Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2014

Ωραία μέρα για καβγά στο Ελ Πάσο

Ε, δεν άντεξα.
Περπάτησα όλη την πόλη, δρόμους, παράδρομους, πεζόδρομους, στενά, πήγα σε πάρκα, παραλίες,  ήπια καφέδες, πορτοκαλάδες, κάπνισα τσιγάρα, πήρα τηλέφωνα, πήγα επίσκεψη να δω το γάτο μου, τσάταρα, διάβασα κόμιξ, βιβλία, εφημερίδες, είδα ταινίες, επεισόδια, ζωγράφισα, έτρεξα (ψόφησα), τραγούδησα, έπαιξα, έκανα, έρανα μα στο τέλος δεν άντεξα, εφτά και μισή άνοιγα την πόρτα της Λακούβας, ένα λεπτό μετά γέμιζα το σφηνάκι ρακί, πέντε λεπτά μετά θυμήθηκα γιατί συνηθίζω να πίνω τον κώλο μου.

Γιατί είναι εύκολο.

Δερ γιου γκο! Όλη η ιζηματική φιλοσοφία του χρήστη στα χέρια σας, χωρίς σάλτσες, φρου-φρου και αρώματα. Ούτε προβλήματα έχεις, ούτε ανάγκη το 'χεις, ούτε θα πάθεις και τίποτα αν δεν πιείς. Απλά δεν μπορείς να διαχειριστείς την πραγματικότητα και χρειάζεσαι το κάτιτις σου για να σταματήσουν να φαίνονται όλα βουνό. Κάνεις μια κλαπ και όλα είναι αστεία, και εσύ ζεις σε ταινία, τα εξάσφαιρά σου έχουν σκαλιστές λαβές από φίλντισι, τα σπιρούνια σου κουδουνίζουν σε κάθε σου βήμα και σήμερα είναι μια ωραία μέρα για καβγά στο Ελ Πάσο.


                                                                                                   *  *  *



Στο μπαρ δυο φαλάκρες και ένας μεσήλικα σκουλαρικάκιας, δεξιά μια παρέα, ένας μακρυμάλλης μεσήλικας με δυο γκομενάκια. Χαιρέτησα το Νίκο, κάθισα δίπλα στους άλλους. Ο Μεσήλικος Σκουλαρικάκιας έκανε λίγο πιο δίπλα να χωρέσουμε. Ωπ? Ο ένας φαλάκρας είναι ο Σταμάτ'ς. Που σαι ρε Σταμάτ'? Χρόνια και ζαμάνια. Σαλόνικα ήσουν, για δουλειά? Σώπα. Τι λέει μάγκες? Όλα καλά? Μια χαρά.

Ακριβώς απέναντί μου κολλημένο στο ψυγείο ένα σκιτσάκι μ'ένα τυπάκι που φοράει τουτού σ'ενα μπαρ και λέει “εμείς οι χορεύτριες πρέπει να κάνουμε τρεις ώρες στη μπάρα καθημερινά”. Ας αρχίσουνε τα όργανα λοιπόν και θα σας χορέψω τσιφτετέλια. Ρακί. Πόσο την έχεις?

Για τι μιλάνε? Δεν έχω καμία όρεξη να μιλήσω. Θέλω απλά να πιώ. Ίσως να πετάω και καμιά μαλακία που και που, να φαίνομαι ψαγμένος και μυστήριος. Πόσα φράγκα έχω? Πόσο την έχει τη ρακί είπε? Μπαίνει μέσα ένας ασπρομάλλης μεσήλικας, δεν λέει τίποτα, κάθετε μόνος του σ'ένα τραπέζι απο πίσω μου. Τι σκατά λένε τόση ώρα, δε μπορώ να συγκεντρωθώ ούτε σε λέξη. Ο Φαλάκρας λέει κάτι αστείο, όλοι γελάνε, γελάω και γω, παρέα είμαστε τι διάολο. Εδώ θα κουμπαριάσουμε μαλάκες, στην υγειά μας. Ο Νίκος μου δίνει κάτι να δοκιμάσω, μπρόκολο και φέτα?, λέει του βγήκε πικάντικο. Μια χαρά είναι του λέω, και πνίγομαι. Ναι είναι πικάντικο.

