Γεια σου φίλε. Τι κάνεις? Σου ‘πα ψέματα τις προάλλες πως θα γράφω κάθε μήνα. Προς υπεράσπισή μου, είπα αυτολεξεί «κάθε μήνα, μέσες άκρες», αφήνοντας έτσι περιθώριο για μαλακία. Ή, δεν ξέρω. Μπορεί να ήξερα τι έκανα, κι ας μην ήξερα τι έκανα. Σπάνια ξέρω νομίζω, τι κάνω.
Αυτό το κάνω συχνά όμως. Χάνομαι εννοώ. Ένας φίλος απ’ τα παλιά με είχε πάρει τηλ εξάφνου, και του πα, έλα Χάμπο, που ‘σαι, περίμενε γιατί με έπιασες στη μέση του μεσημεριανού, θα σε πάρω μόλις φάω. Τελικά τον ξέχασα. Και μετά που τον θυμήθηκα, τον άφησα, τον έχασα. Είχα σκοπό να τον πάρω μετά από καιρό και να του πω, έλα Χάμπο, έφαγα. Τι κάνεις! Μα πέρασαν πια τέσσερα χρόνια. Το αστείο ξέφτισε, δεν νομίζω πως το θυμάται πια. Μπορεί καν να μη ζει.
Σου 'χω πει, δεν ξέρω γιατί είμαι έτσι. Οι φίλοι μου λένε πως είμαι μπάσταρδος. Λένε πως είμαι εγωίσταρος, νάρκισσος και εγωκεντρικός. Λοιπόν, δεν είναι λάθος. Μα αυτό δεν τους δίνει και δίκιο. Δεν ξέρω, απλά απολαμβάνω τη βόλτα. Δεν θα κρατήσει για πάντα, το έχεις σκεφτεί ποτέ αυτό? Εγώ το έχω. Με αγχώνει.
Εδώ που λες. Κυριλέ πρωινή οκτάωρη δουλειά. Σπιτάρα γύφτικο παλάτι. Γυναίκα, μπάντες, μουσικές. Ζω το Αμερικάνικο Όνειρο. Ή μάλλον, το Βαλκανικό Χανγκόβερ. Ή μάλλον, σβήστο, ζω την Ελληνική Πραγματικότητα.
Δεν είναι τόσο άσχημα. Είχα καιρό να βρίσκομαι εκτός βρόμικων, μουχλιασμένων ημιυπόγειων, ή φιλοξενούμενος / τσιμπούρι σε παρατρεχάμενους φίλους. Και θέλω να γράψω, «φίλους» ή,
φίλους, αλλά βρίσκομαι εδώ και καιρό σε μια διαδικασία που υιοθετώ άλλη στάση ζωής, πιο, εχμ, θετική. Οπότε θα πω. Φίλους. Ή μάλλον,
θετική.
Είχα επίσης καιρό να έχω το δωμάτιό μου. Με το γραφείο μου, το γλυκό χάος απ’ τις σημειώσεις μου, τα όργανα και τα λάφυρά μου. Τον κήπο μου. Έναν άνθρωπο να μιλήσω, να πηδηχτώ και να αγαπήσω. Φράγκα. 250 στο παντελόνι κάθε δυο βδομάδες. Τι λες τώρα! Μαλάκα, μετά από τόσες ατέλειωτες απανωτές περιόδους αφραγκίας νιώθω σαν τον Ωνάση.
Μα κυρίως, νιώθω πραγματικά ευτυχισμένος που έχω μια δικαιολογία να ξυπνήσω ΝΩΡΙΣ. Νωρίς φίλε, έξι η ώρα τα χαράματα. Όταν ο ήλιος δεν έχει καλά-καλά ξετσουτσουνιάσει απ’ την ανατολή, όχι αστεία. Την ώρα που σχολάνε οι νυχτοφύλακες. Την ώρα που κοιμούνται οι γάτες. Στην αρχή-αρχή της μέρας, κάρπε ντίεμ. Πριν πάρει καν χρώμα ο ουρανός, πριν σβήσουν τα φώτα του δρόμου, πριν οτιδήποτε. Εγώ είμαι εκεί.
