγαινε στη εργασία της, η οποία ίσως να ήταν τόσο βαρετή που δεν απαιτούσε πνευματική εγρήγορση.

Κάποιοι χρειάζονται καφέ, χέσιμο και ένα σφηνάκι τσίπουρο για να στρώσουν το πρωί. Κάποιοι λεπτές, λευκές γραμμές και στοματικό διάλυμα, άλλοι τσιγάρα στριμμένα λεπτά σαν οδοντογλυφίδες ή χοντρά σαν ρόπαλα για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τον κόσμο εκεί έξω νιώθωντας έτοιμοι. Η κυρία δίπλα μου προφανώς χρειαζόταν αυτό ακριβώς που κατέβαζε. Τρία λίτρα κόκκινο κρασί. Τρία λίτρα χείριστης ποιότητας κόκκινο κρασί για να μην είναι σίγουρη αν κυλάει ακόμα μέσα στην σάπια ρουτίνα της σαν κόκκος άμμου στην κλεψύδρα ή τρυγάει σταφύλια παρέα με τις ασπροφορεμένες κοπέλες με τα πλατύγυρα καπέλα στους φωτεινούς αμπελώνες.

Τώρα το είχε αδειάσει και στηριζότανε στα γόνατά της γέρνοντας ελαφρώς μπροστά, βογγώντας ζορισμένα απ' το αγενές υγρό στο στομάχι της, με την τσάντα την φορτωμένη χιλιάρικα να κάθεται δίπλα της. Οποιοσδήποτε θα μπορούσε να την πάρει μαλακά και να φύγει, δεν υπήρχε περίπτωση να το καταλάβει. Ακόμα και εγώ γαργάλισα το ενδεχόμενο για λίγα δευτερόλεπτα, μα όχι για παραπάνω. Οι υπόλοιποι επιβάτες κάναν πως δεν την βλέπανε. Οι περισσότεροι τουρίστες στεκόταν με τα πρόσωπα στραμμένα προς άλλες κατευθύνσεις βάζοντας τα δυνατά τους να την αγνοήσουν όσο πιο πειστικά γίνεται.

Δυο πιτσιρίκια λυκειακής ηλικίας μονάχα την καρφώνανε. Στην αρχή περίμενα πως θα την κοροϊδεύανε, όπως κάνουν τα δικά μας στους ημιλυπόθυμους μεθυσμένους και τα πρεζάκια, μα ήταν κι οι δυο σοβαροί σαν λιοντάρια. Με σφιγμένα βλέμματα και χείλια δυο γραμμές, χέρια πλεγμένα γερά μεταξύ τους ή μες στις τσέπες, λαιμοί σκληροί σαν τσιμέντο. Σίγουρα δεν ήταν η πρώτη φορά που βλέπανε το έργο. Σου βάζω στοίχημα πως το 'χαν ξαναδεί εκατοντάδες φορές σε επανάληψη, σίγουρα και μες στο σπίτι.

Ξεκίνησα να ξεχωρίζω απ' τους επιβάτες τους περαστικούς και τους μόνιμους, και προσπάθησα να διαβάσω τις εκφράσεις τους λίγο καλύτερα. Ενώ οι περαστικοί είμασταν όλοι ανήσυχοι, οι ντόπιοι έδειχναν να νιώθουν μια μορφή οργισμένης ντροπής μπροστά στο θέαμα. Λες και για κάποιο λόγο ευθυνότανε για την κατάσταση της συντοπίτισσάς τους.

Γιατί είναι άλλο να βλέπεις τους ναρκοτουρίστες να κάνουν τα δικά τους στους δρόμους, και άλλο να έχεις κάποιον εν δυνάμει ή παλιό εαυτό κάθε μέρα δίπλα σου, να σου θυμίζει ποιός και τί θα μπορούσες να είσαι, μα κυρίως να σου θυμίζει τους λόγους που έφτασε εκεί.

Και το ένιωσα, επιτόπου, σαν βρεγμένη σφαλιάρα. Εκεί ακριβώς κατάλαβα πως μέσα στα μάτια των δυο πιτσιρικάδων, των μόνιμων κατοίκων και μέσα απ' το παράθυρο καθρεπτιζόταν αυτό που έψαχνα να βρω. Το πνεύμα της πόλης. Την αλήθεια της εξωφρενικών ρυθμών μεγαλούπολης που τόσο με αποπροσανατόλισε, πεμπτουσιωμένη σε ένα σημείο. Ήταν εκεί μπροστά μου, καθισμένη στο απέναντι κάθισμα, πιστή στη ναρκωμένη ρουτίνα της, ένα απ' τα φαντάσματα του Εμπενίζερ Σκρουτζ να στοιχειώνει με την κατάντια της όποιον τολμά να απλώσει πάνω της το βλέμμα του.

Το μεγαλείο της μεγαλούπολης σαν ιδέα δεν έπεσε ούτε εκατοστό μέσα μου, μα μπόρεσα να δω το κόστος του. Μπόρεσα να νιώσω το βάρος του μπετόν αρμέ, του ατσαλιού, του καυσαερίου, των ουσιών, του εκκωφαντικού θορύβου, της προστυχιάς, των οχημάτων, της μόλυνσης, της απροσωπίας, της βίας και της παγερής αδιαφορίας στους ώμους της κυρίας με τα χιλιάρικα στην τσάντα. Γεύτηκα για λίγο, πολύ λίγο, την αυστηρότητα, είδα αμυδρά να αχνοφαίνονται τα κάγκελα, και ένιωσα πεντακάθαρα για μια ακόμη φορά στη ζωή τυχερός που είμαι αιωνίως περαστικός, μα και που μπορώ να τα βλέπω.

Εικοσιτέσσερις ώρες αργότερα πετούσα πάνω από βουνά και πεδιάδες που ίσα που μπορούσα να διακρίνω μέσα απ' τα σύννεφα, κωμοπόλεις που φάνταζαν σαν ζωγραφιστές απ' το ύψος. Τα μάτια μου κλείνανε απ' την κούραση και πάσχιζα να τα κρατήσω για λίγο ακόμη ανοιχτά, να εντοπίσω έστω ένα αμάξι, ένα διαβάτη, ένα σπίτι. Λίγο ακόμη ανοιχτά, να νιώσω έστω και σαν όνειρο την άγνωστη πόλη από κάτω, να φαντασιωθώ το πνεύμα της, τους έρωτες των τοπικών ηρωών, τις αναποδιές των αγροτών, τα ζεστά οικογενειακά περιβάλλοντα, τις δυσκολίες των κατοίκων.

Κάτι, οτιδήποτε, ένα μικρό χάδι από κάτι καινούριο και φρέσκο, ό,τι χρειαστεί για να ξεπλύνω έστω και λίγο τη σκουριά απ' την ψυχή μου πριν προσγειωθώ στη φτωχομάνα και ανακατευτούνε οι λάσπες με τα αρώματα, οι λάσπες με τα τσιμέντα, οι λάσπες με τα πρόσωπα, οι λάσπες με τις λάσπες.