Νίκο, ρακί. Σαν νερό κατεβαίνει. Νίκο, είναι τρύπια τα ποτήρια σου. Ο κώλος σου είναι τρύπιος, μου λέει. Δεκτό. Και ο δικός σου. Γελάμε. Πιάνω κουβέντα με τον Μεσήλικα Σκουλαρικάκια, λέει του 'κανε η μάνα του κάτι ψάρια, είχε και κάτι ντολμαδάκια από χτες, έμπλεξε το γιαούρτι με το ψάρι και τώρα τον πονάει το στομάχι του. Ξύπνησε λέει 5 η ώρα το πρωί να χέσει, κόντεψε να χεστεί πάνω του. Και τι χέσιμο δηλαδή, νερό. Να προσέχεις, του λέω, δεν θα σου μείνει σώβρακο, να πίνεις και σπαθόλαδο που κάνει καλό. Δεν το ξέρεις το σπαθόλαδο? Ο Σταμάτ'ς το ξέρει. Πιάνουμε κουβέντα πάνω στις ευεγερτικές ιδιότητες του σπαθόλαδου, το χρησιμοποιούσαν οι πάνσοφοι αρχαιλληνάρες, γαμάει. Έχεις πληγή? *Σπαθόλαδο* Είχες πληγή. Νίκο, ρακί.

Η μια γκομενίτσα έρχεται στο μπαρ, θέλει νερό. Με χαιρετάει, την χαιρετάω, κάπου την ξέρω, μου μιλάει. Δεν μπορώ να καταλάβω τι λέει, μου 'ρχεται να ξεράσω. Βαθιές ανάσες, κατάπινε το σάλιο, θυμήσου την εκπαίδευσή σου. Είναι κανείς στη χέστρα? Ο Σταμάτ'ς.   Άμα τα βγάλω στον κάδο της κουζίνας στα αρχίδια μου? Προλαβαίνω? Πόσο σάλιο θα βγάλω διάολε! Καταπίνω εγώ. Ακόμα μου μιλάει αυτή, σηκώνει το ποτήρι το νερό να τσουγκρίσουμε, δεν πειράζει λέει, είναι και τα δυο διάφανα! Τσουγκρίζουμε, κατεβάζω τη ρακί, ξερατίλα, ανάβω τσιγάρο, φεύγει.

Ο Μεσήλικας Μακρυμάλλης έρχεται και παραγγέλνει ρακί απαγγέλοντας ποίηση, κάτι για τρικυμισμένα μάτια, γαλάζιους ουρανούς και ανθισμένες πορτοκαλιές, εμένα κοιτάει. “Καλά, μαλάκας είσαι?” θέλω να του πω, δεν του λέω τίποτα, τον κοιτάω και καπνίζω (μυστήριο 200). Είναι με το κορίτσι του, δεν κάνω σκηνικό. Ο Μεσήλικας Σκουλαρικάκιας σηκώνεται, βγαίνει απ' το μαγαζί, κάπου πάει. Όσο λείπει του παίρνω ένα τσιγάρο. Έχω τσιγάρα αλλά δε γαμιέται. Το Διψασμένο Γκομενάκι είναι πραγματικά διψασμένο, θέλει πάλι νερό. “Σαρδέλες έτρωγες μωρή?” με κοιτάει, γελάει, γελάω και γω, γελάει και ο Φαλάκρας. Για δες, νόμιζα θα στράβωνε. Τσουγκρίζουμε, δεν πειράζει, είναι διάφανα!

Νίκο, ρακί. Σκέφτομαι κάτι έξυπνο, πάω να το φτιάξω πρόταση, χαλάει. Ε δε γαμιέται, άστο να πέσει. Ας χορέψουμε. Έρχεται ο Μεσήλικας Σκουλαρικάκιας μαζί με ένα πιτσιρίκι. Γιος σου? Γιος του. Το μικρό κάθεται μόνο του στο τραπέζι από πίσω βουτηγμένο στην αμηχανία, ο μπαμπάκας του ξανακάθεται στο μπαρ και παραγγέλνει ρακί. Στραβώνω, τον σκουντάω. “Ρε.” Με κοιτάει, το βλέμμα του λέει τι έγινε? Του κάνω νεύμα προς το μικρό. Σηκώνεται αμέσως, λέει έχεις δίκιο, τον παίρνει απ' το χεράκι, χαιρετάνε και φεύγουνε.

Πιάνουμε κουβέντα τον εθισμό, το αγαπημένο μου, έχω κάνει και εργασία στη σχολή. Κάτι λέει ο Σταμάτ'ς, ο Φαλάκρας μόκο, την έχει λερωμένη τη φωλιά του, τον έφαγα. Το σκαμπό του Μεσήλικα Σκουλαρικάκια στην άλλη άκρη του μπαρ πιάνει ο Ασπρομάλλης Μεσήλικας,  φαίνεται του αρέσει κι αυτού η κουβέντα. Κάτι μου λέει για πρέζα. Ξεκαθαρίζω τη θέση μου: ποτέ πρέζα, ποτέ κόκα. Με κράζει που 'μαι πίτα απ' τις 8. Του λέω ωραία τα λες αλλά δύο καραφάκια χρειάστηκες για να μπεις στην κουβέντα. Μου λέει φαίνομαι μικρός για να 'μαι τόσο μάγκας. Αρχίζουνε να μιλάνε για την ηλικία μου. Όλοι μαζί. Με ρωτάνε, δεν απαντάω, αρχίζουνε να λένε αριθμούς, δεν απαντάω, τους κοιτάω και καπνίζω (μυστήριο 500).