Δεν ήταν εύκολο στην αρχή. Ξυπνούσα με το γαμοσταυρίδι στο στόμα. Τραβούσα τα μαλλιά μου από τις ρίζες περιμένοντας τον καφέ να βράσει. Πάντα χυνόταν. Πότε ξυπνούσα πιο νωρίς, πότε ξυπνούσα πιο αργά απ’ ότι έπρεπε. Τον πρώτο μήνα δεν με έπαιρνε ο ύπνος απ’ το άγχος. Πάντα ξεχνούσα κάτι φεύγοντας, ή τα κλειδιά, ή το κινητό, ή το τοστάκι. Ένα πρωί ξεκίνησα με τις παντόφλες. Πήγα διακόσια μέτρα μέχρι να το πάρω γραμμή. Βρισίδια, ατέλειωτα βρισίδια και θλίψη, απελπισία.
Μα το χρειαζόμουν αυτό. Είναι παράξενος ο κακός κύκλος ύπνου. Δίνει μεγάλη διάσταση στην σκοτείνια και την τρέλα. Είχα χρόνια που κάθε χειμώνα ξυπνούσα νύχτα, και μια ζοφερή θάλασσα με χτυπούσε με ατέλειωτα κύματα απόγνωσης, με κοπάναγε μέχρι το ξημέρωμα, κάθε μέρα, κάθε νύχτα, και την επόμενη μετά απ’ αυτή. Δεν το χρειαζόμουν αυτό.
Αλλά συνήθισα. Σκέφτηκα πολύ το ένδοξο προλεταριάτο. Και δεν το πήγα μακριά. Σκέφτηκα τη γιαγιά μου, που η φάμπρικα ήταν ότι καλύτερο της συνέβη ποτέ μετά τα αίσχη του πολέμου. Τραγουδούσε σαν το αηδόνι στην φαρδιά αίθουσα, και σαράντα γυναίκες και δυο επιστάτες κάνανε μόκο να την ακούσουνε. Σκέφτηκα πολύ τον παππού μου, που γλύτωσε τη ζωή του απ’ τις σφαίρες και τη φυλακή για να του κάψει τα μάτια, τα χέρια και τα σωθικά το βρωμερό τσιμέντο του Βόλου. Ήταν μια ακόμα αρχή, συνήθισα πια. Έμαθα να το απολαμβάνω.
Ανάβω τη σόμπα, κάνω τον καφέ μου. Ακούω μουσική, διαβάζω τα ποιήματα του θείου Τσάρλι. Ντύνομαι, χέζω, φιλάω το μωρό και φεύγω για δουλειά. Κλειδώνω την καγκελόπορτα, ανάβω τσιγάρο, βάζω κάτι χαρούμενο στα ακουστικά και προχωρώ. Ο Ίσκιος του Ορφέα, αυτό το μαύρο μπάσταρδο είναι κάθε μέρα εκεί, στη γωνία, δίπλα στους κάδους. Μόλις με βλέπει ξεκόβει απ’ την αλητοπαρέα και έρχεται να μου κάνει πρρ και νιάου και μίου και γρρρ γρρ. Είναι μεγάλος καριόλης. Του χουν ψαλιδίσει το αυτάκι, πράγμα που σημαίνει πως του χουν κλιπάρει τα αρχιδάκια. Είναι ο μόνος που κάθεται να χαϊδευτούμε. Όλοι οι υπόλοιποι της παρέας είναι βαριά και ασήκωτα χοντρόγατα.
Η δουλειά είναι στο κέντρο, μισή ώρα περπάτημα απ’ την κορυφή της Άνω Πόλης. Στην πλατεία Τσιτσάνη, στο μεγάλο δέντρο, συχνά πυκνά αράζουνε παπαγαλάκια και τρώνε τους στρογγυλούς κίτρινους καρπούς. Δεκάδες καταπράσινα, εξωτικά παπαγαλάκια. Χειμώνα καλοκαίρι, αν και πιο πολύ το καλοκαίρι.
Στην αρχή νόμιζα πως το σκάσανε από κάποιο ζωολογικό κήπο, έκανα απίστευτα διασκεδαστικά σενάρια. Τελικά έμαθα πως είναι μόνιμοι κάτοικοι εδώ και οκτώ-δέκα χρόνια. Ποιος ξέρει? Ίσως να το 'σκασαν απ’ τα κλουβιά και να κάναν τη φωλιά τους εδώ, σε κάποιο απ’ τα πάμπολλα θλιβερά, εγκαταλελειμμένα κτήρια. Εδώ είναι οι παπαγάλοι σου, Γαμάτε. Τους βρήκα. Όλο το καλοκαίρι μου πήρες τα αυτιά που πήγαν και που πήγανε οι παπαγάλοι. Τελικά είναι δίπλα στο σπίτι μου.
Και κατηφορίζω ακόμα πιο κάτω, με την πόλη και τη θάλασσα και κάποιες φορές τον Όλυμπο να φαίνεται αραιά και πού πίσω απ’ τα κτήρια στα αριστερά μου, κτήρια αρκετά ψηλά για να μονοπωλούν τη φαντασμαγορική θέα. Όλος ο κόλπος στο πιάτο απ’ το μπαλκόνι. Τυχεροί άνθρωποι. Ή μάλλον, πλούσιοι. Εγώ όμως είμαι χαρούμενος να την κοιτάω και απ’ τις μικρές χαραμάδες, όταν ανοίγει λίγο το τσιμέντο στα κατηφορικά σκαλιά, είναι πιο ωραία έτσι. Είναι κατά κάποιο τρόπο πιο γλυκά, πιο αληθινά. Ένα μικρό κομμάτι του κέικ. Λίγο θάλασσα, λίγο βουνό. Ένα ακόμη μικρό κομμάτι ουρανό.
Και η πόλη. Η άναρχη πόλη. Υγρασία, ομίχλη, ψυχή στους δρόμους. Καμιά φορά δεν φτάνει καν μέχρι τη Ροτόντα. Άλλες, τα χρώματα βάφουν λίγο-λίγο το στερέωμα μέχρι να πυρώσει ο ουρανός, και μετά να ξανασβήσει. Από κάτω προς τα πάνω, πράσινα δέντρα, λευκά σκαλιά, κόκκινες σκεπές, γκρίζα πόλη, χρυσή πόλη, κόκκινος ουρανός, μπλε βουνό, λευκή κορυφή, γαλάζιος ουρανός, άσπρα σύννεφα. Και όσο περνάει η ώρα αρχίζει να διακρίνεται δειλά-δειλά κάποια κίνηση. Ένα αμάξι. Ένα λεωφορείο. Περαστικοί. Ένα παράθυρο ανοίγει, κάποιος καπνίζει ένα τσιγάρο. Μετά από λίγο τους βλέπεις και στα σοκάκια δίπλα σου, κάθε μέρα οι ίδιοι. Εργάτες με ρούχα από βρώμικα, χοντρά υφάσματα, μαθητές με τσάντες τόσο ογκώδεις και βαριές που θα ‘λεγες πως πρόκειται για κάποιο καψόνι, τιμωρία ή βασανιστήριο.
Ο κοτσονάτος συνταξιούχος με το κανίς, πάντα χαιρετιόμαστε, ποτέ δεν συστηθήκαμε. Το σκυλάκι μου έχει έρωτα. Μόλις με βλέπει πάει να σπάσει το λουρί κι ουρλιάζει παλαβομένο. Η θεία με τη βαριά βαλκανική προφορά που κάθε δεύτερη μέρα ταΐζει τα αδέσποτα γατιά και τους μιλάει σαν να ναι φίλοι, ή παιδιά της. Το ίδιο γκρίζο, ταλαιπωρημένο γκολφ που ανεβαίνει γαμιώντας την Πολιορκιτού λες κι αν κόψει ταχύτητα δεν θα μπορέσει να βγάλει την ανηφόρα, με τον ίδιο γκρίζο, ταλαιπωρημένο, κατσούφη τύπο στο τιμόνι, χωρίς ζώνη, το πρόσωπό του προδίδει πως έχει να ξυπνήσει στην ώρα του τα τελευταία δεκατέσσερα χρόνια. Μια πιτσιρίκα με την ίδια διαδρομή με εμένα κι ωραίο κώλο, που πότε πιάνω από πίσω μου, πότε από μπροστά μου. Την πιτσιρίκα δηλαδή, όχι τον κώλο της. Και οι πάπιες.
Θεέ μου… Οι πάπιες! Δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες, σ’αυτούς τους απίστευτους σχηματισμούς. Σε αυτά τα παράξενα τόξα, τα αεροδυναμικά τρίγωνα. Σε σμήνη των δέκα, των τριάντα, των εκατό. Όποιος δεν τις έχει δει στον πρωινό ουρανό της πόλης δεν μπορεί να καταλάβει για τί πράγμα μιλάω. Ξεκινάνε από χαμηλά στο βάθος της καλαμαριάς, ή μέσα από τον κόλπο και όσο πλησιάζουν τον λόφο της Άνω Πόλης παίρνουνε ύψος, αλλά όχι πολύ. Παρατηρώντας τες απ΄το κατάλληλο σημείο, έρχονται ακριβώς κατά πάνω σου, και όταν σε φτάνουν, πετάνε ακριβώς από πάνω σου. Νομίζεις αν σηκωθείς στις μύτες των ποδιών σου θα τους αγγίξεις τις κοιλιές καθώς περνάνε.
Πότε κράζουν, πότε είναι σιωπηλές. Πάντα αυτό το αλαφιασμένο, ψιθυριστό φτερούγισμα. Πάντα κάποια μπροστά, πάντα κάποια τελευταία. Γεμίζουν τον ουρανό, γεμίζουν τον ουρανό. Εμείς είμαστε εδώ χωμένοι στο αλλοπρόσαλλο τσιμέντο μας, μπολιασμένοι στις παράξενες, φρενήρεις ρουτίνες μας, μα αυτές ακολουθούν το ένστικτο. Ακολουθούν την καρδιά. Ο καιρός ζεσταίνει και το βάζουν για νότο. Για Κρήτη, και πιο κάτω. Εκεί που ναι ακόμα ζεστά.
Προσπαθώ πάντα τόσο πολύ να βρω ομορφιά εδώ μέσα, εφόσον έχω επιλέξει να είμαι εδώ μέσα. Μέσα στην πλήρη παράνοια της κοινωνίας, της μυρμηγκοφωλιάς. Αυτού του κυκλώματος, του ανώμαλου οργανισμού που κάθε σώμα πρέπει να εξυπηρετεί. Συγκλονίστηκα απ’ το γεγονός πως υπάρχουν ακόμα ζώα που ακολουθούν το δρόμο της φύσης τους εδώ, κι ας είναι ο τόπος της καθημερινότητάς μου μονάχα ένα μικρό κομμάτι της ατέλειωτης διαδρομής τους. Τις κοιτούσα κάθε πρωί μεθυσμένος, αλλοπαρμένος. Mε γλυκιά θλίψη στο στήθος και φλόγα ζήλειας στα μάτια. Αναστενάζοντας βαθιά και χαιρετώντας τες, χαρούμενος που μπορούν να είναι ελεύθερες, μα ένοχος που δεν έχω δώσει την ίδια μοίρα στον εαυτό μου. Μου δίνανε πολύτιμη ψυχική δύναμη αυτές τις μέρες που πήγαινα να πουλήσω τις οκτώ πρώτες ώρες της μέρας μου πάρα πολύ φτηνά.
Και ο μόνος λόγος που δεν γνώριζα την ύπαρξή τους είναι επειδή δεν ξύπναγα ποτέ αρκετά νωρίς για να τις δω.
Το είπα στους φίλους μου μια απ’ τις πρώτες μέρες που τις είδα, όλο σοκ, ενθουσιασμό και δέος. Μαλάκες, πάπιες. Χιλιάδες πάπιες, στον ουρανό, νωρίς το πρωί, πάνω απ’ την πόλη. Αν είναι δυνατόν! Προς έκπληξή μου, η άμεση αντίδρασή τους ήταν η αμφισβήτηση. Μπορεί να μην ήταν πάπιες ρε, μπορεί να ήταν κοράκια? Περιστέρια? Ναι? Είσαι σίγουρος? Τι πίνεις?
Μου έκανε απίστευτη εντύπωση. Δεν μπορείς να μπερδέψεις μια πάπια, έχουν χαρακτηριστικό πέταγμα, χαρακτηριστικό σώμα. Μόνο ένας άνθρωπος που δεν έχει δει ποτέ στη ζωή του πάπια θα νόμιζε ότι κάποιος θα μπορούσε να μπερδέψει ένα οποιοδήποτε πτηνό με μια πάπια. Στην αρχή, νόμιζα πως κάνανε ειρωνικά πως δεν το πιστεύουν επειδή είναι κλασσικοί Σαλονικείς μηδενιστές μπάσταρδοι.
Μετά από λίγο καιρό κατάλαβα πως κατά βάθος νιώθανε ένα βαθύ συναίσθημα στο φάσμα της ντροπή που δεν τις είχαν προσέξει τόσα χρόνια. Με τον ίδιο τρόπο που θα μειώσεις χιουμοριστικά κάποιο πρόσωπο ή κάποια κατάσταση που ξέρεις πως απέχει πολύ απο 'σένα. Προτίμησαν να πιστέψουν πως βλέπω οπτασίες, παρά πως το θαύμα της φύσης αγγίζει ακόμα αυτή την μολυσμένη πόλη, και τους προσπερνά κατ’ εξακολούθηση εδώ και τρεις δεκαετίες.
Ξεκίνησα να ξυπνάω ακόμα νωρίτερα για να παρατηρώ τις πάπιες. Σόμπα, πρωινό, ντύσιμο, χέσιμο, καφέ στο χέρι και πάπιες. Δυο τρεις φορές προσπάθησα να τις δελεάσω με ψίχουλα μα με αγνόησαν. Είχαν σκοπό, ήταν αλλού. Ήμουν ένα ακόμα μικρό πιθηκάκι που κουνάει τα χέρια και πετάει ψωμιά. Μάλλον ούτε εγώ θα σταμάταγα. Όσες φορές προσπάθησα να τις φωτογραφίσω το μετάνιωσα. Ο φακός δεν έπιανε με τίποτα αυτό που έβλεπα, ή, ίσως εγώ δεν ξέρω να βγάζω φωτογραφίες.
Όμως το μικρόβιο είχε εισχωρήσει στο μυαλό μου. Κάτι δεν μπορούσα να χωνέψω. Η απόμακρη σχέση ανθρώπου-πάπιας μου τριβέλιζε το είναι. Σύντομα το σκεφτόμουν όλη μέρα στη δουλειά, στις πρόβες, το έβλεπα στα όνειρά μου. Άρχισα να ξυπνάω νωρίτερα για να παρατηρώ τους ανθρώπους σε σχέση με τις πάπιες. Τους παρατηρούσα στα πεζοδρόμια, στα μπαλκόνια, στη λαϊκή. Άρχισα να κάνω διαφορετικές διαδρομές για να τους παρατηρήσω στις πλατείες, στο κέντρο, όταν περιμένουν κατά δεκάδες στα φανάρια να περάσουν τις αρτηρίες.
Και είπαμε, προσπαθώ να είμαι θετικός. Θέλω να δίνω κατάλληλη φόρτιση στην καθημερινότητά μου ώστε να ανταπεξέλθω στο οκτάωρο ρομποτισμό και την γενικευμένη κοινωνική τρέλα.
Αλλά ρε γαμώτο. Ρε γαμώτο, μερικές φορές είναι τόσο δύσκολο. Γιατί δεν τις βλέπανε. Κάνεις δεν τις έβλεπε. Περνούσαν από πάνω μας μυριάδες σαν τα βέλη των Περσών, πανέμορφες και τολμηρές. Με χιόνι, βροχή, ομίχλη και ήλιο με κυνόδοντες, αυτές μαχήτριες, εκεί, να χτυπάνε τις φτερούγες ενάντια στον άνεμο για να διανύσουν την απόσταση, να φτάσουν στη γη της επαγγελίας.
Και οι άνθρωποι γουρούνια, ανίκανοι να σηκώσουν το κεφάλι ψηλά. Ανίκανοι να θαυμάσουν. Να εκτιμήσουν, να χαρούν.
Ελάχιστες εξαιρέσεις, κυρίως παιδιά, ή τουρίστες. Κι ακόμα κι αυτοί, με μέτριο ενθουσιασμό.
Ξεκίνησα τα γκάλοπ. Έπιασα τον κοτσονάτο συνταξιούχο με το κανίς. Ήταν απ’ αυτές τις μέρες που το χιόνι είχε κόψει και ο ήλιος έλιωνε τον πάγο και μας ζέσταινε γλυκά το αίμα. Όσο το μικρό χοροπηδούσε τρελαμένο στην αγκαλιά μου και μου έγλυφε τα αφτιά τον ρώτησα, δεν είναι τρομερές? Και του έδειξα πάνω, το σμήνος. Τις κοίταξε, με κοίταξε και είπε, ναι ναι, μαζί με ένα μικρό νευρικό ψεύτικο χάχανο. Ναι, ναι είπε ξανά, τράβηξε το μικρό απ’ το λουρί κι άρχισε να απομακρύνεται.
Η Βαλκάνισσα γατομάνα είχε μία πιο θερμή αντίδραση, μα η αγάπη και το ενδιαφέρον της ήταν για τα αιλουροειδή. Έδειξε να χαίρεται αυθεντικά που μου άρεσαν τόσο, μα μετά άρχισε να μου συστήνει τις γάτες της. Ναι ναι είπα, χαχάνισα ψεύτικα και κοίταξα την ώρα στο κινητό. Ναι, ναι είπα, κι απομακρύνθηκα ευγενικά.
Η πιτσιρίκα δεν μου μίλησε. Την καλημέρισα, της έδειξα πάνω, τίποτα. Καμία αντίδραση. Την επόμενη φορά που την είδα, το ίδιο. Τίποτα. Ούτε καν ένα ναι, ναι, συνοδευόμενο με ένα γελάκι-απόκρουση. Ένα πρωί που ήμουν λίγο πιο εκνευρισμένος απ’ ότι συνήθως, και ίσως ακόμα λίγο πιωμένος, της φώναξα «ΟΙ ΠΑΠΙΕΣ ΜΩΡΗ, ΔΕΣ ΤΙΣ ΠΑΠΙΕΣ!», και έδειξα πάνω και με τα δυο χέρια. Αυτή κοντοστάθηκε, και, μάλλον μοιραία, συγκέντρωσε την προσοχή της στα χέρια μου και όχι σ’ αυτό που δείχνω.
Στη λαϊκή οι άνθρωποι ήταν πολύ βιαστικοί το πρωί για να ασχοληθούν μαζί μου. Πρέπει να στήσουν τους πάγκους, να βολέψουν τα ζαρζαβατικά. Να ζωγραφίσουν τις πινακίδες κατάλληλα ώστε να νομίζεις ότι αγοράζεις ντομάτες με ένα ευρώ ενώ στην ουσία το μηδενικό από δίπλα είναι εννιά, απλά λίγο μόρτικα γραμμένο, και καταλήγεις να έχεις πάρει εννιά ευρώ ντομάτες και είναι πλέον πολύ αργά για να τις γυρίσεις πίσω, έχει ήδη κόψει την απόδειξη και λέει, άντε θα σου κόψω ένα ευρώ, και τελικά τις παίρνεις και μετά νιώθεις μαλάκας αλλά είναι ωραία η αγγουροντομάτα το χειμώνα γαμώτο δεν είναι?
Τον χασάπη έκανα το λάθος και ρώτησα. Τα μάτια του γυάλισαν, έστριψε το μουστάκι και με ρώτησε αν είμαι κι εγώ κυνηγός, κάτι που δεν είχα μπει στη διαδικασία να σκεφτώ πολύ, και ούτε θέλω. Θέλω να αφήσω το θαύμα ως έχει, στη γλυκιά σφαίρα της φαντασίας, ανεπηρέαστο από μαζούτ, φυσίγγια, φουαγκρά και πτηνοτροφεία.
Δεν ξέρω διάολε. Δύσκολες εποχές για ρομαντικούς μαλάκες.
Αλλά δεν θέλω να ξεχάσω. Ούτε να σταματήσω να βλέπω, να εκτιμώ. Και είναι απ’ ότι φαίνεται στο χέρι μου, όχι? Στο χέρι του καθένα, έτσι δεν είναι? Έτσι θέλω να πιστεύω ρε συ. Με κρατάει δυνατό.
Δεν θέλω να ξεχάσω την πρώτη φορά που τις αντίκρισα. Πολιορκιτού και Μπουμπουλίνας, σκασμένος απ’ το βίαιο ξύπνημα, με ένα αηδιαστικό συνδυασμό νικοτίνης, μελιού κι οδοντόκρεμας στο στόμα, με την τσίμπλα στο μάτι και το σώμα σφιγμένο σε μια γροθιά απ’ την τσατίλα.
Τις είδα με την άκρη του ματιού μου και κοντοστάθηκα. Στο βάθος, εκεί, πάνω απ’ την ατέλειωτη πόλη, πάνω απ’ τα θλιβερά κτήρια, να ανηφορίζουνε τον λόφο αιωρούμενες, να έρχονται απ’ τον ορίζοντα καρφί κατά πάνω μου. Μια μακριά, σκούρα, φτερωτή γραμμή στον άγουρο ουρανό, να πλησιάζει και να πλησιάζει. Να ανοίγει. Να απλώνεται. Να παρελαύνει ακριβώς μπροστά και από πάνω μου αυτό το υπέροχο, υπέροχο σμήνος, αυτές οι γενναίες, γενναίες καριόλες, οι αρχόντισσες του ουρανού μπροστά απ’ τον αιματοβαμμένο ουρανό. Θεέ μου πως ανατρίχιασα. Πως λύθηκα με μια ανάσα. Δεν θέλω να ξεχάσω την περηφάνια, το καμάρι που ένιωσα κι ακόμη νιώθω κάθε πρωί που περνάν από πάνω μου, θαρρείς θα τους αγγίξεις την πουπουλένια κοιλιά με τ’ ακροδάχτυλα αν τεντωθείς στις μύτες των ποδιών. Αυτό, θέλω να το κρατήσω για πάντα μαζί μου.
Αυτά που λες.
Θα συνεχίσω να ‘μαι εδώ, φαντάζομαι. Μπορεί να βρεθούμε κάπου στο κέντρο. Θα προσπαθήσω να μην σε ξεχάσω, αλλά μην περιμένεις και πολλά. Ίσως να σου γράφω πιο συχνά πια. Αλήθεια θα προσπαθήσω.
Αυτά.
Η ζωή συνεχίζεται. Τότε, ήταν Νοέμβρης κι ήμουν κάποιος. Τώρα, είναι σχεδόν Μάρτης κι οι πάπιες δεν φεύγουνε πια, έφυγαν όλες, και είμαι κάποιος άλλος. Κι ο ουρανός τα πρωινά μοιάζει πια άδειος. Κι οι ώρες περνάνε στη δουλειά κάπως πιο δύσκολα, μα πότε δεν περνούσαν δύσκολα? Η ζωή συνεχίζεται.
Δε θέλω μόνο να ξεχάσω τους στίχους από κείνο το τραγούδι.
Αποδομητικά πουλιά,
σκίζουν τους ουρανούς της πόλης.
Κι αν πεις πως ήμουνα καριόλης,
κάτι δεν έπιασες σωστά.
Αποδομητικά πουλιά,
σημαίνει αγάπη στο περίπου.
Κι αν ήθελες το ακριβώς,
κουκλίτσα μου διαφωτισμός,
Διαφωτισμός!