Ο Ασπρομάλλης Μεσήλικας  φοράει χαμογελάκι, σηκώνει επιδεικτικά το μανίκι, τατουάζ φυλακής, τότε που τα κάνανε με σύρμα. Αρχίζει όλο μούρη την κασέτα, άκου εδώ αγόρι μου, αληθινός πόνος, κελιά και καμμένα χρόνια και σούτια και ξύλο και φρίκη. Τον διακόπτω. Του λέω έχω ένα φιλαράκι τσιγγάνο τον Ρόκι, ενάμιση μέτρο όλο τατού και ουλές. Λέω, μια μέρα πίναμε ρακές στου Τ., και σκάει μύτη ένας δίμετρος φυλακόβιος που τραμπουκίζει όλο τον κόσμο και στριμώχνει ένα παιδί απ' το τραπέζι μας. Του πουλάει τσαμπουκά, έχει κάνει φυλακή με τον Τάδε και τον Δείνα λέει. Γυρνάει τότε ο Ρόκι και του κάνει, να σου πω φίλε, νομίζεις είσαι μάγκας που έκανες φυλακή? Ναι, λέει. Όχι, του απαντάει ο Ρόκι. Μαλάκας είσαι.

Ο Σταμάτ'ς αρχίζει να μου κάνει κάλμα με τα χέρια και να λέει μη, άστο, ο Νίκος ακούει. Καρφώνω τον Σταμάτ', και ξαναγυρίζω στον Ασπρομάλλη Μεσήλικα .

Ο τραμπούκος πήγε να του την παίξει. Ξέρεις τι έκανε ο Ρόκι τότε φίλε? Έβγαλε το κινητό, του το κούνησε μπροστά στα μούτρα και του 'πε, 'όλους αυτούς που λες τους έχω θείους. Ένα τηλεφωνάκι να πάρω το Τζάκο και θα φύγει κλωτσίδι μέσα απ' το ηχείο. Κάντηνα μη σε ψάχνουνε. Ένα τηλεφωνάκι είσαι.' Ο φυλακόβιος χέστηκε. Άλλαξε τριάντα χρώματα, έβαλε την ουρά στα σκέλια και την έκανε. Μη αρχίσεις λοιπόν να μου λες πόσο μάγκας είσαι  επειδή πήγες φυλακή. Δεν σε κάνει η φυλακή μάγκα. Μάγκας είναι ο Ρόκι που δεν τον πιάσανε. Σταμάτη δεν ξέρω νοηματική, αν θες να πεις κάτι πες το ή σκάσε. Νίκο, τι χρωστάω?”



                                                                                                  *  *  *



Τέσσερα καραφάκια, αυτός είναι πλέον ο αριθμός μου. Τέσσερα καραφάκια και είμαι ντέφι. Ελάχιστα πράγματα θυμάμαι. Γυρνώντας πέρασα απ' το μπακάλικο της γειτονιάς να πάρω μια μπύρα. Η γριά σκύλα που το 'χει πάλι έκραζε τον 14χρονο που 'ναι στη δούλεψή της. Ο μικρός είναι μαφία, καπνίζει, πίνει μπάφους και δουλεύει πολύ πιο σκληρά από 'μένα και 'σένα, από τα 8. Την γριά την σιχαίνεται η ψυχή μου. Είναι και καλά μελιστάλαχτη, όλο “χρυσό μου” και “πουλάκι μου” και γλύκα, μα τον μικρό όλο τον βρίζει η καριόλα και όλο πετάει καρφιά του τύπου “...άμα δεν μας τα κάνει πάλι μαντάρα ο Αλεξάκης..” και “...αφού ο Αλεξάκης δεν κάνει τίποτα σωστά.” και το βλέπω το πιτσιρίκι να σκύβει το κεφάλι και θέλω να την ξεφτιλίσω. 


Μπαίνω μέσα λοιπόν και την βλέπω να του τσιρίζει για κάτι πατάτες. Πατάτες! Τον πιάνω αγκαλιά του κλείνω το μάτι, γυρνάω και της κάνω όλο τσαμπουκά “Κοίτα να δεις, σε βλέπω καιρό τώρα. Είμαι κοινωνικός λειτουργός. Να του μιλάς όμορφα, ξηγηθήκαμε?”. Η γριά ζορίστηκε, κοκκίνισε, σούφρωσε τα χείλια, μου 'ριξε ένα βλέμμα αστροπελέκι αλλά έκανε τουμπεκί. Γυρνάει τότε ο δικός σου μαστουρωμένος, με κοιτάει και λέει “Τσακαλάκο, πάλι κλασμένος είσαι?”.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου